Ενώπιον της πρώτης σκληρής δοκιμασίας η κυβέρνηση Μπάιντεν

 
Ο ανώτατος ηγέτης του Ιράν αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ (φωτ.) απείλησε την εβδομάδα που μας πέρασε ότι ο εμπλουτισμός ουρανίου θα μπορούσε να αυξηθεί όχι στα όρια του 20%, που ήταν προ της συμφωνίας, αλλά ακόμη και 60%. (Φωτ. ΕΡΑ)

Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου

«Η Αμερική επιστρέφει» στον δρόμο της πολυμερούς διπλωματίας, αντιστρέφοντας την πολιτική απομονωτισμού και μονομερών ενεργειών της τετραετίας Τραμπ, ήταν το κεντρικό σύνθημα του υποψηφίου Τζο Μπάιντεν για την εξωτερική πολιτική που εννοούσε να ασκήσει. Στον πρώτο μήνα της προεδρίας του έδειξε ότι εννοεί να τηρήσει την υπόσχεσή του με σειρά κινήσεων υψηλής πολιτικής και συμβολικής σημασίας, όπως η επιστροφή των ΗΠΑ στη διεθνή συμφωνία για την κλιματική αλλαγή και στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η ανανέωση της συμφωνίας START για τα στρατηγικά πυρηνικά όπλα με τη Ρωσία και η επίθεση φιλίας προς την Ευρώπη. Αυτές τις μέρες, όμως, αντιμετωπίζει την πρώτη, σοβαρότατη δοκιμασία σε ένα ζήτημα που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε λυδία λίθο για το σύνολο της εξωτερικής πολιτικής του: τις σχέσεις των ΗΠΑ με το Ιράν. 

Ο χρόνος πιέζει ασφυκτικά όσους επιθυμούν ειλικρινά να αποφευχθεί η οριστική κατάρρευση της διεθνούς συμφωνίας του 2015 για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, η οποία δέχθηκε ισχυρότατο πλήγμα με την απόφαση του Τραμπ να αποσύρει τη χώρα του, το 2018. Το ιρανικό κοινοβούλιο, που ελέγχεται από τους σκληροπυρηνικούς, ψήφισε νόμο ο οποίος υποχρέωνε την κυβέρνηση της χώρας να ακυρώσει τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει έναντι της Διεθνούς Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας (ΙΑΕΑ) εάν οι ΗΠΑ δεν είχαν αναστείλει τις κυρώσεις μέχρι την περασμένη Κυριακή. Καθώς κάτι τέτοιο δεν συνέβη, το Ιράν ανακοίνωσε την Τρίτη ότι σταματάει τις αιφνιδιαστικές επιθεωρήσεις της ΙΑΕΑ στις πυρηνικές εγκαταστάσεις του, ενώ ο ανώτατος ηγέτης Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ απείλησε ότι ο εμπλουτισμός ουρανίου θα μπορούσε να αυξηθεί όχι στα όρια του 20% που ήταν προ της συμφωνίας, αλλά ακόμη και μέχρι 60%. 

Οι Ιρανοί έχουν κάθε λόγο να αισθάνονται καχύποπτοι. Υπέγραψαν και τηρούσαν επιμελώς τη συμφωνία του 2015, προσδοκώντας άρση των κυρώσεων, επιστροφή των περιουσιακών στοιχείων τους που έχουν δεσμευτεί ανά τον κόσμο και επενδύσεις, ώστε να αναστηλωθεί η οικονομία και να βελτιωθεί το βιοτικό επίπεδο των πολιτών. Αντί για αυτό, είδαν τις ΗΠΑ να ακυρώνουν τις δικές τους δεσμεύσεις, να ακολουθούν την κατ’ ευφημισμόν πολιτική της «μέγιστης πίεσης» (στην πραγματικότητα, πολιτική οικονομικού στραγγαλισμού και αλλαγής καθεστώτος), να δολοφονούν εν ψυχρώ τον Ιρανό υποστράτηγο Κασέμ Σολεϊμανί στη Βαγδάτη και να επικροτούν διά της σιωπής την εκτέλεση κορυφαίου πυρηνικού επιστήμονά τους από το Ισραήλ. 

Είναι αλήθεια ότι, παρά την ισχυρή αντίδραση Ρεπουμπλικανών, Ισραήλ και Σαουδικής Αραβίας, ο Μπάιντεν διεμήνυσε με πολλούς τρόπους ότι επιθυμεί συμφωνία με την Τεχεράνη. Οι άνθρωποι που διόρισε σε κρίσιμα για το ζήτημα πόστα –ο υπουργός Εξωτερικών Αντονι Μπλίνκεν, ο σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας Τζέικ Σάλιβαν και ο ειδικός απεσταλμένος του για το Ιράν, Ρομπ Μάλεϊ– είχαν συμμετάσχει ενεργά στην προετοιμασία της συμφωνίας του 2015. Επιπλέον, η κυβέρνησή του δέχθηκε την πρόταση των Ευρωπαίων να προσέλθουν οι ΗΠΑ και το Ιράν σε επείγουσες συνομιλίες για την ανανέωση της συμφωνίας, ενώ χαλάρωσε κάπως ορισμένες από τις κυρώσεις (η σύμμαχος των ΗΠΑ Νότια Κορέα ετοιμάζεται να απελευθερώσει δεσμευμένα ιρανικά κεφάλαια) και τους ταξιδιωτικούς περιορισμούς για τους Ιρανούς διπλωμάτες. 

Ωστόσο, ο Μπάιντεν δεν εννοεί να ζητήσει συγγνώμη για την απόφαση του Τραμπ και να επιστρέψει στη συμφωνία με τους όρους του 2015, κάτι που θα τον εξέθετε έναντι των αντιπάλων του ως ενδοτικό. Αντί για αυτό, προτείνει χρονική επιμήκυνση της συμφωνίας, δηλαδή των δεσμεύσεων που αναλαμβάνει το Ιράν, και υποχωρήσεις σε άλλα μέτωπα, όπως το βαλλιστικό πρόγραμμα και η στήριξη σιιτικών πολιτοφυλακών σε Ιράκ, Συρία, Λίβανο και Υεμένη. Σε μια επίδειξη αποφασιστικότητας διέταξε, την Πέμπτη, τον βομβαρδισμό φιλοϊρανικής, σιιτικής πολιτοφυλακής στα σύνορα της Συρίας με το Ιράκ, σε αντίποινα για την επίθεση εναντίον αμερικανικής στρατιωτικής βάσης στο ιρακινό Κουρδιστάν.

Καθώς καμία από τις δύο πλευρές, για λόγους ουσίας και διεθνούς γοήτρου, δεν είναι πιθανό να προσχωρήσει στις απαιτήσεις της άλλης, οι ελπίδες επικεντρώνονται στις μεσολαβητικές προσπάθειες της Ε.Ε. και του Κατάρ για έναν προσωρινό συμβιβασμό, που θα ανοίξει τον δρόμο για μια σοβαρή διαπραγμάτευση. Τα πράγματα περιπλέκονται λόγω των επικείμενων εκλογών σε Ισραήλ και Ιράν, που ευνοούν τη δημαγωγία των σκληροπυρηνικών και δυσχεραίνουν τις προσπάθειες της διπλωματίας.

Oι αδιάλλακτοι

Αντιμέτωπος με δικαστικές διώξεις για σκάνδαλα, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπέντζαμιν Νετανιάχου δίνει μάχη πολιτικής επιβίωσης στις εκλογές του Μαρτίου. Η επίδειξη αδιαλλαξίας απέναντι στο Ιράν είναι ένα από τα όπλα του εναντίον του κυριότερου πολιτικού του αντιπάλου Μπένι Γκαντς, ο οποίος είναι περισσότερο δεκτικός στις πιέσεις των ΗΠΑ. Προεδρικές εκλογές θα γίνουν στο Ιράν τον Ιούνιο. Ενας από τους ισχυρότερους υποψηφίους είναι ο υποστηρικτής της σκληρής γραμμής, έναντι των ΗΠΑ, Χοσεΐν Ντεγκάν, πρώην υπ. Αμυνας και στρατιωτικός σύμβουλος του Χαμενεΐ. Οι σκληροπυρηνικοί έχουν εξαπολύσει επίθεση εναντίον του μετριοπαθούς προέδρου Χασάν Ροχανί και της κυβέρνησής του, κατηγορώντας τους ότι υποχωρούν άτακτα έναντι των ΗΠΑ χωρίς να εξασφαλίζουν άρση των κυρώσεων. Στην ανίερη συμμαχία των σκληρών σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν Σαουδική Αραβία και Εμιράτα. Οπως έγραφε ανάλυση στο περιοδικό Foreign Affairs, θα προτιμούσαν ακόμη και ένα Ιράν με πυρηνικά όπλα, αλλά διεθνώς απομονωμένο, παρά μια εξομάλυνση των σχέσεών του με τη Δύση, που θα του έδινε τη δυνατότητα να αξιοποιήσει το τεράστιο δυναμικό του. 

Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου