Tο μάθημα από το τέλος της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας

 

Θα συνεχίσουμε να πορευόμαστε με ένα πτώμα ή με ένα άδειο κέλυφος, έως ότου κατανοήσουμε ότι η ιστορία δεν εξελίσσεται γραμμικώς.

Του Θέμη Τζήμα

Η γέννηση της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας βασίστηκε, όπως συνηθίζει να λέει ένας φίλος από τη Γενιά του Πολυτεχνείου, στη θυσία (του Πολυτεχνείου), στην τραγωδία (της Κύπρου) και στον συμβιβασμό (της έλευσης του Καραμανλή). Εμείς θα προσθέταμε και σε μια γένεθλια προδοσία: την δεύτερη προδοσία της Κύπρου, μετά από τη χουντική, την καραμανλική του «η Κύπρος κείται μακράν».

Ο ίδιος ο όρος «αποκατάσταση της Δημοκρατίας» περιγράφει υπόρρητα τη στόχευσή της: επαναφορά στο status quo ante, στην περίοδο της αναγκαστικής συναίνεσης και της κηδεμονευομένης δημοκρατίας από το κράτος της Δεξιάς, δηλαδή από το κράτος της ολιγαρχίας και της αμερικανοκρατίας. Με εκλογές βεβαίως, αλλά με ελεγχόμενο το αποτέλεσμα ή με ελεγχόμενη, την εφαρμογή του όποιου εκλογικού αποτελέσματος.

Ήταν η παρακαταθήκη της θυσίας και η ορμητική είσοδος των ριζοσπαστικοποιημένων στρωμάτων του ελληνικού λαού στο προσκήνιο, που ανέτρεψαν σε μεγάλο βαθμό τον σχεδιασμό. Εξ ου και το μίσος της Δεξιάς για το Πολυτεχνείο και τη Μεταπολίτευση, τώρα πια που δεν χρειάζεται να κρύβει ότι η χούντα είναι, για το μεγαλύτερο μέρος της, απλώς το ενοχλητικό ξαδερφάκι της.

Αυτή η ανατροπή των σχεδίων μας έδωσε την πλέον ολοκληρωμένη και προοδευτική ως σήμερα αστική δημοκρατία. Μόνο που τώρα πια, η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία μας έχει αφήσει χρόνους. Δεν το γράφουμε ως σχήμα λόγου αλλά ως (παρα-)θεσμική, πολιτειακή εξέλιξη.

Η μη-συνειδητοποίηση αυτής της συνθήκης από πλευράς των περισσοτέρων εξ ημών προκαλείται είτε από την αδιαφορία, είτε από την τόσο συνηθισμένη στη Δύση, ανάγνωση της Δημοκρατίας ως κοινού κοινοβουλευτισμού.

Και τα δύο στη βάση τους έχουν τη συστηματική προσπάθεια εκρίζωσης κάθε δυνατότητας ουσιαστικής ανάλυσης σε μαζική κλίμακα. Το έχουμε γράψει και άλλη φορά: το υπέρτατο ναρκωτικό της κοινωνίας του θεάματος είναι η συγκίνηση.

Μια δημοκρατία, ακόμα και αστική, είναι πολύ περισσότερα από μια ακολουθία εκλογικών διαδικασιών. Άλλωστε, εκλογές διεξάγονταν και πριν από τη δικτατορία.

Δημοκρατία είναι πρώτα απ’ όλα η κυριαρχία του πολιτικού σώματος, του λαού, μέσα στο εθνικό πλαίσιο στο οποίο συγκροτείται. Αυτή η συνθήκη έχει αναιρεθεί εδώ και μια δεκαετία. Τα μνημόνια έχουν αφαιρέσει από την λαϊκή κυριαρχία και από το εθνικό πλαίσιο σχεδόν το σύνολο των κομβικών δημοσίων λειτουργιών ως προς τον έλεγχό τους. Ένα νέο παρα-σύνταγμα έχει εγκατασταθεί στο κέντρο του πολιτειακού βίου.

Δεύτερον, το αποτέλεσμα των παραπάνω είναι ότι η πραγματική σημασία των εκλογών έχει εκμηδενιστεί. Δεν υφίσταται καμία σοβαρή απόφαση για την οποία ο ελληνικός λαός έχει πραγματική δυνατότητα κυριαρχικής απόφασης. Μέσα από ένα συνδυασμό διαφθοράς, η οποία εκτείνεται από το ρόλο της μαφίας έως την εξαγορά των μέσων ενημέρωσης και των περισσοτέρων κοινοβουλευτικών κομμάτων από την ολιγαρχία και ευθύτατων παρεμβάσεων του ξένου παράγοντα, ο ελληνικός λαός, απλώς δεν έχει κανέναν ουσιαστικό λόγο, πέραν της εναλλαγής διαχειριστή στην ίδια πολιτική.

Η μία καταφανής κορύφωση των παραπάνω, ήταν το δημοψήφισμα το 2015 και η άλλη, η εμπλοκή μας στον παγκόσμιο, σε εξέλιξη, πόλεμο.

Τρίτον, με τη λαϊκή κυριαρχία σχεδόν εκμηδενισμένη, το κοινωνικό και πολιτιστικό περιεχόμενο της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας έχει εξαφανιστεί. Τα κοινωνικά δικαιώματα, ως συνταγματική κατοχύρωση των λαϊκών φιλοδοξιών για οικονομικο-κοινωνική ασφάλεια και κοινωνική κινητικότητα προς τα πάνω αντιμετωπίζονται πλέον από το πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο ως αδιάφορες διακηρύξεις καλών προθέσεων.

Το μόνο το οποίο έχει μείνει ζωντανό από τις λαϊκές φιλοδοξίες της Μεταπολίτευσης και από τις νίκες της είναι οι εκλογές και το γεγονός ότι δεν υποφέρουν από εξορίες και βασανιστήρια, οι αντιφρονούντες. Δεν πρόκειται για αμελητέο μέγεθος. Ο πυρήνας όμως των φιλοδοξιών αυτών, η ρήξη με την αμερικανοκρατία και με τη ολιγαρχία, μέσα από την ουσιαστική άσκηση της λαϊκής κυριαρχίας, η άνοδος του βιοτικού επίπεδου, η θεσμική διαφάνεια, έχουν αναιρεθεί. Το κατεστημένο το οποίο γέννησε και τις εξορίες και τα βασανιστήρια και την προδοσία της Κύπρου έχει επανέλθει πλήρως.

Οι ίδιες οι εκλογές λειτουργούν περίπου ως τοτέμ, όπως και στο μεγαλύτερο μέρος της υπόλοιπης Δύσης. Εκλογές γίνονται, αλλά καμία απόφαση δε λαμβάνεται από το λαό ή σύμφωνα με τη βούλησή του.

Η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία μας αποδεικνύει μια σειρά πραγμάτων: ότι για χώρες και κοινωνίες που βρίσκονται σε σχέση εξάρτησης και για όσο η τελευταία παραμένει εδραιωμένη, η δημοκρατία ως ουσιαστική άσκηση λαϊκής κυριαρχίας είναι ανέφικτη.

Το ίδιο συμβαίνει στα νεοφιλελεύθερα μοντέλα. Η κρίση πίσω από κάθε άλλη κρίση, συνίσταται ακριβώς στην γιγαντωνόμενη ανισότητα και στην εξαφάνιση του δημοσίου χώρου. Δεν πρόκειται μόνο για ελληνική κατάσταση, αλλά για δυτική συνολικώς. Στην Ελλάδα, όπως και αλλού, δένεται με το ζήτημα της εξάρτησης.

Μια δημοκρατία δεν αναιρείται μόνο ούτε κυρίως με στρατιωτικά πραξικοπήματα. Αυτό συμβαίνει «in extremis». Υπάρχουν υπόρρητοι, θεσμικώς λιγότερο βίαιοι τρόποι, ώστε μια δημοκρατία να «αδειάσει» σχεδόν από όλο το περιεχόμενό της.

Χωρίς οργανωμένα σοσιαλιστικά κόμματα ένας λαός μένει χωρίς καθοδήγηση. Οι δυνατότητές του κατασπαράζονται από την ολιγαρχία. Και χωρίς διαρκή παρουσία του λαού στο προσκήνιο, η Δημοκρατία υποχωρεί στο παρασκήνιο και εκεί χάνεται.

Το σημαντικότερο: χωρίς μια κατά το δυνατόν ολοκληρωμένη δημοκρατία, επομένως χωρίς δυνατότητα λαϊκής κυριαρχίας, ούτε η εξάρτηση γίνεται να αναιρεθεί, ούτε η κοινωνική και οικονομική κατάσταση μπορεί να βελτιωθεί. Δεν πρόκειται για λεγκαλισμό, αλλά για ικανότητα συνολικής σύλληψης του διεθνούς και εσωτερικού πλαισίου.

Η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία έχει πεθάνει. Ήταν ό,τι καλύτερο είχαμε πετύχει ως λαός, διότι θεμελιώθηκε στην ηθική και πολιτική νίκη των αγωνιστών. Όχι στην ήττα τους μετά από κάθε νίκη, όπως είχε συμβεί παλαιότερα. Αλλά από τη μια ο συλλογικός εφησυχασμός, μέσα από τη διαβρωτική επίδραση της «ομαλότητας» και από την άλλη η πλήρης επαναφορά της ξενοκρατίας και της ολιγαρχίας, τόσο στα οικονομικά όσο και στα πολιτικά πράγματα (με βασικούς σταθμούς τον έλεγχο πρώτα του ΠΑΣΟΚ και έπειτα του ΣΥΡΙΖΑ) την εξόντωσαν.

Θα συνεχίσουμε να πορευόμαστε με ένα πτώμα ή (για να είμαστε λιγότερο μακάβριοι) με ένα άδειο κέλυφος, έως ότου κατανοήσουμε ότι η ιστορία δεν εξελίσσεται γραμμικώς. Δεν υπάρχουν κατοχυρωμένες νίκες. Και επιπλέον δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις και νίκες. Μπορούμε να ελπίζουμε ότι η Δ’ Ελληνική Δημοκρατία μας «περιμένει» στο μέλλον. Μέχρι τότε όμως, έχουμε πολλές και δύσκολες στροφές μπροστά μας.


Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου