Ο θλιβερός απολογισμός ενός πολέμου είκοσι ετών

 

Οι Ταλιμπάν έγραψαν τον επίλογο

Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου

Το αλίευσα από άρθρο του Βρετανού συγγραφέα και ακτιβιστή Ταρίκ Αλί στο αμερικανικό περιοδικό The Nation με αφορμή την εικοστή επέτειο της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Ενα χρόνο πριν από την ημέρα που συγκλόνισε τον κόσμο, ο ιστορικός και κατά καιρούς σύμβουλος της CIA Τσάλμερς Τζόνσον δημοσίευε το βιβλίο του «Ανάδραση: Το κόστος και οι συνέπειες της αμερικανικής αυτοκρατορίας». Αρχικά, το βιβλίο πέρασε απαρατήρητο, αλλά θα γινόταν ανάρπαστο ένα χρόνο αργότερα για λόγους που γίνονται εύκολα κατανοητοί από το παρακάτω, προφητικό απόσπασμα:

«Χρησιμοποιώ τον όρο ανάδραση ως συντομογραφία για να υποστηρίξω ότι κάθε έθνος θερίζει ό,τι σπέρνει, ακόμη κι αν δεν γνωρίζει ή δεν καταλαβαίνει με ακρίβεια τι έχει σπείρει. Δεδομένων του πλούτου και της ισχύος τους, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα γίνουν, στο ορατό μέλλον, ο κύριος αποδέκτης των πιο προβλέψιμων μορφών ανάδρασης, ιδιαίτερα τρομοκρατικών επιθέσεων εναντίον Αμερικανών, στρατιωτών και πολιτών, σε οποιοδήποτε σημείο της Γης, ακόμη και επί αμερικανικού εδάφους».

Οι φονικές επιθέσεις σε δύο από τα κυριότερα σύμβολα της αμερικανικής ισχύος, τους Δίδυμους Πύργους και το Πεντάγωνο, προκάλεσαν παγκόσμιο σοκ, πλαισιώνοντας με δυσοίωνες αποχρώσεις την αυγή του 21ου αιώνα. Ασφαλώς η Δύση δεν ήταν αμάθητη στο φαινόμενο της τρομοκρατίας. Επί έναν και πλέον αιώνα, ένοπλες οργανώσεις αντιδικτατορικών, αναρχικών, ακροαριστερών, ακροδεξιών, παρακρατικών και εθνικιστικών οργανώσεων άφηναν τα δικά τους ματωμένα ίχνη στην Ιστορία του Παλιού και του Νέου Κόσμου. Εδώ όμως μιλάμε για κάτι άλλο, πολύ διαφορετικό. 

Η Αλ Κάιντα αντιπροσώπευε ένα νέο είδος τρομοκρατίας που δεν στηρίζεται σε καμία στοιχειωδώς μαζική οργάνωση, δεν διατηρεί δεσμούς με κανένα γεωγραφικά εντοπισμένο λαό/έθνος, δεν εκφέρει κανένα όραμα κατάκτησης της εξουσίας για τον μετασχηματισμό μιας ορισμένης κοινωνίας. Πρόβαλε ως ένα χαλαρό δίκτυο, που εμφορείται από θρησκευτικό ζήλο, στο όνομα του οποίου όχι μόνον αδιαφορεί παντελώς για τις απώλειες αθώων ανθρώπων, αλλά ίσα ίσα επιζητά να τις μεγιστοποιήσει. Ενα προμήνυμα είχε έρθει το 1995, με την πολύνεκρη επίθεση της εσχατολογικής σέχτας Ομ Σινρικιό στο μετρό του Τόκιο με αέριο σαρίν, αλλά τώρα επρόκειτο για κάτι απείρως απειλητικότερο, μια και η Αλ Κάιντα απευθυνόταν στο 1,5 δισ. των απανταχού Γης μουσουλμάνων.

Σε αυτό το φόντο, η νεορατσιστική θέση του Χάντιγκτον για τον «πόλεμο των πολιτισμών», που θα διαδεχόταν τη σύγκρουση καπιταλισμού – κομμουνισμού, απέκτησε τεράστια εμβέλεια. Μεταμελημένοι αριστεροί, «νέοι φιλόσοφοι» της γενιάς του ’60 έγιναν πρόθυμοι απολογητές των νεοσυντηρητικών ιεράκων που έφερε στον Λευκό Οίκο ο Τζορτζ Μπους, ρίχνοντας το σύνθημα για τις «τρεις πανούκλες», τη φαιά (φασισμό), την κόκκινη (κομμουνισμό) και την πράσινη (το Ισλάμ), τις οποίες όφειλε να πολεμήσει, να κατατροπώσει κατά σειράν η πολιτισμένη Δύση. Ο ίδιος ο Μπους έθεσε όλα τα έθνη της οικουμένης ενώπιον του διλήμματος: «Είτε θα είσαστε μαζί μας είτε εναντίον μας». 


Πολύ γρήγορα, ο αμερικανικός «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» πήρε την κακοήθη μορφή που όλοι ξέρουμε. Οι Αμερικανοί εγκαταστάθηκαν ως κατοχική δύναμη στο Αφγανιστάν, άνοιξαν στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Γκουαντάναμο, εξαπέλυσαν πόλεμο στο Ιράκ, χρεώθηκαν τη φρίκη του Αμπού Γκράιμπ, εν ολίγοις εμφανίστηκαν ως ο μοναδικός, αυτόκλητος αστυνόμος, δικαστής και δήμιος της οικουμένης. Στις 15 Φεβρουαρίου του 2003, η ανθρωπότητα γνώρισε το πρώτο πραγματικά «παγκοσμιοποιημένο» συλλαλητήριο στην Ιστορία της, με περίπου 14 εκατομμύρια ανθρώπους να διαδηλώνουν και στις πέντε ηπείρους κατά του επικείμενου πολέμου στο Ιράκ. Μία δεκαετία αργότερα, η Αλ Κάιντα, παρότι είχε καταφέρει να υποκινήσει πολύνεκρες τρομοκρατικές επιθέσεις από το Λονδίνο και τη Μαδρίτη μέχρι το Μπαλί και τη Μόσχα, είχε ηττηθεί κατά κράτος και ο Οσάμα μπιν Λάντεν ήταν νεκρός. Αλλά η οργή των Ιρακινών, και ιδίως των σουνιτών, κατά των αμερικανικών κατοχικών δυνάμεων θα έφερνε μια νέα τερατογένεση, το διαβόητο Ισλαμικό Κράτος (ISIS), που εμφανίστηκε ως διάσπαση της Αλ Κάιντα, το 2014. Σε αντίθεση με τη μητρική του οργάνωση, το ISIS έριχνε το βάρος όχι στην παγκόσμια τζιχάντ κατά του «Μεγάλου Σατανά», των ΗΠΑ, αλλά στη συγκρότηση κράτους-χαλιφάτου, στο Ιράκ και στη Συρία, κάτι που για ένα διάστημα κατάφερε. Ο «πόλεμος της Δύσης κατά της τρομοκρατίας» συνεχίστηκε, με το ιρακινό Κουρδιστάν, το Παρίσι, τις Βρυξέλλες, τη Νίκαια και τη Βαρκελώνη να γίνονται τα καινούργια θέατρα της φρίκης, μέχρι τη συντριβή του ISIS στα προπύργιά του, τη Μοσούλη και τη Ράκα, το 2019.

Πριν από λίγες ημέρες, τα τελευταία στρατεύματα των ΗΠΑ αποχώρησαν από το Αφγανιστάν και ο πρόεδρος Μπάιντεν κήρυξε το τέλος του εικοσαετούς πολέμου, διαβεβαιώνοντας ότι η χώρα του έχει βγάλει τα αναγκαία διδάγματα: Τέλος στις προσπάθειες αναμόρφωσης άλλων εθνών κατά τα αμερικανικά πρότυπα, αποφασιστική στροφή από τον ασύμμετρο «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» στην αναχαίτιση ισχυρών κρατών-ανταγωνιστών, της Κίνας και της Ρωσίας. Δυστυχώς γι’ αυτόν, τον επίλογο αυτής της θλιβερής ιστορίας θα γράψουν οι Ταλιμπάν, οι οποίοι θα γιορτάσουν την εικοστή επέτειο της 11ης Σεπτεμβρίου με μια κυβέρνηση σκληροπυρηνικών, επικηρυγμένων από το FBI για τρομοκρατία. Οσο για τις δυτικές δημοκρατίες, η βασική κληρονομιά που τους άφησε ο άδοξος εικοσαετής πόλεμος είναι οι ελευθεροκτόνοι νόμοι τύπου Patriot, η γενίκευση της ηλεκτρονικής παρακολούθησης, η αναγωγή δηλαδή μιας κατάστασης εκτάκτου ανάγκης σε κανονικότητα. Μαζί με τη διάδοση της ισλαμοφοβίας και του ρατσισμού, σ’ ένα έδαφος εξαιρετικά γόνιμο για να φυτρώσουν οι Τραμπ και οι Λεπέν του μέλλοντος. 

Πηγή: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου