Πόσο κοστίζει η αξιοπρέπεια και η σωματική ακεραιότητα του εργαζόμενου;

 

Του Δημήτρη Κωστάκου

Η καθιέρωση ειδικών μέτρων κατά της βίας και παρενόχλησης στην εργασία, ήταν ένα από τα ισχυρά επικοινωνιακά χαρτιά της κυβέρνησης για την προωθηση του νόμου 4808/2021 (νόμος Χατζηδάκη), ο οποίος περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, την επιμήκυνση του ωραρίου εργασίας με ατομικές συμφωνίες, την μείωση του κόστους των υπερωριών και περιοριστικά μέτρα για τις απεργίες.

Το υπουργείο Εργασίας, εξειδικεύοντας τα μέτρα προστασίας των εργαζομένων, εξέδωσε απόφαση στην οποία εργατολόγοι και συνδικαλιστικά στελέχη παρατηρούν “γκρίζες περιοχές”, καθώς αφήνει ακάλυπτο μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού ως προς τις νέες προβλέψεις.

Σύμφωνα με την απόφαση, “οι επιχειρήσεις που απασχολούν περισσότερα από 20 άτομα υποχρεούνται να διαβουλεύονται εντός της επιχείρησης, να υιοθετούν και να δημοσιοποιούν στον χώρο εργασίας πολιτική για την πρόληψη και καταπολέμηση της βίας και της παρενόχλησης στην εργασία”.

Επιπλέον, όταν ο εργοδότης δεν λαμβάνει μέτρα κατά του καταγγελλόμενου ή παραβιάζει ο ίδιος την απαγόρευση βίας και παρενόχλησης κατά τη σύναψη ή άρνηση σύναψης της σύμβασης ή κατά την εξέλιξη, διάρκεια ή λύση αυτής, επιβάλλονται σε βάρος του κυρώσεις από το ΣΕΠΕ, που θα εξειδικευθούν με νεότερη απόφαση.

Με αυτά τα δεδομένα εργατολόγοι και συνδικαλιστές εκφράζουν την εκτίμηση ότι σε κανένα από τα νέα μέτρα δεν πρέπει να υπάρξει διαχωρισμός μεταξύ των επιχειρήσεων με βάση το προσωπικό που απασχολούν.

Σύμφωνα με εθνικά και ευρωπαικά στοιχεία, στην Ελλάδα από τις περίπου 830.000 επιχειρήσεις, οι 807.666 είναι μικρές, δηλαδή με προσωπικό έως 9 άτομα και καλύπτουν έξι στις δέκα θέσεις εργασίας (περίπου 1,5 εκατομμύριο εργαζόμενους). Και οι επιχειρήσεις αυτές, δεν καλύπτονται από την απόφαση!

Παράλληλα, επισημαίνουν, ότι ο νομοθέτης χωρίς να παραβλέπει το ενδεχόμενο ασκησης βίας ή παρενόχλησης εκ μέρους του εργοδότη, στις περισσότερες από τις προβλέψεις για την πολιτική εντός των επιχειρήσεων σχετικά με την προστασία των εργαζομένων, εμφανίζει ως υπεύθυνο επίβλεψης της εφαρμογής τον ίδιο τον εργοδότη.

Στελέχη του υπουργείου Εργασίας υποστηρίζουν ότι η υπουργική απόφαση αφορά ειδικά την υποχρέωση κατάρτισης γραπτών πολιτικών εντός της επιχείρησης, για επιχειρήσεις άνω των 20 εργαζομένων, προσθέτοντας ότι για τις λοιπές επιχειρήσεις ισχύουν όλα τα μέτρα προστασίας του προσωπικού που προβλέπει ο νόμος σε περιπτώσεις παρενόχλησης ή άσκησης βίας.

Αιτιολογώντας της επιλογή του μεγεθους της επιχείρησης, οι ίδιες πηγές υποστήριξαν ότι το κόστος που προκύπτει από την εφαρμογή των μέτρων, μπορεί να καλυφθεί από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις.

Η τιμή, τιμή δεν έχει…

Στο σημείο αυτό, προκύπτουν εύλογα ερωτήματα:

  • Ποιο είναι το κόστος εφαρμογής των μέτρων και πόσο κοστολογείται η αξιοπρέπεια και η σωματική ακεραιότητα του εργαζόμενου;
  • Αν το κόστος των μέτρων είναι υψηλό, γιατί δεν υπήρξε πρόνοια για τον δραστικό περιορισμό του, ώστε να εξασφαλιστεί η καθολική εφαρμογή τους;
  • Πώς μπορεί να θεωρείται κάθε εργοδότης διαιτητής μεταξύ εργαζομένων σε περιπτώσεις παρενόχλησης ή άσκησης βίας και όχι ως (πιθανόν) ένα από τα εμπλεκόμενα μέρη, με συνέπεια να αναλαμβάνει τον έλεγχο εφαρμογής των μέτρων;
  • Τι ακριβώς σημαίνει η επισήμανση ότι “για τις λοιπές επιχειρήσεις ισχύουν όλα τα μέτρα προστασίας του προσωπικού που προβλέπει ο νόμος σε περιπτώσεις παρενόχλησης ή άσκησης βίας”;
Ο υπουργός Εργασίας, δεν είναι ο… σύγχρονος Μωυσής. Πριν και μετά τον (πολυδιαφημισμένο) νόμο του, υπήρχε και υπάρχει ο Ποινικός Κώδικας, βάσει του οποίου έχουν ασκηθεί διώξεις και έχουν καταδικαστεί δράστες παρενόχλησης ή κακοποίησης.

Επομένως, ποια είναι η χρησιμότητα ενός νομοθετήματος, το οποίο εφαρμόζεται διά της “σαλαμοποίησης” στην αγορά εργασίας;


Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου