Του Πάσχου Λαζαρίδη
Τα πολιτικά debate στην Ελλάδα ποτέ δεν ήταν πολιτική συζήτηση, αποκάλυψη, πίεση και αντιπαράθεση. Ήταν και είναι πάντα φιλοφρόνηση στην εξουσία. Όχι απλά γιατί οι δημοσιογράφοι είναι άμεσα εξαρτώμενοι – σιτιζόμενοι από την κυβέρνηση, αλλά κυρίως γιατί τα ΜΜΕ δεν επιτρέπουν την παραμικρή “ανορθογραφία” που θα μπορούσε να αμφισβητήσει την αστική πολιτική.
Το πρόβλημα δεν είναι απλώς οι “όροι” του debate ή οι βαθμοί ελευθερίας των δημοσιογράφων. Το πρόβλημα είναι ότι το σύνολο των ερωτήσεων, άρα και της συζήτησης, εκκινεί από δεδομένα, στα οποία δεν επιτρέπεται αντίλογος και αμφισβήτηση, είναι δηλαδή ευθύς εξαρχής ιδεολογικά, πολιτικά και ταξικά καθορισμένα υπέρ της άρχουσας τάξης και εναντίον της εργαζόμενης πλειοψηφίας.
Από τον δεδομένο και απαραβίαστο (επί ποινή εσχάτης προδοσίας) γεωπολιτικό προσανατολισμό της χώρας ως φανατισμένο -στα όρια της αλλοφροσύνης- Νατοϊκό μαντρόσκυλο, μέχρι τη θρησκευτική πίστη στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, το ευρώ και την Ε.Ε. όπου όποιος αφήσει υπόνοια αμφισβήτησής τους, απειλείται με ανασκολοπισμό.
Όταν αυτό λοιπόν το πλαίσιο είναι ιερό και απαραβίαστο, το ποιες ερωτήσεις θα γίνουν, πόσο πνευματώδεις ή βλακώδεις θα είναι, και πόσο θα έχει παπαγαλίσει ο Μητσοτάκης εκ των προτέρων τις έτοιμες απαντήσεις, είναι πράγμα δευτερεύον. Σίγουρα αποκαλυπτικό για την ποιότητα του πολιτικού και δημοσιογραφικού προσωπικού, αλλά πάντως δευτερεύον.
Το χαρακτηριστικότερο δείγμα όλων ήταν οι επίμονες αναφορές, και στο debate, αλλά και πιο πριν, στο πόσο “κοστολογημένα” είναι τα προγράμματα των υποψηφίων. Πόσο δηλαδή οι εξαγγελίες Μητσοτάκη για επέκταση των κουπονιών και αύξηση των μισθών στους γιατρούς, ή οι εξαγγελίες Τσίπρα για αύξηση των συντάξεων και μεγαλύτερη χρηματοδότηση στην παιδεία, “κοστίζουν” στον προϋπολογισμό.
Αν δηλαδή διαθέτουν ή όχι τον απαιτούμενο δημοσιονομικό χώρο.
Αν θα πάρουν ή όχι την έγκριση του Στουρνάρα και της ΤτΕ.
Αν θα τύχουν ή όχι της αποδοχής των Βρυξελλών.
Σε αυτή τη συζήτηση πρωτοστατεί η ΝΔ ως θεματοφύλακας του νεοφιλελευθερισμού, προσχωρούν όμως πλήρως ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, αποδεχόμενοι επί της ουσίας ότι μέτρο και κριτής των πάντων είναι η πανευρωπαϊκή λιτότητα και ο δημοσιονομικός ζουρλομανδύας.
Η συζήτηση αυτή έχει ήδη οριοθετηθεί πολιτικά και ταξικά. Το γήπεδο είναι ήδη στημένο υπέρ της μνημονιακής πολιτικής, ανεξαρτήτως απόχρωσης.
Ποιος ρώτησε, όχι αν έχουν κοστολογηθεί τα προγράμματα των κομμάτων, αλλά αν έχουν κοστολογηθεί οι ανάγκες μιας λαϊκής οικογένειας;
Ποιος πίεσε τον Μητσοτάκη, τον Τσίπρα, τον Ανδρουλάκη να πουν μπροστά στον ελληνικό λαό, με πόσα λεφτά το μήνα μπορεί αξιοπρεπώς να ζήσει σήμερα ένας άνθρωπος;
Και ποιος απαίτησε, αφού οι πολιτικοί αρχηγοί κοστολογήσουν με πόσα μπορεί να ζήσει ένας άνθρωπος, να απαντήσουν γιατί τον καταδικάζουν, περισσότερο από μια δεκαετία τώρα, στη μιζέρια;
Ποιος ζήτησε από τους πολιτικούς αρχηγούς να υπολογίσουν ένα προς ένα τα έξοδα του σούπερ μάρκετ, το ύψος των λογαριασμών, το ενοίκιο ή το δάνειο, τα φροντιστήρια των παιδιών, την ένδυση και υπόδυση, το κόστος θέρμανσης, το κόστος μετακίνησης;
Ποιος απαίτησε να λογοδοτήσουν οι εφαρμοστές της φτώχειας και οι κήρυκες της δημοσιονομικής εγκράτειας, πώς ακριβώς μπορεί να ζήσει σήμερα ένας άνθρωπος, όχι με τον κατώτατο μισθό των 780€, αλλά ακόμα και με τον μέσο μισθό των 1.170€;
Ουδείς ρώτησε τα παραπάνω.
Ούτε η Ράνια Τζίμα που αποθεώνεται από το τηλεοπτικό κοινό γιατί έκανε επιθετικές ερωτήσεις.
Γιατί το πρόβλημα δεν ήταν αν οι ερωτήσεις ήταν επιθετικές. Το πρόβλημα ήταν αν οι ερωτήσεις ξεκινούσαν από τη λάθος αφετηρία. Η συζήτηση εδώ και χρόνια, πάντα μα πάντα, ξεκινά ανάποδα. Όχι από τις ανάγκες των ανθρώπων, αλλά από τις απαιτήσεις και τα “ιερά και τα όσια” της άρχουσας τάξης στην Ελλάδα και διεθνώς. Μέχρι να τα αμφισβητήσουμε και να μπει η αμφισβήτησή τους στην ημερήσια διάταξη, τέτοια και χειρότερα debate θα έχουμε.
Πηγή: antapocrisis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου