Χώρα κατανόησης, όχι απανθρωπιάς!


Του Ξενοφώντα Α. Μπρουντζάκη

Τα τελευταία γεγονότα που προκαλούν γενικευμένες αντιδράσεις με αφορμή τις μεγάλες προσφυγικές μεταναστευτικές ροές προς τη χώρα, λαμβάνουν διαστάσεις που κινδυνεύουν να γίνουν ανεξέλεγκτες. Το μέγεθος του προβλήματος αλλά και οι αντικειμενικές του δυσκολίες θέτουν τεράστια εμπόδια στην αντιμετώπιση και διαχείρισή του. Μια βασική παράμετρος, που καθορίζει αυτή την κατάσταση, είναι ότι πρόκειται για ένα εξωγενές ζήτημα στο οποίο η χώρα μας δεν φέρει καμιά ευθύνη, ούτε έχει καμιά εμπλοκή ή ανάμιξη. Για την ακρίβεια, η εμπλοκή της οφείλεται στη γεωγραφική της θέση και στη δυσκολία να φυλαχτούν αποτελεσματικά τα θαλάσσια σύνορα. Με απλά λόγια, η χώρα μας καλείται, ως πύλη υποδοχής, να αντιμετωπίσει το προσφυγικό κύμα που δημιουργήθηκε από τον μακροχρόνιο πόλεμο στη Συρία. Τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο περίπλοκα μιας και σε αυτές τις προσφυγικές ροές ενσωματώνονται και μετανάστες, οι οποίοι θέλουν να περάσουν στην Ευρώπη με ενδιάμεσο σταθμό την Ελλάδα.

Αυτή η κατάσταση ξεκινά μαζί με την αρχή της οικονομικής κρίσης και συνεχίζεται ως σήμερα, τη στιγμή που η χώρα προσπαθεί να ξαναβρεί τον βηματισμό της. Ταυτόχρονα, υπάρχει μια δικαιολογημένη ψυχολογική άρνηση στην κουρασμένη από προβλήματα ελληνική κοινωνία να δεχτεί ότι καλείται να αντιμετωπίσει εκ νέου μια ακραία εξέλιξη, στην πρώτη μάλιστα γραμμή, ενός ζητήματος εξωγενούς, που σε πρώτο επίπεδο αντίληψής του θεωρεί ότι δεν την αφορά. Αυτή η κοινωνική δυσφορία στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή δύσκολα μπορεί να κατευναστεί, για τον απλό λόγο ότι είναι δίκαιη.

Είναι σχεδόν μεταφυσική απαίτηση να ζητάς μια νέα υπέρβαση από μια μέση ελληνική οικογένεια – που πέρασε από τα καυδιανά δίκρανα της κρίσης, που έστειλε το παιδί της μετανάστη, που προσπαθεί μήνα τον μήνα να ξοφλήσει παλιές οφειλές – την ώρα που πάει να πάρει μια ανάσα. Είναι πραγματικά δυσβάσταχτο να τους φορτώσεις ένα πρόβλημα – ένα ακόμα «μνημόνιο», μια ξένη τραγωδία, με τους βαρύτερους όρους. Την ίδια στιγμή, το πολιτικό σύστημα, αντί να συναινέσει σε μια κοινή αντιμετώπιση του προβλήματος, μοιάζει να βρίσκει μιαν ακόμα αφορμή διχασμού και ιδεολογικών αντιπαραθέσεων.

Το μεταναστευτικό - προσφυγικό πρόβλημα άνοιξε μια σειρά δημόσιων συζητήσεων και αντιπαραθέσεων στις οποίες το ιστορικό παρελθόν δεν έμεινε ανεκμετάλλευτο.

Γενικότερα, οι συγκρίσεις σημερινών γεγονότων με αντίστοιχα του παρελθόντος, συνήθως συσκοτίζουν αντί να φωτίζουν το υπό κριτική διερεύνηση θέμα. Μερικές συμπεριφορές, ωστόσο, παραμένουν δυσοίωνα αναλλοίωτες.

Στις μέρες μας δεχόμαστε πρόσφυγες και μετανάστες υπό συγκεκριμένες συνθήκες και με αντικειμενικές δυσκολίες να διαχειριστούμε τα αιτήματά τους: είτε στέγασης, τροφής και εντέλει ενσωμάτωσης, είτε διοχέτευσής τους σε άλλες χώρες που επιθυμούν. Οι λόγοι είναι προφανείς. Δεν μπορούμε, λοιπόν, να τους συγκρίνουμε με τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής. Οι διαφορές είναι ουσιαστικές: οι Μικρασιάτες ήταν πρόσφυγες και όχι μετανάστες και ήταν ομοεθνείς (κοινή γλώσσα, θρησκεία, ήθη, έθιμα, εθνική συνείδηση). Επίσης, η ανταλλαγή πληθυσμών του 1923 μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας ήταν μια συμφωνημένη αμοιβαία εκτόπιση μεγάλης κλίμακας, η μοναδική στην παγκόσμια ιστορία που υπαγορευόταν από διακρατική σύμβαση. Ως εκ τούτου, ο ξεριζωμός τους ήταν οριστικός και αμετάκλητος και ο στόχος ήταν να ενσωματωθούν με τον χρόνο ως ισότιμοι πολίτες. Αυτά σήμερα δεν ισχύουν. Οι μετανάστες αναζητούν μια νέα πατρίδα για μια νέα ζωή και οι πρόσφυγες επιζητούν μια φιλοξενία δίχως χρονικό ορίζοντα που συνήθως καταλήγει σε μονιμότητα. Ταυτόχρονα, ο αριθμός τους δεν μπορεί να είναι τελικά ελέγξιμος, αλλά ούτε η χώρα μια ανεξέλεγκτη πύλη εισόδου για τους κατατρεγμένους.

Αυτό που πρέπει να προσεχτεί είναι ότι αυτές οι καταστάσεις ποτέ δεν αντιμετωπίζονται εύκολα. Είναι αλήθεια ότι οι πρόσφυγες των μικρασιατικών περιοχών αντιμετωπίστηκαν αρχικά με ιδιαίτερη εχθρότητα από τους γηγενείς της Ελλάδας. Εχθρότητα που δεν κατευνάστηκε ούτε από το γεγονός του ομοεθνούς, ομόγλωσσου και ομόθρησκου αισθήματος. Οι πρόσφυγες αντιμετώπισαν μια γενικευμένη εχθρότητα, που μάλιστα κράτησε χρόνια μέχρι να ξεπεραστεί και να αμβλυνθούν οι μεγάλες διαφορές που αποσιωπούνταν και καλύπτονταν από την ανάγκη της συμβίωσης…

Οι Μικρασιάτες πρόσφυγες, σε ολόκληρη τη μακρόχρονη διαδικασία ενσωμάτωσής τους, βρέθηκαν αντιμέτωποι μ’ έναν ανάλγητο ρατσισμό και μια απάνθρωπη και σκληρή συμπεριφορά από μέρους των γηγενών. Η απομόνωσή τους εκφράστηκε σε όλα τα επίπεδα, κυρίως δε πολεοδομικά, στις προσφυγικές περιοχές των πόλεων και σε απομονωμένα χωριά ή ερημότοπους στην επαρχία και την ύπαιθρο.

Ωστόσο, από την άλλη όψη του νομίσματος, οι Μικρασιάτες, στον Γολγοθά της ενσωμάτωσής τους, δεν εγκαταλείφθηκαν εντελώς στην κακία των ομοεθνών τους. Δίπλα τους στάθηκε ο Βενιζέλος, που από την πρώτη στιγμή αγωνίστηκε στο πλευρό των προσφύγων προσφέροντάς τους κάθε δυνατή βοήθεια - υλική και ηθική. Αυτό, τουλάχιστον μέχρι το 1933, όπως επιμένει ο Γ. Μαυρογορδάτος: «Μόνο χάρη στον βενιζελισμό απέκτησαν οι πρόσφυγες όσα απέκτησαν: περίθαλψη, σπίτια, χωράφια, αποζημιώσεις, αλλά και πλήρη πολιτικά δικαιώματα Ελλήνων πολιτών. Μόνο χάρη στον βενιζελισμό κατορθώθηκε, υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών (ΚτΕ), η σύναψη των προσφυγικών δανείων και η συγκρότηση της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ) για την αξιοποίησή τους».

Κλείνοντας, να επισημάνουμε ότι, προφανώς, η μικρασιατική προσφυγιά έχει εντελώς ιδιαίτερα και ξεχωριστά χαρακτηριστικά σε σχέση με τη σημερινή κατάσταση. Ωστόσο, το ανθρωπιστικό πρόταγμα παραμένει το ίδιο. Προφανώς, η κοινωνία μας καλείται να αντιμετωπίσει μια κατάσταση δύσκολη που την ξεπερνά και οι ανησυχίες της είναι δικαιολογημένες. Όπως δικαιολογημένοι και ίσως υπαρκτοί να είναι και οι κίνδυνοι των μελλοντικών προβολών που επισημαίνονται. Ωστόσο, σε αυτή τη δυσκολία καλούμαστε πλέον να ανταποκριθούμε ως δυτική χώρα που απολαμβάνει όλα τα προνόμια του τρόπου ζωής και των ελευθεριών και δικαιωμάτων που απορρέουν από την πολιτισμική της κληρονομιά, που πριν από όλα οφείλει η ιδία να τα σεβαστεί, να τα διατηρήσει και, κυρίως, να τα υπερασπιστεί. Δεν χρειάζεται πολύ μυαλό για να γίνει αντιληπτό ότι ο πιο ακατάλληλος και επιβλαβής τρόπος είναι να υπονομεύσουμε εμείς οι ίδιοι την ταυτότητά μας, αμφισβητώντας τον τρόπο ζωής μας και το αξιακό μας σύστημα. Η πρόσφατη χυδαιότατα της γουρουνοφαγίας προβάλλει την παλιανθρωπιά ως εθνική ταυτότητα: ας μην επαναλάβουμε τουλάχιστον τις εθνικές απρέπειες του παρελθόντος.

Το θέμα δεν είναι αν η αγανάκτησή μας είναι δίκαιη ή άδικη αλλά αν βοηθά στην ορθή κατανόηση και στην επίλυση του προβλήματος που μας έχει τεθεί επιτακτικά. Το διακύβευμα είναι ιδιαίτερα σοβαρό και, προφανώς, δεν λύνεται ούτε με εθνικιστικές γελοιότητες, ούτε με επικλήσεις αλληλεγγύης και εμπορία ανθρωπισμού.

Οι μετανάστες - πρόσφυγες, αν δεν μπορούν να έχουν τη βοήθεια μας, τουλάχιστον ας μην αντιμετωπίσουν τη χυδαιότητά μας.

Πηγή: ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ


Δρόμος ανοιχτός

2 σχόλια :

  1. Πάντως αυτά συμβαίνουν κ στο εξωτερικό.Δε θυμάμαι δυστυχώς,σε ποια ευρωπαϊκή χώρα του Βορρά ήταν,που οι κάκοικοι μιας περιοχής ύψωσαν παλούκια με γουρουνοκεφαλές,απέναντι σε ένα στρατόπεδο μουσουλμάνων μετοίκων.Οι λαοί μπορούν να συμπεριφέρωνται πολύ εγωιστικά.Η αλληλεγγύη δημιουργείται στη βάση κοινών συμφερόντων κ κοινών αγώνων,πάντα στο επίπεδο της πραγματικότητας του παρόντος,όχι στο αόριστο μέλλον κ στη βάση ιδεολογημάτων διαφόρων αριστερών οργανώσεων,με μόνο στόχο τη συντήρηση των περίπτερών τους,όχι όταν οι υποτιθέμενοι μελλοντικοί κοινοί αγώνες πρόκειται να έχουν αφετηρία την επιβάρυνση του ενός λαού από τον άλλο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Δεν μπορεί εξ άλλου κανείς να απαιτή ανθρωπιά,χωρίς κ ο ίδιος να συμπεριφέρεται ανάλογα.Σε κάθε περίπτωση η βοήθεια δίνεται σε εθελοντική βάση,ποτέ δεν εκβιάζεται.Το να μπη κανένας απρόσκλητα κ κρυφά στον τόπο κάποιου άλλου λαού,δεν είναι ο καλύτερος τρόπος,να ζητήση βοήθεια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή