Μητσοτάκης, Δεξιά και ''πατριωτισμός'': Ισχύουν οι συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου;

 

Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου

Δεν είναι μόνο ο κ. Δένδιας που εμφανίζεται τελευταία ως νεο-πατριώτης και νεο-εθνικόφρων (*). Παρόλο που τα “εθνικά” δεν είναι ασφαλώς η σπεσιαλιτέ του πρωθυπουργού, δεν παρέλειψε και αυτός να τονίσει ότι πάμε στη Γενεύη για να καταργήσουμε τις εγγυήσεις και τα ξένα στρατεύματα στην Κύπρο. Αν αυτό ήταν ακριβές θα ήταν πάρα πολύ καλό και για την Ελλάδα. Γιατί το τι συμβαίνει στην (και σχετικά με την) Κύπρο έχει ζωτική σημασία για την ίδια την Ελλάδα, είτε μας αρέσει είτε όχι. Αψευδής μάρτυς ολόκληρη η ελληνική πολιτική ιστορία μετά το 1950. Τα προβλήματα υπάρχουν αντικειμενικά. Όποιος διαλέγει να μην ασχολείται μαζί τους, τα αφήνει να ασχολούνται αυτά μαζί του.

Ωραίες ακούστηκαν οι δηλώσεις του κ. Μητσοτάκη. Δυστυχώς όμως, ιδίως την τελευταία δεκαετία, πρέπει συνήθως να αντιστρέψουμε αυτό που μας λένε οι πολιτικοί μας για να καταλάβουμε, αν όχι τι εννοούν, τουλάχιστο τι θα συμβεί. Αν ακούσεις “λεφτά υπάρχουν”, πρέπει να καταλάβεις “λεφτά δεν υπάρχουν, χρεωκοπήσαμε”. Αν ακούσεις “δεν θα κουρέψουμε ποτέ τις καταθέσεις στις κυπριακές τράπεζες”, πρέπει να καταλάβεις “θα τις κουρέψουμε οπωσδήποτε” (**).

Τα περί κατάργησης των εγγυήσεων και των ξένων στρατευμάτων μας τα λέει ένας πρωθυπουργός που απεδέχθη τη συμμετοχή σε μια τερατώδη διάσκεψη-πραξικόπημα, η μόνη νομική βάση για την σύγκλιση της οποίας είναι οι ανυπόστατες και προ πολλού εκπεσούσες συνθήκες που προέβλεψαν αυτές τις εγγυήσεις και αυτά τα επεμβατικά δικαιώματα. Αναγνωρίζει δηλαδή, όπως και ο κ. Δένδιας, προσερχόμενος στην Πενταμερή, εμμέσως πλην σαφώς, τις εγγυήσεις για την Κύπρο και τα επεμβατικά δικαιώματα της Τουρκίας, τα οποία επικαλούμενη έστειλε και διατηρεί τον στρατό της στο νησί.

Στη Γενεύη, η Τουρκία, η Βρετανία και η Ελλάδα έχουν προσκληθεί και συμμετέχουν ως “εγγυήτριες δυνάμεις”, παρόλο που συνεχώς μετά το 1964, πολύ περισσότερο μετά το 1974, αρνιόντουσαν να αναγνωρίσουν την ύπαρξη και τα δικαιώματα των “εγγυητριών δυνάμεων”, έως ότου γεννήθηκε στο κεφάλι της Νούλαντ η ιδέα της πενταμερούς,ενώ και η Αθήνα και η Λευκωσία αρνιόντουσαν κατηγορηματικά μετά το 1964 και, πολύ περισσότερο μετά το 1974, να αναγνωρίσουν τη νομιμότητα της ύπαρξης εγγυητριών δυνάμεων στην Κύπρο και των επεμβατικών δικαιωμάτων τους και ζητούσαν την αποχώρηση άνευ όρων των τουρκικών στρατευμάτων από το νησί, σε εφαρμογή ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ που απαιτούσαν αυτή την αποχώρηση. Στην πραγματικότητα, η προσέλευση σε αυτή την Πενταμερή μπορεί να θεωρηθεί ότι ακυρώνει, τουλάχιστο μερικά αυτά τα ψηφίσματα, που ήταν μετά το 1974 το ισχυρότερο ίσως διεθνές νομικό και διπλωματικό χαρτί της Κύπρου, αλλά και την ισχύ της απαίτησης να αποχωρήσουν τα τουρκικά στρατεύματα ανεξαρτήτως της λύσης ή μη λύσης του Κυπριακού.

Αυτά επί της ουσίας, αλλά να προσθέσουμε και δύο ακόμα πράγματα για τα ξένα στρατεύματα. Κύπρος και Ελλάδα έχουν μονομερώς παραιτηθεί με δηλώσεις των κυβερνήσεών τους, κατ’ εντολήν της Αμερικανίδας υφυπουργού Νούλαντ, από την πάγια απαίτηση αποχώρησης των τουρκικών στρατευμάτων, πριν από την εφαρμογή της λύσης. Δηλαδή, ακόμα και αν η Άγκυρα συμφωνήσει, αυτό θα γίνει σταδιακά, μετά την αυτοκατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Εθνικής Φρουράς της και ενώ δεν έχει προβλεφθεί κανένας μηχανισμός παρακολούθησης και επιβολής της λύσης. Αν κάποιος πιστεύει ότι θα φύγουν από την Κύπρο τα τουρκικά στρατεύματα απλώς και μόνο επειδή θα το προβλέπει μια διεθνής συμφωνία, ας δοκιμάσει να διώξει τους Τούρκους από το Ιράκ και τη Συρία, όπου δεν βρίσκονται με κάποια συμφωνία.

Η πιθανότητα άλλωστε να δεχτεί στη Γενεύη ο Ερντογάν την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων από την Κύπρο δεν είναι πολύ μεγαλύτερη από το να πέσει μετεωρίτης στο Μαξίμου και το ξέρουν όλοι αυτό. Προφανώς ούτε αυτό θα πάρουν από τη Γενεύη, απλώς θα έχουν περαιτέρω αδυνατίσει πηγαίνοντας εκεί τα ψηφίσματα του ΟΗΕ που ζητούν την αποχώρηση των στρατευμάτων από την Κύπρο. Αν ήθελαν πραγματικά να αγωνιστούν για μια τέτοια αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων από το νησί, οι κυβερνήσεις Ελλάδας και Κύπρου θα το έθεταν ως προϋπόθεση της οποιασδήποτε προόδου των ενταξιακών της Τουρκίας, κάτι που ουδέποτε έπραξαν. Όπως πάνε τα πράγματα, στο τέλος θα θεωρούνται παράνομα όχι τα τουρκικά στρατεύματα στην Κύπρο, αλλά το κράτος στο οποίο εισέβαλαν (Προσοχή δεν είναι αστείο: Κυριολεκτούμε).

Για αυτό και τα περί συμμετοχής στην Πενταμερή για να καταργηθούν οι εγγυήσεις και τα ξένα στρατεύματα, δεν είναι παρά μια ακόμα πολύ μεγάλη πολιτική απάτη εις βάρος του ελληνικού λαού.

Επειδή είναι πιθανό ορισμένοι αναγνώστες μας να θεωρήσουν ότι αυτά τα νομικά δεν έχουν σημασία, θα εξηγήσουμε παρακάτω γιατί έχουν τεράστια σημασία και γιατί οι “λάθος υπογραφές” σε τέτοια κείμενα και η συμμετοχή σε “λάθος διασκέψεις” έχουν προκαλέσει συρράξεις και άλλες καταστροφές στην Κύπρο και πολλά άλλα σημεία του πλανήτη. Όλο το Κυπριακό με τη μορφή που το ξέρουμε ξεκίνησε το 1955, όταν η τότε κυβέρνηση δέχτηκε να συμμετάσχει στη Διάσκεψη του Λονδίνου για την Κύπρο, μαζί με τη Βρετανία και την Τουρκία, αναγνωρίζοντας δηλαδή στην Άγκυρα δικαιώματα επί της Κύπρου από τα οποία είχε παραιτηθεί από τη Λωζάννη (την οποία επίσης παραβιάζει εις βάρος της η Ελλάδα με τη συμμετοχή στην Πενταμερή). Στο τέλος του άρθρου θα διαπραγματευθούμε και το αν οι συμφωνίες του 1960 ισχύουν ή όχι για την Κύπρο και πού εδράζονται τα δικαιώματα του κυπριακού λαού και του κράτους του, της Κυπριακής Δημοκρατίας. Και μόνο ότι χρειάζεται να το κάνουμε δείχνει που βρισκόμαστε, και ως Κύπρος και ως Ελλάδα.

Προσερχόμενη και συμμετέχοντας στην Πενταμερή η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας δεν αναγνωρίζει μόνο, εμμέσως πλην σαφώς, τα επεμβατικά δικαιώματα και τη νομιμότητα της τουρκικής στρατιωτικής παρουσίας στην Κύπρο, που μας λένε ότι θέλει να καταργήσει, γνωρίζοντας ασφαλώς ότι τίποτα τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί. Κάνει και κάτι περισσότερο. Αναγνωρίζει, εμμέσως πλην σαφώς, την επίσημα διατυπωμένη και εξωφρενική θέση της Τουρκίας ότι η Κυπριακή Δημοκρατία έχει εκλείψει! Και αυτό γιατί η ελληνική κυβέρνηση συμφώνησε στη σύγκληση και συμμετέχει σε μια διάσκεψη για το Κυπριακό στην οποία δεν έχει προσκληθεί να συμμετάσχει το κυπριακό κράτος, αλλά ο κ. Αναστασιάδης ως εκπρόσωπος των Ελληνοκυπρίων και ο κ. Τατάρ ως εκπρόσωπος των Τουρκοκυπρίων (το οποίο μάλιστα δεν είναι, διότι δεν θα είχε εκλεγεί ως πρόεδρος της “ΤΔΒΚ”, αν δεν τον είχαν υποστηρίξει οι εκ Τουρκίας έποικοι της Κύπρου). Με άλλα λόγια, η ίδια η πρόσκληση στη διάσκεψη υποβαθμίζει τους Ελληνοκύπριους, από πολίτες κράτους (μέλους μάλιστα της Ε.Ε.) σε ομάδα ιθαγενών αποικίας, και μάλιστα, αν και συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού, τους θέτει σε απολύτως ισότιμη βάση με τη μάλλον μικρή μειοψηφία του. Όλα με την έγκριση της ελληνικής κυβέρνησης, χωρίς την οποία δεν θα μπορούσαν να γίνουν.

Λονδίνο, Άγκυρα και Ουάσιγκτον, με τη συγκατάθεση της Αθήνας και της Λευκωσίας, κατάφεραν το ακατόρθωτο. Όχι μόνο “ανέστησαν” τον βρυκόλακα του Λονδίνου και της Ζυρίχης από τον τάφο του, μαζί και τις εγγυήσεις και τα επεμβατικά δικαιώματα που προέβλεπε, αλλά και τον ανέστησαν μόνο ως προς αυτό το σημείο, όχι ως προς την ύπαρξη της Κυπριακής Δημοκρατίας που τέλος πάντων προέβλεψαν αυτές οι συμφωνίες. Όπως φαίνεται, ο μόνος λόγος που η Κύπρος δεν έχει εκ νέου ανακηρυχθεί τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με τη συγκατάθεση της ελληνικής κυβέρνησης, δεν είναι άλλος από το ότι η Βρετανία και οι ΗΠΑ τη θέλουν για τον εαυτό τους. Χρησιμοποιούν την Τουρκία εναντίον του κυπριακού κράτους, που επιθυμούν να καταλύσουν, δεν έχουν όμως διάθεση να δώσουν στην Άγκυρα το νησί.

Όταν δεν προσέχεις πού βάζεις την υπογραφή σου…

Ίσως επειδή οι Έλληνες πολιτικοί ουδόλως ενδιαφέρονται για τους νόμους και τους θεσμούς, τους ράβουν και τους κόβουν κατά το δοκούν και, συνήθως, και έτσι ακόμα τους καταπατούν, κατέληξαν να πιστεύουν ότι δεν έχουν σημασία και διεθνώς. Έτσι λέγανε και για τις συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου τότε που υπεγράφησαν, ότι δεν εννοούν δηλαδή αυτό που γράφουν και δεν έχουν πάντως σημασία και είχαν πληρώσει μάλιστα και διεθνολόγους και συνταγματολόγους να γνωμοδοτήσουν ανάλογα. Το τι ακριβώς σήμαιναν αυτά που είχαν υπογράψει ο Μακάριος και η Αθήνα το 1960 το διαπίστωσαν οι Κύπριοι πολίτες 14 χρόνια αργότερα, βλέποντας τους Τούρκους αλεξιπτωτιστές να πέφτουν από τον ουρανό και ακούγοντας τις σειρήνες του αντιαεροπορικού συναγερμού και τις βόμβες που έσκαγαν. Οι απώλειες της Κύπρου από την τουρκική εισβολή του 1974 υπερέβησαν ως ποσοστό του πληθυσμού τις απώλειες του Ιράκ από την αμερικανοβρετανική εισβολή του 2003.

Ένας άλλος ηγέτης που δεν πρόσεχε που βάζει την υπογραφή του ήταν ο Ρώσος πρόεδρος Μπαρίς Γέλτσιν όταν πήρε την πρωτοβουλία να διαλύσει την ΕΣΣΔ το 1991, ακολουθώντας την εσωτερική διοικητική της υποδιαίρεση, μη λαμβάνοντας υπόψιν του την αρχή της αυτοδιάθεσης των εθνών και ενεργώντας ως όργανο των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτή η “απροσεξία” άφησε εκτός Ρωσίας το ένα τέταρτο του ρωσικού έθνους, προκάλεσε δέκα εκατομμύρια πρόσφυγες και πάνω από δέκα πολέμους στο έδαφος της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, μεταξύ των οποίων και τη σύγκρουση στην Ουκρανία που απειλεί τώρα την παγκόσμια ειρήνη. Η Κύπρος δεν βρίσκεται σε λιγότερο σημαντικό στρατηγικό σημείο.

Το αν μια συμφωνία, ένα νομικό κείμενο, μια πράξη έμμεσης έστω αναγνώρισης, όπως αυτή που συνιστά η Πενταμερής με αυτή τη σύνθεση, θα έχουν πρακτικές συνέπειες κάποια στιγμή στο παρόν ή στο μέλλον εξαρτάται από τις πολιτικές συνθήκες. Όπως εξηγήσαμε σε προηγούμενο άρθρο, ο μηχανισμός της Πενταμερούς είναι μια καρμανιόλα, κατασκευασμένη για να καταστρέψει το κυπριακό κράτος μόλις και αν οι συνθήκες το επιτρέψουν. Αλλά και ποτέ να μη συμβεί αυτό, τέτοιες ενέργειες, σε κάθε περίπτωση υποβαθμίζουν το κράτος που αφορούν, υπονομεύουν το κύρος, την αξιοπιστία και τη σοβαρότητά του, στερούν αξιοπιστίας τις όποιες διαμαρτυρίες του για την τουρκική πολιτική και το καθιστούν, στην καλύτερη περίπτωση τρίτης κατηγορίας κράτος και τρίτης κατηγορίας μέλος της Ε.Ε., που κανείς δεν παίρνει στα σοβαρά.

Αθήνα και Λευκωσία όχι μόνο ανέθεσαν την επίλυση του Κυπριακού σε εκτός Κύπρου τρίτους, αναγνωρίζοντάς τους ρόλο στις κυπριακές υποθέσεις, αλλά δεν σκέφτηκαν τουλάχιστο να φωνάξουν σε μια τέτοια διάσκεψη τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Απεδέχθησαν μάλιστα να μην εκπροσωπηθεί στην Πενταμερή και ως παρατηρητής ακόμα η Ε.Ε., όπως είχε συμβεί στο παρελθόν. Στη Γενεύη, κατά τρόπο εξευτελιστικό και για την ίδια την Ένωση και για την Αθήνα και την Λευκωσία που το απεδέχθησαν, θα μεταβεί μια τεχνική ομάδα εμπειρογνώμων, στην οποία δεν θα επιτραπεί να παρευρίσκεται καν στις εργασίες, αλλά μόνο να συναντάται με όποιον θέλει να τη συναντήσει. Ελπίζουμε στην επόμενη Πενταμερή να μην απαγορευθεί η παρουσία εκπροσώπων της Ε.Ε. στο καντόνιο της Γενεύης, αν και δεν είμαστε βέβαιοι ότι θα έφερνε κανείς αντίρρηση αν διατυπωνόταν, από πλευράς Άγκυρας και Λονδίνου, μια παρόμοια αξίωση.

Περιττό να επισημάνουμε ότι η διεξαγωγή της Πενταμερούς, ενώ η Τουρκία κάνει γεωτρήσεις και διώχνει manu militari άλλα πλοία που κάνουν γεωτρήσεις νοτίως του νησιού, ούτε καν βορείως (ανεξαρτήτως της όλης σκοπιμότητας του προγράμματος εξορύξεων της Κύπρου που κατέληξε και δεν μπορούσε να καταλήξει παρά σε φιάσκο όπως σχεδιάστηκε), ενώ η Άγκυρα προκαλεί και απειλεί στην Αμμόχωστο και ενώ πραγματοποιεί μεγάλα, επιθετικά στρατιωτικά γυμνάσια κατά μήκος της γραμμής εκεχειρίας, στερεί νοήματος και σοβαρότητας τις διαμαρτυρίες για το θεαθήναι Λευκωσίας και Αθήνας και το κύρος τους.

Το σήμα που εκπέμπουν Μητσοτάκης και Δένδιας

Υπάρχει η νομική, υπάρχει όμως και η πολιτική σημασία όσων συμβαίνουν. Το τι αποδέχεται και σε τι συμπράττει η Αθήνα, έχει πολύ μεγάλη σημασία, αν μη τι άλλο για το ηθικό των Ελλήνων της Κύπρου, ενός μικρού λαού που ζει υπό ημικατοχή της πατρίδας του, δίπλα σε μια κατεχόμενη ζώνη που είναι η πιο στρατιωτικοποιημένη περιοχή της υφηλίου, σε μια από τις πιο επικίνδυνες περιοχές του πλανήτη και βλέπει, κάθε μέρα που ξυπνάει και πάει στη δουλειά του, μια γιγαντιαία τουρκική ημισέληνο να τον απειλεί, χαραγμένη στον Πενταδάκτυλο, τον ορεινό όγκο που δεσπόζει επί της Λευκωσίας. Δεν υπάρχει Κύπριος που να μη θυμάται (ή να μην άκουσε από τους γονείς του) τι έγινε το 1974. Δεν υπάρχει επίσης Κύπριος που να μην κράτησε σε κάποιο μέρος της ψυχής του την πικρή γεύση της προδοσίας από μια Ελλάδα που την είχε μάνα του και που, ακόμα μια φορά τον πρόδωσε, έστω κι αν βρισκόταν στα χέρια της CIA και των Αμερικανών (Απ’ ό,τι φαίνεται άλλωστε, και τώρα δεν συμβαίνουν διαφορετικά πράγματα: Τι Πιουριφόι, τι Πάιατ…).

Τεράστια πολιτική σημασία έχουν αυτά και για το σύνολο του ελληνικού λαού, που δέχεται, αποσβολωμένος και απελπισμένος, επί μία δεκαετία, τα απανωτά χτυπήματα από τους ξένους, αλλά και από τους ίδιους τους ηγέτες του, βιώνει απανωτές ήττες και μοιάζει με σκυλί πεσμένο τώρα στο χώμα να γλύφει τις πληγές του, τρομοκρατημένος επί πλέον από τον κορονοϊό και τις συνέπειές του. (Ούτε η πανδημία δεν σταμάτησε την Πενταμερή, τόση πρεμούρα υπάρχει). Η επιβίωση μιας κοινωνίας, ενός κράτους, ενός έθνους προυποθέτει ένα μίνιμουμ αυτοεκτίμησης, αυτοσεβασμού, αυτοπεποίθησης.

Πως ιδρύθηκε το κυπριακό κράτος;

Οι συμφωνίες με τις οποίες η Βρετανία απεδέχθη τη δημιουργία κυπριακού κράτους και που προέβλεψαν τον εγγυητικό ρόλο Τουρκίας, Βρετανίας και Ελλάδας και τα δικαιώματα επέμβασης στο νησί, υπεγράφησαν το 1960 από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και την τότε ελληνική κυβέρνηση, παρά τη διαφωνία των εκπροσώπων του κυπριακού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος, της ΕΟΚΑ δηλαδή, του Βάσσου Λυσσαρίδη και του Τάσσου Παπαδόπουλου, όπως και παρά τη διαφωνία των δημάρχων των κυρίων κυπριακών πόλεων, που εκπροσωπούσαν στη διάσκεψη το σε παρανομία τεθέν από τους Βρετανούς ΑΚΕΛ (ΚΚΚ), την άλλη μεγάλη παράταξη του νησιού, με ευρύτατη λαϊκή απήχηση και σπουδαίο ρόλο στα κοινωνικά ζητήματα της Κύπρου. Υπεγράφησαν δηλαδή παρά τη αντίθεση των περισσοτέρων εκπροσώπων του κυπριακού λαού στη διάσκεψη του Λονδίνου. Τις συμφωνίες κατακεραύνωσε τότε ως Ανταλκίδειο Ειρήνη, μιλώντας στη Βουλή των Ελλήνων ο ηγέτης της ελληνικής Αριστεράς, της ΕΔΑ, ο Ηλίας Ηλιού, ενώ τις καταδίκασε με σφοδρότητα ο Σοφοκλής Βενιζέλος.

Οι συμφωνίες υπεγράφησαν υπό την ασφυκτική πίεση, τις απειλές και τους εκβιασμούς της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του τότε Υπουργού Εξωτερικών Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα, που υπήρξε πρόσωπο-κλειδί στη μεταπολεμική εξάρτηση της χώρας από τους Βρετανούς και τους Αμερικανούς, υπεστήριξε τη διχοτόμηση της Κύπρου, συμμετείχε το 1973 σε διάσκεψη στη Ρώμη με σκοπό την απαλλαγή από τον Μακάριο και το κράτος του, επεξεργάστηκε την ιδέα μιας “γέφυρας” ανάμεσα στη Χούντα και τον Καραμανλή και ματαίωσε, με παρέμβασή του, την απόφαση της σύσκεψης πολιτικών και στρατιωτικών τον Ιούλιο του 1974, να διοριστεί πρωθυπουργός ο ανατραπείς από τη Χούντα Παναγιώτης Κανελλόπουλος.

Μιλώντας στους Κυπρίους αντιπροσώπους στο Λονδίνο, ο Αβέρωφ τους είπε ότι θα ρεύσει άφθονο το αίμα στην Κύπρο αν δεν δεχθούν τις συμφωνίες και η Ελλάδα δεν θα κουνήσει το μικρό της δαχτυλάκι για να τους προστατεύσει, καταλήγοντας με την θλιβερά ιστορική φράση: “Αν δεν υπογράψετε, εφ’ υμών και επί των τέκνων σας το αίμα”. (Αντίστοιχες απειλές διατυπώθηκαν κατά των Κυπρίων και κατά το δημοψήφισμα του 2004).

Όλα όσα προέβλεψε ο Αβέρωφ έγιναν. Όχι γιατί δεν υπέγραψαν οι Κύπριοι τις συμφωνίες αυτές, αλλά γιατί τις υπέγραψαν.

Οι συμφωνίες δεν αποσκοπούσαν στη δημιουργία ανεξάρτητου, δημοκρατικού και λειτουργικού κράτους, αλλά δημιουργούσαν και θεμελίωναν τους μηχανισμούς καταστροφής του, αποδίδοντας στη μειοψηφία του 18% δικαίωμα βέτο που παρέλυσε σύντομα όλες τις κρατικές λειτουργίες, οδηγώντας στην έκρηξη των διακοινοτικών ταραχών το 1963 και παρ’ ολίγον στην τουρκική εισβολή του 1964, που απέτρεψε η παρέμβαση του σοβιετικού ηγέτη Νικήτα Χρουστσώφ. Η τουρκική εισβολή του 1974 επικαλέσθηκε τα δικαιώματα που παρείχαν στην Τουρκία οι συμφωνίες εγκαθίδρυσης. Αντίστοιχος μηχανισμός γενικευμένου βέτο, περιέχεται και στο σχέδιο Ανάν, και σε όλα τα σχέδια που έχουν γίνει αποδεκτά και είναι βάση διαπραγμάτευσης και στην Πενταμερή.

Τα δικαιώματα των μειονοτήτων

Ασφαλώς τίποτα δεν είναι υπερβολικό, στην προσπάθεια ενός δημοκρατικού κράτους να προστατεύει τις μειονότητές του. Υπάρχει όμως ένα όριο. Η προστασία της μειονότητας μπορεί να προβλέπει εξαιρέσεις από τον κανόνα της πλειοψηφίας (συνώνυμο της δημοκρατίας κατά τον ορισμό του Επιταφίου του Περικλέους), αλλά δεν μπορεί να τον καταργεί ολοκληρωτικά, γιατί τότε δεν μιλάμε πλέον για δημοκρατία. Και δεν μιλάμε επίσης και για κρατική κυριαρχία, από τη στιγμή που η μειονότητα έχει καταστεί εργαλείο ενός άλλου κράτους, του τουρκικού εν προκειμένω.

Να θυμίσουμε εδώ και αυτό που έχει γράψει για την Κύπρο όχι κανένας εθνικιστής, αλλά μια από τις σημαντικότερες μορφές της μεταπολεμικής νέας Αριστεράς, ο διευθυντής του New Left Review, Βρετανός μαρξιστής Πέρρυ Άντερσον. Για ποια μειοψηφία Τουρκοκυπρίων μιλάτε στην Κύπρο; Κοιτάξτε τον τουρκικό όγκο από πάνω της και θα καταλάβετε ότι οι Ελληνοκύπριοι είναι στην πραγματικότητα η μειοψηφία που χρήζει προστασίας. Μιλάμε βέβαια για πραγματικούς, όχι για γιαλαντζί αριστερούς.

Στο ιστορικό κείμενό του για το Δικαίωμα στην Αυτοδιάθεση των Εθνών, που έβαλε τις βάσεις για την αναγνώριση παγκοσμίως αυτού του δικαιώματος, ο σοβιετικός ηγέτης Λένιν προειδοποιεί επίσης προφητικά με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο για την ανάγκη αποφυγής απόδοσης στις μειονότητες περισσότερων δικαιωμάτων από αυτά που πραγματικά τους αναλογούν.

Ισχύουν οι συνθήκες εγκαθίδρυσης και εγγυήσεων;

Το κυπριακό κράτος δεν υφίσταται νομικά και πολιτικά εξαιτίας των συνθηκών εγκαθίδρυσης και εγγυήσεων, τις οποίες άλλωστε ουδέποτε ενέκρινε ο λαός της Κύπρου. Η μόνη δημοκρατική συντακτική πράξη στην ιστορία της Κύπρου υπήρξε το δημοψήφισμα του 2004, με το οποίο απερρίφθη το σχέδιο Ανάν με τεράστια πλειοψηφία και ο κυπριακός λαός απεφάνθη ότι χρειάζεται ανεξάρτητο, δημοκρατικό και κυρίαρχο κράτος.

Ο ίδιος ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών έχει ψηφίσει αποφάσεις με τις οποίες θεωρεί άκυρες συμφωνίες που επεβλήθησαν, υπό το κράτος απειλών και πιέσεων, σε λαούς που επαναστάτησαν διεκδικώντας την απαλλαγή τους από τον αποικιακό ζυγό. Οι συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου έρχονται σε αντίθεση με τις πιο θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου και δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι υπερτερούν αυτών.

Ο Βρετανός ιστορικός William Mallinson έχει ερευνήσει τα βρετανικά κρατικά αρχεία φέρνοντας στη δημοσιότητα εκθέσεις των νομικών του ίδιου του Foreign Office που αμφισβητούν την νομιμότητα αυτών των συμφωνιών και συνθηκών.

Ήδη από το 1964 ο Γενικός Εισαγγελέας της Κυπριακής Δημοκρατίας με έγγραφό του προς τα Ηνωμένα Έθνη και ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Γεώργιος Παπανδρέου με δηλώσεις του στον τύπο έχουν χαρακτηρίσει ως ανυπόστατες τις εγγυήσεις και τα επεμβατικά δικαιώματα που προέβλεψαν αυτές οι συμφωνίες και οι συνθήκες που υπεγράφησαν επί τη βάσει αυτών.

Μετά το 1974, όλες οι κυπριακές και ελληνικές κυβερνήσεις θεώρησαν ως αυτονόητη την ακυρότητα αυτών των συνθηκών, που μπορεί να θεωρηθεί βασίμως ότι ισχύουν ως προς τα δικαιώματα που δημιουργούν για την Κύπρο και τις έναντι αυτής υποχρεώσεις, αφού αυτές ήταν αποτέλεσμα ελεύθερης βούλησης των υπογραφόντων, όχι όμως ως προς τα δικαιώματα που αποδίδουν σε τρίτες δυνάμεις επί της Κύπρου, παρά τη βούληση του κυπριακού λαού και σε αντίθεση με θεμελιώδεις πρόνοιες του διεθνούς δικαίου.

Πολύ περισσότερο ισχύουν αυτά μετά την κατάχρηση από την Τουρκία των δικαιωμάτων επέμβασης που της απέδιδαν, αλλά και την υπογραφή της Πράξης Προσχώρησης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ε.Ε., το 2004, δεδομένου ότι έρχονται σε κραυγαλέα αντίθεση με τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα της Κύπρου και τις συνθήκες που διέπουν τη σύσταση και λειτουργία της Ένωσης. Είναι αδιανόητο να αποδέχονται την αναβίωσή τους και μάλιστα στο περιβάλλον της Ε.Ε. η Αθήνα και η Λευκωσία.

Το κυπριακό κράτος, νομικά και πολιτικά, δεν εδράζει το δικαίωμα της ύπαρξής του στις ανυπόστατες συνθήκες που υπεγράφησαν σε εφαρμογή των συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου. Είναι το πολιτικό αποτέλεσμα μιας πολύ μεγάλης επανάστασης που πραγματοποίησε ο κυπριακός λαός το 1955-59, προκαλώντας τον παγκόσμιο θαυμασμό και εδράζεται νομικά στην θεμελιώδη Αρχή της Αυτοδιάθεσης των Εθνών, το θεμέλιο της παγκόσμιας νομικής τάξης και του ΟΗΕ μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Για αυτό και συνιστά έγκλημα κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας και των πιο ζωτικών δικαιωμάτων και συμφερόντων του ελληνικού λαού στο σύνολό του η αναβίωση των απαράδεκτων και ανυπόστατων αυτών συμφωνιών, δια της συμμετοχής ήδη στην Πενταμερή, μόνη άλλωστε επιδίωξη της οποίας είναι και δεν μπορεί να είναι όπως υποστηρίξαμε σε προηγούμενο άρθρο μας, παρά η διάλυση του κυπριακού κράτους και η επιβολή στην Κύπρο ενός καθεστώτος χειρότερου από αυτό της αποικίας για το νησί. (Γιατί ο αποικιοκράτης θα έχει απαλλαγεί των ευθυνών που έχει σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο και γιατί οι υπό αποικισμό θα έχουν οικειοθελώς αποδεχθεί το αποικιακό καθεστώς).

Το να λέει ο πρωθυπουργός της Ελλάδας ότι πάει η Αθήνα στην πενταμερή, αναγνωρίζοντας τις εγγυήσεις και τα επεμβατικά δικαιώματα για να τα καταργήσει, μόνο ως έμπνευση αντάξια ενός Όργουελ ή ενός Κάφκα μπορεί να θεωρηθεί. Και βεβαίως η ευθύνη δεν βαρύνει μόνο τον ίδιο, αλλά όλο το κόμμα της ΝΔ που κυβερνά αυτή τη στιγμή τη χώρα.

(*) Θυμίζουμε ότι ο κ. Δένδιας, το περασμένο καλοκαίρι, είχε παραχωρήσει στην Τουρκία, τη “υποδείξει” Πομπέο και δια της συμφωνίας με την Αίγυπτο, αυτά που διεκδικώντας παρ’ ολίγον να πάμε σε πόλεμο την ίδια εποχή, δηλαδή την μέση γραμμή ως αποκλειστικό κριτήριο για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών. Στην Ελλάδα η λεγόμενη εθνικοφροσύνη σημαίνει συχνά παραφροσύνη και τυχοδιωκτισμό. Όσο για τις εθνικές παραχωρήσεις, ιστορικά τις έχει μάλλον διευκολύνει παρά δυσκολέψει η “υπερ-πατριωτική” ρητορεία.

(**) Δεν πρόκειται απλώς για την πάγια δημοκοπία και υποκρισία των πολιτικών σε Ελλάδα και Κύπρο. Σε αυτή την ιστορική περίοδο είναι σχεδόν υποχρεωμένοι να λένε το αντίθετο της αλήθειας, είτε το συνειδητοποιούν, είτε όχι. Γιατί διαχειρίζονται στην πραγματικότητα, τουλάχιστο τη τελευταία δεκαετία μια πορεία επιταχυνόμενης κοινωνικής, κρατικής και εθνικής αποσύνθεσης (αλληλένδετα αυτά τα τρία) υπό την πίεση των κάθε λογής “Πιστωτών” και “Προστατών” (ενίοτε και χωρίς αυτήν) και δεν μπορούν φυσικά να την περιγράψουν. Είναι υποχρεωμένοι να λένε ψέματα, ακόμα και αν δεν θέλουν. Δεν έχει βρει ο ελληνικός λαός ακόμα τον τρόπο να διακόψει αυτή τη διαδικασία, τουλάχιστο όμως ας αποφύγουμε νέα μείζονα πλήγματα (στην εξωτερική πολιτική μπορούν να είναι η διάλυση του κυπριακού κράτους, της οποίας δεν μπορεί να επιβιώσει η Ελλάδα, η παραπομπή στη Χάγη της κυριαρχίας στα νησιά, του δικαιώματος άμυνάς τους και του δικαιώματος επέκτασης των χωρικών υδάτων και μια πολεμική αναμέτρηση με την Τουρκία, πιθανώς μετά από μια τυχοδιωκτική επέκταση χωρικών υδάτων ή κάποια άλλη προβοκάτσια). 


Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου