Η Εργασία αντιμέτωπη με την τέταρτη βιομηχανική επανάσταση


Του Δημήτρη Τραυλού-Tζανετάτου
Η βιομηχανική επανάσταση που άρχισε στο τέλος του 18ου αιώνα στην Αγγλία και επεκτάθηκε ταχύτατα στην υπόλοιπη Ευρώπη, συνδέθηκε ιστορικά με τη μετάβαση από το φεουδαρχικό σύστημα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, συνδέθηκε εγγενώς με τη μισθωτή εργασία και επέφερε ραγδαίες μεταβολές στην παραγωγική διαδικασία. Η αλματώδης αύξηση της παραγωγικότητας και της δυναμικής της κεφαλαιακής συσσώρευσης, σε συνδυασμό με την υπερεκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, ήταν το βασικό χαρακτηριστικό της πρώτης βιομηχανικής επανάστασης που στηρίχθηκε στον ατμό.
Η εγγενής στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής τάση για αύξηση της παραγωγικότητας σε βάρος του κόστους εργασίας διατρέχει έκτοτε τις διάφορες ιστορικές φάσεις της διαδικασίας εκβιομηχάνισης της παραγωγής. Η τάση αυτή απέκτησε ιδιαίτερη δυναμική κατά τη δεύτερη βιομηχανική επανάσταση, που άρχισε στο τέλος του 19ου αιώνα και στηρίχθηκε βασικά στο μέγα επίτευγμα του ηλεκτρισμού. Κατά τη φάση αυτή, η Γερμανία απέσπασε την πρωτοκαθεδρία από την Αγγλία.

Ωστόσο, η εξελικτική πορεία του εξορθολογισμού της παραγωγής και η εκτίναξη της παραγωγικότητας και της κεφαλαιακής συσσώρευσης κορυφώθηκε μέσω της τρίτης βιομηχανικής επανάστασης, που στηρίχθηκε στην πληροφορική τεχνολογία και στην τηλεματική. Πρόκειται για την περίφημη ψηφιακή επανάσταση που μετέβαλε άρδην τις οικονομικές, τις εργασιακές, τις κοινωνικές και τις πολιτισμικές σχέσεις.

Η επιστημονικοτεχνική επανάσταση

Η επανάσταση αυτή συνδέθηκε ιστορικά με την αδυναμία του φορντικού-τεϋλορικού μοντέλου οργάνωσης της παραγωγής και της εργασιακής διαδικασίας να υπηρετήσει αποτελεσματικά τις ανάγκες συσσώρευσης του κεφαλαίου και κοινωνικής αναπαραγωγής, που έγινε ιδιαιτέρως εμφανής κατά τις ενεργειακές κρίσεις της δεκαετίας του ’70.

Έτσι, με όχημα την εκρηκτική ανάπτυξη της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης και την ανάδειξή της σε κορυφαία παραγωγική δύναμη, τέθηκε σε κίνηση το στρατηγικό εγχείρημα της μικροηλεκτρονικής-ψηφιακής καπιταλιστικής ανασυγκρότησης στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και του συνακόλουθου νέου διεθνούς καταμερισμού εργασίας.

Η ενσκύψασα εν τω μεταξύ καπιταλιστική κρίση δεν υπήρξε βεβαίως ο γενεσιουργός λόγος, ή το κίνητρο της τεχνολογικής αναπτυξιακής έκρηξης. Λειτούργησε, ωστόσο, ως δύναμη επιτάχυνσης και προώθησής της. Η ψηφιακή επανάσταση επέφερε πράγματι σαρωτικές μεταβολές σε ολόκληρο το φάσμα της οικονομικής και συναλλακτικής ζωής και οδήγησε σε πραγματική μετάλλαξη των υλικών όρων και συνθηκών της παραγωγής και της εργασίας. Ταυτόχρονα ενίσχυσε σημαντικά την εξάρτηση του δικαίου και της πολιτικής από την οικονομία και τις αγορές και κατέστησε πια ορατή δια γυμνού οφθαλμού την εξικνούμενη μέχρι και το ασυμβίβαστο σχέση της δημοκρατίας με τον καπιταλισμό.

Η τέταρτη βιομηχανική επανάσταση

Σήμερα το ενδιαφέρον σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο των επιστημόνων, των πολιτικών και του συνδικαλιστικού κινήματος -στο βαθμό που το τελευταίο δεν έχει απολέσει την επαφή με την οικονομικοτεχνολογική πραγματικότητα- συγκεντρώνεται στη λεγόμενη τέταρτη βιομηχανική επανάσταση, η οποία αποτελεί βασικά μετεξέλιξη της ψηφιακής επανάστασης.

Έννοιες όπως, «οικονομία της πλατφόρμας» (Plattformenökonomie), «οικονομία του διαμοιρασμού» (Sharing Economy), «πληθοπορισμός» (crowdworking), «μαζικά δεδομένα» (Big Data), «διαδίκτυο των πραγμάτων» (Internet of things, Internet der Dinge), «τρισδιάστατη εκτύπωση» (3D Drucken), «κυβερνοφυσικά συστήματα» (Cyber-Physical Systems), «αλγόριθμοι», «ρομποτική και τεχνητή νοημοσύνη» (Robotik, technische Intelligenz) βρίσκονται στο επίκεντρο της συζήτησης και συγκροτούν βασικά χαρακτηριστικά της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης.

Οι επιδόσεις της επανάστασης αυτής, στις οποίες εστιάζεται το παγκόσμιο ενδιαφέρον και κυριαρχούν στις σχετικές συζητήσεις, είναι η ρομποτική τεχνολογία, η εμβολιασμένη από τεχνητή νοημοσύνη, τα εξελιγμένα λογισμικά, τα «έξυπνα» ρομπότ τελευταίας γενιάς και οι συνέπειές τους, ιδίως στον κόσμο της εργασίας και της απασχόλησης γενικότερα. Ο επίκαιρος διάλογος για το μέλλον (ή το τέλος) της εργασίας ή (και) του καπιταλισμού είναι άμεσα συνδεδεμένος με τη δυναμική εξέλιξη της αντικατάστασης της ζωντανής εργασίας από τις μηχανές, δηλαδή τη νεκρή αντικειμενικοποιημένη εργασία.

Χαρακτηριστικό της φλέγουσας επικαιρότητας της προβληματικής αυτής είναι ότι από το 2016 αποτελεί ένα από τα κεντρικά ζητήματα συζήτησης στο παγκόσμιο οικονομικό forum του Νταβός. Οι επαναστατικές αυτές μεταβολές της παραγωγικής διαδικασίας δεν παρεμβαίνουν μόνο στον τρόπο οργάνωσης ή και στο περιεχόμενο της εργασίας. Ούτε περιορίζονται στη χωροχρονική αποσταθεροποίησή της (κινητή εργασία, τηλεργασία, crowdworking). Πολύ περισσότερο φαίνεται να απειλούν με βαθμιαία εξαφάνιση την ίδια τη μισθωτή εργασία και την αντικατάστασή της από τις μηχανές.

Η δυναμική αυτή, που πάντως δεν είναι ασύνδετη προς το κυρίαρχο μοντέλο της, υπηρετούσας τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, οικονομικής ανάπτυξης, έχει οδηγήσει στη δημιουργία δύο -διαφορετικού ιδεολογικοπολιτικού και φιλοσοφικού προσανατολισμού- εκδοχών ντετερμινιστικής θεώρησης και ερμηνείας της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης: της ενδοσυστημικής τεχνοφοβικής (π.χ. Rifkin) και της αντισυστημικής τεχνοουτοπικής (π.χ. Hardt-Negri.)

Περιορισμένες δυνατότητες

Δεν πρέπει πάντως να παροράται το γεγονός ότι το εργατικό δίκαιο, καθώς σε κοινωνιολογικό-πραγματολογικό επίπεδο αποτελεί εξαρτημένη μεταβλητή της οργάνωσης του τρόπου παραγωγής και του κυρίαρχου οικονομικού (καπιταλιστικού) συστήματος γενικότερα, αντανακλά βασικά τους αντικειμενικούς και υποκειμενικούς όρους λειτουργίας και αναπαραγωγής του στη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία.

Αυτό σημαίνει ειδικότερα ότι σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, ιδίως δομικού χαρακτήρα, η σύμφυτη με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής τάση αύξησης της παραγωγικότητας σε βάρος του κόστους εργασίας (στην καλύτερη περίπτωση διατηρείται σταθερό) ενισχύεται. Έτσι απορυθμίζει, πέραν του μισθολογικού status, ολόκληρο το φάσμα θεσμικής προστασίας των σχέσεων εργασίας.

Στην παρούσα συγκυρία της υποβόσκουσας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και της ΕΕ των πλειόνων ταχυτήτων, αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι δυνατότητες δικαιοπολιτικής αντιμετώπισης των ζητημάτων, που προκαλούνται από την ψηφιακή επανάσταση και την ρομποτική τεχνολογία, να φαίνονται περιορισμένες. Ωστόσο, υπάρχει ανάγκη αποτροπής περαιτέρω όξυνσης της κρίσης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, που φαίνεται να έχει φθάσει σε οριακό σημείο.

Πέραν της ανάσχεσης του κύματος αυτοματοποίησης και του εξορθολογισμού της σχέσης ανθρώπου-μηχανής, επιβάλλει και μία στοιχειώδη δικαιοπολιτική αντιμετώπιση των καινοφανών ζητημάτων, που οι νέες τεχνολογίες προκαλούν στο συναλλακτικό και εργασιακό βίο. Ενδεικτικό των σχετικών ζυμώσεων και προτάσεων είναι το από 16 Φεβρουαρίου 2017 ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου, που περιλαμβάνει προτάσεις προς την Επιτροπή για αστικοδικαιϊκές ρυθμίσεις στο χώρο της ρομποτικής.

Σε οριακό σημείο

Σ’ έναν κόσμο όπου η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, παρά την έντονη πολλαπλή αμφισβήτησή της, εξακολουθεί να διατηρεί την ηγεμονική θέση, όπου η δυναμική απορρύθμισης των σχέσεων εργασίας και οι πολιτικές λιτότητας δεν περιορίζονται στις αδύνατες οικονομικά χώρες, μνημονιοκρατούμενες ή όχι, αλλά αποτελούν ενδημικό στοιχείο των αναπτυγμένων οικονομικά αστικών δημοκρατιών της Δύσης, όπου η σχέση έντασης αγορών και δημοκρατίας έχει φθάσει σε οριακό σημείο, όπου η ανισοκατανομή του κοινωνικού πλούτου τείνει να γίνει εκρηκτική, το εργατικό δίκαιο βρίσκεται ενώπιον νέων υπαρξιακών προκλήσεων.

Τούτο δε καθώς η τάση εξασθένησης της θεμελιακής αρχής της προστασίας του εργαζόμενου που αποτελεί τον σκληρό γενετικό, αξιακό και δογματικό πυρήνα του εργατικού δικαίου, απειλείται με εξαΰλωση από την παρέμβαση των υπερσύγχρονων τεχνολογιών. Βεβαίως, επειδή η υπαρξιακά αναγκαία για τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής άντληση υπεραξίας προϋποθέτει εμπλοκή της ζωντανής εργασίας στην παραγωγική διαδικασία, η παρατηρούμενη τάση αύξησης της τεχνολογικής ανεργίας δεν μπορεί παρά να αναχαιτιστεί.

Άλλωστε η παγκόσμια αποτύπωση της μισθωτής εργασίας δείχνει αύξηση και όχι μείωσή της. Η ανάσχεση αυτή βεβαίως θα λαμβάνει χώρα σε βάρος της προστασίας της εργασίας, πράγμα που ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη μέσω της παρέμβασης των νέων τεχνολογιών. Ανεξαρτήτως, ωστόσο, από το γεγονός ότι η εξάλειψη των φαινομένων της εκμετάλλευσης, της απαξίωσης και της αλλοτρίωσης της εργασίας συνδέεται με την υπέρβαση του οικονομικού καθεστώτος που την γεννά, την εκτρέφει και την αναπαράγει, το δίκαιο στο πλαίσιο, που ακόμη η τραυματισμένη αστική δημοκρατία του επιτρέπει, οφείλει να θέσει φραγμό στην προϊούσα απορρύθμιση των σχέσεων εργασίας.

Στην πρώτη γραμμή της ανάγκης δικαιοπολιτικής παρέμβασης περιλαμβάνονται το δίκαιο του χρόνου εργασίας και της άδειας αναψυχής, η αντιμετώπιση του crowdworking και της ψηφιακής κινητής εργασίας γενικότερα, το δίκαιο της προστασίας του εργαζόμενου από τις νέες τεχνολογίες, ιδίως δε της προστασίας των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων του εντός και εκτός της εργασίας, το δίκαιο της συμμετοχής των εργαζομένων στις εκμεταλλεύσεις και το δίκαιο της συλλογικής αυτονομίας.

Ωστόσο, πέραν των ζητημάτων αυτών, στο στόχαστρο της δικαιοπολιτικής συζήτησης βρίσκονται, ιδιαιτέρως τα τελευταία χρόνια, και τα πρωτόγνωρα όσο και κρίσιμα νομικά και ηθικά ζητήματα, που γεννιούνται από την παρέμβαση της ρομποτικής και της τεχνητής νοημοσύνης στις σχέσεις εργασίας και τις συναλλακτικές σχέσεις γενικότερα.


Αναλυτικότερα στο υπό έκδοση βιβλίο του συγγραφέα «Το εργατικό δίκαιο στην τέταρτη βιομηχανική επανάσταση. Ψηφιοποίηση, ρομποτική και τεχνητή νοημοσύνη».

Πηγή: SLpress



Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου