Οι θανάσιμες συναινέσεις: Μια ανάγνωση της εκλογικής καταστροφής


Ούτε η αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε η χειραγωγησιμότητα του λαού αρκούν από μόνες τους να εξηγήσουν την επικράτηση της ΝΔ.

Του Φώτη Τερζάκη

Είναι αφέλεια βέβαια να πιστεύει κάποιος πως η εκλογική οπερέτα σε κοινωνίες όπως αυτές στις οποίες ζούμε σήμερα μπορεί να επιφέρει σημαντικές πολιτικές αλλαγές. Τα εκλογικά αποτελέσματα όμως είναι δείκτες διεργασιών -συνειδητών ή και ασυνείδητων-που συντελούνται στον βυθό της κοινωνίας, και ως τέτοια είναι εξόχως αποκαλυπτικά και άξια ανάλυσης.

Οι πρόσφατες (δεύτερες και τελικές) εκλογές της 25ης Ιουνίου παγίωσαν τη δυσάρεστη έκπληξη που μας επεφύλαξε ο πρώτος γύρος: μια άνετη νίκη της Νέας Δημοκρατίας, του κόμματος που κυβέρνησε την προηγούμενη τετραετία με κυριολεκτικά φονικές επιδόσεις, και την καταβαράθρωση της αντιπολίτευσης του ΣΥΡΙΖΑ. Αποτράπηκε βέβαια η παντοκρατορία των νικητών -το πιο εφιαλτικό σενάριο που μπορούσαμε να φανταστούμε- αλλά παραμένει γεγονός ότι ο το κόμμα του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει ακόμη πιο ελεύθερα χέρια να συνεχίσει το καταστροφικό έργο του. Και στην εικόνα προστίθεται το δυσοίωνο γεγονός της ανόδου κομμάτων τού ακροδεξιού τόξου-ποικίλων αποχρώσεων, από τον ελληνοχριστιανικό υπερσυντηρητισμό της «Νίκης» μέχρι τον επιθετικό εθνικισμό των «Σπαρτιατών» (διαδόχου, όπως φαίνεται, της νεοφασιστικής «Χρυσής Αυγής»).

Η φθορά του ΣΥΡΙΖΑ ήταν αναμενόμενη, και δεν έχουμε λόγους να λυπόμαστε γι’ αυτήν. Η σχιζοφρενική διάσταση μεταξύ της ρητορικής και της έμπρακτης πολιτικής του υπερέβη κατά πολύ τον βαθμό υποκρισίας που οι κοινωνίες μας έχουν μάθει να περιμένουν από τους επαγγελματίες πολιτικούς, και η ταπεινωτική του συνθηκολόγηση σε μια ιστορικά κρίσιμη στιγμή, όταν η κοινωνία τού έθεσε στα χέρια ένα ανέλπιστο όπλο για να την υπερασπίσει, έστειλε παντού, και πρωτίστως στον Ευρώπη, το αποκαρδιωτικό μήνυμα της TINA (There Is No Alternative). Και, πέραν του οτιδήποτε θα μπορούσε να εκληφθεί ως απλός «συμβιβασμός» (του είδους στο οποίο μας έχει δυστυχώς συνηθίσει η ευρωπαϊκή Αριστερά), η σύμπραξη με τους κατ’ όνομα αντιπάλους του για την ακύρωση ενός δημοψηφίσματος εγγίζει τα όρια του πολιτικού εγκλήματος -πράξη θανάτωσης της δημοκρατίας, ακόμη και με τη συμβατική, αστική έννοιά της. Είναι αυτό ακριβώς που επιδιώκουν, και μεθοδεύουν βήμα με βήμα, οι κυρίαρχες τάξεις των ημερών μας· και δεν εκπλήσσει το ότι αυτές οι τάξεις, αφού θριαμβολόγησαν δεόντως για την καταστολή της «ανταρσίας», αντί να επιβραβεύσουν τον ΣΥΡΙΖΑ για τις υπηρεσίες που τους προσέφερε προσδενόμενος υποτακτικά στο άρμα τους, τον πετάνε τώρα σαν στυμμένη λεμονόκουπα. «Επιστρέφουμε στην ομαλότητα», δήλωνε με ανακούφιση την επαύριο των πρώτων εκλογών ο Αλέξης Παπαχελάς. Κανείς, ως γνωστόν, δεν αγαπάει τους προδότες.  
Φωτογραφία: Κωνσταντίνος Ζήλος
Υπάρχει ωστόσο κάτι που μ’ ενοχλεί στη μεθοδευμένη αποδιοπομπαιοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ, άθλημα στο οποίο είδα να επιδίδονται όλοι, «αριστεροί» και «δεξιοί», αυτές τις ημέρες στα Μέσα. Έχει τεράστια σημασία το από ποια σκοπιά ασκεί, και οφείλει ν’ ασκήσει, κάποιος κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ: κι εδώ οι εξ αριστερών επικριτές του μοιάζουν να έχουν παγιδευτεί στα δίχτυα ενός καλά ενορχηστρωμένου μιντιακού λόγου που ερμηνεύει πονηρά την αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ ως αποτυχία της αριστερής πολιτικής εν γένει– δηλαδή, ερμηνεύει την αδυναμία ενός κατ’ όνομα «αριστερού» σχηματισμού να ανταποκριθεί στις αξιακές του αρχές ως χρεοκοπία αυτών των αξιακών αρχών ως τέτοιων, προς ενίσχυση της αηδιαστικής αντικομμουνιστικής ρητορείας που έχει βαλθεί να εξαφανίσει και το τελευταίο ίχνος ιστορικής μνήμης από μια Ευρώπη σε σήψη. Αυτός ο ύπουλος λόγος είναι εκείνος που υποδεικνύει ως μόνο θεμιτό συνομιλητή/αντίπαλο, ως «νόμιμη» δηλαδή αντιπολίτευση στο κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο αφήγημα, την εθνικιστική ακροδεξιά – και δεν πρέπει να μας εκπλήσσει όταν οι μάζες, με τον υπνωτισμένο τρόπο που συνήθως αντιδρούν, συμμορφώνονται προς την υπόδειξη. Η διάκριση αριστερά-δεξιά έχει πια ξεπεραστεί, λέει η νεο-δεξιά ιδεολογία. Δεν χρειάζεται όμως τίποτε παραπάνω από κοινή λογική για να δει κάποιος ότι ο ΣΥΡΙΖΑ (όπως συνέβη προηγουμένως και στο ΠΑΣΟΚ) καταρρέει όσο μετατοπίζεται δεξιά.

Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι υπεύθυνος για τις δικές του πολιτικές πράξεις που τον έφεραν σε θέση να μην εκπροσωπεί πλέον σχεδόν τίποτα μέσα στην ελληνική κοινωνία· όχι όμως και για τον θρίαμβο της κυβερνητικής συμμορίας που ακούει στο όνομα Νέα Δημοκρατία, ενός καρκινώματος που κατατρώει ό,τι απέμεινε από το σώμα αυτής της κοινωνίας ύστερ’ από την ολοσχερή του λεηλασία από, ή σε σύμπραξη με, το διεθνές κεφάλαιο: ή τουλάχιστον, όχι μόνον αυτός. Όσοι –αντίστροφα- βαυκαλίζονται στις παλαιοκομμουνιστικές (σταλινικές, «κλασικές» ή αναθεωρημένες, θα ήταν ο σωστός όρος) αυταπάτες τους κολακεύοντας τον «λαό» με ξεθυμασμένους ΕΑΜικούς στερεοτύπους, θα πρέπει να δουν το μέγεθος της ψυχοκοινωνικής καταστροφής που έχει συντελεστεί τις τελευταίες δεκαετίες (πειραματικό εργαστήριο των οποίων, πρέπει πάντα να θυμόμαστε, υπήρξε η Βαϊμάρη): το μέτρο της ψυχικής εξάρθρωσης και νοητικής εξουθένωσης των ανθρώπων από τη δαιμονική υποβολή των Μέσων, σε βαθμό που να στρέφονται μαζοχιστικά ενάντια στις ίδιες τους τις ανάγκες και τα ίδια τους τα συμφέροντα, προσκολλώμενοι με λατρεία στους δυνάστες τους, τόσο μεγαλύτερη όσο πιο ανελέητα ισχυροί εμφανίζονται αυτοί, σαν μια μαγική πράξη προστασίας από την απειλή που οι ίδιοι αυτοί εκπροσωπούν· και ο τρόμος τους μετασχηματίζεται σε μίσος που εκτονώνεται βολικά στους πιο αδύναμους, εκείνους οι οποίοι, χωρίς να είναι οι ίδιοι πραγματική απειλή, αντιπροσωπεύουν για την τυφλή μάζα το κατοπτρικό της είδωλο, εικόνα της δικής της δυνητικής εξαθλίωσης που θέλει απεγνωσμένα ν’ αρνηθεί.

Κατ’ εξοχήν τέτοια εικόνα στις ημέρες μας και στις κοινωνίες μας (ό,τι ο «εβραίος» στη μεσοπολεμική Γερμανία ή ο «νέγρος» στις ΗΠΑ) είναι ο «ξένος», ως μετανάστης ή πρόσφυγας, αλλοεθνής ή αλλόθρησκος: τα κλιμακούμενα αντιμεταναστευτικά αισθήματα είναι το αληθινό φασιστόμετρο της ελληνικής κοινωνίας, και αυτό είναι πράγματι ένα λαϊκό ανακλαστικό, που εξηγεί κατά γενική παραδοχή τον πολλαπλασιασμό και την άνοδο των ακροδεξιών κομμάτων. Τέτοιον «λαό» ποιος τον αγαπά; Εκείνο που έχει όμως μεγαλύτερη σημασία είναι να δούμε καθαρά τον κοινό ψυχοκοινωνικό μηχανισμό που εξηγεί τόσο την εμπιστοσύνη του λαού στον δήμιό του (το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας) όσο και την ακροδεξιά του «διαμαρτυρία» (τα μορφώματα «ριζοσπαστικού» εθνικισμού).

Ας μου επιτραπεί εδώ να πω παρενθετικά ότι δεν παραγνωρίζω τις ορθολογικές διαστάσεις των προβλημάτων που γεννά η μαζική μετακίνηση πληθυσμών στις ημέρες μας. Βεβαίως και είναι ένα ανησυχητικό φαινόμενο που επιδεινώνει τις ισορροπίες ενός κατάφορτου με εντάσεις πλανήτη, βεβαίως και είναι συντριπτική η ευθύνη της συλλογικής Δύσης που λεηλατεί και καταστρέφει με αναρίθμητους τρόπους πληθυσμούς και οικοσυστήματα έξω από την περίμετρό της καθιστώντας αβίωτη τη ζωή πολλαπλάσιων αριθμών ανθρώπων, βεβαίως και χρησιμοποιείται από τις εγχώριες κεφαλαιοκρατικές τάξεις για να πιέζει ανταγωνιστικά προς τα κάτω τις πολύ κακοπληρωμένες θέσεις εργασίας και τα μεροκάματα, βεβαίως και τίθεται ένα ζήτημα άνισης έκθεσης στο πρόβλημα μεταξύ των χωρών υποδοχής που αντανακλά τις μεταξύ τους σχέσεις ισχύος (για παράδειγμα, μεταξύ ευρωπαϊκού «κέντρου» και περιφέρειας)· ωστόσο, κύριο και βασικό θύμα όλου αυτού του πλέγματος είναι οι ίδιοι οι μετακινούμενοι πληθυσμοί, όχι οι χώρες υποδοχής. Όλες οι χώρες υποδοχής είναι, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, θύτες, και μια ρητορική που παρουσιάζει μία χώρα υποδοχής (την Ελλάδα εν προκειμένω) ως θύμα, είναι όχι μόνο παραπλανητική αντιστροφή της πραγματικότητας αλλά και αγωγός μια ορισμένης ψυχοπαθολογίας με ολέθριες πολιτικές συνέπειες –όσοι δε ανησυχούν για την «εθνική ταυτότητα», κινδυνεύουν μόνο από τον εαυτό τους εάν, θύματα της σχολικής απομόρφωσης και της διαδικτυακής νάρκωσης, έχουν ξεχάσει να διαβάζουν και να γράφουν ελληνικά.1

Όσοι έχουν κάθε λόγο να είναι παγωμένοι από τα αποτελέσματα των πρόσφατων εκλογών δεν προσφέρουν καλή υπηρεσία στον «λαό» αγιοποιώντας τον και απαλλάσσοντάς τον από την ευθύνη για την εθελοδουλία του, διότι με τον τρόπο αυτόν στην πραγματικότητα τον υποτιμούν ως ανάξιο να διαμορφώνει αυτόβουλη σκέψη και κρίση· γεννούν επιπλέον την υποψία ότι θέλουν να γίνουν οι ίδιοι το «ορθό» όργανο σκέψης και κρίσης του, δηλαδή να τον χειραγωγήσουν ως γνώστες τού δικού του «καλού». Αυτό βέβαια, εάν κατανοηθεί σωστά, διόλου δεν απαλλάσσει τις πολιτικές ηγεσίες από το δικό τους τεράστιο μερίδιο ευθύνης – όλες τις πολιτικές ηγεσίες, ιδίως του λεγόμενου «προοδευτικού», «δημοκρατικού» ή και «αριστερού» τόξου, και όχι μόνο του ΣΥΡΙΖΑ. Διότι ούτε η αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ ούτε η χειραγωγησιμότητα του λαού αρκούν από μόνες τους να εξηγήσουν την επικράτηση, χωρίς ουσιώδη πολιτικό ανταγωνισμό, της πιο καταστροφικής κυβέρνησης που γνώρισε η Ελλάδα μετά την Απριλιανή δικτατορία. Υπήρξε κάποιος λιγότερο σεσημασμένος παράγοντας που ώθησε σε αυτή την έκβαση, και αυτός είναι, υποστηρίζω, μια σειρά από υπόρρητες αλλά αρραγείς συναινέσεις όλων σχεδόν των συντεταγμένων πολιτικών δυνάμεων (και συχνά πέραν αυτών) πάνω στα κρισιμότερα ζητήματα που αντιμετώπισε η κοινωνία, ασφαλώς την τελευταία δεκαετία, αλλ’ ακόμη περισσότερο και κατεξοχήν την τελευταία τετραετία. Περιέργως, αλλά όχι ανεξήγητα, είναι εκείνα ακριβώς που έλαμψαν δια της απουσίας τους στις ανόητες προεκλογικές συζητήσεις. Κι εδώ φτάνουμε ακριβώς στην καρδιά του ζητήματος.

Άκουσα έναν καλό πολιτικό αναλυτή να λέει ότι σήμερα πληρώνουμε το 2010-12 και το 2015. Και είναι ως ένα σημείο σωστό. Επ’ αυτού δεν χρειάζεται να πω πολλά, είναι πράγματι η συζήτηση της «προηγούμενης μέρας». Αυτό δεν σημαίνει ωστόσο πως έχασε την επικαιρότητά της. Παγιδευμένη στον μνημονιακό ζουρλομανδύα, στο έλεος δηλαδή του ευρωπαϊκού χρηματιστικού κεφαλαίου, η χώρα έχει από το 2008 χάσει το 25% του στατιστικά μετρήσιμου προϊόντος της, συνθήκη συγκρίσιμη, όπως επανειλημμένα λέγεται, μόνο με πολεμικές περιόδους, χωρίς την παραμικρή ελπίδα ανάκαμψης στο διαφαινόμενο μέλλον. Το χρέος της αυξάνει αλματωδώς μέσα απ’ τους ίδιους τους μηχανισμούς που της επιβλήθηκαν για τη διαχείρισή του, οδηγώντας σε ραγδαία εκποίηση των υποδομών και των παραγωγικών της πόρων, σε συρρίκνωση του πρωτογενούς και του δευτερογενούς τομέα της οικονομίας της, σε ακραία συμπίεση της εργασίας και κατάλυση του εργατικού δικαίου, σε αιμορραγία μεγάλου μέρους τού νεανικού της επιστημονικού δυναμικού, σε εξόντωση της μικρής επιχειρηματικότητας κι εξαθλίωση των πλέον αδύναμων στρωμάτων… Γνωστά πράγματα και χιλιοειπωμένα, ασφαλώς.

Πώς να εξηγήσουμε όμως το γεγονός ότι οι ίδιοι εκείνοι που προσυπογράφουν αυτές τις εκτιμήσεις μοιάζει να έχουν αποδεχθεί μοιρολατρικά τον ευρωμονόδρομο· ότι σε κανενός «προοδευτικού» κόμματος την ατζέντα -περιλαμβανομένου του ΚΚΕ αλλά και του μεγαλύτερου μέρους της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς- δεν τίθεται πλέον ζήτημα αποδέσμευσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση και ανάκτησης του νομισματικού ελέγχου, ακόμη και με τις δευτερεύουσες «θυσίες» που θα άξιζε τον κόπο ν’ αναληφθούν; Εν τοιαύτη περιπτώσει, γιατί ακριβώς πράγμα κατηγορούν τον ΣΥΡΙΖΑ που συμβιβάστηκε πρώτος με αυτή την «αναγκαιότητα»; Και είναι ακραία ειρωνεία το ότι όλοι υιοθετούν το σλόγκαν της «παραγωγικής ανασυγκρότησης» όταν ξέρουν καλά ότι παραγωγική ανασυγκρότηση είναι ουσιαστικά απαγορευμένη μέσα στο σιδερένιο μηχανισμό του Μάαστριχτ – ότι πρακτικώς είναι απαγορευμένη σε ευρωπαϊκό πλαίσιο οιαδήποτε έννοια «σοσιαλισμού», ακόμη και στην πιο ρεφορμιστική, μεταρρυθμιστική εκδοχή του…

Η μόνη πολιτική που μπορεί να ασκηθεί μέσα στο ασφυκτικό πλαίσιο δημοσιονομικής περιστολής το οποίο επέβαλαν οι δανειστές είναι παιχνίδια κυμαινόμενης κατά ποσοστό και περίσταση αναδιανομής μέσω του φορολογικού συστήματος, που οδηγούν μόνο στη δημιουργία αξιοθρήνητων πελατειών, ανταγωνισμών και εχθρότητας ανάμεσα στις λιγότερο ευνοημένες μερίδες του κοινωνικού σώματος, διασπώντας ακόμη περισσότερο τις υπό εκμετάλλευσιν τάξεις προς όφελος του μεγάλου λούμπεν κεφαλαίου κι ενός παρασιτικού τραπεζικού συστήματος, τα οποία έχουν απόλυτη πλέον ευχέρεια καταλήστευσης του κοινωνικού πλούτου.
Πληρώνουμε λοιπόν το 2010-12 και το 2015· περιέργως όμως, δεν άκουσα τον ίδιον πολιτικό αναλυτή (ούτε κανέναν άλλον από τους λεγόμενους «σοβαρούς») να λέει τίποτα για το πολύ πιο πρόσφατο και οδυνηρό 2020-23. Είναι άσχετο άραγε με το εκλογικό αποτέλεσμα το γεγονός ότι τρία από τα τέσσερα χρόνια της κυβερνητικής θητείας που μόλις έληξε η κοινωνία έζησε σε συνθήκη ασφυκτικού εγκλεισμού, με αναστολή των στοιχειωδέστερων νομικών και πολιτικών της δικαιωμάτων, βομβαρδιζόμενη από μια μιντιακή προπαγάνδα που έκανε τους ανθρώπους να πιστεύουν ότι το θανατικό παραμόνευε έξω από την πόρτα τους; Ζήσαμε ένα εφιαλτικό πείραμα ιατρικοποίησης της διακυβέρνησης σε παγκόσμια κλίμακα, που το πνεύμα του έρχεται απευθείας από τα χρόνια της ναζιστικής διακυβέρνησης στη Γερμανία· σκηνοθετήθηκε μια πρωτόγνωρη -υποτίθεται- υγειονομική απειλή που η φραστική της αναγγελία και μόνο (από ένα επίδοξο όργανο παγκόσμιας διακυβέρνησης: τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας2) άρκεσε για να εξανεμίσει εν μία νυκτί ελευθερίες, κοινωνικά δικαιώματα και συνταγματικές εγγυήσεις που ήταν η βάση του νομικού ευρωπαϊκού πολιτισμού από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, και φτάσαμε μέχρι την ανείπωτη φρίκη της επιβολής ιατρικών πράξεων, αληθινή πρακτική στρατοπέδων συγκεντρώσεως, καταδικασμένη απ’ όλες τις διεθνείς συμβάσεις και τα εθνικά συντάγματα ως ακραία μορφή βασανισμού. Και για να ξεπεράσει η φρίκη κάθε όριο, είδαμε όλο το φάσμα των πολιτικών δυνάμεων που είχαν κατά παράδοσιν τα ανθρώπινα δικαιώματα ως έμβλημά τους (και συνεχίζουν με τρόπο αυτογελοιοποιητικό να τα έχουν3), «αριστερά» κοινοβουλευτικά κόμματα και οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, έως και μια μεγάλη μερίδα τού αναρχικού/αντιεξουσιαστικού χώρου, όχι μόνο να συμμορφώνεται πειθήνια στην αυταρχική κυβερνητική γραμμή αλλά και να λειτουργεί σαν αληθινός παρακρατικός μοχλός στη διαπόμπευση, συκοφάντηση, ψυχική και πολιτική εξόντωση όσων τόλμησαν να αντισταθούν στο αδιανόητο· είδαμε διαπρεπείς νομικούς και συνταγματολόγους να κηρύσσουν «συνταγματικώς ανεκτά» τα πιο αποτρόπαια δικτατορικά μέτρα, είδαμε «προοδευτικούς» πανεπιστημιακούς να αναπαράγουν κατάπτυστα κλισέ κοινωνικού μίσους απέναντι στους υγειονομικώς διαφωνούντες, και όλους μαζί ν’ απαγγέλλουν ομολογίες πίστεως στον «ορθό λόγο» και την «επιστήμη», αναπαράγοντας την πιο άγρια μορφή ανορθολογισμού που συνίσταται στη διαστροφή των κοινών σημασιών (το στρατήγημα ακριβώς του μιντιακού discours) και κάνοντας -όπως λέμε- τον βλάκα μπροστά στο πιο κατάφωρο γνώρισμα του υπερανεπτυγμένου, τεχνικοποιημένου καπιταλισμού των ημερών μας: τον την απόλυτη πρόσδεση της τεχνοεπιστήμης σε γιγαντιαία εταιρικά και πολιτικά συμφέροντα, και τη χρήση της ως κατεξοχήν εργαλείο χειραγώγησης και αντι-εξέγερσης. Αν όλοι αυτοί, σε μια (παρατεταμένη) στιγμή μεθοδευμένης σύγχυσης και τρομοκράτησης, υπέδειξαν ως ορθή πολιτική την ασκούμενη από την κυβέρνηση και από τους ενοποιημένους μηχανισμούς της δημόσιας τάξεως και υγείας4, γιατί ο «λαός» να μη λάβει το μήνυμα; Γιατί να μη φτάσει να πιστέψει -ακούσαμε με τ’ αυτιά μας ανθρώπους να το λένε!- ότι χάρη στην κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι ακόμα ζωντανοί;

Η «αληθινή» αλήθεια είναι όμως μπροστά τα μάτια όλων – και το αν αυτός ο οικτρά παραπλανημένος κόσμος δεν θέλει να την αντικρύσει, ας πούμε πως είναι ζήτημα που ανήκει πλέον στην αρμοδιότητα της ψυχοπαθολογίας… Τι έκαναν όμως -και τι εξακολουθούν να κάνουν- οι αυτόκλητοι υπερασπιστές του που υποτίθεται ότι έχουν τα μέσα για μια «ορθολογική» διάγνωση της πραγματικότητας; Δεν ξέρουν -τώρα που υποτίθεται πως η λαίλαπα πέρασε και είναι δυνατή μια ψύχραιμη και συνολική εκτίμηση- ότι από το παγκόσμιο σύνολο θανάτων που καταγράφτηκαν στην τριετία της λεγόμενης πανδημίας, από κάθε αιτία, η συντριπτική πλειονότητα σημειώθηκε στις χώρες που έλαβαν υγειονομικά μέτρα (σύμφωνα με τις συστάσεις του ΠΟΥ) ενώ καθόλου δεν μοιάζουν να θίχτηκαν χώρες και περιοχές του πλανήτη (π.χ. Αφρική) οι οποίες αγνόησαν επιδεικτικά τις «συστάσεις» – ενώ από τις χώρες που συμμορφώθηκαν, εκείνες που επλήγησαν λιγότερο είναι όσες εφάρμοσαν τα ελάχιστα τέτοια μέτρα (π.χ. Σουηδία); Πόσος ορθολογισμός υπολείπεται για να σχηματίσει κάποιος την απλή κρίση ότι θανατηφόρα δεν ήταν «πανδημία» αλλά τα μέτρα που ελήφθησαν εναντίον της – και αληθινός δολοφόνος δεν ήταν ένας ιός αλλά ο ίδιος ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας και τα εταιρικά συμφέροντα που εμπλέκονται στη λειτουργία του και υπαγορεύουν την πολιτική του;

Αλλά είναι αλήθεια ότι, παρά τις «συστάσεις» του ΠΟΥ, κάθε μεμονωμένη χώρα είχε έναν βαθμό ευχέρειας στο πώς θα τις ερμηνεύσει και θα τις εφαρμόσει. Το πώς τις ερμήνευσε και τις εφάρμοσε η «σωτήρια» κυβέρνηση Μητσοτάκη το ζήσαμε στο πετσί μας· όποιος όμως ενδιαφέρεται να εκτιμήσει το αποτέλεσμα αρκεί να κοιτάξει λίγους απλούς πίνακες της ΕΛΣΤΑΤ εύκολα προσιτούς στον καθέναν. Από την Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία λοιπόν μαθαίνουμε (και ζητώ συγγνώμη αν θα κουράσω με λίγους άχαρους αριθμούς, αλλά το κάνω προς διευκόλυνση ορισμένων πολιτικών αρχηγών που ίσως δεν είχαν τον χρόνο ν’ ασχοληθούν με τέτοια) ότι: από την 1η Μαρτίου 2019 ως την 1η Μαρτίου 2020 (όταν δεν υπήρχαν ακόμα ούτε covid ούτε υγειονομικά μέτρα) είχαμε στη χώρα 124.118 καταγεγραμμένους θανάτους από κάθε αιτία. Από την 1η Μαρτίου 2020 ως την 1η Μαρτίου 2021 (με covid και κατασταλτικά μέτρα, αλλά όχι ακόμα «εμβόλια») είχαμε 128.594 θανάτους – δηλαδή, μια μικρή αύξηση κατά 4.476. Από την 1η Μαρτίου 2021 ως την 1η Μαρτίου 2022 (όταν ξεκίνησαν οι μαζικοί εμβολιασμοί, κι ενώ τα λοιπά κατασταλτικά μέτρα διατηρούνταν), είχαμε 149.225 θανάτους από κάθε αιτία – δηλαδή, μια τεράστια αύξηση κατά 20.631! Και τα ποσοστά των θανάτων συνέχισαν έκτοτε να βρίσκονται σ’ ένα ποσοστό κάπου 20% υψηλότερο του στατιστικά αναμενομένου σε σύγκριση με την τελευταία πενταετία. Δεν θα αναφερθώ καθόλου εδώ στην πλημμυρίδα των αιφνίδιων θανάτων, και πολλαπλάσιων ανεξήγητων νοσήσεων, που καταγγέλλονται (παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες απόκρυψής τους), ανθρώπων νέων και κατά τεκμήριο υγιών αλλά δις και τρις εμβολιασμένων… Αφήνω στην κρίση τού οιουδήποτε αν αυτό το πραγματικό θανατικό οφείλεται στον «εμβολιασμό» καθαυτόν ή στις πολλαπλές συνέπειες των λοιπών κατασταλτικών μέτρων, περιλαμβανομένης της λειτουργίας του νοσοκομειακού συστήματος, ή και στα δύο…

Το μόνο που δεν μπορεί να υποστηρίξει κανείς είναι πως οφείλεται στη γρίπη covid- και, κατά μείζονα λόγο, πως η υγειονομική πολιτική της κυβέρνησης προστάτευσε τη ζωή και την υγεία του πληθυσμού. Η αλήθεια την οποία κανένας πολιτικός αντίπαλος του κου Μητσοτάκη δεν θέλησε να ξεστομίσει δημόσια -και να την χρησιμοποιήσει πολιτικά εναντίον του, ως όφειλε, διότι όλοι έχουν επίγνωση της συνενοχής τους- είναι πως η υγειονομική πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης την περίοδο 2020-23 πέτυχε με τα αυστηρότερα μέτρα το υψηλότερο ποσοστό θανάτων εν συγκρίσει με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης: δολοφόνησε δηλαδή μαζικά, εν ψυχρώ κι εκ προμελέτης5, τον πληθυσμό της – και δικαίως πανηγυρίζουν όσοι είναι ακόμα ζωντανοί, αλλά για λόγο που δεν κατάλαβαν: όχι επειδή τους έσωσε αλλά επειδή δεν πρόλαβε να δολοφονήσει κι αυτούς (της έδωσαν πάντως ακόμα μία ευκαιρία…).

Τώρα, σε ποια χώρα είναι δυνατόν, στο πλαίσιο προεκλογικών συζητήσεων, να μην ακούγεται τσιμουδιά για το τρέχον γεωπολιτικό πρόβλημα, όταν μάλιστα θέτει, όπως τούτη τη στιγμή, την κάθε μεμονωμένη χώρα προ αποφάσεων από τις οποίες ενδέχεται να κριθεί το μέλλον της ανθρωπότητας; Είναι σαν, τις παραμονές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η μόνη συζήτηση που θα πάθιαζε τα πνεύματα σ’ ένα εθνικό κοινοβούλιο να ήταν το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών… Και όσοι με τον όρο «γεωπολιτικό πρόβλημα» σκέφτονται μόνο τα «εθνικά συμφέροντα» στο Αιγαίο μη μπορώντας να δουν πέρ’ από τη μύτη τους, πόσοι έτοιμοι είναι να πληρώσουν, αναρωτιέμαι, το τίμημα αυτής της ομφαλοσκοπικής τους μυωπίας που είναι μια υποτροπιάζουσα ελληνική παθολογία; Στον γεωπολιτικό χάρτη δεν υπάρχουν μεμονωμένα συμβάντα, συρράξεις ή κίνδυνοι, και όσα δραματικά έχουν συμβεί εδώ κι έναν αιώνα στην περίμετρο του Αιγαίου και στην Κύπρο όλοι γνωρίζουμε πως έχουν κριθεί στο Λονδίνο ή στην Ουάσινγκτον.
Η Ελλάδα, από τον καιρό της σύστασής της ως κράτος, έχει πληρώσει με αίμα την υποτέλειά της στην ιμπεριαλιστική Δύση, και σήμερα, όταν η διαφαινόμενη πτώση των παλαιών κέντρων του διεθνούς καπιταλισμού μεταβάλλει αυτά τα κέντρα σε ξέφρενες δολοφονικές μηχανές, φαίνεται να εντείνει ακόμη πιο πεισματικά την αυτοκτονική της υποταγή στους δημίους της ανθρωπότητας. Δεν εκπλήσσει το ότι ένας εσμός αδίστακτων υποτελών όπως η σημερινή ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας στηρίζει και συστρατεύεται με τη ΝΑΤΟϊκή εισβολή στην Ουκρανία (η οποία έχει ξεκινήσει δεκαετίες πριν από τη ρωσική στρατιωτική αντίδραση) που καταστρέφει ακόμη μία χώρα -μετά τη Γιουγκοσλαβία, το Αφγανιστάν, το Ιράκ, τη Συρία, τη Λιβύη, την Υεμένη- και στέλνει στον θάνατο έναν ολόκληρο πληθυσμό παίζοντας στα ζάρια τη ζωή και την ασφάλεια του πλανήτη· εκπλήσσει όμως το ότι όλες σχεδόν οι αριστερόστροφες πολιτικές δυνάμεις της χώρας (όπως λίγο-πολύ όλες οι πολιτικές δυνάμεις της αποσυντιθέμενης Ευρώπης) συναίνεσαν, ενεργητικά ή δια παραλείψεως, στο θανάσιμο παιχνίδι της κυβέρνησής τους. Με τη ρητορική και τη στάση τους νομιμοποίησαν τη σχιζογόνα αντιστροφή της πραγματικότητας που έχει αποβεί πλέον θεσμοποιημένο στρατήγημα του δημόσιου λόγου, επέτρεψαν ή κι ενθάρρυναν τη χάραξη «εθνικής» πολιτικής από την Αμερικανική Πρεσβεία, έχοντας ήδη συσφίξει τις σχέσεις τους με μια χώρα εκτός διεθνούς δικαίου όπως το Ισραήλ και διαρρήξει μακραίωνους δεσμούς με τον αραβικό και τον ρωσικό, τον βαλκανικό και μεσανατολικό κόσμο. Αν δεν απατώμαι, δεν ήταν κυβέρνηση της δεξιάς εκείνη που παρέδωσε τον Οτσαλάν στους διώκτες του, ούτε αυτή που απέλασε πιο πρόσφατα με γελοίες δικαιολογίες εννιά ρώσους διπλωμάτες… Τι έμενε πια να δούμε; Την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να σέρνεται ταπεινωτικά στην υποδοχή Ουκρανών εγκληματιών από την ελληνική Βουλή, τον κο Βαρουφάκη να μιλάει για «killer Putin» στο γερμανόφωνο κοινό του, αξιοθρήνητες αναλύσεις περί «αντιμαχόμενων ιμπεριαλισμών», μέχρι και ανακοινώσεις του ΚΚΕ να καταγγέλλουν μονομερώς «αυταρχικά καθεστώτα» όπως η Ρωσία, η Κίνα, η Βενεζουέλα και το Ιράν (ό,τι ακριβώς θα περίμεναν ν’ ακούσουν οι γεωστρατηγικοί επιτελείς του Ατλαντισμού)… Ακόμα μία φορά, μωραίνει Κύριος όν βούλεται απολέσαι!

Δεν χρειάζεται υποθέτω να τονίσω και πάλι εδώ ότι μια οξεία αίσθηση του δικαίου και του αδίκου στο γεωστρατηγικό πεδίο δεν πρέπει να συγχέεται με μια κριτική ανάλυση της κοινωνικής και πολιτικής δομής των εμπλεκομένων μερών – διότι το να δίνουμε απαντήσεις σε λάθος ερώτηση είναι μέρος αυτής καθαυτής της στρατηγικής της σύγχυσης την οποία καλλιεργεί πάντα ο ισχυρότερος προς όφελός του. Όσοι ενδιαφέρονται για την ειρήνη και την περιβαλλοντική ασφάλεια, την ισότητα και την αυτοδιάθεση των λαών ή την ευτυχία της ανθρωπότητας εν γένει, πρέπει να είναι σε θέση να δείχνουν αναμφίλογα, σε κάθε συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, την άμεση απειλή γι’ αυτές. Μια «αριστερά» (θεσμική, κινηματική ή και αυτοδιαχειστική/αντιεξουσιαστική) που δεν αγωνίζεται με όλες της τις δυνάμεις για τη συντριβή του ΝΑΤΟ και των στρατηγικών δορυφόρων του, την ήττα της συλλογικής μεταποικιοκρατικής «Δύσης», δεν έχει κανέναν απολύτως λόγο ύπαρξης – και η εξαφάνισή της από την ευρωπαϊκή σκηνή είναι προδιαγεγραμμένη.

Ποιος θρηνεί λοιπόν για τη νίκη της Νέας Δημοκρατίας, και ποιος μιλάει για «φασιστική ακροδεξιά»; Στην πρώτη δημόσια παρέμβασή μου ενάντια στη λαίλαπα των «υγειονομικών μέτρων», μια συνέντευξη που δημοσίευσα τον Μάιο του 2020 στο The Press Project, έλεγα σε κάποιαν αποστροφή: «Σήμερα υπάρχουν μόνο δύο πολιτικές γραμμές στον κόσμο: της νεοφιλελεύθερης δεξιάς και της εθνικιστικής ακροδεξιάς […] Η πρώην-Αριστερά είναι πλέον μοιρασμένη ανάμεσα στις δύο αυτές κυρίαρχες γραμμές: ένα της κομμάτι γίνεται ουρά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης (δηλαδή, των προτεραιοτήτων του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού) με έναν φτηνό δικαιωματισμό σαν ρητορική σημαία, και το άλλο συνδαυλίζει τη συντηρητική αναδίπλωση της κοινωνίας πρωτοστατώντας σε αρχαϊκές εθνοπατριωτικές ιαχές. Εν τω μεταξύ, η ευκολία με την οποία τα δύο στρατόπεδα εναλλάσσουν τις στρατηγικές τους δείχνει πόσο πλαστό είναι το δίλημμα».6Λυπάμαι ειλικρινά που σήμερα, ύστερ’ από τρία τρομακτικά χρόνια, είμαι υποχρεωμένος να τονίσω ακόμη περισσότερο πράγματα τα οποία την ίδια στιγμή που έλεγα ήλπιζα να διαψευστούν.

___________________________

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Για να μην μπω εδώ στις πολλές λεπτομέρειες που απαιτεί μια ολόπλευρη συζήτηση του θέματος, θα παρέπεμπα στη συνέντευξη του Θέμη Τζήμα στον 9.84 (συνομιλία με τον Γιώργο Σαχίνη) την επαύριο του φρικτού ναυαγίου (μεθοδευμένης δολοφονίας, πρέπει να λέμε) στην Πύλο, που με ψυχραιμία και οξυδέρκεια έθεσε ακριβώς τα ζητήματα που έπρεπε να τεθούν:

2.Μία από τις σοβαρότερες απειλές που αντιμετωπίζουμε ως παγκόσμια κοινωνία τούτη τη στιγμή είναι το νέο κείμενο Συνθήκης που ετοιμάζεται να υποβάλει ο ΠΟΥ για ψήφισμα την άνοιξη του 2024, δυνάμει της οποίας —εάν ψηφιστεί— οι αποφάσεις του θα έχουν δεσμευτική ισχύ για κράτη-μέλη. Όσοι δυσκολεύονται να συνειδητοποιήσουν τί σημαίνει αυτό, και όσοι αγνοούν τί ακριβώς είναι και πώς λειτουργεί ο ΠΟΥ, μπορούν να δουν την τελευταία ανάρτηση της ΔΕΥΔΒ «Μεταβίβαση κυριαρχίας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας και ολοκληρωτισμός: η νέα “Συνθήκη για την Πανδημία”»:

3.Το αληθινό πρόσωπο του «δικαιωματισμού» αυτού του είδους, που έχει κατά ιδιαίτερο τρόπο συνδεθεί με την πολιτική ΣΥΡΙΖΑ, αποκάλυψε πρόσφατα ο επίτιμος πρέσβης Γιώργος Αϋφαντής, αναφορικά μ’ ένα άλλο κρίσιμο ζήτημα, που ήρθε και πάλι υποκριτικά στο προσκήνιο με την ανταλλαγή χτυπημάτων κάτω από τη ζώνη ανάμεσα στα δύο μεγαλύτερα κόμματα στο μεσοδιάστημα των εκλογών: το ζήτημα του μουσουλμανικού πληθυσμού της Θράκης και των μακιαβελικών χειρισμών του εκ μέρους όλων των κομμάτων εξουσίας. Δεν θα πω περισσότερα, το ντοκουμέντο είναι δραματικά εύγλωττο και πρέπει όλοι να το ακούσουν:

Να επισημάνω μόνον ότι ο επαγγελματίας των «κοινωνικών δικαιωμάτων» Δημήτρης Χριστόπουλος (καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου και Πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου από το 2003), που εμφανίζεται εδώ να πρωτοστατεί (μαζί με τον κο Φίλη, τον κο Βούτση, την κα Ρεπούση, τον κο Παππά και άλλα εξέχοντα μέλη ή συνεργάτες του ΣΥΡΙΖΑ) στις μεθοδεύσεις κατά της ανεξάρτητης υποψήφιας Σαμπίχα Σουλεϊμάν ελέω της Realpolitikμε την απέναντι κρατική αρχή, είναι ο ίδιος που λυσσομανούσε προσφάτως κατά των «ανεμβολίαστων» και ζητούσε με ιεροεξεταστικό μένος την κοινωνική εξόντωσή τους. Επί του τελευταίου ειδικά, βλ. το άρθρο μου «Παγκόσμια ημέρα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων: η τελετή ήταν μάλλον κηδεία…», στον συλλ. τόμο Υγειονομική πειθάρχηση: το ολοκληρωτικό πρόσωπο της «δημοκρατίας», επιμ. Φώτης Τερζάκης & Αλεξάνδρα Πολιτάκη (Ισηγορία: Αθήνα 2022).

4. Η λειτουργία του Υπουργείου Υγείας ως υπηρεσίας καταστολής όχι μόνο δεν κρύβεται από την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας, αλλά και διατυμπανίζεται προκλητικά μέσ’ από τη σημειολογία των ονομάτων που έχουν επιλεγεί ως επικεφαλής του (κανένας εκ των οποίων δεν είναι γιατρός): Βορίδης, Γεωργιάδης, Πλεύρης – και τώρα Χρυσοχοΐδης!

5. Και αυτό δεν θα ήθελα να θεωρηθεί ως ρητορική υπερβολή. Διότι όταν μία κυβέρνηση παραδίδει -με εξουθενωτικούς εξαναγκασμούς- ολόκληρο τον πληθυσμό της σαν πειραματόζωο στις φαρμακευτικές πολυεθνικές, λυντσάροντας ταυτόχρονα με ολοκληρωτικούς μηχανισμούς κάθε δημόσια έκφραση σκεπτικισμού ή διαφωνίας, δεν μπορεί να επικαλεστεί το ελαφρυντικό της άγνοιας: είναι ένοχη ειδεχθούς εγκλήματος – και, δυστυχώς, το υγειονομικό δεν ήταν το μόνο… Ποιος είχε όμως τη βούληση, πέρ’ από ανώδυνους και ληξιπρόθεσμους θρήνους, να φέρει στο φως και να καταγγείλει τις σύνθετες διαπλοκές, για παράδειγμα, του παραναλώματος της Βόρειας Εύβοιας, όχι μόνο με τη συντελούμενη επιχειρηματική και τουριστική οικοκτονία αλλά και με τα συμφέροντα του καρτέλ τής «τεχνολογικής μετάβασης» που κρύβονται πίσω από τη νέα τρομοκρατική ρητορεία της «κλιματικής κρίσης»· ή του πολύνεκρου σιδηροδρομικού δυστυχήματος στα Τέμπη, όχι μόνο με την ιδιωτικοποίηση ζωτικών δημόσιων υπηρεσιών αλλά και με την άτυπη εμπλοκή της χώρας στον βρόμικο πόλεμο των ΗΠΑ; Και αν κάποιοι ξαφνιάζονται από αυτόν τον τελευταίο συσχετισμό, μπορώ για την ώρα να δώσω δύο μόνο βοηθήματα για τη σύνθεση του παζλ: μια συνέντευξη του πτέραρχου ένα αποστρατεία Δημήτρη Δρόσου στο MilitaireNews (συνομιλία με τον Πάρη Καρβουνόπουλο), και τη βιντεοσκοπημένη αναφορά του καθηγητή ορθοπεδικής στο Νοσοκομείο Λάρισας Θεόφιλου Καραχάλιου

ιδίως 10:12-13).Υπάρχουν και άλλα στοιχεία σε αυτόν τον φάκελο (μεταξύ των οποίων κι ένας θάνατος από τροχαίο του Διευθυντή Κυκλοφορίας του ΟΣΕ), αλλά για την ώρα επιφυλάσσομαι – δεν είμαστε δα και τίποτα συνομωσιολόγοι!

6. «Πανδημία ή ολοκληρωτισμός;», συνέντευξη στο Φώτη Καγιάφα· τώρα, στο βιβλίο μου Ιατρική/Πολιτική: μια ανθρωπολογική-φιλοσοφική ματιά στις αντιμαχόμενες θεραπευτικές αντιλήψεις στον σύγχρονο κόσμο (Αλήστου Μνήμης: Αθήνα 2021), Παράρτημα V, σελ. 260.


Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου