Αλλαγή σελίδας για το θεματοφύλακα του ευρώ


Του Λεωνίδα Βατικιώτη

Η αποχώρηση του Μάριο Ντράγκι από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η παράδοση της σκυτάλης στην πρώην γενική διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ σηματοδοτεί και το τέλος μιας εποχής, που μόνο ανέφελη δεν ήταν. Από τη θητεία του ιταλού τραπεζίτη στη Φρανκφούρτη αν κάτι θα μείνει είναι η ρήση του τον Ιούλιο του 2012, από το Λονδίνο, πώς «θα κάνει ότι απαιτείται» για να σώσει το ευρώ. Το ‘πε και το ‘κανε… Με ένα γενναιόδωρο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων (Outright Monetary Transactions) που οδήγησε τον ισολογισμό της ΕΚΤ να εξελιχθεί στην μακροβιότερη φούσκα της Ευρώπης (από 807 δισ. ευρώ το 1999 σε 4,7 τρισ. το 2018) το ευρώ σώθηκε.

Η διάσωση του κοινού νομίσματος δεν επιτεύχθηκε ωστόσο χωρίς απώλειες. Η «κρίση του ευρώ» έφερε στην επιφάνεια τις τεράστιες δομικές αδυναμίες και αντιφάσεις που διαπερνούσαν τη λειτουργία του κοινού νομίσματος, κάνοντας το κατασκευαστικά αδύναμο, χώρια του γεγονότος ότι ήταν ταυτόσημο της λιτότητας, αποκλείοντας εγγενώς την άσκηση μιας πολιτική αναδιανομής. Σημαντικότερη όλων ήταν η ασυμμετρία των εθνικών οικονομιών που το είχαν υιοθετήσει ως εθνικό τους νόμισμα. Η δομική δε κρίση των προηγούμενων χρόνων βάθυνε αυτές τις ασυμμετρίες, με αποτέλεσμα το ευρώ να χάσει την έλξη που ασκούσε σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες κι ένα ρεύμα υιοθέτησής του να ανακοπεί βίαια.

Δοθέντων των παραπάνω, που ομολογούνται τόσο από προοδευτικούς όσο και από συντηρητικούς οικονομολόγους, όλοι θα περίμεναν ότι η αναθεώρηση της νομισματικής πολιτικής από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα επιχειρούσε να καταπιαστεί με ανάλογης εμβέλειας ζητήματα. Πολύ περισσότερο επειδή είναι η πρώτη επανεκτίμηση που γίνεται από το 2002 όταν ως ύψιστος στόχος τέθηκε η διατήρηση του πληθωρισμού σε επίπεδα χαμηλότερα μεν, αλλά πλησίον του 2%. Η αντι-πληθωριστική εμμονή έλκει την καταγωγή της από τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογική αντεπανάσταση της δεκαετίας του ’80.

Η ανάδειξη του πληθωρισμού σε απόλυτο κακό με το οποίο όφειλε να αναμετρηθεί κάθε οικονομική πολιτική σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο εξυπηρέτησε δύο στόχους, που αλληλο-συμπληρώνονται. Αρχικά την μείωση μισθών και ημερομισθίων, μέσω του ορισμού οροφής στις ετήσιες αυξήσεις, υπό την επίκληση του στόχου της διατήρησης της σταθερότητας των τιμών. Επιπλέον, η εξαφάνιση του πληθωρισμού εξυπηρετούσε τα μέγιστα τη νεοαναδυόμενη ολιγαρχία του χρήματος, μιας και ο πληθωρισμός υπέσκαπτε τη πραγματική αξία των καταθέσεων και επενδύσεων χαρτοφυλακίου.

Αυτές είναι οι πραγματικές αιτίες πίσω από την αντιπληθωριστική σταυροφορία της οικονομικής ορθοδοξίας, κι όχι φυσικά οι κακές μνήμες των Γερμανών από τον υπερπληθωρισμό του μεσοπολέμου κι άλλα τέτοια που γράφονται για να συγκαλύψουν το κοινωνικό περιεχόμενο της ακολουθούμενης νομισματικής πολιτικής.

Η αντι-πληθωριστική επιμονή επομένως, που δεν είναι ίδιον κάθε κεντρικής τράπεζας όπως δείχνει το παράδειγμα της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας όσο κι αν οι κεντρικές τράπεζες έχουν αναδειχθεί σε προπύργια του υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού μέσω της ανεξαρτησίας τους, δεν αποτελεί θέμα προς διαπραγμάτευση. Τουλάχιστον για όσον καιρό η συγκράτησή του δεν ήταν δεδομένη και κρινόταν στις διαπραγματεύσεις για μισθολογικές αυξήσεις. Πλέον όμως αυτή η εποχή έχει περάσει ανεπιστρεπτί.

Στην εποχή των αρνητικών επιτοκίων και της ήττας του εργατικού κινήματος, όταν η ανησυχία δεν προέρχεται από την υπερθέρμανση αλλά από το πάγωμα της οικονομίας, ελλείψει επενδύσεων, και από τους θανάτους από απόγνωση (λόγω αλκοόλ, ναρκωτικών και αυτοκτονιών) που έχουν τετραπλασιαστεί από τα επίπεδα του 1999, όπως έδειξε ο νομπελίστας οικονομολόγος Angus Deaton και η Anna Case κι όχι από τις μεγάλες αυξήσεις των μισθών, το κυνήγι του πληθωρισμού μοιάζει απαρχαιωμένο κι εκτός εποχής. Επιπρόσθετα, ο κίνδυνος ιαπωνοποίησης της οικονομίας, της παγίδευσής της δηλαδή σε ένα αποπληθωριστικό σπιράλ διαρκείας, κρύβει τον κίνδυνο το χθεσινό αντικείμενο του φόβου να μετατραπεί σε αντικείμενο του πόθου.  Γι’ αυτούς και μόνο τους λόγους, με σημαντικότερο ότι έχουν εκλείψει οι αιτίες που προκαλούσαν την ανεξέλεγκτη άνοδο του πληθωρισμού, τίθεται στο τραπέζι των συζητήσεων μια πιθανή αναθεώρηση του στόχου συγκράτησης του πληθωρισμού.

Κατά τ’ άλλα, η αναθεώρηση της νομισματικής πολιτικής συζητιέται να συμπεριλάβει την εργαλειοθήκη, τις τεχνικές μέτρησης της εξέλιξης των τιμών και τα μέσα επικοινωνίας της ΕΚΤ με την κοινωνία. Ξεχωριστή συζήτηση διεξάγεται για τους κινδύνους που περιλαμβάνει η ανάδειξη εκ μέρους της ΕΚΤ του στόχου ενίσχυσης της πράσινης οικονομίας για να επιταχυνθεί η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.

Από την μια μεριά είναι η δέσμευση της ΕΚΤ στην εποπτεία του τραπεζικού συστήματος και των αγορών. Από την άλλη είναι η ατζέντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την εμβληματική Πράσινη Συμφωνία, που έχει σχεδόν μονοσήμαντα προσανατολιστεί στην κατεύθυνση επίσπευσης της μεταλιγνιτικής εποχής, προκαλώντας συχνά τεράστιο κοινωνικό κόστος. Αυτή η στροφή εγκυμονεί το υπαρκτό ενδεχόμενο δημιουργίας μια νέας φούσκας στην πράσινη οικονομία, που θα θέσει σε κίνδυνο χρηματιστήρια και τράπεζες, όπως έχει συμβεί πολλές φορές στο πρόσφατο παρελθόν με κλάδους που βρίσκονται στην αιχμή της τεχνολογικής πρωτοπορίας και λειτουργούν σαν μαγνήτης για επενδυτές και κερδοσκόπους… Οι δύο αυτοί στόχοι επομένως δεν αποκλείεται να αποδειχθούν αμοιβαία αλληλοαποκλειόμενοι.

Αρχική δημοσίευση: Εφημερίδα Νέα Σελίδα

Πηγή: ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗΣ

Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου