Το ιδιόρρυθμο και ανισότιμο σύστημα αναδιανομής, του οποίου η φοροδιαφυγή αποτελεί κεντρικό πυλώνα, αποτελεί τη μεγάλη «επιτυχία» του ελληνικού κράτους, αφού του επέτρεψε ανέξοδα – με μηδαμινές κοινωνικές παροχές – σε μερικές δεκαετίες να μπει στο κλειστό κλαμπ των αναπτυγμένων καπιταλιστικών οικονομιών, μέσα από το ελληνικό «οικονομικό θαύμα» των δεκαετιών του ’50 και του ’60. Ασφαλώς στο εσωτερικό της χώρας δεν βιώθηκε ως «θαύμα», αφού η περίοδος εκείνη υπήρξε εποχή βάθυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων, έντονων πολιτικών ανταγωνισμών, βάναυσου αυταρχισμού και σκληρής εκμετάλλευσης, που έχουν αφήσει ανεξίτηλα σημάδια στην ελληνική κοινωνία.
Του Θοδωρή Καρυώτη *
Το τέλος της περιόδου δημοσιονομικής χάριτος λόγω πανδημίας και η επιστροφή στα αυστηρά πλεονάσματα αναπόφευκτα ξαναφέρνουν το ζήτημα της φοροδιαφυγής στο προσκήνιο. Υπάρχει φοροδιαφυγή στον τομέα των αυτοαπασχολούμενων; Σαφώς υπάρχει, παρόλο που οι ποικίλες μεταρρυθμίσεις της τελευταίας δεκαετίας έχουν καταφέρει να την περιορίσουν. Δεν παίρνει βεβαίως την ίδια μορφή και έκταση σε όλες τις επαγγελματικές και εισοδηματικές κατηγορίες, ώστε να δικαιολογούνται τα οριζόντια μέτρα που προτείνονται.
Εδώ ωστόσο, δεν θέλω να θίξω φοροελεγκτικά και φοροεισπρακτικά ζητήματα, ούτε να συζητήσω περί φορολογικής δικαιοσύνης. Ηκυρίαρχη ανάγνωση του ρόλου της φοροδιαφυγής στον ελληνικό πλαίσιο είναι μονοσήμαντη. Εκκινεί από κουλτουραλιστικές αφηγήσεις[1] που τοποθετούν τον «άναρχο ατομισμό» και την «αμοραλιστική οικογενειοκρατία» ως την πηγή όλων των κοινωνικών δεινών, και που απαρέγκλιτα καταλήγουν σε προτροπές για εξευρωπαϊσμό και εκσυγχρονισμό. Και εκφράζεται στον δημόσιο διάλογο ως ένας διαχρονικός ηθικολογικός θρήνος για την αποτυχία του ελληνικού κράτους και την απόκλιση του από τις αρχές της ευρωπαϊκής «οικογένειας». Εδώ προτείνω μια διαφορετική ανάγνωση: η φοροδιαφυγή, όντας δομικό στοιχείο της ελληνικής οικονομίας και όχι ατομικό ηθικό έλλειμα, δεν αποτελεί αποτυχία του ελληνικού κράτους, άλλα μια από τις σημαντικές «επιτυχίες» του.
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και ενώ τα κράτη της βόρειας Ευρώπης έβαζαν τις βάσεις για αυτό που αργότερα αποδείχτηκε η «χρυσή τριακονταετία» του βιομηχανικού καπιταλισμού, η Ελλάδα βρήκε το ανταγωνιστικό της πλεονέκτημα ως χώρα της καπιταλιστικής ημιπεριφέρειας στους χαμηλούς μισθούς και το μηδενικό κόστος κοινωνικής αναπαραγωγής – και, κατ’ επέκταση, την υψηλή κερδοφορία για το κεφάλαιο.Τα κράτη της βόρειας Ευρώπης εγκαθίδρυαν δαιδαλώδη συστήματα υγείας, πρόνοιας, στέγασης, ασφάλισης και γενικά αναδιανομής των πλεονασμάτων – τα οποία ασφαλώς είχαν εξασφαλίσει λόγω της ηγεμονικής θέσης που τους προσέφερε το αποικιοκρατικό τους παρελθόν–προκειμένου να κατευνάσουν τις ανήσυχες εργατικές τους τάξεις και να τις ενσωματώσουν στο σχέδιο καλπάζουσας ανάπτυξης. Όχι μόνο το ελληνικό κράτος δεν διέθετε τέτοιου είδους πλεονάσματα, αλλά και η μετεμφυλιακή τάξη πραγμάτων στηρίζονταν στον αποκλεισμό ενός μεγάλου τμήματος του πληθυσμού – των ηττημένων του Εμφυλίου – από την κοινωνική και πολιτική ζωή. Ένα καθολικό αναδιανεμητικό κράτος πρόνοιας θα παράβαινε αυτή την αρχή.Έτσι, προκειμένου να επιτύχει τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης που θα του επέτρεπαν να διατηρήσει ανταγωνιστική την οικονομία,το ελληνικό κράτος επιμελώς οικοδόμησε ένα παράλληλο, άδηλο και άτυπο σύστημα πρόνοιαςκαι αναδιανομής, το οποίο του επέτρεπε να αποποιηθεί κάθε ευθύνη για την κοινωνική αναπαραγωγή και να τημετακυλήσει στο άτομο και στην οικογένεια, διατηρώντας έτσι με τρόπο ανέξοδοένα ελάχιστο κοινωνικής συνοχής και νομιμοποίησης, παρά τα σκληρά χρόνια αυταρχισμού στο πλαίσιο της «καχεκτικής δημοκρατίας» και της μετέπειτα δικτατορίας.
Το άτυπο σύστημα πρόνοιας είχε στην καρδιά του την οικογενειοκρατική αναδιανομή, πρωτίστως μέσα από το σύστημα της αντιπαροχής και της άτυπης δόμησης, το οποίο κατάφερε σε μία ή δύο γενιές να μετατρέψει μεγάλο τμήμα του άκληρου πληθυσμού σε μικροϊδιοκτήτες. Άλλοι πυλώνες του άτυπου συστήματος πρόνοιας υπήρξαν το πελατειακό σύστημα – ένα ιδιόρρυθμο, αυθαίρετο και άδικο σύστημα αναδιανομής, το οποίο όμως εξυπηρέτησε για πολλά χρόνια την άδικη και αυθαίρετη αρχή του αποκλεισμού των ηττημένων του Εμφυλίου από την κοινωνική ζωή – και ηανοχή στην παράτυπη οικονομική δραστηριότητα και την παραοικονομία. Η τελευταία έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην σταθεροποίηση του ελληνικού καπιταλισμού. Η εύκολη πρόσβαση στην αυτοαπασχόληση – η οποία επιτεύχθηκε με τη διαχρονική ανοχή στην εισφοροδιαφυγή και τη φοροδιαφυγή – αποτέλεσε βαλβίδα ασφάλειας και εύκολη λύση στο ενδημικό πρόβλημα της υψηλής ανεργίας, χωρίς να αναγκαστεί το κράτος να θεσπίσει δαπανηρές επιδοματικές πολιτικές. Η ανοχή στην φοροδιαφυγή, επιπλέον, δεδομένου του σημαντικού βάρους της οικογενειακής επιχείρησης στην οικονομία, υπήρξε ένα άδηλο μέτρο αναδιανομής και στήριξης της οικογένειας. Αφού κανένα ενδιαφέρον δεν υπήρξε για τη δημιουργία ενός πλαισίου ουσιαστικής στήριξης των νοικοκυριών με επιδόματα η υπηρεσίες, και αφού η υγεία και η παιδεία μόνο κατ’ όνομα υπήρξαν δημόσιες και δωρεάν, η φοροδιαφυγή επέτρεψε στα μικροαστικά νοικοκυριά να αγοράσουν αυτές τις υπηρεσίες στην ελεύθερη αγορά – δηλαδή να πληρώσουν τους ιδιώτες γιατρούς και τα φροντιστήρια. Σαφώς πρόκειται για ένα αυθαίρετο και άδικο σύστημα αναδιανομής: αφενός, οι μισθωτοί ποτέ δεν είχαν ανάλογες ευκαιρίες αναδιανεμητικής φοροδιαφυγής, αφετέρου οι μισθωτοί που εργάζονταν στη άτυπη οικονομία αποτελούσαν πάντα μια υποδεέστερη τάξη χωρίς κανένα κοινωνικό δικαίωμα, μια κατάσταση που διαιωνιζόταν από την ανοχή στην εισφοροδιαφυγή και την αδήλωτη εργασία. Και ασφαλώς το σύστημα αυτό δεν είχε ομοιόμορφα αποτελέσματα, αφού και οι αυτοαπασχολούμενοι δεν αποτελούν ομοιόμορφη κοινωνική τάξη. Κάποιοι μέσα από την φοροδιαφυγή και την εισφοροδιαφυγή έχτισαν περιουσίες, κάποιοι άλλοι – οι περισσότεροι ίσως – συνέχισαν με επισφάλεια να αγωνίζονται για ένα αξιοπρεπές μεροκάματο.
Αυτό το ιδιόρρυθμο και ανισότιμο σύστημα αναδιανομής, του οποίου η φοροδιαφυγή αποτελεί κεντρικό πυλώνα, αποτελεί τη μεγάλη «επιτυχία» του ελληνικού κράτους, αφού του επέτρεψε ανέξοδα – με μηδαμινές κοινωνικές παροχές – σε μερικές δεκαετίες να μπει στο κλειστό κλαμπ των αναπτυγμένων καπιταλιστικών οικονομιών, μέσα από το ελληνικό «οικονομικό θαύμα» των δεκαετιών του ’50 και του ’60. Ασφαλώς στο εσωτερικό της χώρας δεν βιώθηκε ως «θαύμα», αφού η περίοδος εκείνη υπήρξε εποχή βάθυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων, έντονων πολιτικών ανταγωνισμών, βάναυσου αυταρχισμού και σκληρής εκμετάλλευσης, που έχουν αφήσει ανεξίτηλα σημάδια στην ελληνική κοινωνία.
Τα προγράμματα μεταρρυθμίσεων που ακολούθησαν την κρίση χρέους στην Ελλάδα προσπάθησαν να αποξηλώσουν το – ομολογουμένως, άδικο και αυθαίρετο – μεταπολεμικό άτυπο σύστημα πρόνοιας και αναδιανομής, χωρίς ωστόσο να προβλέπουν τη δημιουργία άλλων θεσμών αναδιανομής που θα το υποκαταστήσουν. Οι παρεμβάσεις αυτές, ενώ ενδύονται τον μανδύα της κοινωνικής δικαιοσύνης, υποβαθμίζουν περαιτέρω τη ζωή της κοινωνικής πλειοψηφίας. Γιατί δεν υπάρχει κανένας νοήμων άνθρωπος σήμερα στη χώρα που να πιστεύει ότι η «πάταξη της φοροδιαφυγής» γίνεται προκειμένου να ενισχυθούν οι δημόσιες υπηρεσίες πρόνοιας. Η υποβάθμιση των δημόσιων υπηρεσιών και παροχών στο πλαίσιο της δημοσιονομικής πειθαρχίας αποτελεί σημείο συναίνεσης για όλες τις κυβερνήσεις των τελευταίων δεκαετιών, ανεξαρτήτως πολιτικού στίγματος. Αντίστοιχα, το πλήγμα που την τελευταία δεκαετία δέχεται η ιδιοκατοίκηση – παραδοσιακά ένα στοιχείο ευρωστίας των νοικοκυριών στο ελληνικό μοντέλο – δεν πρόκειται να αναπληρωθεί με μια δέσμη στοχευμένων στεγαστικών πολιτικών, καταδικάζοντας έτσι ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού στη «ζούγκλα» των ενοικίων και εντείνοντας την στεγαστική κρίση.
Η μόνη λογική ερμηνεία τέτοιων επιθέσεων στην αυτοαπασχόληση και την ιδιοκατοίκηση είναι ότι εντάσσονται στο σχέδιο παραγωγικής αναδιάρθρωσης της χώρας, σύμφωνα με το οποίο τα μικρά κεφάλαια και η μικρή ιδιοκτησία θα πρέπει να βγουν από τη μέση και να αφήσουν χώρο για την εισροή μεγάλων κεφαλαίων. Σε αυτή τη νέα κατάσταση, οι πιο τυχεροί και «ανταγωνιστικοί» (πρώην) αυτοαπασχολούμενοι και ιδιοκάτοικοι θα βρουν τη θέση τους στις νέες επιχειρήσεις ως μισθωτοί και ενοικιαστές αντίστοιχα, ενώ οι λιγότερο τυχεροί θα ενταχτούν στις στρατιές των ανέργων και των αστέγων.
[1] Χαρακτηριστική είναι αυτή του Μ. Μαραγκουδάκη, «Η ελληνική κρίση και οι πολιτισμικές της καταβολές», Εκδ. Σιδέρη.
* Θοδωρής Καρυώτης, Κοινωνιολόγος, υποψήφιος διδάκτορας Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Γάνδης, Βέλγιο
Πηγή: thepressproject.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου