Η υποχρεωτικότητα ως εργαλείο του κράτους εξαίρεσης

 

Του Νίκου Μωραϊτη

Από την έλευση του ιού μέχρι και τις μέρες μας, η κυρίαρχη πολιτική δικαιολόγησε το κράτος έκτακτης ανάγκης στηριγμένη πάνω σε έναν βασικό πυρήνα αντιλήψεων: ότι η επικινδυνότητα του κορωνοϊού είναι πολύ μεγάλη και πως δεν κάνει καμία διάκριση ως προς τις ηλικιακές ομάδες. Στη βάση αυτών, τα λοκ-ντάουν θεωρήθηκαν αναγκαστικά μονόδρομος και ο καθολικός εμβολιασμός με πειραματικά εμβόλια θεωρήθηκε πως είναι η μόνη λύση για να μη νοσήσουμε και να τον ξεπεράσουμε.

Έως έναν βαθμό, μπορούμε να καταλάβουμε όλους τους υπερασπιστές του καθολικού εμβολιασμού. Όσο το εικόνισμα που έχεις κατασκευάσει για τον γύρω κόσμο αντιπροσωπεύει μία κατάσταση γενικής καταστροφής, πιάνεσαι απελπιστικά από οποιαδήποτε σανίδα σωτηρίας. Κάπως έτσι βλέπουμε και τη συζήτηση απέναντι στα εμβόλια, σαν μια πράξη απελπισίας. Ως γνωστόν, η απελπισία δεν είναι καλός σύμβουλος, γενικά, και δη πολιτικά.

Την ίδια ώρα, λοιπόν, που ο παραπάνω πυρήνας αντιλήψεων ενδύθηκε προσόντα επιστημοσύνης, τα ιατρικά δεδομένα, τα οποία παρουσιάστηκαν στον δημόσιο λόγο, διέπονταν από σημαντικά λάθη, ελλείψεις και σκόπιμες λαθροχειρίες. Επιχειρήθηκε μια εκστρατεία εκφοβισμού και τρομοκρατίας των επιστημόνων που τοποθετήθηκαν αντίθετα, ή έστω με σκεπτικισμό, απέναντι στην κυρίαρχη αφήγηση, με αποτέλεσμα ποτέ να μη γίνει μια ειλικρινής συζήτηση πάνω στο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε. Η ιατρική χακαρίστηκε από τσαρλατάνους -φυσικά με το αζημίωτο-, με αποτέλεσμα ο δημόσιος λόγος να χαρακτηρίζεται από ένα σύνολο αντιφατικών πληροφοριών.

Η ίδια κατάσταση αναπαράγεται και τώρα στη συζήτηση για τους εμβολιασμούς. Ο εμβολιασμός μπορεί να είναι χρήσιμος μόνο για τις ηλικιακές και κοινωνικές ομάδες που πραγματικά κινδυνεύουν από τον κορωνοϊό (1), (2). Παρότι υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός καθηγητών και επιστημόνων που προειδοποιεί για τους κινδύνους των μαζικών εμβολιασμών με πειραματικά εμβόλια, ο δημόσιος διάλογος εξακολουθεί να κυριαρχείται από μια κάποια πίστη στο τείχος ανοσίας, ενώ δεν γνωρίζουμε για πόσον καιρό θα έχουν αντισώματα οι εμβολιασμένοι. Τα εμβόλια βοηθάνε στο να μειωθούν οι πιθανότητες βαριάς νόσησης λόγω κορωνοϊού, όχι όμως και στο μπλοκάρισμα της μετάδοσής του. Επίσης, με το δεδομένο ότι ο κορωνοϊός έχει εξαπλωθεί παγκόσμια και δεν αφορά ακριβώς μία συγκεκριμένη περιοχή, πιστεύουν όντως ορισμένοι ότι θα μπορέσουν να τον περιορίσουν κάπου συγκεκριμένα; Εντάξει, τείχος ανοσίας, αλλά σε ποιο σημείο του ορίζοντα να το χτίσουμε; Η στρατηγική των λοκ-ντάουν ήταν εκ γεννησιμιού της προορισμένη να αποτύχει, ακριβώς επειδή οι καραντίνες αδυνατούν να περιορίσουν μια έξαρση που βρίσκεται παντού. Οι καραντίνες είναι ωφέλιμες μόνο στα πρώιμα στάδια, τότε που μια επιδημία περιορίζεται σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή. Το ίδιο τώρα επιχειρείται με τα εμβόλια, η ίδια αποτυχημένη στρατηγική, με ένα εμβόλιο το οποίο δεν έχει τα φόντα να σπάσει τους κρίκους μετάδοσης. Στη μανία τους να σπάσουν αυτούς τους κρίκους, αναγκαστικά θα οδηγηθούν στον μαζικό εμβολιασμό και των παιδιών, τα οποία, ως γνωστόν, δεν πεθαίνουν από κορωνοϊό, ή έστω πεθαίνουν στην ίδια συχνότητα όσο από άλλες υπερσπάνιες αιτίες. Η στρατηγική της εκμηδένισης του κορωνοϊού δια του μαζικού εμβολιασμού είναι προορισμένη να αποτύχει.

Ο εμβολιασμός είναι ένα ασύμφορος για όσους είναι κάτω των 50 ετών, εκθέτοντας σε μεγαλύτερο κίνδυνο παρά όφελος. Άλλο ρίσκο έχει η κάθε ηλικία, άλλον κίνδυνο. Γιατί άλλωστε έκοψαν και το AstraZeneca σε ολόκληρη την Ευρώπη; Επομένως και ο κίνδυνος να πεθάνεις, ή να πάθεις κάποια σοβαρή ζημιά που διαταράσσει ριζικά την καθημερινότητα, αλλάζει από κατηγορία σε κατηγορία. Μέχρι και σήμερα η απόφαση για συνέχιση ή μη μιας ιατρικής παρέμβασης δεν ήταν κάτι το οποίο αποφάσιζε ο ιατρός, αλλά πάντοτε ο ασθενής, έπειτα από παραίνεση ή συμβουλή του ιατρού. Η ιατρική όφειλε να σέβεται την απόφαση ενός ασθενούς με χημειοθεραπεία, για παράδειγμα, «να πεθάνει με αξιοπρέπεια» παρά να ταλαιπωρείται με αγωγές αβέβαιων αποτελεσμάτων.

Στην περίπτωση του κορωνοϊού, η εκτίμηση ρίσκου καθώς και η τελική απόφαση απαλλοτριώνεται από το κράτος, το οποίο πλέον αποφασίζει για εμάς. Ενώ όμως αποφασίζει για εμάς, γιατί δεν αναλαμβάνει και τις επιπτώσεις που εκπορεύονται από αυτήν την ευθύνη; Βγήκε κάποιος κυβερνητικός εκπρόσωπος να μας μιλήσει για αποζημιώσεις ή κάποιου είδους στήριξη όσων υποστούν βλάβες; Στηρίχτηκε το πρόγραμμα της φαρμακοεπαγρύπνησης και της κίτρινης κάρτας; Αντίθετα, θα λέγαμε, μάλλον υποκαταγραφή των παρενεργειών υπάρχει, και μάλιστα πολιτικά υποκινούμενη, ακριβώς λόγω των ιδεολογικών αγκυλώσεων μιας δήθεν απόπειρας εκμηδένισης του κορωνοϊού. Το κράτος, λοιπόν, αυτό του ορθού λόγου και του διαφωτισμού, του προστάτη μεν Λεβιάθαν δε, του κράτους Πρόνοιας που παίρνει αγκαλίτσα την εργατική τάξη, τζογάρει πάνω σε ξένες πλάτες. Όταν πεθαίνουν οι πιο ευάλωτοι (από απουσία εξατομικευμένης προστασίας και ανυπαρξία της πρωτοβάθμιας περίθαλψης) φταίει ο κορωνοϊός, όταν πεθαίνουν ή αποκτούν βλάβες από τα εμβόλια, τα υποκαταγράφουν ή καταγγέλουν ότι πρόκειται για fake news.

Η υποχρεωτικότητα ως αστική στρατηγική

Μια από τις βασικές μεθόδους άντλησης συναίνεσης είναι η παρουσίαση των ιδιαίτερων συμφερόντων της άρχουσας τάξης ως συμφέροντα ολόκληρης της κοινωνίας. Η παρουσίαση ενός ιμπεριαλιστικού πολέμου ως άμυνα υπέρ βωμών και εστιών, ένα μνημόνιο ως αποφυγή της χρεοκοπίας κ.ά.. Η ίδια συλλογιστική αναπτύσσεται και στο ζήτημα του κορωνοϊού. Η βασική ρητορική ήταν πάνω κάτω η ίδια, σταθμισμένη στις ιδιαίτερες συνθήκες, παλεύουμε όλοι μαζί για να καταπολεμήσουμε τον κορωνοϊό. Βρισκόμαστε μπροστά σε μία συλλογική πρόκληση, την οποία πρέπει να παλέψουμε μαζί.

Αυτή τη συλλογιστική, όμως, δεν την είδαμε ποτέ. Δεν συνέβη κάποιου είδους ταξική ανακωχή, το μόνο που είδαμε ήταν επιτάχυνση όλων των πλευρών ανασυγκρότησης του καπιταλισμού, απαλλοτρίωσης δικαιωμάτων και εντατικής επίθεσης στα λαϊκά στρώματα. Τα λοκ-ντάουν δεν ήταν «καθαρή ιατρική-επιδημιολογική» πολιτική. Ήταν πολιτική με ιατρικό-επιδημιολογικό άρωμα, η οποία έβλεπε το ευρύτερο σώμα της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων ως αντικείμενο προς τιμωρία. Σαν ένα βαρίδι, το οποίο πρέπει να μείνει σε κατ’ οίκον περιορισμό λόγω των δομικών του ανεπαρκειών. Τα βιολογικά μας σώματα προβάλλουν στην καπιταλιστική παραγωγή σαν ελαττωματικά εργαλεία, τα οποία πρέπει να αφήσουμε στις ανθρώπινες αποθήκες για λίγο καιρό. Η αισθητική των λοκ-ντάουν μας αντιμετώπιζε σαν εμπορεύματα. Όσο και αν αυτή η απόφαση πάρθηκε με συναίνεση των περισσότερων κομμάτων, επενδύοντας έτσι ένα χρώμα παγκοινωνικής στράτευσης και συναίνεσης στον ίδιο σκοπό, δεν παύει να είναι πραξικόπημα έναντι των «αβράκωτων». Ως γνωστόν, η δημοκρατία δεν προσδιορίζεται από την πλειοψηφία, αλλά από το περιεχόμενο της πολιτικής. Κάθε είδους, λοιπόν, πολιτική, η οποία απαλλοτριώνει ένα προηγουμένως αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα, όπως την ελεύθερη κοινωνικοποίηση, δεν είναι τίποτα άλλο παρά πραξικόπημα εναντίον των φτωχών. Αντιμετώπισαν με τον ίδιο τρόπο τον κατ’ οίκον περιορισμό οι κάτοικοι της Εκάλης με αυτούς του Μπραχαμίου ή της Κυψέλης;

Με την ίδια λογική, τώρα, επιχειρείται το δεύτερο σκέλος, η απαλλοτρίωση της ελεύθερης βούλησης στις ιατρικές παρεμβάσεις. Όπως σημειώσαμε στο πρώτο μέρος του άρθρου, το ρίσκο είναι διαφορετικό από ηλικία σε ηλικία. Αλλά αντίστοιχα το ρίσκο είναι πάντοτε πολύ μεγαλύτερο για όποιον δεν έχει πρόσβαση σε ιατρικές υπηρεσίες. Μια μόνιμη ζημιά, ή ακόμα κι ένας θάνατος, από το εμβόλιο δεν λειτουργεί το ίδιο αποσταθεροποιητικά για μια οικογένεια της Εκάλης και μια οικογένεια της Κυψέλης. Δεν έχουν όλοι την ίδια δυνατότητα ελέγχων θρομβοφιλίας ή παρέμβασης άμεσα σε ένα ιατρικό πρόβλημα που ανακύπτει.

Αν θέλουμε να βρούμε μια πιθανή εξήγηση για τους λόγους που τα ποσοστά εμβολιασμών είναι τόσο χαμηλά στις λαϊκές γειτονιές, αυτή είναι επειδή το ρίσκο είναι μεγαλύτερο εκεί.  Όλη αυτή η πώρωση και η μανία με τον υποχρεωτικό εμβολιασμό αποπειράται να παρουσιάσει σαν «ψεκασμένο» οποιονδήποτε κάνει αυτό το αντικειμενικό στάθμισμα κινδύνου. Εδώ αποκαλύπτεται πράγματι και η ουσία της κριτικής περί ψεκασμένων απόψεων. Δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια μορφή συλλογικού τραμπουκισμού κατά των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Την οποιαδήποτε διαφωνία την παρουσιάζουν σαν ανορθολογισμό, εγκαθιστώντας έτσι μία συγκεκριμένη ιδέα ως προς το τι είναι τα υποκείμενα που εκφράζουν αυτές τις ιδέες. Είναι αμόρφωτοι, άξεστοι, ηλίθιοι, σκοταδιστές. Αυτές οι κατηγορίες όμως δεν αφορούν μεμονωμένα πρόσωπα, στη πραγματικότητα είναι μια γενικευμένη κρατική στρατηγική αποσιώπησης της φωνής των μαζών. Ταυτόχρονα με αυτήν την αποσιώπηση επιτυγχάνεται μια αναδιάρθρωση του ποιος έχει δικαίωμα να μιλά. Μια διάχυτη ειδικολογία έχει κυριαρχήσει στον δημόσιο λόγο με τους ιατρούς στη πρώτη γραμμή. Το βασικό μάθημα, το οποίο οφείλουν να μάθουν οι λαϊκές τάξεις, είναι ότι δεν πρέπει να εμπιστεύονται τους εκπροσώπους της τάξης τους, αλλά όσους έχουν αυτήν την προνομιακή σχέση με την κρατικά κατοχυρωμένη γνώση.

Ενώ, λοιπόν, εγκαθιδρύεται το μάθημα ότι η μισή κοινωνία είναι ψεκασμένοι και πως η μοναδική λύση είναι να ακούμε τους γραβατάκηδες, το βασικό ρίσκο το σηκώνουν πάλι τα λαϊκά στρώματα λόγω όγκου αλλά και έλλειψης πόρων. Ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι οι δυνάμεις που δήθεν εκπροσωπούν πολιτικά αυτά τα στρώματα έχουν προσχωρήσει στο μέτωπο της αστικής αντίδρασης, η υποχρεωτικότητα των εμβολιασμών αποτελεί τη δεύτερη φάση του «πραξικοπήματος» για το οποίο συζητάμε. Το γεγονός ότι αυτές οι δυνάμεις έχουν αδρανοποιηθεί από την ισχύ του αστικού αφηγήματος δεν μειώνει ούτε στο ελάχιστο την ποιότητα του πραξικοπήματος.

Όλα αυτά θεωρητικά αποσκοπούν στο χτίσιμο του τείχους ανοσίας. Κατά τη γνώμη μας ο όρος αυτός δεν είναι ιατρικός, αλλά -μετασχηματισμένος με ιατρικά λογάκια- οικονομικός όρος. Εκφράζει το συσσωρευμένο άγχος της αστικής τάξης για επιστροφή στην κανονικότητα. Η άρχουσα τάξη σταθμίζει την ποσότητα των θανάτων και βλαβών που θα γίνουν από τα εμβόλια, τον άγνωστο μακροπρόθεσμα κίνδυνο από τη χρήση αυτών των εμβολίων στους ευάλωτους και μη πληθυσμούς, και παρόλα αυτά δίνει την εντολή για συνέχιση. Φαίνεται πως η ανάγκη επιστροφής, τουλάχιστον, στην κανονικότητα της καπιταλιστικής παραγωγής είναι σπουδαιότερη από τα παραπάνω πιθανά προβλήματα.

Για αυτό και τώρα το σπουδαιότερο πρόβλημα για το εργατικό κίνημα δεν είναι το 8ωρο, δυστυχώς. Είμαστε πολύ πιο πίσω από εκεί. Η αστική τάξη δεν διαπραγματεύεται κάτι που έχει ήδη στα χέρια της. Διαπραγματεύεται το δικαίωμά της να έχει πρόσβαση και λόγο πάνω στα ιατρικά μας δεδομένα και μέσω αυτής της οδού να επιβάλει τα ταξικά της συμφέροντα, αφού όσοι δεν εμβολιάζονται απειλούνται με απόλυση, περικοπές μισθού, αλλαγή πόστου, ατομική ευθύνη για την υγιεινή και ασφάλεια στους χώρους εργασίας  κ.λ.π.. Η υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού είναι η αιχμή του δόρατος της αμφισβήτησης της ιατρικής αυτοδιάθεσης και, ταυτόχρονα, μια ευκαιρία για τα αφεντικά να κλείσουν όλες τις ταξικές εκκρεμότητες. Εδώ και πολλούς μήνες βλέπουμε σε πάρα πολλές επιχειρήσεις έμμεσες πιέσεις για προσωπική αποστείρωση από τον κορωνοϊό. Η κυβέρνηση, τις τελευταίες εβδομάδες, έδωσε το ελεύθερο στους καπιταλιστές να επιτίθενται χωρίς κανένα πρόβλημα σε οποιονδήποτε δεν θέλει να κάνει το εμβόλιο. Όλοι οι εργασιακοί χώροι κατ’ ουσίαν αυτό το πράγμα κουβεντιάζουν. Για αυτό και το μοναδικό αίτημα για το οποίο αξίζει να πολεμήσουμε σε αυτήν τη συγκυρία είναι η μη υποχρεωτικότητα. Από την έκβαση αυτής της μάχης θα κριθούν όλα τα υπόλοιπα. Τα αφεντικά δεν έχουν κανένα δικαίωμα να μας ρωτάνε ή να έχουν λόγο πάνω στο τι θα κάνουμε με το εμβόλιο. Ο καθένας μας σταθμίζει τις καταστάσεις και αποφασίζει με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Η απόφαση είναι δική του και όχι των αφεντικών!

Έτσι και αλλιώς το σχέδιο καθολικής αποστείρωσης είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα πάει καλά. Η κοινωνία δεν είναι ένα τραπεζάκι που το περνάμε με άζαξ. Άλλωστε ο κορωνοϊός βρίσκεται αυτήν τη στιγμή παντού, το τείχος της ανοσίας είναι κάτι σαν τη γραμμή Μαζινό, και τα εμβόλια δεν εμποδίζουν καμία κυκλοφορία του ιού, παρά μόνο περιορίζουν τα χειρότερα συμπτώματα. Το τείχος της ανοσίας αντιπροσωπεύει το συλλογικό φαντασιακό της άρχουσας τάξης για μία ενδιάμεση συνθήκη, όπου ο κορωνοϊός θα κραδαίνεται πάνω από τα κεφάλια μας όσο είμαστε πολιτικά άτακτοι, χωρίς όμως αυτό να αποσυντονίζει την καπιταλιστική παραγωγή. Για αυτό και οι πρώτοι που πρέπει να εμβολιαστούν είναι οι εργαζόμενοι, η μεγάλη μάζα της ασταθούς και «άρρωστης» εργατικής δύναμης.

Σε αυτό το πλαίσιο, όσες αριστερές φωνές αντικαθιστούν τον «υποχρεωτικό εμβολιασμό», που είναι η ρητορική της άρχουσας τάξης με τη ρητορική των «δημόσιων και δωρεάν καθολικών εμβολιασμών», δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να στηρίζουν ιδεολογικά και πρακτικά την κυβέρνηση, όσο η τελευταία δίνει το πράσινο φως στους ατομικούς επιχειρηματίες να τραμπουκίζουν και να εκβιάζουν τους εργαζομένούς τους. Αυτή η ρητορική δεν είναι τίποτα άλλο από ταξική συμμαχία εναντίον, μάλιστα, των λιγότερο προνομιούχων στρωμάτων. Το να σε απολύουν παράγει σίγουρα ένα πολύ βαθύ αίσθημα απογοήτευσης, ιδίως όταν έχεις ανάγκες που τρέχουν. Το να σε αναγκάζουν, όμως, να υποβάλεσαι σε μια ιατρική παρέμβαση ενάντια στη θέλησή σου αποτελεί ένα, ενδεχομένως, βαθύτερο αίσθημα ηθικής απαξίωσης. Σημαίνει την απαλλοτρίωση, την υπαγωγή στη θέληση του άλλου, της ιδιαίτερης επαφής που έχει κάποιος με το ίδιο του το σώμα. Δυστυχώς η αριστερά της υποχρεωτικότητας δεν μπορεί να διαβάσει καν αυτή την ηθική κρίση, την οποία περνάνε αυτή τη στιγμή εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι. Αυτή η ηθική κρίση είναι βέβαιο ότι διαμορφώνει νέες κοινωνικές και πολιτικές συνειδήσεις, αποτελεί ένα αφετηριακό γεγονός, διότι επανακαθορίζει τη στάση του απέναντι στο κοινωνικό άλλο. Με στήριξαν; Με παράτησαν στο έλεος του αφεντικού; Αυτή η ιστορία μπορεί να παράξει τις πιο διαφορετικές αντιδράσεις, με πρώτη από όλες τον ατομικό δρόμο, τον κυνισμό και την άρνηση οποιουδήποτε πολιτικού δρόμου. Όσο το «πραξικόπημα» δείχνει να νικάει, και η νίκη του παρουσιάζεται σαν νομοτελής, το μόνο συμπέρασμα που βγάζει κάποιος είναι ότι ο εχθρός έχει την υπεροπλία και η αντίσταση μόνο περισσότερο κακό δημιουργεί.

Δυστυχώς είμαστε ακόμα πολύ πίσω και η ακροδεξιά φαίνεται να εγκολπώνει ένα τμήμα της αντίδρασης. Οι πραγματικοί ψεκασμένοι, αυτοί που μιλάνε όντως για λέσχες Μπίλντερμπεργκ και παγκόσμιους εβραίους κάνουν πολιτική με αυτόν τον κόσμο. Ας ελπίσουμε ότι δεν έχει ακόμα χαθεί το παιχνίδι και ότι υπάρχει ακόμα χρόνος.

Πηγή: avantgarde2009

Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου