Hedge funds εναντίον Διαδικτύου: Παλαιός πόλεμος με νέα όπλα

 

Του Ηλία Σταθάτου *

Tο πρωί της 29ης Αυγούστου 1887, ο Abner Wright, πρόεδρος της Επιτροπής Εμπορίου (πρώιμου χρηματιστηριακού οργανισμού όπου καθορίζονταν οι τιμές βασικών εμπορικών αγαθών αλλά και μετοχών εταιρειών) του Σικάγο, ξήλωσε τα όργανα του Ταχυδρομικού Τηλεγράφου και των τηλεγραφικών εταιρειών της Βαλτιμόρης και του Οχάιο από τον χώρο συναλλαγών, πετώντας κυριολεκτικά τον εξοπλισμό έξω από το κτίριο. Λίγους μήνες αργότερα, το βράδυ της 15ης Δεκεμβρίου, ανακάλυψε μερικά μυστηριώδη καλώδια που οδηγούσαν έξω από το υπόγειο του χρηματιστηρίου. Νομίζοντας ότι ήταν γραμμές τηλέγραφου, διέταξε να τις κόψουν με τσεκούρι. Βέβαια όπως απεδείχθη, ήταν καλώδια που συνέδεαν το κτίριο με την αστυνομία και την πυροσβεστική.

Η επιθυμία αποσύνδεσης του χρηματιστηρίου μπορεί να ακούγεται αλλόκοτη, δεδομένου ότι το τηλεγραφικό δίκτυο ήταν απαραίτητο για τη λειτουργία ενός τόσο σημαντικού οργανισμού. Όμως, οι κατά τι υπερβολικά δυναμικές ενέργειες του Wright ήταν μέρος μιας μακράς μάχης για τον έλεγχο των οικονομικών πληροφοριών. Της οποίας την τελευταία σύγκρουση, παρακολουθούμε τις τελευταίες ημέρες.

Τι είναι το “σορτάρισμα”

Με λίγα λόγια, μπορείς να αγοράσεις μια μετοχή και να την πουλήσεις όταν ανέβει η αξία της, αποκτώντας κέρδος. Μπορείς όμως και να “σορτάρεις”. Να ποντάρεις πως η αξία της μετοχής θα μειωθεί και θα φτάσει σε μια συγκεκριμένη τιμή ή και κάτω από αυτήν.

Αυτό ακριβώς και έκανε το hedge fund Melvin Capital (μεταξύ άλλων), το οποίο έχει “σορτάρει” τις μετοχές της μητρικής εταιρείας του Gamestop, αλυσίδας καταστημάτων πώλησης βιντεοπαιχνιδιών, της αλυσίδας καταστημάτων ειδών μπάνιου Bed, Bath & Beyond, του κατασκευαστή ρομπότ iRobot και άλλων.

Η τοποθέτηση short στοιχημάτων δεν είναι απλά ένα τζογάρισμα, κυρίως για δύο λόγους.

Καταρχήν, η έκθεση σε σχέση με μια παραδοσιακή αγορά μετοχής είναι πολύ μεγαλύτερη: Αν αγοράσεις μετοχές αξίας 50 δολαρίων για να τις πουλήσεις σε υψηλότερη τιμή αλλά εκείνη πέσει, απλά χάνεις 50 δολάρια. Όμως οι απώλειες στα short στοιχήματα μπορεί να κλιμακωθούν ραγδαία. Ένα κλασικό short αξίας 50 δολαρίων μπορεί να χάσει το πολλαπλάσιο αυτού το ποσού, εάν η μετοχή “ανέβει” πολύ και η αξία της συνεχίσει να σκαρφαλώνει. Ακόμα και με την χρήση δικαιωμάτων προαίρεσης (options), ώστε να περιοριστούν οι απώλειες, οι επενδυτές μπορούν να εξαλειφθούν γρήγορα εάν οι μετοχές “εκτιναχθούν”.

Κατα δεύτερον, η οικονομική ορθοδοξία και κυρίαρχη αφήγηση θέλει τις αποφάσεις των επενδυτών για το ποιές εταιρίες θα επιλέξουν να σορτάρουν, να βασίζεται σε ευρεία έρευνα των πλέον ειδικών και να αποτελεί μιας μορφής κρίση και πρόβλεψη για την βιωσιμότητά, την ικανότητα να μετασχηματιστούν και να επιβιώσουν ή όχι στην οικονομία, ακόμα και αν η τοποθέτηση short στοιχημάτων έχει οδηγήσει στον χαμό απόλυτα υγιείς επιχειρήσεις. Οι υψηλοί ιερείς του χρηματιστηριακού τομέα, κρίνουν. Σορτάρεσαι γιατί θα εκλείψεις. Θα εκλείψεις γιατί σορτάρεσαι.

Όχι πλέον. Μικρο-επενδυτές, οι οποίοι πραγματοποιούν τις συναλλαγές τους κυρίως μέσω εφαρμογών και συντονίζονται μέσω boards του Reddit (μεταξύ άλλων), εκκίνησαν μια εκστρατεία αγοράς μετοχών εταιρειών τις οποίες η Melvin Capital ειχε σορτάρει. Το γεγονός πως στο επίκεντρο βρίσκεται μια εταιρεία βιντεοπαιχνιδιών και μια με όνομα ίδιο με γνωστή σειρά ταινιών δεν είναι τυχαίο, καθώς αναδεικνύεται η ειρωνεία και ο χαβαλές των online boards. Προσμίχθηκαν όμως με ένα δυνατό αντι-ελιτίστικο αίσθημα και την μιμητική υφή του διαδικτύου.

Ως αποτέλεσμα, η Melvin Capital μέχρι το απόγευμα της Κυριακής είχε χάσει 4,5 δισεκατομμύρια δολάρια, έλαβε ένεση ρευστότητας 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων από το hedge fund Citadel και 750 εκατομμυρίων δολαρίων από την Point72 Capital Management. Οι ζημίες σε καμία περίπτωση δεν έχουν περιοριστεί στην Melvin και οι αγορές καλούνται να πραγματευτούν έναν τελείως νέο παράγοντα, όπως διαβάζουμε: την εξέγερση των πολλών, οι οποίοι πλέον εισβάλουν και επηρεάζουν ένα οικονομικό παιχνίδι, οι κανόνες του οποίου ορίζονταν από λίγους, εκλεκτούς και πολύ συχνά, γνωστούς μεταξύ τους.

Όμως, τα προαναφερθέντα δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση κάτι καινούργιο, αλλά την πιο πρόσφατη μάχη σε έναν υπεραιωνόβιο πόλεμο για τον έλεγχο της οικονομικής πληροφορίας και των επικοινωνιακών δομών μέσω των οποίων αυτή διακινείται.

Χρηματιστήρια εναντίων “bucket shops”

Οι σύγχρονες αμερικανικές χρηματοπιστωτικές αγορές αναπτύχθηκαν μέσω της κερδοσκοπίας των κρατικών ομολόγων και χαρτονομισμάτων κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο. Για τη διευκόλυνση της, ο Edward Calahan εφηύρε τον τηλέγραφο “ticker” το 1867. Αυτός ο τηλέγραφος/εκτυπωτής εξέπεμπε τιμές στα γραφεία των μεσαζόντων χρηματιστών (brokers), επιτρέποντάς τους να παρακολουθούν τις συναλλαγές από απόσταση. Κομβική ήταν η ανακάλυψη το 1873 από τον Έντισον του τετραπλού τηλεγράφου, με τέσσερα μηνύματα να μπορούν πλέον να ταξιδεύουν ταυτόχρονα σε ένα καλώδιο. Από τη σκοπιά των χρηματοπιστωτικών αγορών, επέτρεψε στη Western Union να εκμισθώσει πλεονάζουσα χωρητικότητα του δικτύου και να δημιουργήσει ιδιωτικά δίκτυα που ελέγχονταν από χρηματιστές και κερδοσκόπους.

Η εμφάνιση αυτής της νέας επικοινωνιακής υποδομής είχε δύο αντιφατικές επιπτώσεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Από τη μία πλευρά, ισοπέδωσε την οικονομική γεωγραφία, εξαλείφοντας την ανάγκη οι συμμετέχοντες να είναι παρόντες στις συναλλαγές, όπως διαβάζουμε στό εξαιρετικό paper του ιστορικού και καθηγητή του Πανεπιστημίου του Albany, David Hochfelder, για το θέμα. Από την άλλη πλευρά, διευκόλυνε τον συγκεντρωτισμό της χρηματοοικονομικής δύναμης στα μεγάλα χρηματιστήρια της Νέας Υόρκης και του Σικάγο και υπέσκαψε τη θέση των μικρότερων περιφερειακών ανταλλακτηρίων.

Αλλά ίσως η πιο σημαντική επίπτωση του ticker ήταν η διάδοση της κερδοσκοπίας μέσω των “bucket shops”, μιας μορφής καταστημάτων μεσαζόντων που τοποθετούσαν παραγγελίες εκ μέρους του ευρύτερου κοινού. Εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη το 1877, ενώ στις αρχές του 1878 εξαπλώθηκαν στο Σικάγο, το Μιλγουόκι, το Σεντ Λούις και άλλες εμπορικές πόλεις. Τα πρώτα εξυπηρετούσαν εκείνους που είχαν ήδη προδιάθεση να συμμετέχουν στο χρηματιστηριακό τομέα, αλλά δεν μπορούσαν να το κάνουν μέσω μεσαζόντων (brokers), λόγω περιορισμένων μέσων, διακρίσεων φύλου ή άλλων λόγων: πελάτες, όπως το έθεσε ένα άρθρο εφημερίδας, “που κανένας μεσίτης δεν θα νοιάζονταν να έχει”. Στα τέλη του εικοστού αιώνα, ωστόσο, δεν είχαν εξαπλωθεί μόνο γεωγραφικά, αλλά επίσης ανταγωνίζονταν τους brokers, προσελκύοντας ενεργά πελάτες μέσω διαφημίσεων στις εφημερίδες και επενδυτικών οδηγών.

Οι επιπτώσεις, για ακόμη μια φορά υπήρξαν αντιφατικές. Διεύρυναν το δημογραφικό κομμάτι του πληθυσμού που μπορούσε να συμμετάσχει στο παιχνίδι του χρηματιστηρίου, καθώς έφτασαν να συγκεντρώνουν το 80% των συναλλαγών μέχρι το 1884, αλλά ταυτόχρονα υπέσκαψαν το χρηματιστήριο στην συλλογική συνείδηση. Η κερδοσκοπία απομαγεύτηκε και εξισώθηκε με τον απλό τζόγο, και έγινε φανερό πως οι ουσιαστικές διαφορές μεταξύ νομίμων μεσαζόντων και bucket shops είναι ελάχιστες.

Χαρακτηριστικά, λίγο πριν μια επικείμενη αστυνομική εισβολή στα bucket shops με την κατηγορία της διεξαγωγής τζόγου, δημοσιογράφος των New York Times αναρωτήθηκε τι θα συμβεί αν “υποθέσουμε ότι κάποιοι υπερβολικά ευσυνείδητοι πολίτες εκτοξεύσουν τις ίδιες κατηγορίες έναντι του Χρηματιστηρίου;”. Το 1909 ο David W. James, ένας πλούσιος βαμβακοκαλλιεργητής από την πολιτεία της Γεωργίας, έκανε ακριβώς αυτό. Αρνήθηκε να καλύψει στον χρηματιστή του ζημίες σχεδόν 50.000 δολαρίων που προέκυψαν στο New York Cotton Exchange και ισχυρίστηκε ότι οι συναλλαγές ήταν στοιχήματα τυχερών παιχνιδιών, καθώς ήθελε μόνο “να παίξει την αγορά”.

Με την σειρά τους, αξιωματούχοι των χρηματιστηρίων και σύμμαχοι οικονομολόγοι αργά και επίπονα κατασκεύασαν μια διάκριση μεταξύ κερδοσκοπίας και τζόγου ως βασικό όπλο στον πόλεμο ενάντια στα bucket shops. Η έννοια της “παράδοσης” (των μετοχών) αποτέλεσε τη βάση αυτής της διάκρισης. Πίσω από τις συναλλαγές στα χρηματιστήρια βρίσκονταν πραγματικά αποθέματα πραγματικής αξίας ή γεωργικά προϊόντα που θα μπορούσαν να αλλάξουν χέρια, σε αντίθεση με τα bucket shops, τα οποία ισχυρίζονταν πως κερδοσκοπούν αποκλειστικά πάνω στις τιμές που δίνουν τα χρηματιστήρια.

Ικανοί εναντίων ανίκανων

Με τα παραπάνω δεδομένα, και ειδικά μιας και τα bucket shops στερούσαν τους χρηματιστές από τεράστιες προμήθειες, τα Χρηματιστήρια έπειτα από μια κολοσσιαία νομική μάχη που κόστισε 120.000 δολάρια, διήρκησε 25 χρόνια, παρήγαγε 248 αγωγές, ενέπλεξε 27 δικαιοδοσίες, 20 πόλεις και 11 πολιτείες, κατάφεραν το 1905 να αναγνωρίσει το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ δικαιώματα ιδιοκτησίας στις τιμές των μετοχών που θέτονταν από τα χρηματιστήρια.

Ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον στην απόφαση του δικαστή Όλιβερ Γουέντελ Χολμς έχει η νομική διάκριση μεταξύ κοινωνικά ωφέλιμης και βλαβερής κερδοσκοπίας. Σύμφωνα με τον δικαστή και την απόφασή του που εκδόθηκε το 1905, η πρώτη εξαρτάται από τον περιορισμό της λαϊκής συμμετοχής στις χρηματοοικονομικές αγορές. Συμφώνησε ότι οι συναλλαγές σε χρηματιστήρια, ακόμη και αυτές που δεν είχαν ως αποτέλεσμα την πραγματική παράδοση εμπορευμάτων, ήταν “σοβαρά επιχειρηματικά συμβόλαια για νόμιμους και χρήσιμος σκοπούς” και όχι “απλά στοιχήματα”, όπως ισχυρίζονταν οι ιδιοκτήτες των bucket shops. Όταν πραγματοποιούνταν από “ικανούς άνδρες”, η κερδοσκοπία ήταν “η αυτοπροσαρμογή της κοινωνίας στα πιθανό, “μέσο αποφυγής ή μετριασμού καταστροφών, εξισορρόπησης τιμών και πρόβλεψης περιόδων ζήτησης”. Ωστόσο, “τα ανίκανα άτομα καταστρέφονται επιχειρώντας να κερδοσκοπούν αντί αυτών” (των ικανών).

Οι παραλληλισμοί με το σήμερα είναι περιττό να γίνουν, καθώς έχουμε ήδη απολαύσει αρκετό ψηφιακό μελάνι και τηλεοπτικό χρόνο αφιερωμένο στο πως ανεύθυνες μάζες ρισκάρουν ολόκληρο το οικονομικό οικοδόμημα, το οποίο σε καμία περίπτωση φέρεται να μην είναι τζόγος, αλλά κάτι τελείως διαφορετικό. Όμως, δεν είναι μόνο η συμμετοχή στην κερδοσκοπία αποκλειστικά της ελίτ η οποία θεωρούνταν απόλυτα φυσιολογική, αλλά και η χρήση εσωτερικής πληροφόρησης καθώς και συντονισμένης δράσης.

Η ελίτ δεν συνωμοτεί

Ο 26χρονος Boris Jordan προσγειώνεται στη Μόσχα το 1992 ως επικεφαλής του νέου υποκαταστήματος της Credit Suisse στη Ρωσία. Εγγονός πλούσιων Λευκών Ρώσων εμιγκρέδων, ο Jordan είχε την τύχη να αποτελεί μέλος της ομάδας συμβούλων η οποία κατάστρωσε το γιγαντιαίο πρόγραμμα ιδιωτικοποίησης των (πρώην) σοβιετικών επιχειρήσεων. Στα χαρτιά, αυτό έδειχνε σπουδαίο, καθώς κουπόνια που θα αντιπροσώπευσαν μια αξία θα μοιράζονταν στους Ρώσους πολίτες και θα μπορούσαν είτε να μετατραπούν σε μετοχές σε μια πρόσφατα ιδιωτικοποιημένη εταιρεία ή να πουληθούν. Ο νεαρός τραπεζίτης καθώς και ο κύκλος του, μέσω της προνομιακής του θέσης κοντά τους αρχιτέκτονες της θεραπείας-σοκ, κατάφερε να συλλέξει το 10% (17 εκατομμύρια από τα 144) του πρώτου γύρου έκδοσης κουπονιών για τον εαυτό του και την εταιρεία του, συγκεντρώνοντας επιχειρήσεις-φιλέτα και μια κολοσσιαία περιουσία.

Το όνομά του είναι απόλυτα σεβαστό και κοσμεί κέντρο σπουδών για την Σύγχρονη Ρωσία στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και οι πρακτικές τέτοιου είδους είναι καθόλα καθαγιασμένες, αποδεκτές και μέρος της αφήγησης της εποποιίας της ριζικής μετατροπής του μετα-σοβιετικού κόσμου σε καπιταλιστικό Ελ Ντοράντο. Τι διαφορετικό όμως έκαναν οι χρήστες του Reddit πέρα από το να μιλούν και αυτοί και να συντονίζουν την δράση τους, επηρεαζόμενοι από την κυκλική αλληλεπίδραση του διαδικτύου;

Τα παραπάνω σε καμία περίπτωση δεν έχουν σκοπό να εμφανίσουν τα γεγονότα των τελευταίων ημερών ως μια αγνή εξέγερση των “από κάτω”. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας και οι μετασχηματισμοί του φέρουν όπως είδαμε πολυσχιδείς επιπτώσεις. Σίγουρα είναι θετικό πως τα hedge funds “πιέζονται” αλλά ο γίγαντας του asset management, Blackrock φαίνεται να κέρδισε μερικά δισεκατομμύρια ήδη από αυτή την ιστορία, μαζί με άλλους “παθητικούς επενδυτές”. Επίσης δεν είναι απαραίτητο πως η Wall Street βλέπει με καχυποψία μια μακροχρόνια μεταφορά κεφαλαίων από τις οικονομίες των millennials στις ψηφιακές οθόνες της. Οι επενδυτικές ζημίες των ελίτ προκαλούν, και είναι λογικό, ικανοποίηση, μέχρι να μάθουμε πως έχουν επενδυθεί οι συνταξιοδοτικές εισφορές κάποιου συνδικάτου – αν και το 2008 ελπίζουμε να ενστάλαξε τον συντηρητισμό ξανά στους στρατηγικούς επενδυτές και να αποφεύγουν τις επενδύσεις υψηλού ρίσκου.

Όμως, είναι πλέον φανερό πως ο χρηματοπιστωτικός “λαϊκός” παράγοντας φαίνεται να είναι εδώ για να μείνει. Εκτός και αν απαγορευτεί (ξανά) στις μάζες να συμμετέχουν στο παιχνίδι. Ήδη δείγμα γραφής αποτελεί η φραγή αγοράς μετοχών εταιρειών όπως η GSM (Gamestop) από εφαρμογές trading. Γιατί η Wall Street δεν είναι καζίνο. Στο καζίνο οι κανόνες δεν μπορούν να αλλάξουν όσο παίζεις blackjack. Στην Wall Street, μπορούν.

* Ο Ηλίας Σταθάτος έχει συνεργαστεί με πληθώρα ανεξάρτητων online μέσων ενημέρωσης και εφημερίδων, στο διεθνές και ελεύθερο ρεπορτάζ, ενώ έχει διατελέσει και αρχισυντάκτης εργατικών σελίδων. Το 2016 έλαβε την υποτροφία “Google Investigative Fellowship”, που απονέμεται από την Google και το Πανεπιστήμιο του Λονδίνου ενώ το 2018 έλαβε υποτροφία από το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος και επιλέχθηκε από την Σχολή Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου Columbia στην Νέα Υόρκη ώστε να ειδικευτεί στην δημοσιογραφία δεδομένων και στις οπτικοποιήσεις. Ζει και εργάζεται στο Λονδίνο.


Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου