Πολλοί φωνάζουν για την ανάγκη ανεξαρτησίας των μέσων ενημέρωσης αλλά ουδείς την θέλει πραγματικά


Του Γιάννη Αγγελάκη

Να δοθούν στη δημοσιότητα τα στοιχεία για τα πόσα λεφτά πήρε κάθε μέσο ενημέρωσης στην καμπάνια “Μένουμε Σπίτι”. Και να μη μείνουμε εκεί.

Να δοθούν τα στοιχεία για το πού πάει η κρατική διαφήμιση την τελευταία 10ετία.

10 χρόνια μνημόνιο στα οποία όμως η κρατική διαφήμιση δε μειώθηκε.

Ας δούμε σε ποια μέσα ενημέρωσης πήγε η διαφήμιση και ποια αποκλειστήκανε. Ας δούμε τα χρήματα που δόθηκαν όλα αυτά τα χρόνια. Ας δοθούν τα κριτήρια για τις επιλογές που έγιναν. Και για τα μέσα ενημέρωσης που τόσο χρόνια αποκλείονται από την κρατική διαφήμιση, είτε με Δεξιά είτε με Αριστερά…

Γιατί το να ρίχνεις λάσπη στον ανεμιστήρα και το να το παίζεις κήνσορας των πάντων, φτιάχνοντας ένα σποτ για τα 1.253 μέσα ενημέρωσης που πήραν λεφτά από την καμπάνια δείχνοντας αόριστα έναν δημοσιογράφο που τρέχει για να πιάσει 50εύρα, είναι εύκολο όταν έχεις να κανεις με έναν χώρο (των μέσων ενημέρωσης) και έναν κλάδο (των δημοσιογράφων) που ήδη υπάρχει καχυποψία και έλλειμμα εμπιστοσύνης από τους πολίτες. Όταν ο δημοσιογράφος είναι εκ των προοιμίων ένοχος, στα μάτια πολλών πολιτών.

Και με αφορμή αυτή την ευκαιρία ας ξεκινήσει μία ουσιαστική συζήτηση γι’ αυτά που δε λέγονται, δηλαδή, τις σχέσεις διαπλοκής ισχυρών επιχειρηματικών συμφερόντων με τα πολιτικά κόμματα. Επιχειρηματίες που στην Ελλάδα είναι εν πολλοίς κρατικοδίαιτοι.

Η εντύπωση που εμείς έχουμε – μετά από 40 χρόνια λειτουργίας – είναι ότι πολλοί φωνάζουν για την ανάγκη ανεξαρτησίας των μέσων ενημέρωσης αλλά ουδείς την θέλει πραγματικά. Αυτό που θέλουν όλοι – πολιτικοί και επιχειρηματίες – είναι να ελέγχουν την ενημέρωση. Η ανεξάρτητη ενημέρωση, οπωσδήποτε, είναι ενοχλητική… Η ευρεία αποδοχή δεν μπορεί να είναι το κριτήριο για το τι είναι αλήθεια. Πολλές φορές η αλήθεια μπορεί να είναι ενοχλητική προς όλους.

Παλιότερα, τα πράγματα ήταν καλύτερα. Η νομοθεσία ήταν τέτοια που ευνοούσε ότι αντί για επιχειρηματίες τον έλεγχο των μέσων ενημέρωσης τον είχαν άνθρωποι που σχετίζονται με τα μέσα ενημέρωσης. Κι αυτό κάπως διασφάλιζε ότι το πρώτιστο καθήκον όλων ήταν το δημοσιογραφικό, όχι το επιχειρηματικό. Έτσι, στις εφημερίδες λ.χ., είχαμε περισσότερους εκδότες παρά επιχειρηματίες. Οι αποφάσεις που πολλές φορές λαμβανόταν δεν ήταν οικονομικά συμφέρουσες, γιατί η δημοσίευση κάποιων ειδήσεων έχει πραγματικό κόστος. Δεν ήταν βεβαίως όλα ιδανικά. Υπήρχε τρομερή κομματική πόλωση. Αλλά υπήρχε μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων.
Όμως οι καιροί αλλαξανε. Και δεν αλλάξανε απλά. Οι κυβερνήσεις αποφάσισαν να αλλάξουν οι καιροί.

Άλλαξαν οι νόμοι. Κόπηκαν οι ατέλειες, ανέβηκαν τα κόστη των πρώτων υλών, ανέβηκαν οι φόροι. Μία εφημερίδα για να βγει είχε πολύ μεγαλύτερο κοστος και πολύ μικρότερο περιθώριο κέρδους. Κι έτσι, έγινε δυσκολότερο να επιβιώνει μόνο με τα κέρδη από τις πωλήσεις των φύλλων και μεγάλωσε η εξάρτηση από τη διαφήμιση. Πλέον, το κόστος της δημοσίευσης συγκεκριμένων ειδήσεων που ήταν δυσάρεστες για οικονομικά συμφέροντα, έγινε πολύ μεγαλύτερο.

Η εξάρτηση από τη διαφήμιση δημιουργεί άλλου είδους εξαρτήσεις. Εξαρτήσεις από επιχειρηματίες όπως και εξαρτήσεις από τις διαφημιστικές εταιρείες που μοιράζουν τη διαφήμιση. Γιατί η διαφήμιση ποτέ δε μοιραζόταν αξιοκρατικά, όχι μόνο από το κράτος, αλλά και από τις εταιρείες. Μέσω της διαφήμισης ασκείται πολιτική. Δυσάρεστες φωνές βρίσκονται απομονωμένες και χωρίς έσοδα. Δεν είναι καινούργιο φαινόμενο αυτό. Κρατά δεκαετίες. Όσοι κάνουν πως δεν το γνωρίζουν είναι απλά υποκριτές.

Και βεβαίως, όταν υπάρχει τέτοια εξάρτηση για την επιβίωση από τη διαφήμιση, τότε και τα κόμματα όταν γίνονται κυβερνήσεις χρησιμοποιούν το όπλο της κρατικής διαφήμισης, διαμορφώνουν σχέσεις που εγγυώνται την ευνοϊκή αντιμετώπισή τους και στηρίζουν συγκεκριμένα φιλικά μέσα ενημέρωσης ή μέσα ενημέρωσης με τα οποία υπάρχουν σχέσεις εξάρτησης.

Μετά έφτασε και η εποχή του διαδικτύου, και η ενημέρωση πλέον έπρεπε να είναι 24 ώρες το 24ώρο. Τα έσοδα δεν αυξήθηκαν, ο ανταγωνισμός μεγάλωσε, όμως οι ανάγκες γιγαντώθηκαν. Όπως και η εξάρτηση από τη διαφήμιση.

Και βεβαίως, και σε παγκόσμιο επίπεδο, τα έσοδα από τη διαφήμιση καταλήγουν όλο και πιο πολύ σε λιγότερα και λιγότερα χέρια. Το 70% των χρημάτων παγκοσμίως που κινούνται ψηφιακά καταλήγει στην Google και στη Facebook δημιουργώντας ασφυκτικές συνθήκες για την επιβίωση της πλειοψηφίας των μέσων. Καταλήγει εκεί αξιοκρατικά, αφού οι εταιρείες αυτές συγκεντρώνουν τεράστιους αριθμούς χρηστών. Και όλο και μεγαλύτερο μερίδιο της διαφήμισης κινείται ψηφιακά. Και δε διαφαίνεται πουθενά αντιστροφή αυτής της τάσης.

Υπό αυτές τις συνθήκες πολλά μέσα ενημέρωσης φυτοζωούν ή δίνουν τεράστια μάχη για την καθημερινή επιβίωσή τους.

Δύο τρόποι υπάρχουν για να επιβιώσει ένα μέσο σήμερα, είτε μέσω της διαφήμισης, είτε μέσω της απόκτησής του από έναν ισχυρό επιχειρηματία. Πολλές φορές συμβαίνει και όταν ένα μέσο ενημέρωσης ελέγχεται από ισχυρό ή ισχυρούς επιχειρηματίες να καταλήγει και εκεί η διαφήμιση.

Υπάρχουν βεβαίως και όλο και παραπάνω μέσα που προσπαθούν να παρακάμψουν αυτό το δίλημμα βασιζόμενα στις ψηφιακές συνδρομές. Αλλά σε πόσα μέσα μπορούν να γραφτούν συνδρομητές οι πολίτες; Και μετά, η συνδρομή δημιουργεί μία άλλου είδους εξάρτηση, από αναγνώστες που απαιτούν η είδηση που διαβάζουν να τους “αρέσει”. Όμως η δημοσιογράφία δεν είναι να γράφεις αυτό που αρέσει στον αναγνώστη σου γιατί εξαρτάται η οικονομική επιβίωσή σου από τη συνδρομή του αλλά να γράφεις αυτό που είναι αληθινό και πολλές φορές και ενάντια σε αυτό που θα μπορούσε να αρέσει.

Είναι έτσι φτιαγμένο το παιχνίδι ώστε να διασφαλίζεται ότι η ενημέρωση θα είναι πάντα ελεγχόμενη. Και βεβαίως αυτό είναι ένα πρόβλημα που αφορά στον πυρήνα του τη λειτουργία της δημοκρατίας. Γιατί όταν οι πολίτες δε μπορούν να εμπιστευθούν τα μέσα ενημέρωσης τότε μπορούν να πέσουν πιο εύκολα θύμα λογής λογής απατεώνων της ενημέρωσης, κι όταν η ενημέρωση που παρέχουν τα μέσα ενημέρωσης δεν είναι της ποιότητας που πρέπει, τότε και ο πολίτης δε μπορεί να λάβει αποφάσεις και να πράξει στη βάση σωστών πληροφοριών. Και αυτό έχει συνέπειες για το σύνολο της κοινωνίας μας. Οι λάθος αποφάσεις έχουν κόστος. Το κόστος είναι συλλογικό.

Το ζήτημα λοιπόν είναι βαθύ και ουσιαστικό.

O δημοσιογράφος σε όλο αυτό το σύστημα που έχει δομηθεί και δεν αφορά μόνο την Ελλάδα είναι από τους τελευταίους τροχούς της αμάξης. Γίνεται όμως ο αποδέκτης όλης της οργής.

Όλοι οι δημοσιογράφοι δεν είναι ίδιοι.

Υπάρχουν δημοσιογράφοι που έχουν αποδεχτεί αυτή την πραγματικότητα και λειτουργούν συνειδητά για τη συντήρηση αυτής της κατάστασης. Απολαμβάνουν γι’ αυτό προνόμια και αποτελούν τη φωνή του συστήματος, κατ’ ένα τρόπο. Αποτελούν μία μειοψηφία, όχι τον κανόνα.

Η πλειοψηφία των δημοσιογράφων πολλές φορές συμβιβάζεται, υποχωρεί, όμως δίνει και αγώνες στα όρια που είναι διαμορφωμένα το σύστημα στο οποίο λειτουργεί για να κάνει σωστά τη δουλειά και να προσφέρουν πραγματική ενημέρωση.

Δεν είναι όλα ρόδινα, δεν είναι όμως κι όλα άσπρο ή μαύρο. Υπάρχει ένας τεράστιος χώρος ενδιάμεσα που είναι και η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων που εργάζονται στα μέσα ενημέρωσης.

Δε μπορούν μόνοι τους να αλλάξουν την πραγματικότητα. Όχι όταν δεν υπήρξε ποτέ πραγματικά πολιτική βούληση για να αλλάξει αυτή η πραγματικότητα.

Γιατί εδώ είναι η ουσία που δεν αγγίζει κανείς:

Το ζήτημα δεν είναι οι δημοσιογράφοι που είναι “λαμόγια”, αλλά ένα ολόκληρο σύστημα που θέλει να έχει μπροστάρηδες δημοσιογράφους που είναι “λαμόγια” και στο οποίο συμμετέχουν τα πολιτικά κόμματα που κυβερνούν τη χώρα και επιχειρηματίες. Είναι ο ίδιος ο πυρήνας της λειτουργίας της χώρας. Το ζήτημα είναι ποιος θα αλλάξει το πλαίσιο έτσι ώστε να διαμορφωθούν οι συνθήκες όχι της “αξιοκρατίας” αλλά της ανεξαρτησίας των μέσων ενημέρωσης;

Ποιος θέλει πραγματικά ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης που έχουν τη δική τους φωνή;

Γιατί η αξιοκρατία από μόνη της δεν εγγυάται αναγκαστικά την ανεξαρτησία των μέσων ενημέρωσης, μόνο ότι αυτός που είναι “καλύτερος” θα λαμβάνει τα περισσότερα. Όμως, με ποια κριτήρια ορίζεται το καλύτερο και πώς διασφαλίζεται η ανεξαρτησία των μέσων όταν το καλύτερο μπορεί να επιτυγχάνεται επειδή υπάρχουν κεφάλαια τα οποία εγγυώνται ότι η λειτουργία θα είναι καλύτερη; Πέρα από την αξιοκρατία, υπάρχει ανάγκη για πλουραλισμό.

Και το μεγαλύτερο ζητούμενο είναι η διασφάλιση της ανεξαρτησίας των μέσων.

Ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να θέσει υψηλά στην ατζέντα, εν μέσω της πανδημίας του κορωνοϊού, το ζήτημα της χρηματοδότησης σχεδόν του συνόλου των μέσων της χώρας μέσω της καμπάνιας “Μένουμε Σπίτι”. Παραδέχεται και αυτός – τουλάχιστον αυτό φάνηκε και από τις δηλώσεις του Π. Σκουρλέτη – ότι τα χρήματα αυτά ήταν αναγκαία για τη συνέχιση της λειτουργίας πολλών μέσων ενημέρωσης.

Ελπίζουμε, να μη μείνει στις εύκολες διαπιστώσεις που λέγονται κι εύκολα επειδή έχουν εύκολους στόχους και να προχωρήσει στο ζουμί της υπόθεσης. Σε αυτό που δεν κατόρθωσε να προχωρήσει 4 χρόνια στα οποία υπήρξε κυβέρνηση της χώρας.

Ελπίζουμε τώρα, εν μέσω πανδημίας, μέσω της πίεσης που ασκεί να κατορθώσει σε συνεννόηση με το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας να έρθει κάποια έστω ουσιαστική αλλαγή προς τη θετική κατεύθυνση.

Να δοθούν όλα στο φως και από αυτό το φως ας ξεκινήσει κάτι καλύτερο.

Για να φανεί αν υπάρχει πραγματικά ενδιαφέρον για διαφάνεια ή αν όλα είναι ένα χοντροκομμένο πολιτικό παιχνίδι.

Πηγή: ΑΓΩΝΑΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ






Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου