Γένοβα 20 χρόνια μετά. Τα γεγονότα διδάσκουν;

 

Εκείνες τις μέρες του Ιουλίου του 2001 όλο το ενδιαφέρον της παγκόσμιας κοινής γνώμης ήταν στραμμένο στη Γένοβα, στη Σύνοδο G8 και στον Κάρλο Τζουλιάνι

Του Γιώργη-Βύρωνα Δάβου

Εκείνες τις μέρες του Ιουλίου του 2001 όλο το ενδιαφέρον της παγκόσμιας κοινής γνώμης ήταν στραμμένο στη Γένοβα. Η πανέμορφη πρωτεύουσα της Λιγουρίας είχε επιλεγεί ως τόπος συνάντησης των δυνατών της παγκόσμιας οικονομίας στη Σύνοδο G8, για να συζητήσουν τις νέες χρηματοοικονομικές πολιτικές που θα καθοδηγούσαν τις εξελίξεις στον δυτικό κόσμο. Την ίδια στιγμή, στην ίδια πόλη ένα νέο κίνημα το “No Global”, χωρίς αρχηγούς και κεντρική οργάνωση, είχε προγραμματίσει, όπως και δύο χρόνια νωρίτερα στο Σιάτλ εξ αφορμής της συνόδου του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, να διαδηλώσει και να διατρανώσει την έντονη αντίθεση σε παγκόσμιο επίπεδο στις ανεπιθύμητες και βλαβερές για τις κοινωνίες και τον πλανήτη νεοφιλελεύθερες πολιτικές, που δέσμευαν κυβερνήσεις, κατέστρεφαν κοινωνικούς ιστούς και διαγούμιζαν τον φυσικό πλούτο της Γης.

Τα γεγονότα εκείνων των ημερών, που απετέλεσαν ηχηρό παράδειγμα κατάλυσης της δημοκρατίας κι επιστέφθηκαν από έναν θάνατο και από τα έκτροπα της αστυνομίας, έμελλε να μείνουν ανεξίτηλα ταυτισμένα με την πόλη και να αποτελούν ένα παντοτινό σημείο αναφοράς, τόσο για την εξέλιξη της μορφής και της πορείας των κινημάτων, όσο και για την εξέλιξη και τη μορφή της κρατικής καταστολής.

Το κλίμα στη Γένοβα ήταν τεταμένο ήδη πριν τις ημέρες της Συνόδου. Το προηγούμενο του Σιάτλ κι η αποφασιστικότητα των κινημάτων, προοιώνιζε νέες συγκρούσεις. Η τοπογραφία δε της πόλης, με τα στενορύμια που ανεβαίνουν προς τους λόφους και τις αλληλοσυνδεόμενες οδούς δεν επέτρεπε τον πλήρη έλεγχο και τον περιορισμό των συγκεντρώσεων. Το βαρύ πέπλο του Σιάτλ κι η εχθρική υποδοχή από μεγάλο μέρος της ιταλικής κι ευρωπαϊκής κοινωνίας της προοπτικής της συνόδου έκαναν την κυβέρνηση του Σίλβιο Μπερλουσκόνι να μη θέλει επ’ ουδενί να δείξει – όπως παλιότερα ο Μουσολίνι στον παντοδύναμο Χίτλερ -πως υστερούσε σε βάρβαρη “αποφασιστικότητα” κι “αποτελεσματικότητα”.

Η πόλη χωρίσθηκε σε ζώνες, με την “κόκκινη ζώνη” όπου περιεχόταν το τετράγωνο της διεξαγωγής κι υποδοχής της Συνόδου να είναι ασφυκτικά ελεγχόμενη κι απαγορευμένη. Έλεγχοι κι οι προληπτικές συλλήψεις, όχι μόνον πιθανολογούμενων ταραξιών, αλλά και απλών πολιτών που ήθελαν να μεταβούν στην πόλη για να διαδηλώσουν, απλώθηκαν σε τραίνα, αυτοκίνητα και λεωφορεία που έφθαναν στην πόλη, ήδη από πολλά χιλιόμετρα πριν τα πρώτα προάστια της πόλης. Επιπλέον, μέσα από ένα ευρύ δίκτυο κατασυκοφάντησης, με άξονα τα γεγονότα στο Σιάτλ, η “προληπτική”, αλλά και η κατοπινή, βία της αστυνομίας ήδη είχε νομιμοποιηθεί από πολύ πριν:η διχαστική ρητορεία είχε δρομολογηθεί πριν τις επιθέσεις των Black Block- στο βαθμό που ακόμη κι αυτές οι επιδρομές των ακραίων έμοιαζαν να “προγραμματίζονταν” και να συδαυλίζονται μέσα από τα προκλητικά κυβερνητικά προνουντσιαμέντα ότι δεν θα γίνουν ανεκτές συμπεριφορές Σιάτλ και τις “προβλέψεις” για την “τυφλή βία” των No Global.


Πριν τη Γένοβα, υπήρξε μία “εξτρεμοποίηση” του πολιτικού-κατασταλτικού λόγου, ώστε να επιτύχει μία προ-νομιμοποίηση της αστυνομικής βίας – την οποία οι “νοικοκυραίοι” θα ασπάζονταν απέναντι στους βάρβαρους αναρχικούς. Στις 20 Ιουλίου, έπειτα από μια πρώτη μέρα με ειρηνικές κι ήρεμες διαδηλώσεις, προγραμματίστηκαν αρκετές πορείες: απεργοί εργάτες, το Rete Lilliput, η οικολογική Legambiente και οι Tute Bianche. Ορισμένες από αυτές είχαν σκοπό να παραβιάσουν συμβολικά την “κόκκινη ζώνη”, που περικλεινόταν από τις σιδερένιες σχάρες των φραγμών, που όριζαν το “μη περαιτέρω” όριο για τις επίσημες διαδηλώσεις. Ανάμεσα όμως στις πορείες παρεισέφρησαν τα ακραία στοιχεία των Black Block. Μαυροντυμένοι νεαροί, που έφθασαν από όλη την Ευρώπη και πολλοί φορούσαν μάσκες. Η ένταση δεν άργησε να ξεσπάσει .

Η ένταση δεν άργησε να ξεσπάσει και το μένος της αστυνομίας και των ακραίων στοιχείων, μεταδόθηκε και στα στίφη των διαδηλωτών, που όσοι δεν έτρεχαν πανικόβλητοι να βρουν καταφύγιο από τα κτυπήματα των ειδικών ομάδων καταστολής, συμμετείχαν στις συμπλοκές. Η αστυνομία κάνει εκτεταμένη χρήση “ληγμένων” δακρυγόνων – μία πρακτική που έμελλε να ξεπατικώσουν αργότερα οι κατασταλτικές δυνάμεις και σε άλλες χώρες λίγα χρόνια αργότερα, βλέπε την αστυνομία του Χρυσοχοΐδη στις πλατείες δέκα χρόνια αργότερα. Οι εικόνες της επόμενης ημέρας έδειξαν μία τεράστια καταστροφή στο κέντρο της πόλης, ύψους 25 εκατ. ευρώ. Δεκάδες βιτρίνες καταστημάτων και εστιατορίων, που ανήκουν σε διεθνή δίκτυα franchising, σύμβολα της επιθετικής κερδοσκοπίας και καταστροφικού καταναλωτισμού, καταστράφηκαν και κάηκαν.


 Εκείνη την ημέρα, ο φοιτητής και έντονα πολιτικοποιημένος νεαρός Κάρλο Τζουλιάνι είχε σχεδιάσει να πάει στη θάλασσα. Το αποδείκνυε το μαγιό που φορούσε κάτω από το παντελόνι του. Μόλις όμως πληροφορήθηκε τις ταραχές και τις αθρόες συλλήψεις, άλλαξε σχέδια κι ως συνειδητοποιημένος πολίτης θεώρησε πως όφειλε να βρίσκεται στο πεδίο των διαδηλώσεων. Είναι ένα καυτό κι από άποψης θερμοκρασίας, απόγευμα του Ιουλίου και η Γένοβα βιώνει έντονες στιγμές, εικόνες πραγματικού πολέμου.

Εκείνες ακριβώς οι στιγμές, περίπου στις 15.30, τον βρίσκουν στο επίκεντρο των συγκρούσεων στην πλατεία Αλιμόντα. Οι διαδηλωτές είχαν ανατρέψει μερικούς κάδους, ως είδος οδοφράγματος, για να εμποδίσουν τις επιθέσεις της αστυνομίας. Τα ληγμένα δακρυγόνα και οι γκλομπιές έπεφταν βροχή, υπό τον εκκωφαντικό θόρυβο των ελικοπτέρων της αστυνομίας που ίπταντο πάνω από το πεδίο των συγκρούσεων.

Λίγο μετά τις 17:00, μία διμοιρία επίλεκτων καραμπινιέρων με επικεφαλής τον λοχαγό Κλάουντιο Καπέλο κι υπό την καθοδήγηση του αναπληρωτή αρχηγού αστυνομίας της Γένοβας Αντριάνο Λάουρο, κατευθύνθηκαν στην περιοχή με τα Land Rover τους και προσπάθησαν να διεμβολίσουν τους διαδηλωτές και τα αυτοσχέδια οδοφράγματά τους, ενώ οι ταυτόχρονες επιθέσεις της αστυνομίας έκοψαν κάθε διέξοδο στους διαδηλωτές. Τα οχήματά τους εγκλωβίζονται δίπλα σε έναν κάδο και οι διαδηλωτές πλησιάζουν απειλητικά. Μεταξύ τους και ο Τζουλιάνι, που σηκώνει έναν πυροσβεστήρα. Ο καραμπινιέρος Μάριο Πλακάνικα τον διατάζει να σταματήσει και σχεδόν αμέσως πυροβολεί δύο φορές. Το βλήμα βρίσκει τον Κάρλο Τζουλιάνι στο ζυγωματικό. Πέφτει στο έδαφος, χάνει πολύ αίμα, αλλά δεν είναι νεκρός. Ακολουθούν νέες συγκρούσεις γύρω από το κορμί του, σάμπως βγαλμένες από ωδές τις Ιλιάδας, με το πλήθος να κατηγορεί τους καραμπινιέρους κι εκείνοι να επιτίθενται. Μάλιστα, το τζιπ τους, μετά τον πυροβολισμό περνά δύο φορές πάνω από το σώμα του Τζουλιάνι: μία φορά με την όπισθεν κι άλλη μία βάζοντας μπρος. Λίγο αργότερα ο 23χρονος Τζουλιάνι αφήνει την τελευταία του πνοή.

Κάποιες από τις μαρτυρίες (που διαψεύσθηκαν έντονα από θεσμικές πηγές) κάνουν λόγο ότι κάποια μέλη της αστυνομικής δύναμης κλώτσησαν στο κεφάλι τον Κάρλο Τζουλιάνι. Βέβαια σε τέτοιες αλλόφρονες στιγμές επικρατεί η πιο απόλυτη σύγχυση. Μολονότι δίπλα στο άψυχο κορμί του Τζουλιάνι βρίσκεται ένας κάλυκας, που αργότερα αποδείχθηκε πως ανήκει στο υπηρεσιακό πιστόλι του Πλακάνικα, οι πρώτες πληροφορίες κι ειδήσεις που διέρρευσε η αστυνομία αναφέρουν πως ο Τζουλιάνι βρήκε τον θάνατο από πέτρα διαδηλωτή. Ενδεικτικό είναι το βίντεο με τον Λάουρο να κυνηγά έναν διαδηλωτή και να του φωνάζει “Μπάσταρδε, εσύ τον σκότωσες, παλιοσκ….”. Κι άλλες πρώτες φωτογραφίες δείχνουν τη σορό του και δίπλα έναν αναπτήρα, νομίσματα και μία ματωμένη πέτρα.

Η αστυνομία με μένος καταστρέφει τη φωτογραφική μηχανή του Ελίτζο Παόνι, που τράβηξε τις πρώτες φωτογραφίες για να κρύψει όποιο αποδεικτικό στοιχείο εναντίον της. Όμως η αναντίρρητη αλήθεια θα λάμψει από τις φωτογραφίες ενός φωτορεπόρτερ του πρακτορείου Reuters. Όμως, ακόμη και μετά πολλούς μήνες, χρόνια ίσως έως την τελειωτική καταδίκη του ιταλικού κράτους από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, η αστυνομία επέμενε με πείσμα και διάφορες παραποιήσεις των αποδεικτικών στοιχείων και της ιατροδικαστικής έκθεσης να υποστηρίξει την εκδοχή του θανάτου από πέτρα.

Τα γεγονότα αποδεικνύουν ότι στη Γένοβα εκείνον τον Ιούλιο η αστυνομία ήταν αποφασισμένη να κτυπήσει. Κι εάν δεν υπήρχε η δολοφονία του Τζουλιάνι, η όλη επιχειρησιακή δομή του σχεδίου προστασίας ήταν ενορχηστρωμένη ώστε να αποδείξει πως οι κατασταλτικοί μηχανισμοί του κράτους δεν μπορούνε να υπερκερασθούν, ούτε στο πεδίο της δράσης, ούτε και στην εκστρατεία παραπληροφόρησης. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι το κράτος ήθελε έναν νεκρό: όχι μόνον γιατί θα νομιμοποιούσε την ασύμμετρη αντίδρασή του, ούτε και γιατί θα τρομοκρατούσε και θα αποκαρδίωνε τους διαδηλωτές, αλλά γιατί με μία εγελιανή αρνητική λογική θα μετέστρεφε το κατηγορούμενο στο συμπέρασμα υπέρ της κρατικής παρέμβασης. Τούτο άλλωστε τεκμαίρει και η παραποίηση της ίδιας της πράξης και πολιτικά και επιτελεστικά, με την προσπάθεια να αποδοθεί ο θάνατος του Τζουλιάνι στους ίδιους τους “αναρχικούς” κι εάν δεν υπήρχε ο καταπέλτης της φωτογραφίας του Reuters, ενδεχομένως σήμερα να υπερίσχυε η εικόνα που έδινε η αστυνομία.

Εκείνες τις ημέρες, το ιταλικό κράτος (και γενικότερα το παγκοσμιοποιημένο οικονομικό-πολιτικό σύστημα) ήθελε να δείξει έως που μπορούν να φθάσουν τα όρια της καταστολής του και της τρομοκράτησης, όχι μόνον των αντιπάλων του, αλλά και των κοινωνιών καθαυτών. Γιατί η “μεγαλύτερη καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε μία δυτική χώρα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο”, όπως τη χαρακτήρισε η Διεθνής Αμνηστία”, δεν περιορίσθηκε μόνον στη δολοφονία του Τζουλιάνι, αλλά και στα έκτροπα του Λυκείου Ντίατζ που ακολούθησαν και στους βασανισμούς των κρατουμένων διαδηλωτών στα αστυνομικά τμήματα, που διέψευσαν κάθε επίφαση “δημοκρατικότητας και ανθρωπιάς” των αστυνομικών δυνάμεων. Ιδίως με τη σκληρότητα των αστυνομικών επιθέσεων, τους εκφοβισμούς και τις προληπτικές συλλήψεις τις επόμενες ημέρες και ώρες, τις επιθέσεις εναντίον και ειρηνικών πορειών, οι ξυλοδαρμοί αθώων και αδυνάμων σε δρόμους και σταθμούς, τον αποκλεισμό της εισόδου στην πόλη, αλλά και στη χώρα και κυρίως τα όσα ντροπιαστικά γεγονότα διαδραματίσθηκαν στο Λύκειο Ντίατζ και τον στρατώνα του Μπολτσανέτο.


Και πράγματι, το blitz της αστυνομίας στο Λύκειο Ντίατζ και το συγκρότημα Περτίνι στη Γένοβα, όπου βρίσκονταν τα επιτελεία πολλών οργανώσεων, τα σημεία πληροφόρησης του Indymedia, των Carta και Manifesto, τα γραφεία των αλληλέγγυων δικηγόρων που ασχολούνταν με τους συλληφθέντες, αλλά και το πρόχειρο ιατρείο, και οι αθρόες συλλήψεις και τυφλοί ξυλοδαρμοί ανθρώπων που κοιμόντουσαν μέσα στους υπνόσακούς τους, κάθε άλλο παραπέμπει σε σεβασμό του ασύλου και των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Αστυνομικοί με κράνη και μαντήλια για να κρύβουν το πρόσωπό τους, κτυπούν με την λαβή του γκλομπ και ποδοπατούν οποιονδήποτε βρίσκουν μπροστά τους και συλλαμβάνουν χωρίς διάκριση. Εκείνη την ώρα το αυτοσχέδιο Radio Gap μετέδιδε, εν είδει μουσικής επένδυσης μίας τραγωδίας και για να σπάσει το τρομακτικό βούισμα των ελικοπτέρων, που έριχναν τους φάρους τους πάνω στα κτήρια του Ντίατζ και Περτίνι, το εμβληματικό “Τραγούδι του Μάη” του Fabrizio de Andre’ και συνεχίζει να πληροφορεί για τα όσα διαδραματίζονται, για να γνωρίζει ο κόσμος τι πραγματικά συμβαίνει κι όχι να πιστεύει τα αστυνομικά ανακοινωθέντα που ο θεσμικός Τύπος αναπαράγει.

Η επίσημη εκδοχή της αστυνομίας ήταν ότι θέλησε να συλλάβει τα μέλη των Black Block που είχαν καταφύγει στο Λύκειο, όμως η σύνθεση των συλληφθέντων το διέψευσε, ενώ και τα υποτιθέμενα “πολεμοφόδια” και το “οπλοστάσιο” που ανακάλυψε στο σημείο ήσαν οικοδομικά υλικά για τις εργασίες ανακαίνισης που είχαν ήδη ξεκινήσει στο Ντίατζ. Στις δίκες που ακολούθησαν θα αποδειχθεί και η τοποθέτηση ψευδών ευρημάτων (μολότοφ και ξύλα) από μεριάς της αστυνομίας για να ενοχοποιήσει τους καταλυματίες στο Ντίατζ.

Η συνέχεια θα δοθεί στα κολαστήρια του στρατώνα Μπολτζανέτο των καραμπινιέρων, όπου οδηγήθηκαν οι συλληφθέντες. Εκεί, 240 άνθρωποι υπέστησαν κάθε δυνατό σωματικό και ψυχολογικό βασανιστήριο, χωρίς το δικαίωμα να ενημερώσουν κάποιον για τη σύλληψή του, ή να δεχθούν τους δικηγόρους τους. Γυναίκες εξαναγκάσθηκαν να γδυθούν και να εξευτελισθούν, άνθρωποι αναγκάσθηκαν να μείνουν ώρες όρθιοι, χωρίς δικαίωμα να πάνε στην τουαλέτα, να αλλάξουν στάση και θέση ή να δεχθούν ιατρική φροντίδα για τα τραύματά τους. Επιπλέον, οι μαρτυρίες κάνουν λόγο για την ευφορία που ένοιωθαν οι αστυνομικοί στη θέα των συλληφθέντων και του μαρτυρίου τους, ενώ πλείστα ήσαν τα σχόλιά τους με φασιστικό, ρατσιστικό και ναζιστικό περιεχόμενο, οι προσβλητικές αναφορές και οι σεξουαλικές παρενοχλήσεις στις γυναίκες. Σε τέτοιο βαθμό, που αργότερα ο υπουργός Δικαιοσύνης Ρομπέρτο Καστέλι αναγκάσθηκε να υποτονθορύσει πως “διαπράχθηκαν κάποιες υπερβολές από τα όργανα της τάξης”.

Σήμερα, κανένα από τα όργανα της τάξης δεν έχει πληρώσει (ίσως τη εξαιρέσει του Πλακάνικα, που ως αποδιοπομπαίος τράγος αποτάχθηκε) πραγματικά για τα τραγικά γεγονότα της Γένοβας. Μάλιστα, δύο από τους αρχιτέκτονες της άνανδρης επίθεσης στο Ντίατζ προήχθησαν το 2020 σε επικεφαλής αστυνομικών τμημάτων, μεταξύ τους ο Πιέτρο Τρογιάνι, που “φύτεψε” τις ψεύτικες μολότοφ.


Είκοσι χρόνια μετά το μεγάλο ερώτημα που παραμένει είναι τι έχει κληροδοτήσει και τι έχει μείνει από τα γεγονότα της Γένοβας; Το βέβαιο είναι πως μαζί με άλλα τέτοια συλλογικά κινήματα (Πόρτου Αλέγκρε και το Σιάτλ) γέννησε νέες μορφές αγώνα κι αυτοοργάνωσης. Με μία εγκάρσια διαπερατότητα το Κίνημα της Γένοβας έπλασε μία νέα, παγκόσμια σχεδόν, μορφή του “Κοινού”, που δεν γνώριζε διαχωρισμούς ιδεολογικούς, ενώνοντας από αναρχικούς και οικολόγους κάθε κοπής, έως Καθολικούς και απολίτικους “αγανακτισμένους” από τις αδικίες του συστήματος. Γέννησε νέες μορφές αυτοοργάνωσης και συνεννόησης και δικτύωσης (όπως το Indymedia), πολύ πριν την εφεύρεση του μαυλιστικού, ανοικτού στις διακρίσεις και άκρως κερδοσκοπικού, Facebook του Ζούκερμπεργκ.

Η Γένοβα προσπάθησε να συναιρέσει σε ένα κοινό όραμα και οργανωτικό μέλλον τις πρωτοβουλίες κάθε μεμονωμένης συλλογικότητας. Έφερε για πρώτη φορά στο προσκήνιο υπαρκτές ανισότητες και το ζήτημα της χρηματοδότησης και στήριξης του φτωχού Νότου και του αναπτυσσόμενου κόσμου, ενάντια στην εκμετάλλευση και κατήγγειλε την παγκοσμιοποιημένη θεσμικά υπερεθνική συνωμοσία των μεγάλων εταιρειών και των εξωνημένων κυβερνήσεων που στηρίζουν όχι τους πολίτες αλλά τα συμφέροντά τους. Έσπειρε τον σπόρο της αμφισβήτησης και δίδαξε το δικαίωμα της διεκδίκησης στις κατοπινές γενιές, που με τη σειρά τους έστησαν τα κινήματα στις Πλατείες (15Μ, Σύνταγμα), ή έδωσαν τη σκυτάλη στα αυθόρμητα ξεσπάσματα του MeToo#, BLM.

Το κίνημα της Γένοβας, έστω κι εάν δεν κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα “Κοινό” (αντι-εξουσίας, αντι-παγκοσμιοποίησης, αντι-διαφθοράς κλπ), που θα άλλαζε τον κόσμο, τουλάχιστον διατηρεί στην Ιστορία το παράδειγμα του ότι μία εξέγερση και η διεκδίκηση του αυτονόητου δικαιώματος στη ζωή είναι δυνατή, αρκεί οι λαοί κι οι κοινωνίες να συνειδητοποιήσουν πως χρειάζεται τόλμη κι αλληλεγγύη κι ιδίως πραγματική βούληση ν’ αναλάβουν τον έλεγχο της ζωής, της εργασίας, των μέσων παραγωγής κι αναπαραγωγής τους και τις τύχες, τις προσδοκίες και τις λαχτάρες τους και να αποφασίζουν εκείνοι άμεσα κι όχι άλλοι γι’ αυτούς.


Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου