Η επέλαση της Ακροδεξιάς και η αμηχανία της Αριστεράς στην Ευρώπη


Του Σπύρου Γκουτζάνη
Αφού επέβαλε την ατζέντα της στο μεταναστευτικό και στα θέματα της ταυτότητας, της εθνικής κυριαρχίας και της εσωτερικής ασφάλειας, τα τελευταία 20 χρόνια, όπως περιγράφουν στο βιβλίο τους “Η επέκταση του πεδίου της Δεξιάς”, οι Μπολτανσκί και Εσκιέρ, η Άκρα Δεξιά, επεκτείνεται στους τομείς των εργασιακών δικαιωμάτων, της δημοκρατίας, της λαϊκής κυριαρχίας που θεωρητικά τουλάχιστον είναι προνομιακά πεδία για την σοσιαλδημοκρατία και την αριστερά.
Η συζήτηση γύρω από τη μετανάστευση, την εθνική ταυτότητα και γλώσσα, την εσωτερική ασφάλεια -που είναι στην ημερήσια διάταξη των ΜΜΕ-, διεξάγεται κατά τρόπο που ωθεί την δεξιά αλλά και την σοσιαλδημοκρατία και την κεντροαριστερά σε θέσεις της άκρας δεξιάς. Αυτό συμβαίνει είτε για να γίνονται αρεστοί σε ένα όλο και πιο φοβισμένο ή οργισμένο ακροατήριο, είτε γιατί η ευρύτερη κεντροαριστερά δεν έχει απαντήσεις. Η ατζέντα της αριστεράς, νοούμενη ως κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα, κατανομή εισοδήματος, κοινωνικό κράτος, εργασιακά δικαιώματα κρατική παρέμβαση και ρύθμιση της οικονομίας ή έχει εκλείψει ή περιθωριακά μόνο τίθεται.

Η ίδια η αριστερά περιορίζεται στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων των μεταναστών και των πάσης φύσεως μειονοτήτων εντός των εθνικών κρατών που στην ουσία είναι η αντίληψη του νεοφιλελευθερισμού για τα δικαιώματα, καθώς σηματοδοτούν κατάτμηση των κοινωνιών, διάλυση των συλλογικοτήτων και αποθέωση της ατομικότητας που συνοδεύει την παγκοσμιοποίηση των αγορών.

Ο νέος λαϊκός εθνικισμός

Ενόψει των προσεχών ευρωεκλογών η καθόλου αριστερά -σοσιαλδημοκρατία και κεντροαριστερά- επισείει τον κίνδυνο του λαϊκισμού και εθνικισμού της νέας Δεξιάς. Δεν είναι καινούργια, αν και τώρα οξύνεται, η σχετική συζήτηση. Η εντεινόμενη δυσαρέσκεια των πολιτών της Ευρώπης, την οποία εισπράττει πράγματι η ακροδεξιά και η νέα Δεξιά βαπτίζεται συλλήβδην “φθηνός λαϊκισμός και εθνικισμός”.

Ήδη όμως από το 2012 ο Χέιρτ Μακ στο “βιβλίο του “τι γίνεται αν η Ευρώπη διαλυθεί”, λέει ότι με αυτό τον τρόπο υποτιμάται το πρόβλημα και αγνοείται η πολυπλοκότητά του και εξηγεί: «ο εθνικισμός έχει υποστεί πλήρη μεταμόρφωση σε σχέση με τη δεκαετία του 1930, από έναν λαϊκό εθνικισμό με έμφαση σε αίμα, έδαφος, καθαρότητα, σε έναν κρατικό εθνικισμό με έμφαση στο εθνικό κράτος ως προστάτη του δικαίου της δημοκρατίας και εξίσου των συντάξεων και των άλλων κοινωνικών κεκτημένων«.

Κάπως έτσι η καθόλου αριστερά -σοσιαλδημοκρατία και κεντροαριστερά-, χωρίς να έχει δικό της σχέδιο περιορίζεται στην υποδειγματική διαχείριση σύμφωνα με τα κριτήρια που θέτουν οι τράπεζες, οι οίκοι αξιολόγησης και τα όργανα των Βρυξελλών. Φθάνει να δει κανείς τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα σε Γαλλία και Γερμανία όταν είναι στην κυβέρνηση. Αλλά και στα καθ ημάς τί άλλο κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ μετά την στρατηγική ήττα του 2015;

Το παράδοξο είναι ότι η αριστερά δεν μπόρεσε να αξιοποιήσει ούτε τον θάνατο του υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού που σηματοδότησε η κρίση του 2008, όταν οι τράπεζες ζήτησαν την παρέμβαση του κράτους για να τις σώσει και μαζί την παγκόσμια οικονομία, από τον κακό τους εαυτό, σηματοδοτώντας έτσι και το τέλος της ιδεολογίας της αυτορύθμισης και της αναποτελεσματικότητας του κράτους (όπως περιγράφει ο Κόλιν Κράουτς στο βιβλίο του “Ο περίεργος μη θάνατος του νεοφιλελευθερισμου).

Ίσως, η εξήγηση είναι σε αυτό που αναφέρει ο Αλαίν Μπαντιού στο σύντομο βιβλίο του “Το κακό έρχεται από πιο μακριά”, ότι “αν η βασική λειτουργία ενός κράτους είναι να εξασφαλίσει ότι η μεσαία τάξη θα είναι πειθαρχημένη και υπάκουη, ο ρόλος πηγαίνει γάντι στην αριστερά η οποία διακρίνεται ιδιαίτερα στην διασφάλιση της πειθάρχησης”.

Ο Σαλβίνι κάνει τη δουλειά

Με την ανάδειξη Σαλβίνι στην Ιταλία η άκρα δεξιά κάνει κάτι που θα έπρεπε να είναι στην καθημερινή ατζέντα της αριστεράς: συγκρούεται με την πολιτική λιτότητας των Βρυξελλών διεκδικώντας δημοσιονομικό χώρο για βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των στρωμάτων στην βάση της οικονομικής και κοινωνικής πυραμίδας.

Τόσο ο Σαλβίνι όσο και κυρίως η Λεπέν δίνει αριστερό περιεχόμενο στην ξενοφοβική της πολιτική. Απαντώντας προ μηνών στον ιδρυτή, πρώην ΓΓ του Δημοκρατικού Κόμματος (PD) Πιερλουΐτζι Μπερσάνι έλεγε: «δέχεστε τους μετανάστες γιατί αποτελούν μια απύθμενη δεξαμενή φθηνού εργατικού δυναμικού … αποδέχεστε αυτήν την μαζική μετανάστευση για να έχετε μια εύπλαστη αγορά εργασίας αδύναμη ν’ αμυνθεί κι έτοιμη να δεχθεί τα πάντα. Ας σκεφτούμε τι έγινε στη Γερμανία με τα minijobs. Οδήγησαν τους εργαζομένους να πληρώνονται δύο ευρώ την ώρα. Θεωρώ ότι αυτό είναι μία νέα μορφή δουλείας, με όλες τις συνέπειες που αυτό συνεπάγεται για τη δραστική μείωση των μισθών: εάν η αγορά είναι γεμάτη από φτηνό εργατικό δυναμικό, πάντοτε θα υπάρχει κάποιος πρόθυμος για να εργασθεί για ψίχουλα».

Οι θέσεις της θα μπορούσαν να είναι αντιγραφή του κεφαλαίου 23 του πρώτου βιβλίου του «Κεφαλαίου» του με τίτλο «Προοδευτική παραγωγή ενός σχετικού υπερπληθυσμού, ήτοι ενός βιομηχανικού εφεδρικού στρατού».

Ουτοπία τα ανοιχτά σύνορα

Η συστημική αριστερά αδυνατεί να αντιληφθεί αυτό που λέει ο Βόλφγκανγκ Στρέκ -ηγετική μορφή του νέου αριστερού κινήματος “Εγερθείτε” στη Γερμανία: “Τα «ανοιχτά σύνορα» είναι μια ουτοπική ιδέα, και όχι πολιτική, ενός αδύναμου τμήματος της φιλελεύθερης Αριστεράς, το οποίο ενθαρρύνεται από τα ΜΜΕ, συμπεριλαμβανομένων και των κεντρικών ΜΜΕ, επειδή διασπά τα προοδευτικά κόμματα. Η συζήτηση περί «ανοιχτών συνόρων» οδηγεί τους ψηφοφόρους της εργατικής τάξης στην αγκαλιά της νέας Δεξιάς και συνεπώς αδυνατίζει τις προοδευτικές δυνάμεις”.

Με την σύγκρουση με την πολιτική λιτότητας των Βρυξελλών η άκρα δεξιά συμπληρώνει την ατζέντα της στο οικονομικό πεδίο και προσδίδει φιλεργατικο περιεχόμενο στην αντιμεταναστευτική της πολιτική. Φυσικά και υπερασπίζεται τον καπιταλισμό όχι όμως τον νεοφιλελευθερισμό. Συνδυαστικά και συνδέοντας πια το μεταναστευτικό με τα εργασιακά δικαιώματα, εμφανίζεται να εκφράζει τα λαϊκά συμφέροντα απέναντι σε μία μία αριστερά που υπερασπίζεται το νεοφιλελευθερισμό τόσο στην οικονομία όσο και στο πεδίο των δικαιωμάτων.

Με την προβολή της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας, υπερασπίζεται την δημοκρατία απέναντι στην γραφειοκρατία των Βρυξελλών και το δημοκρατικό έλλειμμα της Ευρώπης. Σε μία ΕΕ που υπερασπίζεται απροσχημάτιστα τα συμφέροντα του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, όπως έδειξε η διαχείριση της κρίσης όπου διέσωσε τις γαλλικές και γερμανικές τράπεζες μεταφέροντας το κόστος στους λαούς, είναι λογικό οι πολίτες να αντιδρούν όπως μπορείς να περιμένεις σε μία δημοκρατία, στρέφονται σε κόμματα που βρίσκονται αριστερά αλλά δυστυχώς κυρίως δεξιά του κλασσικού φιλοευρωπαικού κέντρου.

Εάν όπως παρατηρεί ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν στον σύγχρονο κόσμο η σχέση μεταξύ της πολιτικής ατζέντας και προσωπικών προβλημάτων που είναι ο πυρήνας της δημοκρατικής διαδικασίας έχει διαρραγεί, ίσως είναι αναμενόμενο οι πολίτες να στρέφονται προς τους ηγέτες που χτίζουν ένα θέατρο τιμωρητικής δικαιοσύνης και υπόσχονται αποκατάσταση της λαικής και εθνικής κυριαρχίας.

Το εάν η ακροδεξιά τα εννοεί αυτά που υπόσχεται και τι θα κάνει από θέσεις εξουσίας εάν τις κατακτήσει προς το παρόν απάδει. Γιατί με αυτές τις θέσεις και με την αμηχανία της αριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας αν δεν υπάρξει συγκλονιστικό απρόοπτο στις επικείμενες ευρωεκλογές η άκρα δεξιά προβλέπεται ότι θα σαρώσει με ότι αυτό σημαίνει.

Πηγή: SLpress


Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου