Οικονομικές και πολιτικές διεργασίες

 

Του Παύλου Δερμενάκη

Το ΑΕΠ της χώρας συνεχίζει να είναι μειωμένο κατά σχεδόν 25% στο τέλος 2021 έναντι του υψηλού πριν τα μνημόνια (2008). Το δημόσιο χρέος έχει φτάσει τα 350 δισ. ευρώ και αντιστοιχεί 2 φορές στο ΑΕΠ. Το ληξιπρόθεσμο ιδιωτικό χρέος σε ΔΟΥ, ΕΦΚΑ και τράπεζες-funds έχει φτάσει τα 250 δισ. ευρώ και συνεχίζει να ανεβαίνει. Τα εισοδήματα (μισθοί και συντάξεις) παραμένουν καθηλωμένα στα μνημονιακά επίπεδα ενώ η ληστρική φορολογία προς τα χαμηλά εισοδήματα επιδεινώνεται λόγω και του πληθωρισμού.

Σε διεθνές επίπεδο έχει ξεκινήσει μια έντονη συζήτηση για το παγκόσμιο πρόβλημα του χρέους, βασικά του δημοσίου και ειδικότερα των λιγότερο εύπορων χωρών. Το παγκόσμιο πρόβλημα χρέους ήταν ήδη πολύ ψηλά ενώ τα επιτόκια ήταν στα χαμηλά, διογκώθηκε με την πανδημία και τώρα αρχίζουν τα πολύ δύσκολα με την άνοδο των επιτοκίων. Η Ελλάδα με χρέος κοντά στο 200% του ΑΕΠ βρίσκεται στη δεύτερη θέση παγκόσμια, πίσω από την Ιαπωνία της οποίας όμως το χρέος είναι κύρια εσωτερικό.

Σε αυτές τις συνθήκες, με τα τεράστια οικονομικά προβλήματα εσωτερικά και το ζοφερό μέλλον ειδικά όσον αφορά τα επιτόκια, το διαπλεκόμενο πολιτικό σύστημα, με τα διάφορα οικονομικά κέντρα και τους αναλυτές-αξιολογητές εντός και εκτός Ελλάδας, υπόσχεται-διαβλέπει αναβάθμιση της οικονομικής θέσης της χώρας στο προσεχές μέλλον. Ήδη ο κ. Μητσοτάκης ανήγγειλε το στόχο της ανάκτησης πιστοληπτικής βαθμίδας εντός του εξαμήνου 2023. Η ανάκτηση πιστοληπτικής βαθμίδας φαίνεται να είναι ο νέος στόχος για «λαϊκή κατανάλωση».

Στην κατεύθυνση αυτή συντείνουν μια σειρά από αναλύσεις οίκων του εξωτερικού και αναλυτές εντός της χώρας. Η σπουδή να φανεί ότι όλα πάνε καλά είναι πρωτοφανής και θυμίζει τις καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις της εποχής 2008 και μέχρι τις εκλογές του Οκτωβρίου 2009. Ο τρόπος προσέγγισης του θέματος φαίνεται ξεκάθαρα από τις απόψεις που έχει εκφράσει την Τράπεζα της Ελλάδος. Στην έκθεσή της για τη «Νομισματική Πολιτική» (22/12/2021) η Τράπεζα της Ελλάδος, μέσα από προσεγμένες διατυπώσεις, προδιέθετε ότι θα χρειαστεί μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από το τέλος του 2023 για να ανακτήσει η Ελλάδα επενδυτική βαθμίδα. Σημειώνοντας ότι θα έπρεπε να έχει επανέλθει η χώρα σε πρωτογενή πλεονάσματα με την εφαρμογή μιας συνετής δημοσιονομικής πολιτικής. Η στάση αυτή άλλαξε άρδην σε ένα μήνα ενώ οι οικονομικές συνθήκες είναι πολύ χειρότερες λόγω επιτοκίων και πληθωρισμού. Έτσι στις 25/1/2022 ο κ. Στουρνάρας δήλωσε ότι η ανάκτηση επενδυτικής βαθμίδας «δεν αποκλείουμε να γίνει και προς το τέλος του ’22 και σίγουρα το ’23».

Το νέο περιοριστικό πλαίσιο διαχείρισης χρεών

Όμως η συγκυρία και η οικονομική πραγματικότητα βάζουν μεγάλους περιορισμούς στο θέμα της αντιμετώπισης του δημοσίου χρέους και γενικότερα των δημοσιονομικών εξελίξεων. Φυσικά και στη διαχείριση του ιδιωτικού χρέους. Οφείλουμε να επισημάνουμε τρία βασικά στοιχεία:

1) Η άνοδος των επιτοκίων, που δεν είναι αναμενόμενη γενικά στο μέλλον αλλά είναι ήδη γεγονός. Η απόδοση του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου έφτασε στο 2,5% την παρούσα περίοδο έναντι 0,8% στις αρχές 2020. Είναι το υψηλότερο σημείο από τον Απρίλιο 2020 όταν η κρίση των αγορών και η αβεβαιότητα λόγω του πρώτου κύματος πανδημίας ήταν σε έξαρση. Αντίστοιχες είναι οι μεταβολές, δηλαδή οι αυξήσεις των επιτοκίων και των άλλων χωρών της Ευρωζώνης με υψηλό χρέος (Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία). Επίσης πρόσφατα (19/1/2022) η Ελλάδα δανείστηκε με επιτόκιο 1,8% όταν το αντίστοιχο επιτόκιο τον Ιούνιο 2021 ήταν 0,88%.

2) Η ΕΚΤ σύμφωνα με όσα δήλωσε η κα Λαγκάρντ στις 2/2/2022, μετά τη σύνοδο του Δ.Σ. της Τράπεζας, αλλάζει πολιτική όσον αφορά τα επιτόκια και την παροχή ρευστότητας στις αγορές. Η «Γερμανική Ευρώπη» επιβάλλει επιτέλους το μοντέλο της και στην τεχνική λειτουργία της ΕΚΤ. Η κ. Λαγκάρντ δεν επανέλαβε τη δήλωση του Δεκεμβρίου 2021 ότι μία αύξηση των επιτοκίων το 2022 θα ήταν πολύ απίθανη. Συνεπώς η Ευρωζώνη μπαίνει σε νέα φάση όσον αφορά τη νομισματική της πολιτική. Η συνεχής παροχή ρευστότητας στις αγορές, έστω και με μειωμένους ρυθμούς το τελευταίο διάστημα συγκριτικά με το παρελθόν, φαίνεται ότι θα τερματιστεί εντός του τρέχοντος 6μήνου. Όλοι πλέον εκτιμούν 1-2 αυξήσεις επιτοκίων εντός του 2022 με προοπτική τα επιτόκια αναφοράς να γίνουν θετικά και να κλείσει ο 10ετής κύκλος αρνητικών επιτοκίων.

Οι σημαντικές κινητοποιήσεις των εργατών της ΛΑΡΚΟ και της COSCO καταδεικνύουν την αδιαφορία της κυβέρνησης και συνολικά του πολιτικού συστήματος για τους εργαζόμενους αλλά και την ευκολία που έχουν να παραχωρούν στρατηγικούς τομείς αυτής της χώρας (σιδηρονικέλιο και σημαντικό λιμάνι) σε ξένα συμφέροντα

3) Η δημοσιονομική πολιτική επανέρχεται σταδιακά στο σύνηθες περιοριστικό πλαίσιο. Ανεξάρτητα από τις γενικότερες ευρωπαϊκές ρυθμίσεις όσον αφορά το «σύμφωνο σταθερότητας», που θα έχουν πολύ μικρή σημασία για την Ελλάδα, η χώρα καλείται με την ομαλοποίηση των συνθηκών της πανδημίας να επανέλθει στη διαδικασία των πλεονασμάτων για πολλά χρόνια. Οι μνημονιακές δεσμεύσεις-υποχρεώσεις ισχύουν και θα απαιτηθεί, με το γνωστό πειθαναγκαστικό τρόπο των δανειστών, να τηρηθούν όταν αυτοί κρίνουν ότι ήρθε η στιγμή. Στην κατεύθυνση αυτή συντείνουν τόσο οι προαναφερθείσες παραινέσεις της Τράπεζας της Ελλάδος όσο και οι διάφορες εκθέσεις διεθνών οργανισμών και οίκων με πλέον ενδεικτική την πρόσφατη του ΔΝΤ για την Ευρωζώνη. Το ΔΝΤ αναφέρει ότι απαιτούνται μέτρα για τη μείωση του χρέους των χωρών του Νότου και αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων με σκοπό τη συνετή δημοσιονομική πολιτική χωρίς να επηρεάζονται οι επενδύσεις και η ανάπτυξη. Πρακτικά για την Ελλάδα μπαίνουμε σταδιακά σε σύσφιξη της δημοσιονομικής πολιτικής για το λαό αλλά συνέχιση της χαλάρωσης για τον επιχειρηματικό τομέα στο όνομα των επενδύσεων και της ανάπτυξης.

Οι εν εξελίξει διεργασίες

Σε οικονομικό επίπεδο οι προαναφερθείσες εξελίξεις θα ασκήσουν πίεση σε πρώτο χρόνο στις τράπεζες. Ήδη υπάρχουν αφανείς (μη καταγεγραμμένες) ζημίες από την υποτίμηση των ομολόγων που έχουν στα χαρτοφυλάκιά τους. Παράλληλα η άνοδος των επιτοκίων θα διαμορφώσει μια νέα ακολουθία «κόκκινων» δανείων που θα προστεθούν στα 100 περίπου δισ. των ήδη υπαρχόντων. Εν μέσω στενότητας κεφαλαίων οι τράπεζες καλούνται να συμβάλλουν στην ανάπτυξη της οικονομίας με χρηματοδοτήσεις έστω και συμπληρωματικά, αφού ένα μεγάλο μέρος και των δανειακών κεφαλαίων, πέρα από τις επιδοτήσεις, θα είναι από πόρους της Ε.Ε. Οι εξελίξεις αυτές σε συνδυασμό με την έναρξη εντός του έτους, όπως έχει δηλωθεί, της σταδιακής αποδέσμευση του ΤΧΣ από τις τράπεζες που συμμετέχει θα έχουν σαν συνέπεια να τροφοδοτηθούν διεργασίες στον τραπεζικό χώρο.

Παράλληλα με το πρόβλημα της διαχείρισης του χρέους και των δημόσιων οικονομικών υπάρχει και το πρόβλημα για την Ε.Ε. της διαχείρισης των πόρων του «Ταμείου Ανάκαμψης». Ήδη υπάρχουν οι πρώτες ενδείξεις για «διαγωνισμούς» σε έργα που δημοπρατούνται αυτή την περίοδο. Διαγωνισμούς χωρίς ανταγωνιστικές διαδικασίες που καταλήγουν σε υψηλό κόστος για το δημόσιο και φυσικά χρήματα της Ε.Ε. «που δεν πιάνουν τόπο». Υπενθυμίζουμε ότι πρόσφατα κυκλοφόρησε δημοσίευμα στο euractive.gr που ανέφερε ότι κύκλοι της Κομισιόν, στο όνομα της διαχείρισης των αυξημένων πόρων της Ε.Ε. προς την Ελλάδα, πιέζουν για τεχνοκρατική κυβέρνηση κατά τα πρότυπα Ντράγκι στην Ιταλία. Μπορεί μεν να υπήρξαν οι αναμενόμενες διαψεύσεις όμως υπάρχουν πολλά στοιχεία που δείχνουν ότι έχουμε μπει σε περίοδο ανακατατάξεων στο πολιτικό σύστημα στη χώρα. Για την Ελλάδα φαίνεται ότι υπάρχει κόντρα μεταξύ των τεχνοκρατών της Ε.Ε. και των «μηχανισμών» διαπλοκής οικονομικής ελίτ και πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα για τον έλεγχο της μοιρασιάς του χρήματος που θα εισρεύσει. Η σύγκρουση αυτή στο βαθμό που θα λάβει διαστάσεις θα είναι πολιτική και θα αφορά συνολικά το πολιτικό σύστημα και όχι μόνο τη σημερινή κυβέρνηση. Η Ε.Ε. φαίνεται ότι θέλει να προχωρήσει ένα ακόμα βήμα παραπέρα στον έλεγχο της χώρας. Δεν αρκείται πλέον μόνο στις τεχνοκρατικές λύσεις, με τα νομοσχέδια που έρχονται έτοιμα από τις Βρυξέλλες και μεταφράζονται στην Ελλάδα από ελεγχόμενα δικηγορικά γραφεία, όπως ήταν το status quo της μνημονιακής περιόδου. Δίνουν χρήματα και θέλουν μεγαλύτερο έλεγχο όχι μόνο διαχειριστικά.

Το μέγεθος των θεμάτων που είναι προς διαχείριση στη συνέχεια σε συνδυασμό με την απαίτηση για απρόσκοπτη λειτουργία της αγοράς προειδοποιούν για ανακατατάξεις στο πολιτικό σύστημα. Ήδη είναι εμφανείς μια σειρά διαφοροποιήσεις ακόμα και στον τρόπο προβολής και λειτουργίας των μέσων ενημέρωσης, σε σχέση με την εικόνα της κυβέρνησης. Ο «ατσαλάκωτος» κ. Μητσοτάκης έχει αρχίσει και χάνει σημαντικό έδαφος χωρίς να φαίνεται ότι κερδίζει άμεσα ο ΣΥΡΙΖΑ.

Καθώς μπαίνουμε στην νέα εποχή ζητούμενο είναι η αδράνεια, ο έλεγχος του λαϊκού παράγοντα για να μην υπάρξουν τα «προβλήματα» των πρώτων μνημονιακών χρόνων (πλατείες, κινητοποιήσεις κ.ο.κ). Αυτό μπορεί να γίνει με «αναδασμό» στο πολιτικό σκηνικό, ώστε να είναι όλοι άμεσα ή έμμεσα εμπλεκόμενοι στη διαχείριση και να «βάζουν πλάτη» στην στήριξη των εξελίξεων.

Πηγή: edromos.gr

Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου