Επανεκκίνηση ελληνοτουρκικού διαλόγου – Η «μεγάλη εικόνα» αποκαλύπτει

 

Του Γιάννη Χουβαρδά *

Επανεκκινούν στις 25 Ιανουαρίου οι διερευνητικές επαφές Ελλάδας-Τουρκίας. Παράλληλα «ψήνεται» νέα 5μερής συνάντηση για το Κυπριακό και στο «βάθος» προετοιμάζεται πολυμερής διάσκεψη για την Αν. Μεσόγειο. Αντίστοιχα το προηγούμενο διάστημα στην ευρύτερη περιοχή είχαν προηγηθεί:

  1. Η τριμερής συνεργασία Ελλάδα-Κύπρος-Αίγυπτος – 09/11/2014
  2. Η τριμερής συνεργασία Ελλάδα-Κύπρος-Ισραήλ – 28/01/2016
  3. Η Συμφωνία των Πρεσπών (Ελλάδα-ΠΓΔΜ) -17/06/2018
  4. Η Συμφωνία οριοθέτησης θαλάσσιων ζωνών Ελλάδας-Ιταλίας – 09/06/2020
  5. Η Συμφωνία μερικής οριοθέτησης ΑΟΖ Ελλάδας-Αιγύπτου – 06/08/2020
  6. Οι Συμφωνίες του Αβραάμ  (Ισραήλ-ΗΑΕ, Μπαχρέιν) – 13/08-15/09/2020
  7. Η οικονομική συμφωνία Κοσόβου-Σερβίας – 04/09/2020
  8. Η “Διακήρυξη της Al-Ula”(συμφιλίωση Κατάρ-Σαουδικής Αραβίας, ΗΑΕ, Αιγύπτου, Μπαχρέιν) – 05/01/2021

Όλες οι παραπάνω συμφωνίες δρομολογήθηκαν με πρωταγωνιστικό ρόλο των ΗΠΑ και την εμπλοκή ή την «ευλογία» των ΝΑΤΟ-ΕΕ. Το ίδιο συμβαίνει και τώρα στις εν εξελίξει διεργασίες στην  Αν. Μεσόγειο. 

Το ενδιαφέρον του ευρωατλαντικού παράγοντα (ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ) για τις προαναφερθείσες εξελίξεις είναι ιδιοτελές και αποκαλύπτεται σε όλο του το μεγαλείο αν μελετήσει κάποιος προσεκτικά τον ευρασιατικό χάρτη. Σε αυτή την περίπτωση θα διαπιστώσει μια διαδικασία οικοδόμησης ενός νέου συνεχούς χωρικού πλέγματος περιφερειακής «συνεργασίας» από τα Βαλκάνια μέχρι τον Καύκασο και τον Περσικό Κόλπο, του οποίου θα αποτελεί μέρος η περιοχή από τον Έβρο και το Αιγαίο μέχρι και την Κύπρο. 

Τo νέο αυτό πλέγμα έχει ως βασικό του χαρακτηριστικό ότι είναι συμμαχικό προς τον ευρωατλαντικό παράγοντα (ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ). Συνεπώς η ολοκλήρωση του συνδέεται με τον ευρωατλαντικό στόχο του περιορισμού της επιρροής της Κίνας, της Ρωσίας και του Ιράν. Παράλληλα αφορά και τη διευκόλυνση των εμπορικών, επενδυτικών, ενεργειακών και άλλων δραστηριοτήτων του ευρωατλαντικού κεφαλαίου σε μία νέα τεράστια αγορά, δεδομένων των προϋποθέσεων που δημιουργούνται για την οικονομική συνεργασία και συνεκμετάλλευση των δυνατοτήτων της από όλα τα εμπλεκόμενα σε αυτή μέρη, εύκολα συνδεόμενη με τη δυτική Ευρώπη και των Ατλαντικό Ωκεανό.

Ταυτόχρονα το νέο πλέγμα μπορεί να επεκταθεί βόρεια μέχρι την Πολωνία, τη Βαλτική και τη Σκανδιναβία, καθόσον πρόκειται για μέλη του ΝΑΤΟ & της ΕΕ και νοτιοανατολικά μέχρι την Ινδία, η οποία βρίσκεται σε διαδικασία εμβάθυνσης των σχέσεων με τις ΗΠΑ και ενδιαφέρεται για τον περιορισμό της Κίνας, παραδοσιακό της ανταγωνιστή. Παράλληλα θα προκαλέσει ελκτικές δυνάμεις προς τα ανατολικά και συγκεκριμένα προς τα κράτη της κεντρικής Ασίας, τα οποία διαχρονικά ενδιαφέρονται να μειώσουν τις εξαρτήσεις τους από τη Μόσχα, δίχως να καταστούν αντίστοιχα εξαρτώμενα από το Πεκίνο. 

Τέλος η όλη διαδικασία λογικά θα δώσει ώθηση και στις αντίστοιχες διεργασίες που ήδη συντελούνται μεταξύ συμμάχων ή εταίρων του ευρωατλαντικού παράγοντα  και στην περιοχή του Ινδοειρηνικού, οι οποίες αν τελεσφορήσουν μπορούν να δημιουργήσουν ένα δεύτερο πλέγμα περιφερειακής «συνεργασίας», το οποίο θα αποτελεί προέκταση του προηγούμενου, συμπεριλαμβάνοντας ενδεχόμενα τη Μαλαισία, την Ινδονησία, το Βιετνάμ, τις Φιλιππίνες, κράτη που επιζητούν τον περιορισμό της Κινεζικής επέκτασης στη νότια Κινεζική Θάλασσα, αλλά και την Ταιβάν, τη Νότιο Κορέα και την Ιαπωνία, οι οποίες έχουν τους δικούς τους «λογαριασμούς» με το Πεκίνο. 

Βλέπουμε δηλαδή μπροστά μας την απόπειρα του ευρωατλαντικού παράγοντα να δημιουργήσει ένα δακτύλιο γύρω από τη Ρωσία και την εσωτερική Ασία, ο οποίος προσομοιάζει σε σημαντικό βαθμό με την “Περιμετρική Ζώνη (Rimland)” του Spykman.

Μία απόπειρα που αν επιτύχει θα προκαλέσει σοβαρό τραύμα στην ευρασιατική συνεννόηση Κίνας-Ρωσίας-Ιράν, απομονώνοντας και περικυκλώνοντας το Ιράν και το “Σιιτικό διάδρομο” που αυτό έχει δημιουργήσει ως τη Μεσόγειο μέσω της επιρροής του στο νότιο Ιράκ, τη Συρία και το νότιο Λίβανο, αλλά και δημιουργώντας πρόβλημα στην πρόσβαση της Κίνας και της Ρωσίας στην Κεντρική Ασία, περιορίζοντας παράλληλα την επιρροή της πρώτης στον Ινδοειρηνικό και της δεύτερης στην Ευρώπη. 

Παράλληλα με αυτόν τον τρόπο ο ευρωατλαντικός παράγοντας θα μπορέσει να ενιαιοποίηση οικονομικά υπό τον έλεγχο του το συγκεκριμένο δακτύλιο, δημιουργώντας «πεδίο δόξης λαμπρό» για τα ευρωατλαντικά κεφάλαια. 

Σε αυτό το σημείο οφείλουμε να παρατηρήσουμε την κολοσσιαία σημασία της Αν. Μεσογείου για την επιτυχία του όλου εγχειρήματος. Αφενός γιατί αποτελεί τον εναπομείναντα κρίκο του δυτικού του σκέλους, μέχρι την Ινδία. Ιδιαίτερα αν αναλογιστούμε ότι η πολιτική της Τουρκίας ρυμουλκεί ήδη ως ένα βαθμό το Πακιστάν προς αυτή την κατεύθυνση, ενώ ανάλογα αποτελέσματα έχει και η πολιτική της Σαουδικής Αραβίας (ως απάντηση στην Τουρκία) προς την Ινδία. Αφετέρου γιατί η υλοποίησή του δυτικού σκέλους είναι πιο εύκολη, καθώς αφορά περιοχές που γειτνιάζουν ή περιλαμβάνονται σε ΝΑΤΟ-ΕΕ και στις ευρύτερες δομές που οι συγκεκριμένοι οργανισμοί έχουν αναπτύξει.   

Συνακολούθα δεν έχουμε παρά να αναμένουμε τη μεσοπρόθεσμη κλιμάκωση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών εκ μέρους του ευρωατλαντικού παράγοντα και της ευρασιατικής συνεννόησης όσον αφορά το μέλλον της περιοχής, καθώς σε αυτή διακυβεύονται κρίσιμα συμφέροντα και των δυο.

Έτσι καταλήγουμε να σημειώσουμε ότι η διαχρονική επιλογή των Ελληνικών κυβερνήσεων να δράσουν στην πρώτη γραμμή για την ενσωμάτωση της Αν. Μεσογείου και των Βαλκανίων στις δομές του ευρωατλαντικού παράγοντα, αλλά και για την επέκταση της επιρροής του τελευταίου στη Μέση Ανατολή, εγείρει πλέον σοβαρά τον κίνδυνο να μετατραπεί η χώρα σε πεδίο εκδήλωσης αντιπαραθέσεων μεταξύ «βουβάλων», έχοντας διευκολύνει ποικιλοτρόπως νωρίτερα «τη φωτιά» να πλησιάσει τον εγγύς σε αυτή χώρο.  

Παράλληλα όμως η συγκεκριμένη επιλογή επιφέρει και έναν πιο άμεσο κίνδυνο. Αυτόν να ενταχθούν τα κυριαρχικά δικαιώματα και η κυριαρχία της Ελλάδας στη διαπραγμάτευση Τουρκίας-ευρωατλαντικού παράγοντα για τη θέση της πρώτης εντός του νέου υπό οικοδόμηση πλέγματος περιφερειακής «συνεργασίας», στα πλαίσια της οποίας και ένας ελληνοτουρκικός πόλεμος δε μπορεί να αποκλειστεί, καθώς θα εξαναγκάσει είτε την Ελλάδα, είτε την Τουρκία να αποδεχτούν τελικά έναν μεταξύ τους συμβιβασμό που θα επιτρέψει την ενσωμάτωση της Αν. Μεσογείου στο νέο πλέγμα. 

Άλλωστε και άλλες περιφερειακές δυνάμεις, εκτός της Τουρκίας, διαπραγματεύονται σκληρά με τις ΗΠΑ τη στάση τους απέναντι στις προτεραιότητες των τελευταίων στην Ευρασία. 

Κρίνουμε ως επιζήμια τη μετατροπή των ελληνοτουρκικών ζητημάτων σε ζητήματα Δύσης-Τουρκίας, η οποία επιδιώκεται διαχρονικά από τις Ελληνικές κυβερνήσεις, ακριβώς διότι το άμεσο όφελος της Δύσης από τη στράτευση της Τουρκίας στην οικοδόμηση του δακτυλίου γύρω από τη Ρωσία και την εσωτερική Ασία είναι πολύ μεγαλύτερο από το κόστος μιας Τουρκίας περιστέρα «αυτόνομης», ακόμη και σε ρόλο περιφερειακού ηγεμόνα.

Ο λόγος είναι ότι η θέση των ΗΠΑ, της ΕΕ και του Ηνωμένου Βασιλείου στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα δεν απειλείται άμεσα από την Τουρκία, αλλά από τη συσπείρωση της Ευρασίας. Συνεπώς, προκειμένου να διατηρήσουν την Άγκυρα ως σύμμαχο τους,  καθίστανται ιδιαίτερα ευάλωτες, είτε να υιοθετήσουν τακτική πιέσεων προς την Αθήνα προκειμένου να συζητήσει με τους όρους της Άγκυρας στις διερευνητικές, είτε να επιτρέψουν στην Τουρκία τυχοδιωκτικές επιθετικές κινήσεις, αφήνντας τη στρατιωτική ισχύ να ρυθμίσει τις εξελίξεις, θεωρώντας πως μπορούν να τις διαχειριστούν.    

Η παραπάνω εκτίμηση εδράζεται στη σημασία που έχει η Τουρκία, όχι μόνο ως χώρος, αλλά κυρίως ως ιμπεριαλιστική δύναμη, για την πορεία του συσχετισμού δύναμης στην Ευρασία. Με την Τουρκία και την επιρροή που αυτή μπορεί να ασκήσει στις Τουρκόφωνές/Τουρκογενείς χώρες και άλλες πολιτικές οντότητες του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας, ο επιδιωκόμενος από τη Δύση δακτύλιος φτάνει μέχρι το Αζερμπαϊτζάν, ενώ αφήνει αποτύπωμα έως το βόρειο Καύκασο, τη Σιβηρία και την Xinjiang στη δυτική Κίνα. 

Αντίστοιχα οι σχέσεις της Τουρκίας με το Πακιστάν, τη Μαλαισία και την Ινδονησία, στα πλαίσια της εργαλειοποίησης του Ισλάμ από μέρους της για τη συγκρότηση και την ανάληψη  ηγεσίας σε μία μάδα φιλόδοξων ισχυρών και ανερχόμενων δυνάμεων, διευκολύνει την επέκταση αυτού του δακτυλίου έως την Ινδοκίνα. Τέλος η στρατιωτική της παρουσία σε Συρία και Ιράκ, οι σχέσεις της με οργανώσεις του πολιτικού Ισλάμ και η συνεργασία της με το Κατάρ, της δίνουν τη δυνατότητα να υπονομεύει την περιφερειακή επιρροή του Ιράν κατά μήκος όλου “Σιιτικού διαδρόμου” που έχει διανοίξει η Τεχεράνη.

Αντίθετα αν η Τουρκία αποτελέσει μέρος της ευρασιατικής συνεννόησης τότε ο επιδιωκόμενος από τον ευρωατλαντικό παράγοντα δακτύλιος θα κινηθεί δυτικότερα κατά μήκος της Ελλάδας και της Κύπρου, χάνοντας σε σημαντικό βαθμό τη δυνατότητα επίδρασης του στην Κεντρική Ασία. Ταυτόχρονα όμως θα υπονομευτεί και η διαδικασία επέκτασης του προς τον Ινδικό, καθώς το Πακιστάν υποκινούμενο και από τον παραδοσιακό του ανταγωνισμό με την Ινδία πολύ πιθανό να προχωρήσει σε ολική στροφή προς την Κίνα και την Τουρκία, ενώ μια τέτοια εξέλιξη δε θα αφήσει ανεπηρέαστη την πολιτική πραγματικότητα στην Ινδοκίνα, δεδομένης και της συνθετότητας της. 

Συνακολούθα όχι απλά δε θα υπάρξει διάρρηξη της συνεννόησης Ρωσίας, Κίνας, Ιράν, αλλά αντίθετα θα απελευθερωθεί σημαντικός χώρος για την περεταίρω εμβάθυνση της. Σε αυτά τα πλαίσια θα πολλαπλασιαστούν οι δυνατότητες τους να «δουλέψουν» πιο συντονισμένα για την απόσπαση και άλλων συμμάχων ή εταίρων της Δύσης από το δακτύλιο που επιχειρεί αυτή να υλοποιήσει. Μάλιστα η Τουρκία μπορεί να είναι εξαιρετικά πολύτιμη σε αυτό, καθώς είναι ικανή να κινητοποιήσει εργαλεία άσκησης επιρροής που αναφέρθηκαν παραπάνω για να αποδιοργανώσει τις θέσεις του ευρωατλαντικού παράγοντα στην Ουκρανία, στα Βαλκάνια, στην Αφρική, στην Αραβική Χερσόνησο, ακόμη και να επηρεάσει τη σταθερότητα στην καρδιά της Ευρώπης. Άλλωστε έναντι της ΕΕ η Άγκυρα έχει και άλλα «χαρτιά» να παίξει, όπως είναι η δυνατότητα της να διαταράξει την ενεργειακή της τροφοδοσία ή η περεταίρω εργαλειοποίηση από μεριάς της προσφυγικού-μεταναστευτικού ζητήματος.

Για όλους αυτούς τους λογούς οι δυνάμεις της ευρασιατικής συνεννόησης θα επιχειρήσουν να εντάξουν την Τουρκία στις γραμμές της, στη λίγο πιθανή περίπτωση που υπάρξει ουσιαστική ρήξη στις σχέσεις της Δύσης μαζί της.

Δηλαδή στο ενδεχόμενο που ο ευρωατλαντικός παράγοντας επιχειρήσει να υποβαθμίσει πραγματικά τη θέση της Τουρκίας στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα. Τότε το αίσθημα «αυτοσυντήρησης» θα ωθήσει με τη σειρά του την Άγκυρα περισσότερο προς την Ευρασία, όπως άλλωστε ώθησε τα προηγούμενα χρόνια Ρωσία-Κίνα-Ιράν προς όλο και βαθύτερη συνεργασία. Εάν λοιπόν η Ελλάδα και η Τουρκία αποκρυσταλλωθούν ως μέρη δύο διαφορετικών ιμπεριαλιστικών διακρατικών μορφωμάτων, τότε πράγματι ο ευρωατλαντικός παράγοντας θα σταθεί περισσότερο θετικά προς τη χώρα μας στα ζητήματα που έχει με την Τουρκία. 

Ωστόσο σε αυτή την περίπτωση η Ελλάδα θα έχει μετατραπεί σε «φράγμα» που θα καλείται να συγκρατήσει το «χείμαρρο» των ευρασιατικών δυνάμεων από το να «διαχυθούν» προς τη Δύση, θα βιώσει τις συνέπειες του να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή, ως προκεχωρημένο φυλάκιο, σε μια «ψυχρή», αλλά κλιμακούμενη αντιπαράθεση δύο παγκόσμιων ιμπεριαλιστικών μορφωμάτων για λογαριασμό του ενός μορφώματος, έτοιμη να γίνει παρανάλωμα στην περίπτωση που η αντιπαράθεση γίνει θερμή.              

Στη βάση των παραπάνω προκύπτει ότι η επικείμενη απόπειρα διευθετήσεων στην Αν. Μεσόγειο, εξεταζόμενη ως μέρος των σχεδίων του ευρωατλαντικού παράγοντα για την Ευρασία στον ανταγωνισμό του με Κίνα-Ρωσία-Ιράν, αλλά και υπό το πρίσμα της σημασίας της Τουρκίας για την εξέλιξη της έκβασης αυτού του ανταγωνισμού, αποδεικνύεται επικίνδυνη για την ειρήνη, για την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας. Για άλλη μία φορά τα αναμένονται αποτελέσματα από την επιλογή κάποιας Ελληνικής κυβέρνησης να πρωταγωνιστήσει στους σχεδιασμούς των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ,  δε συναντώνται με τις προσδοκίες του Ελληνικού λαού και τις δυνατότητες της χώρας.    

* PhD© Διεθνολόγος-Πολιτικός Επιστήμονας

Πηγή: militaire.gr

Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου