Ποιος επιβάλλει κυρώσεις σε ποιον τελικά;

 

Η Ε.Ε. και η κυβέρνησή μας εδώ και λίγες ημέρες μάς έχουν επιβάλλει κυρώσεις.

Του Θέμη Τζήμα

Δεν θέλω να τρομάξω κανέναν, αλλά η Ε.Ε. και η κυβέρνησή μας εδώ και λίγες ημέρες μάς έχουν επιβάλλει κυρώσεις. Η βενζίνη κοντεύει ή και έχει ξεπεράσει τα δύο ευρώ, ενώ το φυσικό αέριο, η ΔΕΗ και το super- market καθιστούν το τύλιγμα με κουβέρτα, το σπαρματσέτο και την νηστεία (άνευ θαλασσινών) αποκούμπι για την πλειοψηφία εξ ημών. Βεβαίως, στα θετικά της εποχής, στεγανοποιούμεθα έναντι της πουτινικής προπαγάνδας, ενώ ο διάχυτος φιλελευθερισμός, δίνει τον «καλό αγώνα» του twitter με το #cancelputin, προκειμένου οι φιλελεύθεροι δημοκράτες ηγέτες τύπου Μπους τζούντιορ, Ομπάμα, Μπάιντεν να συνεχίσουν να αποκαθαίρουν τον κόσμο από δικτάτορες, όπως και οι τρεις προαναφερθέντες έκαναν πριν χρόνια έχοντας πάρει μαζί με τους δικτάτορες της επιλογής τους και μερικά εκατομμύρια θυμάτων – αλλά αυτά είναι λεπτομέρειες.

Το ερώτημα είναι άλλο ωστόσο: γιατί οι κυβερνήσεις μας μάς επέβαλαν κυρώσεις; Λάθος θα μου πείτε, οι κυρώσεις επεβλήθησαν στην Ρωσία. Λάθος, θα σας απαντήσουμε και εμείς από την μεριά μας. Οι κυρώσεις επιβλήθηκαν και στην Ρωσία αλλά ούτε μόνο, ούτε κυρίως στην Ρωσία.

Πρώτα απ’ όλα, οι κυρώσεις που αφορούν την τέχνη, την ενημέρωση και τον αθλητισμό, πέρα από το να είναι επί της αρχής σκοταδιστικές, θίγουν τόσο την μία, όσο και την άλλη πλευρά. Για την ακρίβεια, οι Ρώσοι πολίτες μπορούν να παρακολουθούν όλα τα μέσα ενημέρωσης και όλες τις καλλιτεχνικές δημιουργίες του πλανήτη. Εμείς πάλι όχι. Επομένως, τις κυρώσεις αυτές τις υφιστάμεθα εμείς πρώτα και κύρια – αν όχι αποκλειστικά.

Δεύτερον, και σε ό, τι αφορά τις αμιγώς οικονομικές κυρώσεις, από τις οποίες πράγματι θα υποφέρει μέχρι ενός σημείου η ρωσική οικονομία ξεχνούμε δύο βασικά πράγματα: το ένα είναι ότι η Δύση δεν είναι ο πλανήτης. Οι BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Νότιος Αφρική) με συνολικό πληθυσμό περίπου 3,23 δις., ήτοι πάνω από το 40% του πληθυσμού της υδρογείου, δεν επιβάλλουν κυρώσεις. Το ΑΕΠ τους δε, εκτιμάτο από το ΔΝΤ ότι έως το 2030 επρόκειτο να αντιπροσωπεύει το 50% του παγκοσμίου ΑΕΠ.

Βεβαίως, οι κυρώσεις και η πιθανότητα του πολέμου θα πλήξουν τις προοπτικές αυτές κατά ένα μέρος. Ωστόσο, η τάση είναι σαφής και ανοδική.

Επιπροσθέτως αυτών, κυρώσεις δεν έχουν επιβάλλει κράτη του μετασοβιετικού χώρου, η Τουρκία, οι περισσότερες αραβικές χώρες και τα περισσότερα κράτη της ASEAN. Κοινώς, η μεγάλη πλειοψηφία του πλανήτη, τόσο από πλευράς πληθυσμού, όσο και ΑΕΠ, ουδόλως συγκινείται από τις κυρώσεις.

Θα πει κανείς και θα έχει δίκιο, ότι οι οικονομίες δεν είναι εξίσου διασυνδεδεμένες. Η αποκοπή από τις οικονομίες με τις οποίες είσαι πιο στενά συνδεδεμένος είναι περισσότερο επώδυνη από ό,τι από τις υπόλοιπες. Επιπλέον, δεν διαθέτουν όλες οι οικονομίες τα ίδια πλεονεκτήματα – π.χ. πρόσβαση σε σύνθετα βιομηχανικά προϊόντα και σε εξαρτήματα. Επίσης, το ψυχολογικό και οικονομικό σοκ δεν είναι το ίδιο όταν υφίστασαι κυρώσεις από τις ΗΠΑ, και το ίδιο όταν υφίστασαι κυρώσεις από την Βόρεια Κορέα.

Η απάντηση σε όλα αυτά ωστόσο είναι τελικά απλή και είναι ο καπιταλισμός. Η μεγάλη νίκη της Δύσης επί της ΕΣΣΔ είναι εκείνη η οποία τώρα επιστρέφει για να δαγκώσει την πρώτη. Η πρώτη μερίδα κεφαλαίου η οποία θα βρει διέξοδο θα είναι αυτή η οποία χτυπιέται πρώτη: η χρηματοπιστωτική. Μέσω Κίνας, Ινδίας, Ινδονησίας, Νοτίου Αφρικής (you name it, όπως θα λέγανε οι φίλοι μας οι Αγγλοσάξονες) θα δημιουργηθούν εναλλακτικά, παγκόσμια χρηματοπιστωτικά κέντρα, τα οποία, επειδή θα συρρέουν κεφάλαια κάθε εθνικότητας εκεί σε αντίθεση με το Σίτι του Λονδίνου και την Νέα Υόρκη, θα αρχίσουν να παίρνουν κεφάλι έναντι των δυτικών κέντρων. Θα διαμορφωθούν νέες «Ελβετίες» έναντι της ήδη υπάρχουσας. Τα κρυπτονομίσματα κάποια στιγμή θα αρχίσουν να κάνουν πάρτι ως εναλλακτικός προορισμός κεφαλαίων. Θα μπορούσαν οι Δυτικοί φυσικά να προσπαθήσουν να κόψουν κάθε τέτοια εναλλακτική οδό, αλλά σε αυτήν την περίπτωση θα πρέπει να αποπειραθούν να απο-παγκοσμιοποιήσουν τον καπιταλισμό. Τότε θα δούμε δύο τινά: είτε την εξέγερση των δυτικών ολιγαρχών εναντίον των κυβερνήσεών τους, είτε την προσφυγή σε έναν γενικευμένο πόλεμο. Η τάση του κεφαλαίου προς την διεθνοποίηση-παγκοσμιοποίηση ευνοεί την δεύτερη εξέλιξη, ενώ δεν ανέχεται την πρώτη πιθανότητα.

Ενώ το ρούβλι θα υποφέρει, στην πραγματικότητα, η ρωσική οικονομία θα επωφελείται από τα εναλλακτικά της «νομίσματα»: το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο. Οι ολιγάρχες της Ρωσίας, η απεχθής αυτή τάξη, επίσης μπορεί να υποστούν πλήγματα στον βαθμό που δεν προέβλεψαν ή δεν είχαν ενημέρωση ως προς το τι επρόκειτο να συμβεί. Με δεδομένο ότι κατέχουν ή ελέγχουν ένα δυσανάλογα μεγάλο μέρος του ρωσικού ΑΕΠ, τα τυχόν πλήγματα εναντίον τους θα μεταφερθούν και στην ρωσική οικονομία συνολικά. Από αυτό, μέχρι του σημείου κατάρρευσης της ρωσικής οικονομίας ή ανατροπής του Βλαδίμηρου Πούτιν, η απόσταση είναι πολύ μεγάλη. Θα μπορούσαν να επαναπροσανατολίσουν τις επενδύσεις. Ή να κρατικοποιηθούν μέσα από μια πολιτική περιστολής τους, α λα κινεζικά. Ή και να εξαγοραστούν από άλλους ολιγάρχες.

Στον βιομηχανικό τομέα, η Ρωσία θα καλύψει με τους συμμάχους της τα κενά (όχι φυσικά χωρίς προβλήματα) και στην ανάγκη θα κλέψει και θα δωροδοκήσει, προκειμένου να αποκτήσει πρόσβαση σε νέες τεχνολογίες.

Όλα αυτά φυσικά, με την προϋπόθεση ότι η ρωσική οικονομία θα τύχει αξιοπρεπούς διαχείρισης, έστω σοσιαλδημοκρατικού χαρακτήρα σε μεταβατικό επίπεδο, ενώ και ο πληθυσμός δεν θα καταβληθεί από πανικό.

Αντιθέτως, η ενεργειακή μεταστροφή της Δύσης δεν μπορεί να είναι ούτε ταχεία, ούτε τόσο απλή όσο τα παραπάνω – που δεν είναι επίσης, καθόλου απλά. Θυγατρικές ρωσικών τραπεζών στην Ευρώπη θα χρεωκοπήσουν και θα θέσουν τις ευρωπαϊκές αρχές ενώπιον του ζητήματος να διαφυλάξουν την χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Επιπροσθέτως, το πέρασμα σε μια πολεμική οικονομία στη Ε.Ε., με γιγάντιες αμυντικές δαπάνες προκαλεί μια θετική επίδραση, αλλά και πολλές αρνητικές. Η θετική είναι πως δεν θα εφαρμοστεί για ένα χρόνο ακόμα το Σύμφωνο Σταθερότητας: απόδειξη του πόσο αποτελεσματικό και θετικό για την ευρωπαϊκή οικονομία είναι αυτό αποτελεί το γεγονός πως με κάθε τρόπο επιχειρούμε να του ξεφύγουμε. Οι αρνητικές επιπτώσεις είναι ότι οι αμυντικές δαπάνες δεν είναι παραγωγικές και έχουν προστιθέμενη αξία, πέρα από την γενική μόχλευση που προκαλούν οι επενδύσεις, μόνο αν εξάγονται όπλα. Πού όμως θα εξαχθούν και από ποιον; Από την Γερμανία ή την Γαλλία; Ο ανταγωνισμός μεταξύ τους θα ενταθεί, ενώ και οι χώρες οι οποίες θα μπορούν να αγοράζουν δεν θα είναι ατελείωτες. Επιπλέον, αυτή η νέα στροφή της ευρωπαϊκής πολιτικής (επενδύσεις σε άμυνα και φτηνό χρήμα στις τράπεζες) δεν εγγυάται ούτε αυξήσεις των μισθών, ούτε έλεγχο του πληθωρισμού.

Μάλιστα, όταν σιγήσει ο πόλεμος, εάν δεν έχει γίνει Γ’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η εσωτερική πίεση, εντός των ευρωπαϊκών κρατών, περί της άρσης μέρους των κυρώσεων θα αυξάνει. Μόνο που μέχρι τότε, ο συσχετισμός θα έχει αλλάξει και στο πεδίο και στην οικονομία.

Εν κατακλείδι, οι κυρώσεις αποτελούν μια μορφή «κεραυνοβόλου πολέμου». Αν διαλύσουν το ηθικό ενός πληθυσμού εγκαίρως και γονατίσουν μια κρατική μηχανή δουλεύουν. Αλλιώς, αρχίζουν, όταν πρόκειται ιδίως για μεγάλες δυνάμεις, να χτυπούν περισσότερο εκείνους που επιβάλλουν τις κυρώσεις, αντί για αυτούς που τις δέχονται.


Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου