Η διεθνής πολιτική δεν είναι «μπίζνες», κύριε Τραμπ

Ο Ντόναλντ Τραμπ στα χρόνια του... real estate

Έχουμε μια απότομη προσγείωση στην πολιτική πραγματικότητα τόσο για τον πλουσιότερο όσο και για τον ισχυρότερο (υποτίθεται) άνθρωπο στον πλανήτη.

Του Δημήτρη Β. Πεπόνη

Όπως ο Ίλον Μασκ έκανε το λάθος να πιστεύει ότι το κράτος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής προσομοιάζει στις εταιρείες του, έτσι και ο Ντόναλντ Τραμπ έκανε το λάθος να νομίζει ότι η διεθνής πολιτική είναι «μπίζνες».

«Μόλις εκλεγώ πρόεδρος θα τελειώσω τον πόλεμο στην Ουκρανία σε μια μέρα», μια εβδομάδα, ένα μήνα… έλεγε ο Τραμπ (ενώ οι οπαδοί του ισχυρίζονταν ότι «Μόλις αλλάξουν τη στάση τους οι ΗΠΑ στον πόλεμο στην Ουκρανία οι ηγεσίες κεντρικών ευρωπαϊκών κρατών αμέσως θα ακολουθήσουν σαν σκυλάκια»).

Όμως ο πόλεμος στην Ουκρανία όχι μόνο δεν τέλειωσε, αλλά συνεχίζεται σαν να είναι αδιάφορο, σαν να μην δίνει σχεδόν κανείς πλέον σημασία στο τι λέει και τι κάνει ο Τραμπ, φανερώνοντας μια παντελής και πλήρης αδυναμία. Μήπως είναι υπερβολική μια τέτοια εκτίμηση περί αδυναμίας; Όχι, καθώς δίχως έλεγχο επί της συμπεριφοράς άλλων (π.χ. επιρροή), και επί του αποτελέσματος μιας συνθήκης, μιας διαδικασίας ή μιας κατάστασης, (π.χ. επιτυχία-αποτυχία), δεν υπάρχει ισχύς (παρά «δυσαρέσκεια», «απογοήτευση», «θλίψη», «εκνευρισμός» κ.λπ).

Έχουμε μια απότομη προσγείωση στην πολιτική πραγματικότητα τόσο για τον πλουσιότερο όσο και για τον ισχυρότερο (υποτίθεται) άνθρωπο στον πλανήτη. Όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής δεν είναι εταιρεία, έτσι και η διεθνής πολιτική δεν είναι «μπίζνες» -μπορεί να είναι υπό προϋποθέσεις μερικώς και σε σημεία κι αυτό, αλλά όχι μόνο, αποκλειστικά ή συνολικά και σίγουρα όχι ουσιωδώς αυτό.

Βασικά ο Τραμπ λειτουργεί σε μια ευνοϊκή παγκόσμια συγκυρία για τη χυδαία κατά τα άλλα αντίληψή του περί «μπίζνες»: Στη Μέση Ανατολή ή Δυτική Ασία έχουμε τους Άραβες του Κόλπου, και ειδικότερα τους Σαούντ, που έχοντας τον τίτλο του Θεματοφύλακα και Προστάτη των Δύο Ιερών Τζαμιών, προσπαθούν να αποπολιτικοποίησουν ζητήματα (π.χ. Παλαιστινιακό), να κάνουν εμπόριο καινα αποκαταστήσουν το όνομα και την παλιά αίγλη των Αράβων (το πώς και το γιατί χρήζουν ειδικής ανάλυσης).

Στην Ανατολική Ασία έχουμε την Κίνα την οποία συμφέρει το εμπόριο ως πεδίο ανταγωνισμού με τις ΗΠΑ, καθώς το Κεντρικό Βασίλειο αποτελεί το μεγαλύτερο εμπορικό έθνος στον πλανήτη. Επιπλέον, η ομάδα κρατών BRICS προσφέρει μια προοπτική οικονομικής ανάπτυξης σε κράτη της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής, ανεξάρτητα από «δυτικές» προϋποθέσεις, πιέσεις και εκβιασμούς (Η Ρωσία θα ήθελε κι αυτή να έχει καλές εμπορικές και ενεργειακές σχέσεις με κεντρικά ευρωπαϊκά κράτη και με τις ΗΠΑ αλλά το ζήτημα της Ουκρανίας έχει καταστρέψει μια τέτοια προοπτική).

Σε αυτό το διεθνές περιβάλλον έρχεται να προστεθεί ο Τραμπ, όχι ως τροφοδότης και κινητήριος μοχλός αλλά ως αυτός που επιβεβαιώνειμια ευρύτερη τάση, την οποία εκφράζει πιο αμερικανικά και χυδαία.

Εντούτοις τα προηγούμενα δεν σημαίνουν ότι η διεθνής πολιτική είναι «μπιζνες» παρότι επιδιώκεται μια πορεία πολεμικής νηνεμίας και διακανονισμών μετά από το αμερικανικό ντελίριο μονοπολικού μεγαλείου και την φρενήρης καταιγίδα της μονοπολικής ηγεμονικής στιγμής των ΗΠΑ.

Προφανώς και είναι προτιμότερο να υπάρχει μια αμερικανική κυβέρνηση που θέλει να κάνει εμπόριο και όχι να βολοδέρνει στον πλανήτη ρίχνοντας βόμβες, σκοτώνοντας ανθρώπους και εκπολιτίζοντας βαρβάρους (σήμερα ο εκπολιτισμός δεν μπορεί να έχει φυλετικό περιεχόμενο κι άρα έχει πολιτικό: εξ ου και ονομάζεται εκδημοκρατισμός). Ωστόσο η διεθνής και παγκόσμια πολιτική δεν είναι απλώς και μόνο η οικονομία και το εμπόριο σε διεθνή και παγκόσμια κλίμακα, αλλά κάτι πολύ ευρύτερο. Πίσω από μια τέτοια στενή αντίληψη της πολιτικής και την ταύτισή της με την οικονομία κρύβεται το παραδοσιακό δόγμα ότι το εμπόριο θα υποκαταστήσει στον πόλεμο (ή η οικονομία την πολιτική, η εταιρεία το κράτος κ.ο.κ).

Το γεγονός ότι ένας τέτοιος ισχυρισμός είναι ψευδής, ότι δεν ισχύει, το γνωρίζουμε όχι μόνο θεωρητικά, από τη διάψευση έργων όπως το The Great Illusion του Norman Angell, το οποίο κυκλοφόρησε λίγο πριν από την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και ισχυριζόταν ότι η οικονομική πρόοδος θα καθιστούσε τον πόλεμο αδύνατο (κάτι παρόμοιο ζήσαμε και με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και το δόγμα περί του Τέλους της Ιστορίας: όλες αυτές οι ιδέες αποτελούν προϊόντα της βρετανικής και αμερικανικής φιλελεύθερης οικονομίστικης σκέψης), αλλά το γνωρίζουμε και εμπειρικά: τόσο από την περίοδο της λεγόμενης εμποροκρατίας όσο και από την εκτόξευση του γαλλογερμανικού και ρωσογερμανικού εμπορίου μια δεκαετία πριν από το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Κατά τα λοιπά, προφανώς και είναι προτιμότερο να υπάρχει στις ΗΠΑ ένας πρόεδρος που θέλει να τελειώνει παρά να αρχίζει πολέμους. Όμως, θα πρέπει να τονιστεί κάτι ακόμα, στην περίπτωση που οι οπαδοί του Τραμπ (δικαιολογημένα μέχρι ενός σημείου) μας πουν ότι το βαθύ κράτος των ΗΠΑ λειτουργεί ανεξάρτητα από τη βούληση του ίδιου του Τραμπ: Θα πρέπει να τους θυμίσουμε ότι επί Ομπάμα ήταν γνωστό τοις πάσι ότι η CIA της Μέσης Ανατολής λειτουργούσε (σε συνεργασία με τη Μοσάντ) σχεδόν αυτόνομα και σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα ενάντια στη γραμμή των κεντρικών του Λάνγκλεϊ, ενώ είναι γνωστό το ερώτημα-δίλημμα Stress or Genes για το γκριζάρισμα των μαλλιών του Ομπάμα σε σύντομο σχετικά χρονικόδιάστημα.

Όπως και να ‘χει, ο Ομπάμα μπορεί να αισθάνθηκε μεν αλλά δεν ήρθε σε μετωπική σύγκρουση με την πραγματικότητα του βαθέος αμερικανικού κράτους (όπως ο Τραμπ), ούτε έγιναν δύο δολοφονικές απόπειρες εις βάρος του (Δεν εξομοιώνω δηλαδή την κατάσταση απλά θυμίζω πράγματα που βολικά έχουν ξεχαστεί προκειμένου να τονίζονται οι ασυνέχειες και όχι οι συνέχειες.

Αν είχε το μυαλό και τις εμπειρίες της δεύτερης θητείας του ο Τραμπ, ίσως να μην έβαζε τόσο ανεγκέφαλα και ελαφρά τη καρδία τέλος στη Συμφωνία JCPOA για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, που υπογράφηκε μεταξύ της Τεχεράνης, των πέντε μόνιμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ (ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία), της Γερμανίας και της Ε.Ε.

Αν είχε το μυαλό και τις εμπειρίες της δεύτερης θητείας του ίσως να μην αντιμετώπιζε π.χ. ζητήματα «εξώθησης» ή «εμπλοκής» των ΗΠΑ σε έναν πόλεμο με το Ιράν (τα οποία αντιμετώπιζε και ο Ομπάμα) και ίσως να μην είχε ανάγκη τη συνεισφορά της Ρωσίας και του Πούτιν για μια νέα συμφωνία σχετικά με το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης (πολλοί ισχυρίζονται ότι πέρα από τις οποίες χριστιανοσιωνιστικές δεσμεύσεις ή συνδέσεις του Τραμπ ήταν και θέμα καθαρά εγωισμού και τιμωρητικής προσπάθειας αποδόμησης της κληρονομιάς του Ομπάμα, ο οποίος θεωρούσε μια τέτοια συμφωνία πολύ σημαντική παρακαταθήκη για το μέλλον των αμερικανικών συμφερόντων στη Μέση Ανατολή).

Όμως πλέον ο Τραμπ διακατέχεται από «δυσαρέσκεια» ή «εκνευρισμό», και ακούει αρνήσεις ή «απογοητεύεται» όχι μόνο από τη Ρωσία του Πούτιν ή το Πεκίνο, αλλά και από τα «σκυλάκια» της Ε.Ε ή από τα «αδερφικά» κράτη της Αγγλόσφαιρας από τον Νετανιάχου και από τον Χαμενεΐ, ενώ σε κάποια φάση δεν είναι απίθανο να ακούσει ένα «Όχι» ακόμα και από τον Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν.

Γιατί η διεθνής πολιτική δεν είναι «μπίζνες», κύριε Τραμπ.

Πηγή: ΚΟΣΜΟΔΡΟΜΙΟ

Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου