Ρατσισμός: το προπύργιο του κρετινισμού

Του Νίκου Μέντζα

Η ρατσιστική αντίληψη συνήθως απορρέει από διάφορες ψυχολογικές ανεπάρκειες. Εκείνος που την υιοθετεί, εμμέσως, παραδέχεται ότι το κύριο χαρακτηριστικό της υπόστασής του και το πιο μεγαλειώδες προτέρημά του είναι τα ζωώδη ένστικτα και τίποτε άλλο. Μέχρι εκεί φτάνει, δεν μπορεί να προχωρήσει παραπέρα στην εξελικτική αλυσίδα της ανθρώπινης νοημοσύνης. Το μοναδικό επίτευγμα ενός τέτοιου ανθρωποειδούς είναι το γεγονός ότι αισθάνεται ανώτερος από τους άλλους για κάποιον λόγο που ούτε το ίδιο μπορεί ακριβώς να προσδιορίσει. Αλλά δεν πειράζει, πώς θα μπορούσε άλλωστε να το εξηγήσει, από την στιγμή που θα χρειαζόταν να μπει σε μια διαδικασία νοητική: τη διαδικασία της σκέψης. Εξάλλου, όπως έλεγε και ο Βασίλης Ραφαηλίδης: «Ο ρατσισμός, λοιπόν, είναι φασισμός. Και ο φασισμός είναι πρωτογονισμός, ακριβώς γιατί είναι ρατσισμός. Για ράτσες μιλούν σήμερα μόνο οι ζωολόγοι, οι κτηνίατροι και οι κρετίνοι». Ο ναζισμός και ο αδερφός του, ο φασισμός, αποτελούν τις κατεξοχήν ρατσιστικές ιδεολογίες, όπως αυτές εκφράστηκαν κυρίως από την Γερμανία και την Ιταλία, αντίστοιχα.

Ο Χίτλερ στο βιβλίο του «Ο Αγών μου», που αποτελεί την βίβλο του εθνικοσοσιαλισμού, μιλώντας για τον λαό και τη ράτσα παρατηρεί:
«Η ιστορία έχει αποφανθεί με μια τρομακτική αποδεικτικότητα, πάνω στο γεγονός ότι αν ο Άριος ανακατέψει το αίμα του με κατώτερους λαούς, σαν αποτέλεσμα αυτής της επιμιξίας θα είναι η καταστροφή του εκπολιτιστή λαού...
Το πιο φωτεινό παράδειγμα για την περίπτωσή μας το δίνει η ράτσα που στάθηκε ο μεγαλύτερος και ο σοβαρότερος θεματοφύλακας του ανθρώπινου πολιτισμού, οι Άριοι...
Κατακτητής (ο Άριος), υπέταξε τους κατώτερους λαούς και έβαλε όλη τους την ενεργητικότητα κάτω απ' τις διαταγές του, ν' ακολουθούν τη θέλησή του και να πραγματοποιούν τους σκοπούς του: στάθηκε γι’ αυτούς μια τύχη καλύτερη απ' αυτήν που τους είχε στερήσει, όταν τους πήρε μόνο αυτό που ονόμαζαν οι πρόγονοί μας "ελευθερίας". Όταν σιγούρεψε σταθερά την ηθική του υπόσταση σαν αφέντης, δεν έμεινε μονάχα τέτοιος, αλλά έγινε κι ο τοποτηρητής και ο φύλακας του πολιτισμού που συνέχιζε να αναπτύσσεται».

Έτσι καταλήγει στο συμπέρασμα ότι:
«Το Ράιχ, σαν κράτος οφείλει να συμπεριλάβει όλους τους Γερμανούς και να επιδοθεί στην προσπάθεια όχι μόνο της συγκέντρωσης και της διαφύλαξης των σοβαρών δυνατοτήτων που αυτός ο λαός κατέχει σε πρωταρχικά στοιχεία ράτσας, αλλά και να τα κάνει να οδηγηθούν αργά και σίγουρα σε μια κατάσταση επικράτησης...
Το ρατσιστικό κράτος πρέπει να εκτελέσει τον υπέρτατο σκοπό του σαν εκπαιδευτής και παιδαγωγός, όταν πια θα έχει χαράξει στις καρδιές της νεολαίας που θα τον εμπιστευθούν, το πνεύμα και το ρατσιστικό συναίσθημα. Δεν πρέπει ούτε ένα αγόρι ή κορίτσι να βγει απ' το σχολείο, χωρίς να 'χει καθοδηγηθεί σ' αυτή την σπουδαία γνώση του τι είναι καθαρότητα του αίματος και ποια η αναγκαιότητά της...
Αν το ρατσιστικό εθνικοσοσιαλιστικό κράτος έχει σαν σκοπό την εκπαίδευση και την διατήρηση αυτών που στήριζαν το κράτος, πρέπει κιόλας να στραφεί και προς την τελειοποίηση των στοιχείων που αποτελούν τη ράτσα, να τ' αυξήσει και να τα προετοιμάσει τέλος, ανάλογα με την εφαρμογή του στη ζωή...
Μια θεωρία που εξουθενώνοντας την δημοκρατική αντίληψη της μάζας, τείνει να δώσει αυτή τη γη στον καλύτερο λαό, δηλαδή σε ανώτερα άτομα, πρέπει λογικά να εφαρμόσει την ίδια αριστοκρατική αρχή και στο εσωτερικό αυτού του λαού, έτσι ώστε να εξασφαλίσει στα δυνατότερα άτομα την εξουσία και την επίδραση που είναι σε θέση να εξασκήσουν. Αντί λοιπόν να δομηθεί στην θεωρία της πλειοψηφίας, το σύστημα μας στηρίζεται στην προσωπικότητα...».

Η ρατσιστική ρητορική, κατά την διάρκεια του Τρίτου Ράιχ, ανάχθηκε σε επίπεδο επιστήμης, με την στήριξη του επιχειρηματικού κόσμου και του ναζιστικού καθεστώτος. Όλος ο κρατικός μηχανισμός βρέθηκε σε μια κατάσταση ώστε να εισαχθεί το ρατσιστικό στοιχείο σε όλα τα επίπεδα της καθημερινότητας. Ο φύρερ στο βιβλίο του, δεν παραλείπει κάθε τόσο να υπενθυμίζει την σημασία της επικράτησης του ισχυρού, επισημαίνοντας ταυτόχρονα την αξία της οικονομικής ελίτ και τον ρόλο της εργασίας που «απελευθερώνει» τις συνειδήσεις. Οι φράσεις «εξουσία των εκλεκτών» και «επιβολή των ισχυρών πάνω στους αδύναμους», διατρέχουν όλο το πόνημα του αλαζονικού αυτού μυαλού, το οποίο προσπαθεί να υποβιβάσει το ζήτημα της αξιοκρατίας σε επίπεδο μεταφυσικό, με περιούσιους λαούς και ράτσες που πληρούν αιματολογικές και φυλετικές προϋποθέσεις. Σύμφωνα με τη ναζιστική θεωρία, τα αξιακά χαρακτηριστικά ενυπάρχουν σε μια κάστα εκλεκτών, οι οποίοι έχουν το αναφαίρετο δικαίωμα και την υποχρέωση να επιβληθούν σε «κατώτερου» επιπέδου λαούς. Οι τελευταίοι θα πρέπει, αξιοκρατικά πάντα, να υποταχθούν και να αποτελέσουν την δεξαμενή παροχής υπηρεσιών στην Αρία φυλή. Στην ουσία, ο ηγέτης του Τρίτου Ράιχ αναφέρεται στην δημιουργία μιας υπερεθνικής ευρωπαϊκής αυτοκρατορίας, ενός υπερκράτους με ελιτίστικα χαρακτηριστικά, που η πλειοψηφία των υπηκόων θα εργάζεται για να υπηρετήσει τυφλά και να εκπληρώσει τις επιθυμίες του ηγέτη και της ομάδας, της οποίας τα συμφέροντα αυτός εξυπηρετεί. Γιατί αυτό επιβάλλεται πλέον, ως νομοτελειακό κοινωνικό συστατικό, από τους θεσμούς…

Η ναζιστική προπαγάνδα χρησιμοποίησε με χυδαίο τρόπο και σκοπιμότητα έννοιες που εισήγαγε -κατά κύριο λόγο- η αρχαία ελληνική γραμματεία, όπως η αρετή, προσπαθώντας να υποβαθμίσει τις ιδέες στο επίπεδο της ύλης. Έτσι, τα πολιτικά και κοινωνικά αξιακά χαρακτηριστικά εκπίπτουν από το επίπεδο των ιδεών, στο επίπεδο των προσώπων, οδηγώντας στον εκφυλισμό της ανθρώπινης φύσης και νόησης. Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος που ο κατοπινός φύρερ προσπαθεί να ενσταλάξει στις αντιλήψεις επιφανειακές θεωρήσεις, παραθέτοντας αυθαίρετα ιστορικά και ιδεαλιστικά συμπεράσματα που, σε επίπεδο επιχειρηματολογίας, φροντίζουν να παραλείψουν το διαλεκτικό στοιχείο. Ενώ ο ίδιος μιλάει για συγκρουσιακές καταστάσεις, όταν φτάνει στο στάδιο της τεκμηρίωσης, παίρνει καταστάσεις και γεγονότα ως δεδομένα. Στην ναζιστική ιδεολογία δεν υπάρχει χώρος για φιλοσοφικές αναζητήσεις, αμφισβήτηση και πάλη των ιδεών. Εκείνο που εκπροσωπείται είναι η δημαγωγία, το δεσποτικό πνεύμα και η ρατσιστική θεώρηση της κοινωνίας. Ο ορθολογισμός δίνει ολοκληρωτικά τη θέση του στην ασάφεια... Το πλαίσιο μέσα στο οποίο ενισχύεται και γιγαντώνεται ο ναζισμός είναι εκ διαμέτρου αντίθετο με εκείνο του ανθρώπινου πολιτισμού, κέντρο του οποίου είναι η οντότητα άνθρωπος (και, αναπόφευκτα, η φύση, μέρος της οποίας είναι και αυτός). Στη ναζιστική κοινωνία είναι ο άνθρωπος που υπηρετεί το σύστημα και όχι το αντίθετο. Η κοινωνική αλλοτρίωση είναι το βασικό χαρακτηριστικό μιας τέτοιας κοινωνίας, πράγμα που επιτρέπει σε εξουσιαστικές αντιλήψεις να επιβάλλουν ό,τι κρίνουν εκείνες σκόπιμο, χωρίς περαιτέρω διερεύνηση και κριτική. Ο σκεπτικισμός και το ερευνητικό πνεύμα είναι εχθροί του απολυταρχικού αυτού καθεστώτος, το οποίο όχι μόνο δεν επιδιώκει την αξιοκρατία, αλλά αντιθέτως δημιουργεί εκτελεστικά όργανα που με φονταμενταλιστικούς όρους και απύθμενη κομπορρημοσύνη επιβάλουν την θέληση του «κυρίου» τους. Όλα αυτά βέβαια γίνονται προς χάριν του μεγαλείου του Ράιχ.

Σε μετέπειτα κείμενο των SS, του παραστρατιωτικού σκέλους δηλαδή του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος των Γερμανών Εργατών (NSDAP), διευκρινίζεται ότι «για να δημιουργήσουμε οπαδούς πρέπει αυτοί να μην έχουν υποταχτεί απρόθυμα και δουλικά, αλλά να έχουν αφιερωθεί περήφανα και με αυτοπεποίθηση στον "χαρισματικό" Φύρερ και να έχουν πιστέψει ότι αυτός αποτελεί πρότυπο και είναι προικισμένος με ιδιαίτερες δυνάμεις που προκαλούν ευτυχία, φέροντας σε πέρας την αποστολή του. Οι οπαδοί υποτάσσονται αυτοβούλως, δωρίζοντας τον εαυτό τους στον εκ γενετής φορέα της θεϊκής εξουσίας». Η τακτικιστική αυτή αντίληψη συμπληρώνεται και από μια ανάλυση του Μάξ Βέμπερ, στο βιβλίο του «Οικονομία και κοινωνία», σε σχέση με την ανάγκη του συστήματος αυτού να επιβάλει μια θεώρηση της «μοναδικότητας» του χαρίσματος. Ο Βέμπερ παρατηρεί ότι «το χάρισμα είναι η επιδεικνυόμενη σε καθημερινή βάση ποιότητα που διαθέτει μια προσωπικότητα, χάρη στην οποία αποκτά υπερφυσικές ή υπεράνθρωπες ή τουλάχιστον ειδικές ικανότητες, δυνάμεις ή γνωρίσματα, τα οποία δεν είναι προσιτά στον καθένα, αλλά μόνο σε εκείνους που θεωρούνται θεόσταλτοι ή υποδειγματικά πρότυπα και επομένως Φύρερ»...

Η οικονομική κρίση του μεσοπολέμου, που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ και εξαπλώθηκε με γοργούς ρυθμούς στην Ευρώπη, συνέτεινε κι αυτή -μαζί με τους εξοντωτικούς όρους που επέβαλαν οι νικητές του Α’ ΠΠ στην Γερμανία, αλλά και τη στάση της δύσης εν γένει- στην εδραίωση της εθνικοσοσιαλιστικής ιδεολογίας και την επικράτηση του ναζιστικού κόμματος. Λίγο πριν το ξέσπασμα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, η Deutsche Bank, σε απόλυτη εναρμόνιση με το ναζιστικό κράτος, προέβη σε εκατοντάδες κατασχέσεις ακίνητης περιουσίας με πρόσχημα το φυλετικό ζήτημα και στην «αριανοποίηση» της γερμανικής βιομηχανίας και κοινωνίας, ενώ κατά την διάρκεια του Β’ ΠΠ προσάρτησε τράπεζες των κατοχικών κρατών (συμπεριλαμβανομένης και της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος), συνεργάστηκε άμεσα με την Γκεστάπο, χρηματοδότησε τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, πρωτοστάτησε στην επιστράτευση πληθυσμού από τις κατοχικές χώρες με σκοπό την καταναγκαστική εργασία στη Γερμανία, ιδιοποιήθηκε -μέσω των στρατευμάτων κατοχής, με την συνεργασία των εκάστοτε ντόπιων δωσιλόγων- κινητές και ακίνητες περιουσίες των πληθυσμών των ξένων κρατών που βρίσκονταν υπό κατοχή και στήριξε τις στρατιωτικές επεμβάσεις, σε μια προσπάθεια κατάλυσης των εθνικών κυριαρχιών και των κρατικών οντοτήτων της Ευρώπης. Όλη αυτή η αφαίμαξη αποσκοπούσε στην ισχυροποίηση, την επικράτηση και την ολοκληρωτική εξουσία της ναζιστικής Γερμανίας σε όλους τους τομείς, έναντι των «κατώτερων» και «απολίτιστων» εθνοτήτων.

Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, η Βέρμαχτ ήταν έτοιμη να επιτελέσει το «θεάρεστο» έργο της συνθλίβοντας κάθε ίχνος αντίστασης από κατώτερους λαούς. Πολλοί στρατιώτες του Γ’ Ράιχ αναφέρονταν -μέσα από επιστολές που έστελναν στην πατρίδα τους- με πολύ απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς στους βαλκανικούς λαούς, θεωρώντας τους υπανάπτυκτους και μπάσταρδους, κατώτερες φυλές των οποίων η κοινωνική θέση ήταν εκείνη του δούλου, σύμφωνα και με τα διδάγματα που είχαν υιοθετήσει από το ναζιστικό καθεστώς.

Ο υπολοχαγός Γκάιλλερ, διοικητής του 11ου λόχου του 98ου Συντάγματος της 1ης Ορεινής Μεραρχίας, έγραφε σε επιστολή του:

«Οι Μαυροβούνιοι και οι γειτονικές ράτσες είναι φτηνοί καραγκιόζηδες. Επειδή παραείναι τεμπέληδες για οποιαδήποτε δουλειά, αυτοί οι κατεργάρηδες εξασκούνται στο καθισιό, χάσκουν στο πλάι των δρόμων, παζαρεύουν σαν τους Εβραίους, κι όταν δεν έχουν πλέον τίποτε άλλο να κάνουν, τότε το παίζουν και λίγο αντάρτες. Όσον αφορά το ντύσιμο τους, κυκλοφορούν σκόπιμα με βρωμιάρικα, αλλόκοτα, μπαλωμένα κουρέλια, επειδή κάθε ευπρεπές ρούχο θα προκαλούσε τους άλλους να καθαρίσουν και να ληστέψουν αυτόν που το φοράει».
(Archiv der Gebirgstruppe: 210 - 2650, δεύτερη «επιστολή από το μέτωπο», καλοκαίρι του 1943)

Ο ίδιος αναφέρει συγκεκριμένα για τους Έλληνες, «ψάχνοντας» απεγνωσμένα να βρει την ουσία στο περιτύλιγμα, όπως του έμαθε η ιδεολογία του:
«Αυτό που παρατηρεί αμέσως κάποιος όταν πατήσει το πόδι του στο ελληνικό έδαφος είναι πως δεν συναντά σχεδόν πουθενά έναν πραγματικά ωραίο τύπο ανθρώπου που να θυμίζει, ακόμα και κάτω από την βρώμικη μάσκα ενός φτωχαδιάρη ορεινού αγρότη, εκείνο τον Έλληνα άνθρωπο. Μάταια ψάχνει κανείς έναν απόγονο των ανθρώπων που ήταν κάποτε φορείς ενός υψηλού πολιτισμού. Το μόνο που βρίσκει είναι ένα σπάνιο πολύπλευρο φυλετικό συνονθύλευμα τρισάθλιων τύπων. Μόνο υπολείμματα υπάρχουν από τον πάλαι ποτέ εξέχοντα ελληνικό λαό. Ο ελληνισμός έχει πεθάνει γιατί δεν ήταν πλέον βιώσιμος. Πίσω του άφησε τους πρώην σκλάβους απ’ όλα τα μέρη της γης που έμειναν γόνιμοι και συνέχισαν να αναπαράγονται έως ότου κατέλαβαν τον τόπο αυτό, χωρίς όμως ποτέ να διατηρήσουν τον πολιτισμό, την μόρφωση ή ακόμα και τις εξωτερικές συνθήκες ζωής. Γεννήθηκε ένας άθλιος λαός εμπόρων και διαβόητων απατεώνων».
(Archiv der Gebirgstruppe: 210 - 2650, τρίτη «επιστολή από το μέτωπο», 6.2, 1 Δεκεμβρίου 1943)

Και ο ίδιος, απευθυνόμενος στους στρατιώτες του, αρχίζει να μπαίνει σιγά-σιγά σε μια φάση «εκπολιτιστικής» διάθεσης απέναντι σε έναν κατώτερο λαό που οφείλει να υποταχθεί και να «εκπολιτιστεί»:
«Αυτά τα καθάρματα προσποιούνται ότι κάνουν ειρηνικά την δουλειά τους στους αγρούς με το άροτρο και το σκαλιστήρι, αλλά πίσω από τον πρώτο θάμνο κρύβουν το τουφέκι τους, γιατί τουφέκια και σφαίρες έχει εδώ καθένας που μπορεί να χειριστεί ένα όπλο».

Το καλοκαίρι του 1943, έγραφε σε αναφορά του καψωμένος ο Χέρμπερτ Φίσερ, δεκανέας του 3ου Τάγματος του 98ου Συντάγματος, σχετικά με την αντίσταση των Ελλήνων˙ αυτή την εποποιία της σύγχρονης Ελλάδας:
«Αχ και να μπορούσαμε επιτέλους να βάζαμε μπρος, να μπορούσε μια φορά να ακουστεί ο κρότος του πολυβόλου, τότε θα τους δείχναμε ποιος είναι το αφεντικό στη χώρα. Και όσο τους καταδρομείς τους έτρωγε η παλάμη τους να πατήσουν τη σκανδάλη και δεν μπορούσαν να βρουν ικανοποίηση, τόσο ξεθύμαιναν με μια ξεγυρισμένη βαυαρέζικη βρισιά κατά των «καταραμένων συμμοριτών». Σε κάθε χωριό που αναγνωριζόταν ως συμμοριτοφωλιά γίνονταν έρευνες και παντού βρίσκονταν όπλα και πολεμοφόδια. Ήταν μια ικανοποίηση να τα ξετρυπώνουμε από τις κρυψώνες τους. Οι λαμπερές φλόγες ορθώνονταν σαν προειδοποιητικό σημάδι»…

Η Άρια φυλή άφησε το «πολιτισμικό» της αποτύπωμα στην Ελλάδα, όπως και σε άλλα κράτη, μέσα από τις «εκπολιτιστικές» της μεθόδους και τα γεγονότα που έμειναν χαραγμένα στη μνήμη και αποτελούν κληρονομιά του Ράιχ και «προσφορά» του στην παγκόσμια ιστορία. Στα τέλη Ιουλίου του 1943, στην Ήπειρο, οι Γερμανοί προχώρησαν στο ολοκαύτωμα του χωριού Μουσιωτίτσα.

Ο κάτοικος του χωριού Γιάννης Γκόγκας θυμόταν, το 2003:
«Οι Γερμανοί ήταν διψασμένοι. Ήπιαν το γάλα μας και ζήτησαν από τις γυναίκες να τους φτιάξουν τηγανιτά αυγά. Στη συνέχεια διέταξαν ξαφνικά τις γυναίκες και τα παιδιά να μαζευτούν στην μια πλευρά του αγρού και τους άνδρες στην άλλη. Στους άνδρες, ανάμεσα τους και στον πατέρα μου, δόθηκε εντολή να κουβαλήσουν τον εξοπλισμό των Γερμανών. Νομίζω ότι περίπου 20 Γερμανοί έφυγαν με 25 μέλη των οικογενειών μας. Αμέσως μετά, τρεις από τους πέντε Γερμανούς που είχαν μείνει πίσω, έστησαν πολυβόλα στον αγρό. Η μητέρα μου έξυπνα με έκρυψε γρήγορα κάτω από το μακρύ φουστάνι της. Γι αυτό τον λόγο και μόνο επέζησα από την εκτέλεση».

Ο Γιάννης Κολλιός που, κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης, φύλαγε πρόβατα σε ένα ύψωμα και κρύφτηκε πίσω από κάτι βράχια, θυμόταν το 2005, το αποτρόπαιο σκηνικό:
«Τέσσερις ομάδες στρατιωτών πλησίαζαν από μακριά. Δυο από αυτές πυρπόλησαν την Άνω και την Κάτω Μουσιωτίτσα. Μια τρίτη έμεινε για λίγο χρόνο στο Σπιθάρι. Έφυγε σχεδόν αμέσως παίρνοντας τον πατέρα, τον αδερφό μου και τους άλλους άνδρες που υποχρεώθηκαν να κουβαλήσουν τον εξοπλισμό των Γερμανών. Λίγο μετά, οι πέντε άνδρες που έμειναν πίσω άρχισαν να χτυπούν τις γυναίκες και τα παιδιά. Χτυπώντας τα γυναικόπαιδα με τους υποκόπανους, τα έσπρωξαν προς την άκρη του αγρού. Απέναντι είχαν ήδη στήσει τα πολυβόλα. Οι κραυγές των γυναικών και των παιδιών με καταδιώκουν ακόμα, μου είναι αδύνατο να σβήσω από τη μνήμη μου αυτό που ακολούθησε. Όταν άρχισαν να πέφτουν οι ριπές των πολυβόλων, δυο Γερμανοί έστρεψαν το κεφάλι τους προς την άλλη πλευρά, ούτε και αυτοί άντεξαν το θέαμα. Στο τέλος, δυο άνδρες έριξαν τις χαριστικές βολές. Μετά επικράτησε απόλυτη σιωπή».

Εβδομήντα επτά γυναικόπαιδα και ένας ηλικιωμένος δολοφονήθηκαν στο βοσκοτόπι... Ο Γιάννης Γκόγκας συνεχίζει την αφήγηση του:
«Κατά την διάρκεια της εκτέλεσης είχα κυριολεκτικά παγώσει κάτω από το φουστάνι της μάνας μου. Εκτός από εμένα γλύτωσε την εκτέλεση και άλλο ένα μεγαλύτερο παιδί. Το αίμα από το κεφάλι μιας γυναίκας έπεσε πάνω του και γι αυτό, μάλλον, οι Γερμανοί νόμισαν ότι ήταν νεκρός. Έτρεξε στην Άνω Μουσιωτίτσα και διέδωσε την φρικτή είδηση. Το χώμα ήταν τόσο ξερό από τον καύσωνα που ήταν αδύνατο να θάψουμε τους νεκρούς. Αναγκαστήκαμε να τους ρίξουμε σε ένα πηγάδι».

Συνολικά, στις 25 Ιουλίου του 1943, δολοφονήθηκαν 134 άνθρωποι στην περιοχή, μεταξύ των οποίων τέσσερα μωρά 12 μηνών, τριάντα έξι παιδιά από 2 έως 7 ετών και είκοσι τρία παιδιά από 8 έως 16 ετών. Ένα μήνα μετά, στις 22 Αυγούστου, οι ναζί έκαναν μια ακόμα επίσκεψη στην κοινότητα Μουσιωτίτσας καίγοντας σπίτια και εκτελώντας άλλους 17 ανθρώπους. Το χωριό ξαναχτίστηκε το 1950.

Το Τρίτο Ράιχ έσβησε με την αυτοκτονία του φυσικού του ηγέτη, τον Απρίλιο του 1945˙ κάποιες αντιλήψεις όμως φαίνεται ότι έχουν ριζώσει βαθιά στις συνειδήσεις των «πολιτισμένων» Ευρωπαίων τεχνοκρατών του Τέταρτου Ράιχ, στο οποίο είμαστε όλοι ισότιμοι εταίροι, αρκεί να πληρούνται τα ρατσιστικά κριτήρια που θέτουν οι Αρίοι ισχυροί… Είναι γεγονός ότι μετά τον πόλεμο, ένας τεράστιος αριθμός ναζί αξιωματούχων, στρατιωτικών και τεχνοκρατών, με την βοήθεια των ΗΠΑ, επάνδρωσε επιτελικές θέσεις στο προτεκτοράτο της δυτικής Γερμανίας και της Ευρωπαϊκή Ένωσης. Σήμερα, ένας Γερμανός βιβλιοπώλης που το όνειρο της ζωής του ήταν να γίνει ποδοσφαιριστής, ο πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς, δηλώνει ότι «δεν είναι στη φιλοσοφία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αποφασίζει το πλήθος για τη μοίρα του», αναδιατυπώνοντας τη φράση ενός δεκανέα που ονειρευόταν να γίνει ζωγράφος: «αντί να δομηθεί στην θεωρία της πλειοψηφίας, το σύστημα μας στηρίζεται στην προσωπικότητα», έγραφε ο δεκανέας στον «αγώνα» του…

«Ο φανατισμός είναι η μόνη μορφή θέλησης που μπορεί να διαπνέει τους αδύναμους και τους ντροπαλούς» - Φρίντιχ Νίτσε

ΠΗΓΗ:
Χέρμαν Φρανκ Μάγερ: Αιματοβαμμένο Εντελβάις - Η 1η Ορεινή Μεραρχία, το 22ο Ορεινό Σώμα Στρατού και η εγκληματική δράση τους στην Ελλάδα, 1943-1944

Αγρεύων εξ Αγριάς

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου