Η Εποχή της Μεγάλης Παρέκκλισης

 

Ένας μακροϊστορικός κύκλος που ξεκίνησε πριν από περίπου δύο αιώνες, σταδιακά φτάνει προς την ολοκλήρωσή του

Του Δημήτρη Β. Πεπόνη

Οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπαθούν να αφήσουν πίσω τους μια περίοδο που χαρακτηρίστηκε από αποτυχίες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, φθορά του κύρους και του γοήτρου τους, αμφισβήτηση της αξιοπιστίας και της ισχύος του κράτους, και συνθήκες κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής έκρηξης στο εσωτερικό τους.

Το 2021 δεν ήταν ένα απλό έτος. Ήταν το καταστροφικότερο έτος για τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, τουλάχιστον μεταψυχροπολεμικά. Η εισβολή στο Καπιτώλιο της 6ης Ιανουαρίου και η πτώση της Καμπούλ της 15ης Αυγούστου, τα δύο αυτά γεγονότα του 2021, συνοδευόμενα από τη διαχείριση της πανδημίας, σηματοδότησαν την ολοκλήρωση ενός εικοσαετούς ιστορικού κύκλου για τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, η έναρξη του οποίου έγινε με τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου και το Πεντάγωνο.

Οι Αμερικανοί θέλουν να αφήσουν πίσω τους όλα τα προηγούμενα, κάνοντας μια νέα αρχή. Όμως το πνεύμα που χαρακτήρισε την αποτυχία ορθής εκτίμησης συνθηκών και καταστάσεων από κέντρα λήψης αποφάσεων στις Η.Π.Α, και τη διάψευση επιδιώξεων και προσδοκιών που είχαν Αμερικανοί διαμορφωτές πολιτικής, κατά τη διάρκεια τόσο της πρώτης μεταψυχροπολεμικής δεκαετίας (1991-2001) όσο και της τελευταίας εικοσαετίας (2001-2021), φαίνεται πως συνεχίζεται. Το πνεύμα μονομέρειας που χαρακτηρίζει τη νοοτροπία τους παραμένει ισχυρό.

Αμερικανοί αναλυτές αποδίδουν την άνοδο της Κίνας, σχεδόν ολοκληρωτικά, στο αμερικανικό κράτος, σαν να ήταν οι Η.Π.Α το μόνο ενεργητικό ιστορικό υποκείμενο και η Κίνα απλώς το παθητικό αντικείμενο της δικής τους ιστορίας. Κατά αυτό τον τρόπο, οι Αμερικανοί υπερτιμούν τη δική τους συνεισφορά, υποτιμώντας τις επιλογές και την αποφασιστικότητα της ίδιας της Κίνας, σε ό,τι αφορά την άνοδο και την επιστροφή της στο παγκόσμιο στερέωμα.

Όπως έχει τονιστεί παλαιότερα, από τον πρώτο αιώνα μ.Χ. και μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, επί δεκαοκτώ συνεχείς αιώνες, οι μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη βρίσκονταν στην Ασία.

Η Κίνα, λίγο πριν από την έναρξη του Πρώτου Πολέμου του Οπίου, ήταν η μεγαλύτερη οικονομία στον πλανήτη, έχοντας στη διάθεσή της τα μεγαλύτερα παγκόσμια αποθέματα αργύρου και μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα. Τα προηγούμενα δε συνέβησαν λόγω των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Η επιστροφή της κυριαρχίας του Χονγκ Κονγκ από το Ηνωμένο Βασίλειο στην Κίνα το 1997, σηματοδότησε την απαρχή της ολοκλήρωσης ενός ιστορικού κύκλου που ξεκίνησε με τους Πολέμους του Οπίου (1839/41-1997). Τα ζητήματα της δημοκρατίας του Χονγκ Κονγκ και της κυριαρχίας της Ταϊβάν, αποτελούν μάχες οπισθοφυλακών που δίνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής προκειμένου να αποτρέψουν το κλείσιμο ενός ιστορικού κύκλου 150 και πλέον χρόνων. Το ίδιο ισχύει και με την μάταιη προσπάθεια να αποτραπεί η επιστροφή της Κίνας στην οικονομική πρωτοκαθεδρία του πλανήτη.

Τα προηγούμενα αποτελούν περιπτώσεις που εντάσσονται στο ευρύτερο πλαίσιο των απέλπιδων προσπαθειών παράτασης μιας διατλαντικής ιστορικής παρέκκλισης, που σιγά-σιγά φτάνει προς το τέλος της, και αποτροπής μιας έξω-ατλαντικής ιστορικής κανονικότητας, που σταδιακά επιστρέφει:

Μόνον κατά τους δύο τελευταίους αιώνες κατέστη δυνατόν να μεταβληθεί αυτή η σχεδόν φυσική ―υπό την έννοια της μακράς χρονικής διάρκειας― ιστορική τάξη, με την άνοδο της Ευρώπης του Ατλαντικού αρχικά, και της βορειοαμερικανικής ακτής του στη συνέχεια. Η μεταβολή αυτή οδήγησε σε μια νέα εποχή που γέννησε την ευρωκεντρική και δυτικοκεντρική ιδεολογία, ιστοριογραφία και ερμηνευτική, και μπορεί να ονομαστεί ως η Εποχή της Μεγάλης Παρέκκλισης.

Όμως, η μονομερής εστίαση και προοπτική σε αυτονόητες αλήθειες και ερμηνείες της πραγματικότητας που πηγάζουν από τον ευρωκεντρισμό και τον δυτικοκεντρισμό, οδηγεί σε επαναλαμβανόμενες πλάνες και ψευδαισθήσεις, και κατ’ εξακολούθηση διαψεύσεις.

Επιπλέον, εκτός της υπερτίμησης του δικού τους ρόλου και της παράλληλης και ταυτόχρονης υποτίμησης των επιλογών της Κίνας, οι Αμερικανοί κάνουν το σφάλμα να βλέπουν τα παγκόσμια πράγματα αποκλειστικά υπό το πρίσμα του ενός και μόνου κυρίαρχου ή ηγεμονικού κράτους στον πλανήτη. Μέχρι ενός σημείου αυτό είναι κατανοητό διότι διακυβεύεται η πρωτοκαθεδρία τους. Όμως, πέραν του ότι δεν φαίνεται να έχουν αντιληφθεί πως ο μονοπολισμός αποτέλεσε μια εκκοσμικευμένη μορφή «δυτικής» εσχατολογίας, μια ονειροφαντασία, μια τέτοια εμμονική στάση επικέντρωσης στο No1 πάση θυσία (at all costs), η οποία δεν είναι άσχετη με μια λογική και νοοτροπία του ύφους και του ήθους ο νικητής τα παίρνει όλα (the winner takes it all), τους οδηγεί να μην βλέπουν πέρα από την πολιτική μύτη τους και τα ιστορικά πόδια τους, όπως αποδείχτηκε, πέραν πάσης αμφιβολίας, τα τελευταία είκοσι χρόνια.

Ας αφήσουμε, λοιπόν, για λίγο τις Η.Π.Α να ασχολούνται με το No1, δηλαδή με τον εαυτό τους, και ας εξετάσουμε εάν και κατά πόσο είναι δυνατόν να αντλήσουμε γόνιμα συμπεράσματα στρέφοντας το βλέμμα μας αλλού. Μπορούμε άραγε να διαπιστώσουμε ουσιαστικές μεταβολές αν στρέψουμε την προσοχή μας πέρα από το παγκόσμιο No1;

Ναι μεν οι Η.Π.Α σταμάτησαν την Ιαπωνία στρατιωτικά, αλλά η Ιαπωνία έγινε η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον πλανήτη, ξεπερνώντας οποιοδήποτε άλλο βορειοατλαντικό ή «δυτικό» κράτος, πλην των ίδιων των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτή ήταν η αρχή της «επιστροφής» της Ασίας. Η ήττα των Ιαπώνων στον πόλεμο το 1945 δεν κατάφερε ούτε να σταματήσει ούτε να αποτρέψει, πόσο μάλλον να αντιστρέψει, την πορεία που είχε ξεκινήσει σαράντα χρόνια νωρίτερα, με τη νίκη τους επί της Ρωσίας το 1905. Η Ιαπωνία μεταπολεμικά έγινε το ισχυρότερο κράτος της ανατολικής Ασίας, υπό τον έλεγχο όμως των Η.Π.Α. Εντούτοις, ο έλεγχος αυτός προϋπέθετε την αρχή της αποδυτικοποίησης του ευρωαμερικάνικού βορειοατλαντικού συστήματος (κατά κόσμον της λεγόμενης Δύσης), μέσω της συμπερίληψης της Ιαπωνίας και της νοτίου Κορέας στο «δυτικό» ή «αντισοβιετικό» στρατόπεδο, δηλαδή μέσω της διεύρυνσης της Δύσης. Επιπλέον, η υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης και Φίλιας ανάμεσα στο Πεκίνο και το Τόκιο το 1978, διαμόρφωσε ένα μέτωπο που τοποθετούσε την Ιαπωνία και την Κίνα, μαζί με τις Ηνωμένες Πολιτείες, απέναντι στην Σοβιετική Ρωσία/Ένωση.

Πιο πρόσφατα, στην καθοριστικότερη διεθνοπολιτική εξέλιξη μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου, η Κίνα ερχόμενη σε συνεννόηση με τη Ρωσία κατάφερε, δίχως πόλεμο, να γίνει όχι μόνο η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον πλανήτη, ξεπερνώντας την Ιαπωνία, αλλά και το μεγαλύτερο εμπορικό έθνος, ξεπερνώντας τις Η.Π.Α. Εξέλιξη που οδήγησε στην επιστροφή του οικονομικού κέντρου βάρους στην Ασία μετά από δύο αιώνες, και πιο συγκεκριμένα στην ανατολική Ασία, καθώς οι δύο από τις τρεις ισχυρότερες οικονομίες του πλανήτη βρίσκονται πλέον στην Ασία του Ειρηνικού. Η συνεπακόλουθη προσπάθεια περιορισμού της Κίνας, που βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη, ανεξαρτήτως της επιτυχίας ή της αποτυχίας της, θα οδηγήσει στην ολοένα μεγαλύτερη στρατηγική εξάρτηση «δυτικών» κρατών από κράτη της νότιας και ανατολικής Ασίας, δηλαδή από κράτη με ακτές στον Ινδικό και τον Ειρηνικό.

Η συμμετοχή της Ινδίας στην προσπάθεια περιορισμού της Κίνας θεωρείται ως απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχία της. Στο πλαίσιο αυτής της επιδίωξης βρίσκεται σε εξέλιξη μια ακόμα μεγαλύτερη διεύρυνση της Δύσης, με τη σχεδιαζόμενη προσπάθεια, ή ορθότερα απόπειρα, δυτικοκεντρικών σοσιαλφιλελεύθερων να εντάξουν την Ινδία σε αυτήν, όχι μόνο για λόγους στρατηγικούς, που σχετίζονται με την Κίνα, αλλά και για λόγους ιδεολογικούς, καθώς από την ισχύ και το εκτόπισμα της Ινδίας θα κριθεί το παιχνίδι και θα εξαρτηθεί η μοίρα της (φιλελεύθερης) δημοκρατίας στον 21ο αιώνα.

Όμως μια ακόμα μεγαλύτερη διεύρυνση της λεγόμενης Δύσης και μια τέτοια εξάρτηση του μέλλοντος της δημοκρατίας από την Ινδία θα σηματοδοτήσει τη σταδιακή αποσύνδεση της δημοκρατίας από τα «δυτικά» συμφέροντα (βέβαια εάν η Ινδία μετασχηματιζόταν σε φιλελεύθερη δημοκρατία, το πιθανότερο θα ήταν να πολυδιασπαστεί περαιτέρω εσωτερικά, κατακερματιζόμενη ολοκληρωτικά. Ωστόσο, μια τέτοια πιθανότητα δεν φαίνεται να προβληματίζει τους δυτικοκεντρικούς σοσιαλφίλελεύθερους, είτε λόγω άγνοιας είτε λόγω αδιαφορίας). Επιπλέον, το οικονομικό εκτόπισμα και η πολιτική σημασία της Ινδίας θα συμβάλλει στην οριστικοποίηση της αποχώρησης του κέντρου βάρους του παγκόσμιου συστήματος από τις ευρωπαϊκές και αμερικανικές ακτές του Ατλαντικού και στην παγίωσή του στην Ασία.

Σε όλα τα προηγούμενα θα πρέπει να προστεθεί η καταβαράθρωση του διατλαντικού ευρωαμερικανικού Προτεσταντισμού σε υπερεθνικό επίπεδο, μέσα σε λιγότερο από έναν αιώνα, που συνοδεύτηκε από την κατάλυση του εθνοτικού αγγλο-προτεσταντικού πυρήνα στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, καθώς και η θέση πως η εποχή που διανύουμε δεν είναι η εποχή του εκδυτικισμού της Αφρικής, της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής παρά, αντίστροφα, η εποχή της αποδυτικοποίησης τόσο του Προτεσταντισμού όσο και του λεγόμενου Παγκόσμιου Νότου.

Ένας μακροϊστορικός κύκλος που ξεκίνησε πριν από περίπου δύο αιώνες, οδηγώντας σε κοσμοϊστορικής κλίμακας μεταβολές σε πλανητικό επίπεδο, σταδιακά φτάνει προς την ολοκλήρωση του. Η εποχή της μεγάλης ευρωκεντρικής και δυτικοκεντρικής παρέκκλισης τελειώνει, καθεαυτή, ανεξάρτητα από την πορεία της Κίνας. Αυτή είναι η μεγάλη μεταβολή που λαμβάνει χώρα, και όχι ο ανταγωνισμός των Ηνωμένων Πολιτειών με την Κίνα για κάποια ανέφικτη πλανητική ηγεμονία.

Τα επίδικα και τα νοήματα της εποχής μας υπερβαίνουν τον ανταγωνισμό των δύο αυτών γιγαντιαίων κρατών. Ένα τέτοιο συμπέρασμα μπορεί να φαντάζει εκτός κυρίαρχου κλίματος. Όμως εδράζεται στη θέση πως η ολοκλήρωση της Εποχής της Μεγάλης Παρέκκλισης είναι ανεξάρτητη τόσο από έναν υποθετικό νεοψυχροπολεμικό διπολισμό όσο και από κάποια ανέφικτη νέα μονοπολική κυριαρχία.


Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου