Τεκτονικός τριγμός: οι επενδύσεις εγκαταλείπουν τις ΗΠΑ και συσσωρεύονται στην Κίνα

 

Του Τομ Φόουντι (Tom Fowdy) *

Οι Ηνωμένες Πολιτείες θέλουν να εξασφαλίσουν ένα μάξιμουμ συμμάχων στον πόλεμο τους εναντίον της Κίνας, μόνο που δεν διαθέτουν ισχυρό χαρτί για να τους πείσουν. Δεν υπάρχουν πια καθαροί και ισχυροί «ατλαντιστές» για να υπερασπιστούν τη γραμμή των ΗΠΑ και των ιδιοτελών τους συμφερόντων στην πορεία. Γι’ αυτό που συνίσταται σε συλλογικό συμφέρον, θα ήταν μπορούσε να ανατρέξει κανείς την πρόθεση του Πεκίνου να εγκαθιδρύσει ένα νέο πλαίσιο διεθνών σχέσεων που βασίζεται στο αμοιβαίο όφελος. Και αυτό όντως αλλάζει 70 χρόνια του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ.

Υποστηρίζοντας τις συμφωνίες ελεύθερων συναλλαγών, το Πεκίνο βρίσκεται καθοδόν να ξεπεράσει τις ΗΠΑ, (που περιχαρακώνονται πλέον στον εαυτό τους), και να γίνει ο πρώτος παγκόσμιος προορισμός των ξένων επενδύσεων, δημιουργώντας ένα δίλημμα για τον νέο άνδρα του Λευκού Οίκου.

Ο Ντόναλντ Τραμπ αποχώρησε αλλά οι πολλαπλές πτυχές της κληρονομιάς του βρίσκονται ακόμα εκεί. Αναφορικά με το εμπόριο, εκεί ακριβώς βρίσκεται η ουσία. Τα μέλη της ομάδας Μπάιντεν υποσχέθηκαν μια «νέα οπτική» για το εμπόριο και τις διεθνείς επενδύσεις που θα επιχειρήσει να επισημάνει εκ νέου την προτεραιότητα των Αμερικανών εργαζόμενων αναφορικά με το απλό άνοιγμα των διεθνών αγορών στις αμερικανικές επιχειρήσεις, μια γραμμή που θα μπορούσε δυνητικά να είναι πιο τραμπική από τον Ντόναλντ Τραμπ.

Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι επιχειρώντας να κατευθύνει και να διαχειριστεί τις εσωτερικές κρίσεις, η ομάδα Μπάιντεν έθεσε το εμπόριο σε δευτερεύουσα θέση, επιδεικνύοντας αδιαφορία, παραδείγματος χάρη, εν όψει της νέας δυνητικής εμπορικής συμφωνίας με το Ηνωμένο Βασίλειο που είχαν διερευνήσει ο Τραμπ και ο Μπόρις Τζόνσον.

Στα πλαίσια όλης αυτής της κατάστασης είχαμε μια νέα εντυπωσιακή ανάπτυξη. Το 2020 η Κίνα ξεπέρασε τις Ηνωμένες Πολιτείες, για να γίνει ο πρώτος προορισμός των άμεσων ξένων επενδύσεων στον κόσμο με περισσότερα από 140 δις δολάρια μέσα στη χρονιά. Εφόσον οι διάφοροι χειρισμοί της πανδημίας είναι εν μέρει υπεύθυνοι γι’ αυτή, η συγκεκριμένη εξέλιξη ακολουθεί μια τάση που είδε τις επενδύσεις εντός των ΗΠΑ να καταρρέουν με εντυπωσιακό τρόπο υπό την τετραετή προεδρία του Τραμπ, ακολουθώντας ένα δυσμενές πολιτικό κλίμα, της πολιτικής «Η Αμερική Μπροστά» και της δυναμικής έξωσης των κινεζικών επιχειρήσεων και επενδυτών.

Αν λάβουμε υπόψη μας τους δυο αυτούς παράγοντες, οι λόγοι των Δημοκρατικών για μια στροφή του Μπάιντεν εναντίον της Κίνας και τη δημιουργία «εμπορικών συνασπισμών» φαίνονται να έχουν λίγες ευκαιρίες να σταθεροποιηθούν. Οι Δημοκρατικοί απορρόφησαν την προστατευτική κληρονομιά του Τραμπ και δεν διαθέτουν τον διαθέσιμο πολιτικό χώρο για να δώσουν στις άλλες χώρες τα οικονομικά μέσα για να παλέψουν κόντρα στο Πεκίνο. Ζητήματα όπως η επανανενσωμάτωση του Συμφώνου Συνεργασίας των Δύο Πλευρών του Ειρηνικού (TPP) παραμένουν απλώς σε κατάσταση μελλοντικών σχεδίων. Υπό αυτές τις συνθήκες, εφόσον η Κίνα διατηρεί τη στρατηγική του κλεισίματος νέων συμφωνιών ελεύθερης συναλλαγής, ο Μπάιντεν δεν διαθέτει πραγματικά την απάντηση προς το Πεκίνο που πολλοί ήλπιζαν, ενώ οι αποδείξεις, σύμφωνα με τις οποίες η Κίνα έχει πάρει το πάνω χέρι στο οικονομικό πεδίο, συνεχίζουν να συσσωρεύονται.

Όταν εκλέχθηκε ο Μπάιντεν, οι κύριοι αριστεροί φιλελεύθεροι της Αμερικής ήλπιζαν ότι ο Τραμπ και η εποχή του συνθήματος «Η Αμερική Μπροστά» θα τερματιστούν. Ο νέος πρόεδρος παρουσιάστηκε σαν ένα πρόσωπο που γεννά εμπιστοσύνη, αξιόπιστο και σεβαστό που θα αποκαθιστούσε τις «αλτρουιστικές» δονήσεις της Αμερικής και θα εναντιωνόταν στην Κίνα διαμέσω μιας επιστροφής στην πολυπολικότητα, σε αντίθεση με τον μονισμό του Τραμπ. Υπέθεσαν ότι ο μοναδικός λόγος για τον οποίο οι ΗΠΑ απέτυχαν απέναντι στην Κίνα κάτω από την προηγούμενη προεδρία ήταν ο αρνητισμός του Τραμπ καθώς και ότι υπό τις «σεβαστές ΗΠΑ» τα υπόλοιπα κράτη θα επέστρεφαν αμέσως στα γνωστά τους σχήματα, εφόσον ο νέος πρόεδρος έχει κάνει λόγο για «εμπορικούς συνασπισμούς» ενάντια στην Κίνα. Αλλά το ερώτημα είναι το κατά πόσο ακριβώς το γνωρίζουν;

Εκεί ακριβώς βρίσκεται η αντίφαση που περιμένει τη θητεία του Μπάιντεν. Τοποθετείται εναντίον του Τραμπ αλλά φαίνεται εξίσου να κλίνει στην προτίμηση της πολιτικής της στήριξης των Αμερικανών εργαζόμενων του Τραμπ και στην υποβόσκουσα υπόθεσή του, σύμφωνα με την οποία το να στηριχτεί στις συμφωνίες ελεύθερων συναλλαγών με τα λιγότερο αναπτυγμένα κράτη θα είναι προκατειλημμένη αναφορικά με το εσωτερικό πολιτικό συμφέρον, εκτός εάν τα έθνη αυτά αγοράζουν κυρίως αγαθά στις ΗΠΑ αντί να πωλούν.

Ο πιο σημαντικός και ο πιο εμφανής δρόμος για να αντιτεθεί στο Πεκίνο θα ήταν να προχωρήσει την συμφωνία TPP και να κοντράρει τη συμφωνία RCEP, στην οποία μετέχει η Κίνα. Εξάλλου, λόγω της εσωτερικής της αντιδημοφιλίας, η λύση αυτή θεωρείται ολοένα και περισσότερο μη διαχειρίσιμη πολιτικά. Στο πλαίσιο αυτό η ικανότητα του Μπάιντεν να επιλύσει τις εμπορικές διαφορές με την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν πρόκειται να τεθεί εκτός κούρσας, ειδικά από τότε που η ΕΕ κατέδειξε την στρατηγική της ανεξαρτησία διαμέσω της καινούριας της συμφωνίας επενδύσεων με την Κίνα, στην οποία η διοίκηση Μπάιντεν εναντιωνόταν έντονα.

Στο συγκεκριμένο πλαίσιο, αυτό που ο Μπάιντεν και οι οπαδοί του ελπίζουν είναι πιο εύκολο στα λόγια παρά στην πράξη και η Κίνα δίχως καμιά αμφιβολία πρόκειται να διατηρήσει το ρυθμό του παιχνιδιού των ελεύθερων συναλλαγών και να ενισχύσει τις επιτυχίες της. Πρόσφατα το Υπουργείο Εξωτερικών της χώρας ξεκαθάρισε τις προτεραιότητες του για το 2021, που αφορούν τη διερεύνηση νέων εμπορικών συμφωνιών με το Ισραήλ και το Συμβούλιο συνεργασίας του Κόλπου, μια τριμερή συμφωνία με τη Νότια Κορέα και την Ιαπωνία αλλά και τη Νορβηγία. Σε σχέση με τις θέσεις «Η Αμερική Μπροστά» και «Δουλειά για τους Αμερικάνους», το Πεκίνο διαρκώς παρουσιάζεται σαν υπερασπιστής των πολυμερών ελεύθερων συναλλαγών και του ανοίγματος ενώ έχει μετατρέψει τα λόγια του σε πράξεις κλείνοντας ολοένα και περισσότερες συμφωνίες.

Ο Τραμπ σε σχέση με το σημείο αυτό απέσυρε τις ΗΠΑ και η θέληση του Μπάιντεν να υιοθετήσει ορισμένες πτυχές του προγράμματος του, με ένα τρόπο λιγότερο καταστροφικό, δεν πρόκειται παρά να βλάψει εκ προοιμίου την τοποθέτηση του. Η Κίνα ευνοεί την παγκοσμιοποίηση ενώ η Αμερική τον προστατευτισμό.

Συνεπώς δεν είναι καθόλου υπερβολή να πούμε ότι η Κίνα έχει το πάνω χέρι στον οικονομικό σχεδιασμό και ότι αυτό δεν θα οδηγήσει παρά σε περαιτέρω ανάπτυξη. Όπως μάλιστα το επεσήμανα πολλές φορές, το έτος 2020 και η πανδημία άλλαξαν την ισορροπία των δυνάμεων. Το Πεκίνο θα συνεχίσει να απαντά στις ΗΠΑ, όχι αντιμετωπίζοντας τες κατά πρόσωπο, αλλά ξεπερνώντας τες στον διπλωματικό σχεδιασμό με βάση το εμπόριο.

Αυτό ακριβώς έρχεται να προστεθεί στο γεγονός ότι η Κίνα ήταν η μόνη μεγάλη παγκόσμια δύναμη που κατέγραψε ανάπτυξη το 2020, που στάθηκε ο πρώτος παγκόσμιος ευνοούμενος των ξένων άμεσων επενδύσεων την ίδια χρονιά, και που σύμφωνα με τις προβλέψεις θα ξεπεράσει τις ΗΠΑ με όρους ακαθάριστης εσωτερικής παραγωγής ως το 2028. Σε αυτό το πλαίσιο ο Μπάιντεν δεν έχει εύκολη απάντηση να δώσει στην Κίνα αναφορικά με το εμπόριο ενώ το κλείδωμα του προστατευτισμού δεν θα καταφέρει τίποτα άλλο παρά να εμποδίσει την Ουάσιγκτον να είναι ανταγωνιστική σε παγκόσμιο επίπεδο.

Ξενόγλωσση Πηγή: Investig’action

Μετάφραση: antapocrisis

* Ο Tom Fowdy είναι Βρετανός πολιτικός αναλυτής και αναλυτής διεθνών σχέσεων με ειδίκευση την Ασία

Πηγή: antapocrisis.gr

Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου