Της Σοφίας Χουδαλάκη
Ο δημόσιος χώρος είναι μια έννοια εξαιρετικά σημαντική για την δημοκρατική λειτουργία κάθε κοινωνίας. Ο δημόσιος χαρακτήρας κάθε χώρου και λειτουργίας, όπως είναι το δημόσιο σχολείο, το δημόσιο πανεπιστήμιο, η δημόσια συγκοινωνία, η δημόσια πλατεία, η δημόσια παραλία κτλ, είναι ο χώρος ή η λειτουργία όπου «λειαίνονται», μειώνονται ή σβήνουν οι διαφορές μεταξύ οικονομικά διαφορετικών ανθρώπων. Είναι εκεί που η κάθε οικονομική διαφορά μεταξύ των ανθρώπων δεν έχει σημασία, γιατί αναγνωρίζουμε όλοι ότι κάποια αγαθά ή υπηρεσίες πρέπει να είναι ανεξάρτητες από τις οικονομικές δυνατότητες του καθενός. Αυτό σημαίνει ότι αναγνωρίζουμε, για παράδειγμα, ότι ένα παιδί που προέρχεται από μια οικονομικά ασθενή οικογένεια θα έπρεπε να έχει τις ίδιες ευκαιρίες μόρφωσης με ένα παιδί που προέρχεται από μια εύπορη οικογένεια. Αυτό σημαίνει, ότι ένας ασθενής που βασανίζεται από κάποια πάθηση και δεν έχει χρήματα έχει το ίδιο δικαίωμα στη θεραπεία ή την ιατρική φροντίδα, όπως εκείνος ο ασθενής που έχει χρήματα. Αυτή η διάσταση της δημόσιας λειτουργίας των χώρων είναι ζήτημα που αν το προεκτείνουμε σε όλα τα πεδία της ζωής καταλήγει στην δημοκρατικότητα που θέλουμε (όχι όλοι μας) να διατρέχει την κοινωνία μας.
Η άποψη που εκφράζει ο δημοσιογράφος της αθηναϊκής εφημερίδας, καταργεί ακριβώς αυτόν τον χαρακτήρα του δημόσιου και προβάλει σαν «λογική» τη γκετοποίηση των παραλιών. Βέβαια, πολύ πριν έρθει αυτή η γκετοποίηση του δημόσιου χώρου, έχει προηγηθεί η γκετοποίηση της Παιδείας, με την σκόπιμη υστέρηση των δημόσιων σχολείων και πανεπιστημίων έναντι των ιδιωτικών, η γκετοποίηση των νοσοκομείων, με την εγκατάλειψη των δημόσιων δομών υγείας και την ενίσχυση των ιδιωτικών, η γκετοποίηση των ζωνών κατοικίας κτλ. Τώρα προχωράμε και στις παραλίες με το λογικοφανές επιχείρημα, ότι «Είναι λογικό να μην θέλουν δίπλα στην ακριβοπληρωμένη ξαπλώστρα τους να έρθει μια τετραμελής οικογένεια, με την ομπρέλα της, την πετσέτα της και τα ταπεράκια της». Στο πλαίσιο αυτής της άποψης, να διευκρινίσουμε ότι ούτε η οικογένεια επιθυμεί να συνυπάρξει σε ένα περιβάλλον επιδειξιομανίας κάθε προσανατολισμού, γούστου και αισθητικής. Η οικογένεια θέλει τη δημιουργία οικογενειακών αναμνήσεων, θέλει την ανάπτυξη συναισθηματικών δεσμών της επόμενης γενιάς με τούτην εδώ τη χώρα, με τις παραλίες της και τα βουνά της. Δεν θέλει να γίνει δέκτης ούτε του ήθους, ούτε της αισθητικής, ούτε της συμπεριφοράς εκείνων που πηγαίνουν στις παραλίες «για να τους δουν και για να δουν».
Και σε αυτό το σημείο εγείρεται το ερώτημα:
«Με ποιο κριτήριο θα χωρίσουμε τις παραλίες σε εκείνες που θα μπορούν να πάνε οι οικογένειες και σε εκείνες που θα μπορούν να ικανοποιούνται οι επιδειξιομανείς “πλούσιοι”;» …οι οποίοι, ειρήσθω εν παρόδω, συνήθως είναι περισσότερο επιδειξιομανείς και πολύ λιγότερο πλούσιοι.
Κατά τη δεκαετία του 1970 υπήρξε έντονο το κίνημα των γυμνιστών στις ελληνικές παραλίες. Ευρωπαίοι, τότε, κατέκλυζαν ολόκληρες περιοχές αναζητώντας χώρους κατάλληλους για να εκφράσουν τη επιθυμία τους για γυμνισμό, χωρίς καμία διάθεση ούτε να προσβάλλουν, ούτε να ενοχλήσουν αλλά κυρίως ούτε να εκτοπίσουν τους άλλους λουόμενους. Σταδιακά, δημιουργήθηκαν τόποι στους οποίους οι γυμνιστές βρήκαν χώρους έκφρασης και δημιούργησαν μια τοπική παράδοση. Ο τίτλος «παραλία γυμνιστών» αποδόθηκε εθιμικά από τους ντόπιους και χωρίς κανένας ποτέ να αποκλειστεί από την πρόσβαση στην παραλία, όλοι έβρισκαν έναν τόπο να απολαύσουν το μπάνιο τους χωρίς να ενοχλούν ή να ενοχλούνται. Σήμερα, δεν μιλάμε για μια αυθόρμητη διαφοροποίηση των παραλιών, ανάλογα με τις επιθυμίες του καθενός. Σήμερα μιλάμε για εκτοπισμό, ακόμα και με τη βία, των παραδοσιακών λουόμενων από τους τόπους στους οποίους απολάμβαναν τη θάλασσα επί δεκαετίες. Το χειρότερο είναι, ότι απόψεις σαν αυτές που διαβάζουμε στον Τύπο, προσπαθούν να καταστήσουν αυτόν τον εκτοπισμό σαν ηθικά έγκυρο, σαν λογικό και ευσταθή. Είναι κατανοητό ότι για τους θιασώτες της «ελεύθερης αγοράς» τα παραπάνω όντως ευσταθούν. Άραγε, στο πλαίσιο της δικής τους λογικής, να περιμένουμε αντίστοιχη επιχειρηματολογία και για τα στασίδια στις εκκλησίες;
Μια απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα για τον διαχωρισμό των παραλιών θα ήταν να υιοθετήσουμε το κριτήριο του πλήθους. Να δούμε πόσοι, τέλος πάντων, είναι αυτοί οι «ιδιαίτερα πλούσιοι» που θέλουν ιδιωτικές παραλίες και ενοχλούνται από τα παιδιά μας και πόσοι είμαστε εμείς, που θέλουμε απλώς να κάνουμε μπάνιο στις θάλασσες της πατρίδας μας. Αν η βούληση του καθενός αξίζει ισότιμα, και στη δημοκρατία υποτίθεται ότι αξίζει ισότιμα, τότε το κριτήριο είναι δημογραφικό και εφαρμόζεται αναλογικά. Ωστόσο, δεν φαίνεται να προκύπτει πολύ δημοκρατικά αυτός ο αποκλεισμός των πολλών προς όφελος των λίγων. Για την ακρίβεια, φαίνεται ότι το κριτήριο είναι κυρίως οικονομικό. Φαίνεται ότι απόψεις σαν αυτές που διαβάζουμε προσπαθούν να παρουσιάσουν σαν λογικό, ότι το δικαίωμα στην κατοχύρωση της επιθυμίας κάποιου μπορεί να εδράζεται στην οικονομική του επιφάνεια. Είναι η σύγχρονη ηθική της πλουτοκρατίας, όπου αυτός που έχει χρήματα θεωρεί «λογικό» να επιβάλλει τις επιθυμίες του. Ακόμα κι αν δεχτούμε ότι ο καθένας βαφτίζει φυσιολογικό ό,τι τον συμφέρει, εμείς, οι οικογενειάρχες που προσπαθούμε να βρούμε λίγη δροσιά και χαλάρωση στη θάλασσα, γιατί οφείλουμε να δεχτούμε σαν φυσιολογική αυτή την επιβολή της οικονομικής ισχύος; Λοιπόν, όχι. Δεν είναι ούτε φυσιολογικό, ούτε κανονικό, ούτε αποδεκτό να μας εκτοπίζουν από τις παραλίες, επειδή κάποιοι θεωρούν ότι μπορούν να αγοράσουν την αποκλειστική χρήση αυτού του κομματιού της Ελλάδας.
Αν έχω να επιλέξω μεταξύ της ανάγκης μιας οικογένειας να ξεκουραστεί, να παίξει με τα κουβαδάκια της και να φάει τα κεφτεδάκια της από το τάπερ της γιαγιάς και ενός επιδειξιομανούς κυρίου ή κυρίας να προβάλει τον πραγματικό ή πλαστό πλούτο του παραγγέλνοντας κοκτέιλ που τιμολογείται όσο ένα μεροκάματο, θα επιλέξω την οικογένεια. Στο κάτω-κάτω, ο «μπατιροτουρισμός» με τον οποίο μας «απειλεί» το συγκεκριμένο άρθρο εάν δεν αποδεχτούμε τον αποκλεισμό μας προς όφελος των «πλουσίων τουριστών που κάνουν δημόσιες σχέσεις στις παραλίες», είναι κατά πάσα πιθανότητα ο αντίστοιχος πολίτης μιας άλλης χώρας που παλεύει, όπως κι εμείς, να ζήσει μια βδομάδα διακοπών, ενώ του έχουν κόψει (κι εκείνου όπως κι εμάς) κάθε δυνατότητα για ασφάλεια εργασιακή, για νοσηλεία, για εκπαίδευση κτλ. Και αυτό είναι ένα μέλλον που εμείς δεν το προκαλούμε με τη συμπεριφορά μας στην τουριστική οικονομία της χώρας μας, αλλά έρχεται κατά πάνω μας ως απότοκο των εργασιακών και οικονομικών εξελίξεων στην Ευρώπη. Όλοι μας, κάθε «μπατιροτουρίστας» αλλοδαπός ή ημεδαπός, οφείλει να θυμάται ότι το δημοκρατικό του δικαίωμα κερδίζεται με πάλη ενάντια στη βαρβαρότητα και διατηρείται από τη δική του πολιτισμένη και ευπρεπή άσκηση αυτού του δικαιώματος.
Υ.Γ. Επιτρέψτε μου μια προσωπική κατάθεση που προκύπτει από την πολυετή εμπειρία μου με «ακριβούς» τουρίστες. Κατά κανόνα, οι επισκέπτες της χώρας μας που έχουν παιδεία και οικονομική ευχέρεια άνω του μέσου όρου, ψάχνουν εναγωνίως για αυθεντικές εμπειρίες των ντόπιων κάθε περιοχής. Πηγαίνουν σε ταβερνάκια και καφενεία σε χωριά, ψάχνουν τα πανηγύρια και τις παραδοσιακές εκδηλώσεις και κυκλοφορούν με πρόχειρα ρούχα από αυτά που τα φοράς για μια σεζόν και τέλος. Οι άλλοι, αυτοί που επιδίδονται στις δημόσιες σχέσεις της ξαπλώστρας, συνήθως έχουν τεράστια ψυχολογική και οικονομική ανάγκη να κλείσουν «δουλειές», να δείξουν επιτυχημένοι ποιο πολύ από ότι στην πραγματικότητα είναι και δεν θέλουν δίπλα τους «τα ταπεράκια» διότι τους θυμίζουν τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να ζουν για να καταφέρουν να έχουν θέρμανση τον χειμώνα στα σπίτια τους ή φαγητό στα ψυγεία τους.
Καλές, αυγουστιάτικες βουτιές! Με τις ψάθες μας, τα ψυγειάκια μας και τα ταπεράκια μας γεμάτα!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου