Ο Ερντογάν «ονειρεύεται» το 1922

 

Του Δημήτρη Μηλάκα

Το 2022 θα είναι για την τουρκική ηγεσία η συμπλήρωση «των 100 χρόνων από τότε που οι πρόγονοί τους πέταξαν τους γκιαούρηδες στη θάλασσα». Ο εκτοπισμός των Ελλήνων από τα μικρασιατικά παράλια , έπειτα από αδιάλειπτη παρουσία δύο και πλέον χιλιάδων χρόνων, συμπίπτει με την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που σηματοδότησε ωστόσο την απαρχή του νέου σημερινού τουρκικού κράτους.

Η σημερινή τουρκική ηγεσία αρέσκεται στους συμβολισμούς και τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή προσφέρονται για αξιοποίηση, σε μια στιγμή μάλιστα που το «σύστημα» εξουσίας του Ερντογάν έχει ανάγκη να στρέψει την προσοχή της τουρκικής κοινής γνώμης μακριά από τα προβλήματα της οδυνηρής καθημερινότητας που προκαλεί η σφοδρή οικονομική / νομισματική κρίση.

Άλλωστε, το υπόβαθρο για την υπόδειξη του «γκιαούρη» προαιώνιου εχθρού έχει στηθεί με συστηματικό τρόπο την τελευταία πενταετία, ξεκινώντας από τη στιγμή που μετά το πραξικόπημα ο Ερντογάν εδραίωσε την εξουσία του, «δείχνοντας» τις ΗΠΑ ως βασικό εχθρό της Τουρκίας. Η κατάρρευση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων σήμανε την κλιμακούμενη τουρκική επιθετικότητα σε βάρος της Ελλάδας, που για την Τουρκία δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα αμερικανικό προτεκτοράτο.

Φουλ επίθεση από το 2015

Έτσι, από το 2015 μέχρι και σήμερα η Άγκυρα έχει εμπράκτως περιγράψει το σύνολο των διεκδικήσεών της σε βάρος της Ελλάδας σε όλη τη μεθόριο, ξεκινώντας από τον Έβρο και φτάνοντας μέχρι το Καστελλόριζο και την Κρήτη.

Κεντρικό ζήτημα για την τουρκική εξωτερική πολιτική τα τελευταία χρόνια είναι η αναθεώρηση των Συνθηκών οι οποίες περιγράφουν το συνοριακό καθεστώς. Η τουρκική εξωτερική πολιτική αυτήν την τελευταία πενταετία έχει αναβαθμίσει τις κινήσεις της καθώς αποδίδουν οι επενδύσεις της στο στρατιωτικό επίπεδο, προβάλλοντας τις αξιώσεις της να αναγνωριστεί ως περιφερειακή (υπερ)δύναμη χωρίς δεσμεύσεις και εξαρτήσεις από τις ΗΠΑ.

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, με συγκεκριμένες «καθημερινές» κινήσεις στο πεδίο η Άγκυρα έχει φέρει στο τραπέζι τις θέσεις της για:

– Νησιά, νησίδες και βραχονησίδες «αδιευκρίνιστης», από τις Συνθήκες, κυριαρχίας.

– Νησιά (κατοικημένα) που η ελληνική κυριαρχία έχει καταπέσει καθώς, σύμφωνα με την τουρκική άποψη, παρανόμως έχουν στρατιωτικοποιηθεί από την Ελλάδα παραβιάζοντας τους όρους παραχώρησής τους στο ελληνικό κράτος.

– Νησιά που απλώς επικάθονται στην τουρκική υφαλοκρηπίδα και δεν έχουν κανένα άλλο δικαίωμα πέραν των 6 μιλίων που είναι τα χωρικά τους ύδατα.

Αυτές τις θέσεις η Άγκυρα τις προωθεί στην πράξη, αν θυμηθούμε τις έρευνες του «Ορούτς Ρέις» μέχρι και 6,5 ναυτικά μίλια από τις ακτές της Ρόδου, του Καστελλόριζου και της Κρήτης. Ταυτόχρονα, αυτές οι τουρκικές θέσεις προβάλλονται με επίσημες τουρκικές γραπτές παρατηρήσεις στον ΟΗΕ, αλλά και καθημερινά με δηλώσεις αξιωματούχων της τουρκικής κυβέρνησης.

Μόλις τις προηγούμενες ημέρες ο Τούρκος υπουργός εξωτερικών σημείωνε: ««οι προσπάθειες του πρωθυπουργού της Ελλάδας όπως και του υπουργού Εξωτερικών να αυξήσουν με τεχνητό τρόπο την ένταση στο Αιγαίο είναι επικίνδυνες για την ειρήνη και τη σταθερότητα. Είναι ξεκάθαρη η θέση μας στο ζήτημα αυτό όπως και η αποφασιστικότητά μας».

Σε άλλο σημείο των δηλώσεών του ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου τόνιζε ότι «στις σχέσεις μας με την Ελλάδα δεν δείξαμε ανοχή στις εχθρικές ενέργειες εναντίον της χώρας μας. Δεν αφήσαμε κενά ούτε στη διπλωματία ούτε στο πεδίο, σε σημαντικά ζητήματα όπως στο ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του Αιγαίου. Επίσης, με επιστολή που στείλαμε στον ΟΗΕ, καταγράψαμε πως σε περίπτωση της παραβίασης του καθεστώτος της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του Αιγαίου είναι συζητήσιμη και η κυριαρχία τους».

Υπό «προστασία»

Απέναντι σ’ αυτό το γαϊτανάκι των τουρκικών απειλών η ελληνική κυβέρνηση (θα λέγαμε το ελληνικό πολιτικό σύστημα, ειδικά τα κόμματα εξουσίας) επενδύουν στην αγορά προστασίας, η οποία υποτίθεται ότι εξασφαλίζεται με διμερείς αμυντικές συμφωνίες (με ΗΠΑ και Γαλλία) που, ωστόσο, βασίζονται κατά κύριο λόγο στην αγορά πανάκριβων οπλικών συστημάτων και μεγάλες παραχωρήσεις / διευκολύνσεις σε ελληνικά εδάφη.

Η πρόσφατη αναβάθμιση της ελληνοαμερικανικής συμφωνίας για τις βάσεις (να υπενθυμίσουμε, τη διαπραγματεύτηκε η κυβέρνηση του Τσίπρα και την υπέγραψε η κυβέρνηση του Μητσοτάκη) έχει μετατρέψει την Ελλάδα σε αμερικανική βάση, που δικτυώνεται από την Κρήτη, την Πελοπόννησο, τη Θεσσαλία και καταλήγει στην Αλεξανδρούπολη, η οποία αποτελεί το επίσημο αμερικανοΝΑΤΟϊκό ορμητήριο κατά της Ρωσίας.

Ταυτόχρονα, στο πλαίσιο της εν λόγω συμφωνίας καλλιεργείται το έδαφος για έναν ακόμη γύρο εξοπλιστικών δαπανών με την αγορά πανάκριβων αμερικανικών αεροσκαφών F35, παρά το γεγονός ότι τρέχει παράλληλα και η αγορά των γαλλικών Rafale στο πλαίσιο της ελληνογαλλικής συμφωνίας που υπογράφηκε πρόσφατα και συμπεριλαμβάνει επίσης και την αγορά των φρεγατών Belhara.

Οι εν λόγω εξοπλισμοί πράγματι, σε βάθος χρόνου, αποκαθιστούν ώς έναν βαθμό την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας πολλαπλασιάζοντας τις αποτρεπτικές δυνατότητες των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων. Ωστόσο, το παιχνίδι των εξοπλισμών είναι μια δυναμική σχέση, δεν τελειώνει ποτέ , όπως και η οικονομική αιμορραγία που συνεπάγεται. Ταυτόχρονα, ο τρόπος με τον οποίο οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν επιλέξει να προωθούνται τα κατά καιρούς εξοπλιστικά προγράμματα διαιωνίζουν την εξάρτηση της χώρας από τους «φίλους», «προστάτες» και προμηθευτές.

Το γεγονός αυτό, δηλαδή της ελληνικής αδυναμίας να διαχειριστεί την τουρκική απειλή χωρίς «προστασία», μετατρέπει τα ελληνοτουρκικά ζητήματα (δηλαδή τις τουρκικές διεκδικήσεις) σε αντικείμενο παζαριού των ισχυρών (π.χ. ΗΠΑ, Γαλλία) με την Τουρκία. Δεν είναι άλλωστε τυχαία η διατυπωμένη αμερικανική παραίνεση (στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ ) προς την Ελλάδα να μην «φορτώνει» τα νησιά με απειλητικά, για την Τουρκία, οπλικά συστήματα…

Πηγή: ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ

Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου