Ευρώ: 20 ετών πια, μα τόσο γερασμένο

 

Δεν είναι λίγες οι φωνές, που εκφράζουν αμφιβολίες και για αυτή καθαυτή τη συνέχειά του, τουλάχιστον κατά το απώτερο μέλλον.

Του Γιώργη-Βύρωνα Δάβου

Η τύρβη των εξελίξεων στο μέτωπο της πανδημίας, που μονοπωλεί το ενδιαφέρον στις κυβερνητικές αποφάσεις, την ειδησεογραφία και την κοινή γνώμη, με την αβεβαιότητα που γεννά κι έχοντας φέρει ολάκερη την ΕΕ μπροστά σε μία από τις κρισιμότερες περιστάσεις στην ύπαρξή της, έχει επισκιάσει μία επέτειο σημαντική για το οντολογικό περιεχόμενο και την θεσμική εικόνα της Ενωμένης Ευρώπης. Την πρώτη Ιανουαρίου το «ευρώ» συμπλήρωσε 20 χρόνια από την εισαγωγή του στα πορτοφόλια και τις συναλλαγές των χωρών της Ευρωζώνης και η διάθεση στις Βρυξέλλες και τις πρωτεύουσες των χωρών όπου κυκλοφορεί κάθε άλλο παρά γιορταστική είναι.

Μέσα σε ένα περιβάλλον ανασφάλειας υγειονομικά και οικονομικά, με τον κορονοϊό να αποδεκατίζει τις κοινωνίες, τον πληθωρισμό και την ακρίβεια της ενέργειας, τις ελλείψεις πρώτων υλών να αφαιμάσσουν τους πολίτες και τη διεθνή κατάσταση να απισχνάζει τις ελπίδες για μία γενναία ανάκαμψη που θα φέρει επιτέλους την ευδαιμονία, που επαγγελόταν στη γενέθλια διακήρυξή του το ευρώ, οι προσδοκίες για το εάν το ενιαίο νόμισμα, με γνώμονα την ανθετικότητά του σε αυτές τις ανοδικές πιέσεις θα ανταποκριθεί στις μελλοντικές προκλήσεις είναι ακρωτηριασμένες. Και δεν είναι λίγες οι φωνές, ακόμη κι από συστημικούς παράγοντες κι έντυπα, που εκφράζουν αμφιβολίες και για αυτή καθαυτή τη συνέχειά του, τουλάχιστον κατά το απώτερο μέλλον.

Βέβαια, σύμφωνα με το Ευρωβαρόμετρο -που δημοσίευσε στις αρχές Δεκεμβρίου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή- το 78% των κατοίκων της ευρωζώνης πιστεύει ότι το ευρώ είναι καλό για την Ευρωπαϊκή Ένωση και το 69% το θεωρεί ωφέλιμο για τη χώρα τους, ένα ποσοστό που συνιστά το δεύτερο υψηλότερο επίπεδο αποδοχής για την ενιαίο νόμισμα από το 2002. Ο φόβος φυλάει τα έρμα, μήπως;

Η «βάπτιση» του ευρώ πραγματοποιήθηκε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Μαδρίτης τον Δεκέμβριο του 1995. Μία ονοματοδοσία που ήλθε να επιστεγάσει τις αποφάσεις τις Συνθήκης του Μάαστριχτ (Φεβρουάριος 1992), που έθεταν τις βάσεις για τη μελλοντική διαμόρφωση της εσωτερικής αγοράς και της θρυλούμενης (ακόμη και σήμερα) ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Μίας ολοκλήρωσης που στον θεσμικό και κοινωνικό της τομέα ακόμη παραμένει σαν τον Φοίνικα της Αραβίας: όλοι γνωρίζουν πως υπάρχει, αλλά κανένας δεν τον έχει δει.

Όσο κι εάν η σημειολογία τόπου της ουσιαστικής ίδρυσης της θεσμικής και δικαϊικής οντότητας που λέγεται Ε.Ε. είναι ενδεικτική, το Μάαστριχτ παραπέμπει ιστορικά σε μεγάλες μάχες που καταμαρτυρούν τη βαθιά διαίρεση και εχθρότητα μεταξύ των λαών στην Ευρώπη. Το 1673 στο Μάαστριχτ η Καθολική Γαλλία του Λουδοβίκου 14ου πολεμούσε με την Προτεσταντική Ολλανδία (σάμπως να ήταν αντιμέτωπες η προτεσταντική ηθική του καπιταλισμού (Weber) και η δικαιϊκή κι οικονομική σύνθεση του κράτους και της πολιτικής στα πρότυπα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας (Καρλ Σμιτ). Το δε 1940 στην αιματηρή εκείνη αναμέτρηση στο Μάαστριχτ βρίσκονταν αντιμέτωποι οι δύο πόλοι της ευρωπαϊκής διαίρεσης: η Γερμανία κι η Γαλλία, μαζί με την Αγγλία, που όμως η ιδέα της ενοποίησης δεν την έβρισκε ένθερμη, αποδεικνύοντάς το πολύ αργότερα με το Brexit. Το Μάαστριχτ και το τέκνον αυτού, το ευρώ, στόχο είχαν να υποδηλώσουν πως πλέον οι ευρωπαϊκές δυνάμεις -όπως πρωτύτερα στα προγενέστερα αρχικά σχήματα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας οι επιχειρήσεις και βιομηχανίες της- θα εργάζονταν από κοινού για την ευημερία των πολιτών της.

Μέσα από την εικόνα του ευρώ διηθήθηκε στο φαντασιακό των πολιτών της η μεταμοντέρνου τύπου κοσμοπολιτική χίμαιρα πως η κατάργηση των δασμών και των ισοτιμιών στα εθνικά νομίσματα, θα διευκολύνουν την κατανάλωση, τα ταξίδια και τις μετακινήσεις, την εργασιακή αναζήτηση. Την ισότητα του καταναλωτή και του ελεύθερου ανταγωνισμού, που δε γνωρίζει σύνορα, με κινητήριο δύναμη και ατομική θωράκιση ένα ισχυρό νόμισμα στην τσέπη του κάθε καταναλωτή και ταξιδιώτη -ακόμη κι εν συγκρίσει με τους ομοίους του σε άλλες μεριές του πλανήτη. Του πανίσχυρου και πλούσιου Ευρωπαίου με το «βαρύ» νόμισμα, όπως ήταν το όραμα όλων απέναντι στους προνομιούχους Αμερικανούς περιηγητές με το δολάριο, στα χρόνια 50 έως 70.

Δύο κρίσεις μετά το ευρώ μοιάζει ακόμη, παρά την εμπέδωσή του στην Ευρώπη, ακόμη να μην έχει βρει απόλυτα τη θέση του ανάμεσα στα ατράνταχτα συναλλαγματικά μεγέθη, που είτε θα καθορίζουν τις νομισματικές εξελίξεις παγκόσμια, είτε θα εξασφαλίζουν μία σταθερότητα και μία βεβαιότητα στους Ευρωπαίους πολίτες. Χωρίς διάθεση δεισιδαιμονίας και προκατάληψης, κι η 10η επέτειος της θέσπισής του βρήκε το ευρώ στο επίκεντρο μίας διεθνούς κι ιδιαίτερα σοβαρής για το μέλλον του ευρωπαϊκής οικονομικής κρίσης. Τότε που με επίκεντρο την χρεωκοπία της Ελλάδας -αλλά και της Πορτογαλίας και της Ισπανίας και βαθμηδόν της Ιταλίας- τέθηκε σε αμφισβήτηση ακόμη και η αρχική του ύπαρξη. Θα θυμόμαστε τις θεωρίες περί δύο ευρώ (δυνατό για τις μεγάλες οικονομίες, παρακατιανό για τις χώρες των P.I.G.S.), τις απειλές για «εκπαραθυρώσεις» χωρών από τους κόλπους του, τις παρεμβάσεις της τρόικας και της ΕΚΤ για τον EMS, που καταρράκωσαν τη διεθνή αξιοπιστία του νομίσματος.

Ένα νόμισμα που έχει καταντήσει, από την αρχική μεσσιανική του προβολή να βρίσκεται πλέον στην υποστάθμη της αναξιοπιστίας και να αποτελεί ακόμη και αντικείμενο αποστροφής για πολλούς μέσα στην Ευρώπη (Χώρες του Βίζεγκραντ, αλλά κι ακόμη και μέσα στις ίδιες τις χώρες κυκλοφορίας του (βλέπε Σαλβίνι, Λεπέν, κλπ.) Κριτικές που αντιλαλούν σαν απόηχος της αρνητικής στάσης που τήρησε εξ υπαρχής στο ενιαίο νόμισμα η Βρετανία, που το έβλεπε σαν υποταγή στη μονομερή γραμμή των Βρυξελλών και μείωση της εθνικής κυριαρχίας και της πρακτικής νομισματικής αυτονομίας των κυβερνήσεων και της κεντρικής τράπεζας των κρατών. Πολιτικές δυνάμεις -όχι απαραίτητα ζοφερές όπως οι ακροδεξιοί-, αλλά και πολίτες στην Ευρωζώνη -ούτε κι εκείνοι απαραίτητα αντιευρωπαϊστές- από καιρό έχουν αρχίσει λόγω της ακρίβειας να αμφισβητούν την αξιοπιστία και την πρακτικότητα του ευρώ και τις δυνατότητές του και να συγκρίνουν τα επίπεδα ζωής και τις δυνατότητες για την αποταμίευση στην προηγούμενη περίοδο των εθνικών νομισμάτων. Ανασκοπώντας το παρελθόν, συγκρίνοντας το παρόν και υποθέτοντας το μέλλον, αντισταθμίζοντας τις περιστάσεις που καταγράφηκαν με τις προβλέψεις που υποτίθενται, οι πολίτες έχουν την εντύπωση πως με τον βρόχο του ευρώ -που εξαρτάται άμεσα από τις διαθέσεις της ΕΚΤ- «περνούνε», όπως θα έλεγε ο Αντρέ Μπρετόν (Nadja) «από το νήμα της Παρθένου, στον ιστό της αράχνης». Κι εάν αναλογιστεί κανείς τι είχε γίνει το 2011-12, τι γίνεται το 2021-22, η φράση του υπερρεαλιστή vate ελάχιστα μοιάζει σουρεαλιστική.

Εντούτοις, όπως και να ‘χει το ευρώ θα γίνει 20 ετών και παρά τις κρίσεις , το ευρωπαϊκό ενιαίο νόμισμα έχει καταγράψει επιτυχίες και έχει καταφέρει να καθιερωθεί ως το δεύτερο ισχυρότερο νόμισμα στον κόσμο, πίσω από το δολάριο των ΗΠΑ. Αν μη τι άλλο έχει καταφέρει να διευκολύνει τις μεγάλες επιχειρήσεις -φορολογικά, δασμολογικά, αλλά κυρίως στο επίπεδο των εγγυήσεων για το μονοπώλιο, την συσσώρευση, τη διάσωση και την επενδυτική στήριξη από κρατικές δαπάνες/επενδύσεις- που βρίσκουν στον μηχανισμό του ευρώ το πιστωτικό κι επενδυτικό κεφάλαιο, που είναι απαραίτητο για την παραγωγή, αναπαραγωγή σε κοινωνικές κι εργασιακές σχέσεις κι εν τέλει το εγγυημένο κέρδος και συσσώρευση: αυτό που όριζε ο Μαρξ ως βασικό πυρήνα της λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος σε όλες τις παραλλαγές του.

Απεναντίας, όπως απέδειξαν οι δύο κρίσεις (χρηματο-οικονομική και πανδημία) τα άλλα μικρομεσαία κι ευάλωτα τμήματα του ευρωπαϊκού σύμπαντος έχουν βεβαιωμένα δει μία σταδιακή μείωση της ονομαστικής αξίας του εισοδήματός τους, απίσχναση της αγοραστικής τους δύναμης και τρωτότητα απέναντι στις δυσκολίες, που οι ανισότητες κι οι αντιφάσεις του συστήματος, το οποίο καλείται να διευκολύνει το ευρώ, προκαλεί: πληθωρισμός, άνοδος στις τιμές της ενέργειας, ανεργία, μείωση κρατικών δαπανών, μισθών, συντάξεων κ.ο.κ.

Όσο κι εάν η προωθούμενη νέα ιδέα και όραμα για ψηφιοποίηση του ευρώ, ώστε να αντιμετωπισθούν οι πληθωριστικές πιέσεις υπόσχεται καλύτερες ημέρες, όσο κι εάν η επωδός των Βρυξελλών και των κυβερνήσεων επαναλαμβάνει το καταδολιευμένο επιχείρημα «χωρίς το ευρώ θα είχατε βουλιάξει», οι Ευρωπαίοι πολίτες σε μεγάλο βαθμό είναι πεπεισμένοι πως το ευρώ τελικά πλάσθηκε, αρχικά για να μην πληρώσει αυτούσιο το κόστος της ενοποίησής της η Γερμανία, μέχρι του σημείου ότι το ευρώ και οι μηχανισμοί για τη διάσωσή του ουσιαστικά χρησιμοποιήθηκαν για να μην χρεοκοπήσουν οι γαλλικές τράπεζες, οι ολλανδικές ασφαλιστικές κλπ. Πεποίθηση που ενισχύει και η ιστορία για τις καταβολές του ευρώ. Από την αρχική ιδέα, που άρχισε να διαμορφώνεται στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και την πρώτη εφαρμογή του την 1η Ιανουαρίου 1999 ως εικονικό νόμισμα, που αρχικά χρησιμοποιήθηκε ως κοινή μονάδα συναλλαγών από τις τράπεζες και τις χρηματοπιστωτικές αγορές.

Αλλά το ενιαίο νόμισμα χρησιμοποιήθηκε από εμπράγματη συναλλακτική πράξη σε θεμελιωτική υπόσταση για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και ενσωμάτωση. Πρώτα εισήχθη απόλυτα μία νομισματική και μετέπειτα δημοσιονομική (σχεδόν συνταγματοποιημένα με τη ρήτρα του 3%) ενοποίηση, προτού οραματισθεί και στεριωθεί μία θεσμική, δίκαιη φορολογική, κοινωνική, πολιτιστικά ταυτόχρονα διαφοροποιημένη κι εξισωτική, μία ισοδικαιωματική πλαισίωση. Αυτή η θεσμική βραδυπορία δημιούργησε μία σαφή οριζόντια ισοδυναμία για τους μεγάλους ομίλους και μία κάθετη διαχωριστική ιεράρχηση για τους πολίτες των κρατών, διατηρώντας σταθερές τις διαφορές μεταξύ τους στην οικονομία, τις πολιτιστικές παραμέτρους, τις κοσμοαντιλήψεις κι ιδεολογίες, τις θρησκευτικές και κοινωνικές ποικιλομορφίες.

Όταν την 1η Ιανουαρίου 2002 το ευρώ έγινε απτό, αληθινό νόμισμα στις στα πορτοφόλια των Ευρωπαίων, όταν τα μηχανήματα ανάληψης άρχιζαν να βγάζουν μόνο χαρτονομίσματά του σε δώδεκα ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ισπανίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Ιταλίας και της Ελλάδας, οι Ευρωπαίοι το υποδέχθηκαν το ευρώ με ενθουσιασμό, παρά τον φόβο του πληθωρισμού και της «στρογγυλοποίησης» των τιμών. Όμως από την πρώτη στιγμή, το πρόβλημα της εξοικείωσης με τις νέες συναλλαγματικές ισοτιμίες και την καινούργια πραγματικότητα ήταν γενικό: απαίτησε πολλούς μήνες (ίσως κι χρόνια) και συνοδεύθηκε, φευ, με διπλασιασμό στις τιμές -που ξαφνικά κάποιος ανακάλυπτε π.χ σε Ελλάδα, ή Ιταλία προπαντός, πως το μικρό τούτο ποσό αντιστοιχούσε σε μία δυσθεώρητη κι απαράδεκτη τιμή του ίδιου προϊόντος μόλις πριν λίγους μήνες πριν. Και με την τάση της ανατίμησης ανά τα χρόνια να μεγαλώνει, την ίδια στιγμή που η «στρογγυλοποίηση» των μισθών γινόταν πάντοτε προς τα κάτω. Ακόμη και στην ίδια τη Γερμανία, όπου η ισοτιμία του ευρώ ήταν 1:1, οι πολίτες της αναφέροντανται σε αυτό ως «τέουρ0», για να αντανακλά καλύτερο τη δική τους λέξη «teuer»= ακριβό .

Τέσσερις μήνες πριν από την εισαγωγή του, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες παρέδωσαν χαρτονομίσματα και κέρματα σε τράπεζες και καταστήματα. Τα ΑΤΜ και οι αυτόματοι πωλητές είχαν προσαρμοσθεί για να χορηγούβ τραπεζογραμμάτια,που εκδίδονται τόσο από την ΕΚΤ όσο και από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες, οι οποίες έχουν το δικαίωμα να το πράξουν βάσει Μάαστριχτ. Ο αρχικός όγκος των τραπεζογραμματίων ευρώ καθορίστηκε σε 14,9 δισεκ. με τα 9 – 10 δισεκ. να έχουν τεθεί άμεσα και τα 5 δισεκ. να αποτελούν τα υλικοτεχνικά αποθέματα.

Ένα χρόνο μετά την εισαγωγή του, τα τραπεζογραμμάτια σε κυκλοφορία αυξήθηκαν σε 8,2 δισεκ. και σε 11,3 δισεκατομμύρια στο τέλος του 2006. Μέχρι τον Αύγουστο του 2021, ο αριθμός είχε αυξηθεί στα 27,4 δισεκατομμύρια. Η αντίστοιχη ευθύνη για τα κέρματα ανήκει στις εκάστοτε εθνικές κυβερνήσεις, αλλά με την ΕΚΤ εγκρίνει τον όγκο των κερμάτων που θα εκδίδονται κάθε χρόνο. Βέβαια, ισχύει και το παράδοξο ότι στην ίδια την καρδιά της ΕΕ, το Βέλγιο, ακόμη παράλληλα με το ευρώ κυκλοφορούν και γίνονται συναλλαγές με τοπικά φράγκα (έστω κι εάν κάποια τραπεζογραμμάτια συγκεκριμένης αξίας έχουν αποσυρθεί)!

Πλέον ο κόσμος στην Ευρωζώνη έχει συνηθίσει να σκέφτεται μόνο σε ευρώ. Ακόμη κι όταν στη διάρκεια της διεθνούς οικονομικής κρίσης του 2008,που οδήγησε και το ευρωπαϊκό ενιαίο νόμισμα στη μεγαλύτερη κρίση που έχει βιώσει ποτέ του, λιγοστοί νοσταλγούσαν την έξοδο και την επιστροφή στο παλιό εθνικό τους νόμισμα. Εάν θυμηθούμε τα δίσεκτα εκείνα χρόνια, μία τέτοια επιστροφή επισειόταν ως μορμολύκειο και στην Ελλάδα για να προχωρήσει στις εσωτερικές υποτιμήσεις, στις δυσβάστακτες δανειακές συμβάσεις, τις επιθετικές ιδιωτικοποιήσεις και ξεπουλήματα, την υποτέλεια της εθνικής κυριαρχίας και του νομοθετείν.

Και δεν ήταν η μόνη: το 2010 ξεκίνησε μία κρίση δημόσιου χρέους στην Ευρωζώνη, εξαιτίας της οικτρής κατάστασης που οι συστημικές αδυναμίες του ίδιου του ευρωπαϊκού νομισματικού και θεσμικού οικοδομήματος είχαν οδηγήσει τις χώρες Pigs: ακρτικόλεξο από την Πορτογαλία, την Ιρλανδία, την Ελλάδας και την Ισπανία. Γιατί πέρα από τη «διάσωση» της Ελλάδας, απαίτησε τις αντίστοιχες διαρθρωτικού τύπου «σωστικές» παρεμβάσεις στην Ιρλανδία και την Πορτογαλία, τη στήριξη του τραπεζικού συστήματος (και των ξένων μεγαλομετόχων του) στην Ισπανία και τη βοήθεια που ζητήθηκε από την Ιταλία, σε αντάλλαγμα για οικονομικές μεταρρυθμίσεις -που ανέλαβε η δοτή κυβέρνηση του Μάριο Μόντι, όπως σήμερα ένας άλλος Μάριο, ο Σούπερ Ντράγκι έχει αναλάβει τη νέα της ευθυγράμμιση.

Αυτά ήταν ίσως τα πιο δύσκολα χρόνια για το ευρώ, με την ίδια την εσωτερική συνοχή της Ευρώπης να διακυβεύεται σοβαρά. Το ευρώ διασώθηκε τότε και ξεπέρασε την κρίση του δημόσιου χρέους, χάρις στην πολιτική του «whatever it takes-ό,τι χρειαστεί» του τότε διοικητή της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι, που αναμετρήθηκε με τους γέρακες της Γερμανίας, σταθερούς θιασώτες της λιτότητας και της ρήτρας του 3% στους προϋπολογισμούς του «Συμφώνου Σταθερότητας». Μία κεϋνσιανιστικού τύπου παρέμβαση, που με την αγορά κρατικών ομολόγων και την εξασφάλιση της επιχειρηματικής κερδοφορίας μέσα από τον έλεγχο της ανάπτυξης του συστήματος υποβοήθησε τον κρατικό καπιταλισμό και καθώς (βάσει της κεϋνσιανής εξίσωσης, ό,τι μένει υπόλοιπο πάει για μισθούς) με την παράλληλη απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και συμβάσεων και τις ιδιωτικοποιήσεις με κρατική εγγύηση, αύξησε την κερδοφορία και τη συσσώρευση κεφαλαίου διασώζοντας μεν σε κάποιο βαθμό τη σταθερότητα του ευρώ, αλλά μη αποκαθιστώντας ολότελα την ευρωστία του.

Η ίδια η ΕΕ στον ιστότοπό της διατείνεται πώς το ευρώ προάγει το εμπόριο, τον ανταγωνισμό και τη διαφάνεια των τιμών, καθώς επίσης βοηθά στη διατήρηση σταθερών τιμών στην Ευρωζώνη. Επιπλέον ισχυρίζεται πως το ενιαίο νόμισμα βοήθησε να καταστεί φθηνότερη (;) για τους Ευρωπαίους η αγορά κατοικιών (ίσως πιο εύκολη τη χρυσή εποχή των φθηνών δανείων) κι έχει διευκολύνει τις επιχειρήσεις και τις κυβερνήσεις να δανείζονται χρήματα. Η ΕΚΤ σε συμφωνία με την ΕΕ επισημαίνει επίσης πως η σταθερότητα του ευρώ καθιστά ελκυστικό για τις εταιρείες σε όλο τον κόσμο που συναλλάσσονται με την Ευρώπη να δέχονται τιμές σε ευρώ, εξοικονομώντας για τις ευρωπαϊκές εταιρείες τα κόστη των συναλλαγματικών διακυμάνσεων και τη μετατροπή του ευρώ σε άλλα νομίσματα. Το 2020, το 60% των εξαγωγών εκτός ζώνης του ευρώ τιμολογήθηκαν σε ευρώ.

Βέβαια, κάποιος θα μπορούσε να αντιτάξει σε αυτή την επίσημη ερμηνεία της ΕΕ, αντλημένης απευθείας από την ατομιστική θεωρία στην οικονομία, από τον κλασσικό καπιταλισμό έως τη νεοφιλελεύθερη παραλλαγή του, το επιχείρημα πως το ευρώ δεν είναι απλώς ένα νόμισμα, που σαν τέτοιο συνιστά ένα απλό μέσο συναλλαγής. Παλιότερα, στη θεωρία του για την αξία ο Μαρξ είχε αποδείξει δεξιοτεχνικά πως μέσα στο παραγωγικό τούτο πλέγμα- σύστημα, που με επηρεάζει, δημιουργεί και αναπαράγει τις παραγωγικές και κοινωνικές σχέσεις και τα διάφορα φαντασιακά ομοιώματά τους, το «νόμισμα» είναι το αρχικό κεφάλαιο που αξιοποιεί ο επιχειρηματίας για την αγορά εργατικής δύναμης.

Η κυκλοφορία του δεν είναι απλώς ανταλλακτική δίαυλος κι ευλύγιστη εμπορική σχέση μεταξύ επιχειρηματιών, γιατί στο ισοζύγιο δεν θα παρήγαγε κέρδος καθαυτό, αλλά φέρει και σε άμεση επαφή τις σχέσεις της τάξης της εργοδοσίας με εκείνη των εργαζομένων. Μία παραγωγική σχέση που γίνεται ορατή κι επηρεάζει άμεσα τις ισορροπίες στις περιόδους της κρίσης, που είναι στενά συνδεδεμένες με τη λειτουργία της αγοράς, της ανεργίας, της διάθεσης κι όγκου παραγωγής εμπορευμάτων, που είναι καθοριστική για το «νόμισμα» ως μηχανισμός «αξίας» κι «αξιοποίησης». Η κερδοφορία με βάση την αξία των εμπορευμάτων, ως σχέση παραγωγής -μισθού- υπεραξίας και την αξιοποίηση, δεν μπορεί να γίνει μέσα στο εσωτερικό της τάξης των επιχειρηματιών, αλλά σε συσχετισμό με την αγορά εργατικής δύναμης, ιδιοποίησης μέρους του παραγόμενου προϊόντος και δημιουργία πλεονάσματος.

Οι κρίσεις που σημάδεψαν το ευρώ ήσαν ενδεικτικές του πόσο η κερδοφορία δεν είχε να κάνει με το νόμισμα καθαυτό, αλλά με την ποιότητα και την ποσότητα της αγοράς εργασίας και το πώς λύνονται αυτές οι κρίσεις μόνο με την απόφαση των εργοδοτών να αναπροσαρμόσουν την στρατηγική τους ξαναβάζοντας σε κίνηση την παραγωγική διαδικασία -μόνο που στον «κρατικό καπιταλισμό» αυτό δεν το κάνουν με ίδια κεφάλαια, αλλά με την ανατροφοδότησή τους από τη δημοσιονομική αφαίμαξη της μετατραπείσας αγοράς εργασίας.

Το ευρώ ήδη από τη θέσπισή του δεν καθορίσθηκε ως απλό νόμισμα. Ήδη είχε περιβληθεί τον μανδύα του efigium μιας ευρωπαϊκής ενότητας, ως ένα ηθικο-ιδεολογικά προδιαγεγραμμένο ειδικό υπερεθνικό κράτος, που με συγκολλητική δύναμη πρώτα το ενιαίο νόμισμα φιλοδοξούσε σαν το βρέφος στραβοπατώντας και σταδιακά, να οικοδομήσει και ενιαίους (ίσως ίσως κι ενικούς και αναγκαστικούς όπου μπορούσε) θεσμούς. Πότε υπακούοντας σε ένα «οργανικό» (σάμπως πλατωνικού ή εγελιανού τύπου) πρότυπο, πότε σε ένα πιο δικαιωματικά ευεπίφορο «μηχανιστικό» πρότυπο (εν είδει κοινωνικού συμβολαίου ή ενός Λοκ-ιανού trust), να δημιουργήσει την εικόνα ενός «ζωντανού όλου».

Μόνο που όταν σαν άξονας τούτου του «όλον» τοποθετείται ένα «νόμισμα» υπό την έννοια του «νομισματικού κυκλώματος» (Μαρξ) αναρωτιόμαστε εύλογα εάν πρωτεύει το άτομο -πολίτης ή ο ατομισμός των επιχειρήσεων και πώς αλήθεια και για ποιούς δομούνται οι θεσμοί που και σε αμφότερες τις περιπτώσεις τους περιβάλλουν- και φυσικά έχουν προτεραιότητα και πρωτοκαθεδρία στους θεσμούς τούτους. Το ευρώ ως θεμελιώδες έρεισμα της κοινής πολιτικής εξασφαλίζει εν γένει και πρακτικά τους θεσμούς και την ενότητα της Ευρώπης; Αλλά και ποια υποκείμενα (πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά, δικαιϊκά) θεμελιώνει ως βασική παράμετρος του χαρακτήρα της ευρωπαϊκής ενότητας ως «ζωντανού όλου»; Θεμελιώνει άραγε «εμπειρικά» υποκείμενα του λόγου, της θέλησης και της αναφαίρετης εξισωτικής διάστασης της ανθρώπινης φύσης (που νομικά και μοραλιστικά έως σήμερα δεν στηρίζονται από την ύπαρξή του) . Ή θεμελιώνει ευρύτερα θεωρούμενα «ηθικά» υποκείμενα, ανεξάρτητα κι αυτόνομα, που δεοντικά θα διέπονται ανάλογα με τη jusnaturalis-τική αντίληψη ή την κοινωνικό-συλλογικο-εξισωτική θεωρία; Οι προκλήσεις που εκτείνονται στον 20ο χρόνο του θα έλθουν να αποδείξουν -και με γνώμονα τα σχέδια για διεύρυνση της ΕΕ- εάν το ευρώ θα κινηθεί για να στηρίξει θεσμικές παρεμβάσεις προς την κατεύθυνση τίνος υποκειμένου στο «όλον» αυτό έτσι ώστε να εγγυάται και την δική του έμπρακτη επικράτηση, αλλά και τη δική του δικαίωση και διαιώνιση;

Πηγή: ΚΟΣΜΟΔΡΟΜΙΟ

Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου