Δημοκρατικές περιπλανήσεις, από τα capital controls ως τα lockdown.

 

Του Διονύση Μαλαπέτσα

Aρχές του μήνα και όπως συνηθίζεται σχηματίστηκαν οι γνωστές ουρές στα ATMs των τραπεζών, ουρές οι οποίες λόγω των απαραίτητων αποστάσεων που επιβάλλει η πανδημία είναι αρκετά μεγάλες σε μήκος και θυμίζουν κάποιες άλλες ατέλειωτες ουρές που σχηματίζονταν στα ATMs λίγα χρόνια πριν, όταν η “αριστερή” κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, αποφάσισε ένα καλοκαιρινό κυριακάτικο απόγευμα να προβεί σε καθολικό lockdown του χρηματοπιστωτικού συστήματος της χώρας.

Οι κεφαλαιακοί έλεγχοι, γνωστοί ως capital controls, ήταν ένα σύνολο σκληρών οικονομικών μέτρων και εκ του αποτελέσματος ιδιαιτέρως αποτελεσματικών, χάρη στο περίφημο δόγμα “σοκ και δέος”, το οποίο εδράζεται στο ξάφνιασμα της απροετοίμαστης κοινωνίας, η οποία μάλιστα έχει γαλουχηθεί με το φιλελεύθερο παραμύθι των απεριόριστων επιλογών της δημοκρατίας. Είναι το ίδιο ακριβώς δόγμα που προξένησε παρόμοιο ξάφνιασμα στο περσινό καθολικό lockdown, τότε που η κοινωνία παρακολουθούσε σαστισμένη το δημοκρατικό κράτος να της στερεί αυτονόητα και θεωρητικά αναφαίρετα ως τότε δικαιώματα.

Μπορεί εκ πρώτης όψεως τα δύο αυτά γεγονότα να φαντάζουν άσχετα μεταξύ τους, ωστόσο μία βαθύτερη ανάγνωση αποδεικνύει πόσο όμοια είναι επί της ουσίας, μασκαρεμένα κάθε φορά με τις απαιτήσεις της συγκυρίας και με σκοπό η δημοκρατία να ξεπεράσει τα αδιέξοδα, που κατά τον Παύλο Μπακογιάννη, δεν έχει. Τα capital controls είναι ανάλογα των lockdown ακριβώς με την ίδια λογική που στη φυσική μιλάμε συχνά για το μηχανικό ανάλογο, όπως η επί της ουσίας ταύτιση του νόμου του Ωμ και του δεύτερου νόμου του Νεύτωνα, παρότι ο ένας μιλούσε για ηλεκτρικό ρεύμα και ο άλλος για κίνηση σωμάτων.

Τα περίφημα Capital Controls που επιβλήθηκαν εντελώς ξαφνικά, τη στιγμή που όλη η κοινωνία απολάμβανε αμέριμνη τον κυριακάτικο απογευματινό της καφέ, ήταν μία ακραία και προσωρινή λύση, που κατά την τότε κυβέρνηση, παρά τη σκληρότητα των μέτρων, είχε σκοπό να διασώσει τη δημόσια οικονομία και τα λαϊκά νοικοκυριά. Στην πραγματικότητα όταν έκλεισαν οι στρόφιγγες της οικονομίας, οι μόνοι που διασώθηκαν ήταν οι τραπεζίτες και οι κεφαλαιοκράτες. Οι πολίτες βρέθηκαν με τα (όποια) χρήματά τους εγκλωβισμένα στις τράπεζες, αδυνατώντας να τα αποσύρουν, να τα καταναλώσουν όπως και όπου εκείνοι επιθυμούσαν. Ήταν αναγκασμένοι να προσαρμοστούν σε μία νέα καθημερινότητα, όπου η ρευστότητα είχε στερέψει και η μόνη εναλλακτική λύση ήταν οι ηλεκτρονικές συναλλαγές και αυτές με τα όρια που έθετε το κράτος. Η νέα αυτή πραγματικότητα ήταν πρωτόγνωρη για όλους τους πολίτες και την αγορά, η οποία έκλεισε κανονικά το Σαββατόβραδο και τη Δευτέρα το πρωί θα άνοιγε με τα συρτάρια των ταμειακών μηχανών κλειδωμένα.

“Να έχουν Σύνταγμα ή να μην έχουν; Εάν το έχουν χωρίς να το έχουν;”

Κάθε παραδοσιακή συναλλαγή που χρησιμοποιούσαμε ως τότε έπρεπε να υποκατασταθεί από μία ανάλογη ηλεκτρονική, με το κράτος και τις τράπεζες να γνωρίζουν ανά πάσα στιγμή ποια συναλλαγή πραγματοποιεί κάθε πολίτης, καταργώντας κατάφωρα το τραπεζικό απόρρητο και κάθε έννοια αδιαφάνειας των ιδιωτικών συναλλαγών. Οι αλλεπάλληλες καταγγελίες πολιτών και νομικών που γίνονταν την εποχή εκείνη κατέληγαν στο αδιέξοδο του προσωρινού χαρακτήρα των μέτρων και των ειδικών συνθηκών πολέμου που βίωνε (και) τότε η χώρα σε οικονομικό επίπεδο. Τα προσωρινά αυτά μέτρα κράτησαν τελικά τέσσερα ολόκληρα χρόνια, με κάποιες σταδιακές χαλαρώσεις και σε συνεργασία με το τρίτο μνημόνιο, που υπογράφηκε με το αριστερό χέρι αυτή τη φορά, κατάφεραν να διασώσουν για μία ακόμη φορά τις συστημικές τράπεζες της χώρας, φορτώνοντας τα βάρη τους όπως πάντα στο λαό.

“Αυτοί θα χαίρουν που το έχουν, εμείς θα ξέρουμε πως δεν το έχουν.”

Και μόλις λίγους μήνες μετά την περίφημη “επιστροφή στην κανονικότητα”, την “επανεκκίνηση της οικονομίας”, το “τέλος των μνημονίων” και το “οριστικό τέλος των capital controls” μας προέκυψε η πανδημία του κορωνοϊού και τότε η δημοκρατία για να διασώσει τη δημόσια υγεία και να προφυλάξει τους πολίτες αποφάσισε να προβεί σε καθολικό lockdown της χώρας, υψώνοντας στο μεσαίο της κατάρτι την κιτρινόμαυρη σημαία της καραντίνας. Το πλάνο ήταν να μπορέσει το κράτος να κερδίσει χρόνο ώστε να θωρακίσει το απροετοίμαστο εθνικό σύστημα υγείας, το οποίο όντας υποστελεχωμένο, χωρίς εξοπλισμό και αναλώσιμα, όχι πανδημία δεν μπορούσε να διαχειριστεί, αλλά ούτε καν τις καθημερινές υγειονομικές ανάγκες των πολιτών. Τα καταστήματα έκλεισαν, οι υπηρεσίες κατέβασαν ρολά και οι πολίτες κλειδώθηκαν στα σπίτια τους βγαίνοντας μόνο εφόσον είχαν ζητήσει πρώτα άδεια από το κράτος, για να εκτελέσουν τις απολύτως απαραίτητες ενέργειες. Κάθε δραστηριότητα της καθημερινότητας που λάμβανε χώρα με τον παραδοσιακό τρόπο, έπρεπε άμεσα να υποκατασταθεί από μία ανάλογη ηλεκτρονική. Τα σχολεία έκλεισαν και η τηλεκπαίδευση ανέλαβε να μορφώσει μαθητές και σπουδαστές κάθε βαθμίδας. Οι εργαζόμενοι σταμάτησαν να πηγαίνουν στους χώρους εργασίας τους, όπου το αντικείμενό τους το επέτρεπε, και ξεκίνησε ο θεσμός της τηλεργασίας. Οι κοινωνικές επαφές απαγορεύτηκαν και έτσι οι άνθρωποι για να επικοινωνήσουν με τις οικογένειες και τους φίλους τους ξεκίνησαν τις τηλεδιασκέψεις μέσω διαδικτύου.

Ένας ολόκληρος χρόνος έχει ήδη περάσει και η κατάσταση διαρκώς χειροτερεύει. Το ΕΣΥ έχει υπερβεί τα όρια του και μετρά τεράστιες απώλειες σε υγειονομικό προσωπικό, η χώρα έχει ξεμείνει από ΜΕΘ με αποτέλεσμα πολίτες που νοσούν σοβαρά να βρίσκονται στην αναμονή για ένα κρεβάτι και τελικά να χάνουν τη ζωή τους. Η αγορά βιώνει μία από τις μεγαλύτερες κρίσεις της, με τα μικρά καταστήματα και τους επαγγελματίες να βρίσκονται στο επίκεντρο και να κινούνται στα όρια της φτωχοποίησης, φλερτάροντας πλέον με το λουκέτο. Το χειρότερο ωστόσο είναι πως η πραγματική οικονομική κρίση, της οποίας αφορμή και όχι αιτία στάθηκε η πανδημία του κορωνοϊού, δεν έχει ακόμη κάνει αισθητή την παρουσία της. Θα φανεί μόλις κοπάσει η καταιγίδα της υγειονομικής πανδημίας, μόλις κατακαθίσει η σκόνη της πανδημίας και η αγορά σηκώσει εκ νέου τα ρολά. Μόλις συμβεί αυτό και ξαραχνιαστεί το εύθραυστο μικροπολιτικό δίχτυ προστασίας που έστησε η κυβέρνηση με τα κατ’ όνομα οικονομικά μέτρα στήριξης του λαού, τότε οι επιχειρήσεις χωρίς να δεσμεύονται πλέον από ρήτρες θα ξεκινήσουν τις μαζικές απολύσεις εργαζομένων και η ανεργία θα εκτοξευθεί εν ριπή οφθαλμού. Μόλις οι παγωμένες οικονομικές εκκρεμότητες γίνουν ξανά απαιτητέες, τότε θα λυγίσουν και τα τελευταία υποστυλώματα των μικρών επιχειρήσεων και καταστημάτων, που ήδη προ πανδημίας βίωναν τα απόνερα της προηγούμενης πολυετούς οικονομικής κρίσης και θα ξεκινήσουν να ξανακλείνουν, οριστικά αυτή τη φορά, μη μπορώντας να αντεπεξέλθουν.

Τα πολύ αυστηρά μέτρα προσωρινού χαρακτήρα που πάρθηκαν σε αυτές τις ειδικές συνθήκες πολέμου, όπως και την προηγούμενη φορά με τα capital controls, είναι αντιδημοκρατικά, κατά βάση αντισυνταγματικά και καταστρατηγούν τα ατομικά δικαιώματα των πολιτών. Για παράδειγμα, τα sms με συγκεκριμένο κωδικό αιτιολογίας, που οι πολίτες υποχρεούνται να στείλουν ώστε να δικαιούνται την “κατ’ εξαίρεση μετακίνηση” από το σπίτι τους έχουν βρεθεί (δικαιολογημένα) πολλές φορές στο στόχαστρο καταγγελιών για κατάφωρη καταπάτηση των ατομικών ελευθεριών και του ιδιωτικού απορρήτου, καθώς οι τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι και κυρίως το κράτος -παρότι επισήμως το έχει αρνηθεί- έχουν βρεθεί πολλάκις έκθετοι για αποθήκευση και επεξεργασία των μηνυμάτων αυτών, γεγονός που συνεπάγεται την καθολική παρακολούθηση των πολιτών.

Δυστυχώς, οι ειδικές συνθήκες πολέμου που επικρατούν κάθε φορά και επιβάλλουν αυταρχικά και απαγορευτικά μέτρα προσωρινού χαρακτήρα, αποτελούν πειράματα και τα ιδανικά εκκολαπτήρια για τις ‘μεταπολεμικές’ συνθήκες που έτσι κι αλλιώς σχεδίαζαν για το λαό αντάμα οι κεφαλαιοκράτες και οι υπαλληλικές τους κυβερνήσεις. Έτσι τα ‘προσωρινά’ μέτρα της απαγόρευσης των μετρητών και της υποκατάστασής τους από ηλεκτρονικές συναλλαγές έβαλαν γερές βάσεις για την αλλαγή της καταναλωτικής συμπεριφοράς των πολιτών, με τις στατιστικές έρευνες να κάνουν λόγο για αύξηση έως και 76% των ηλεκτρονικών συναλλαγών μετά το πέρας των capital controls. Με την ίδια ακριβώς λογική και μετά το πέρας των μέτρων της πανδημίας τόσο η τηλεργασία, όσο και η τηλεκπαίδευση, καθώς και κάθε άλλο τηλε-υποκατάστατο θα έχει καταγραφεί στη συνείδηση και στην κουλτούρα των πολιτών και έτσι πολύ εύκολα και αδιαμαρτύρητα θα ενσωματωθούν στη νέα κανονικότητα, όπως η τηλεργασία στις ερχόμενες εργασιακές σχέσεις και η τηλεκπαίδευση σε περιπτώσεις ακριτικών νησιών.

Να λοιπόν πόσο όμοιες είναι οι πρακτικές που εφαρμόζουν οι αστικές κυβερνήσεις, είτε της ψευτοαριστεράς, είτε της δεξιάς, προκαλώντας στους πολίτες ‘σοκ και δέος’ και στρώνοντας το έδαφος για τα ‘μεταπολεμικά’ καθεστώτα. Ασχέτως αν οι λόγοι είναι οικονομικοί ή υγειονομικοί, τα θεμελιώδη δημοκρατικά μας δικαιώματα καταστρατηγούνται σε κάθε ευκαιρία και χωρίς ενδοιασμό, από το ίδιο το κράτος, που μοναδικό σκοπό ύπαρξης έχει τη λειτουργία της κοινωνίας μέσα στην οποία οι πολίτες δρουν βάσει των δικαιωμάτων τους. Σε κάθε κρίση, υγειονομική ή οικονομική, το κράτος επιλέγει να προστατεύσει το κεφάλαιο, αντί του λαού. Σε κάθε περίπτωση το κράτος έχοντας στην υπηρεσία του την τεχνολογία, η οποία αποτελεί μέσο παραγωγής, επιβάλλει σκληρά μέτρα, επιβλέποντας την εφαρμογή τους παρακολουθώντας τους πολίτες και έτσι δημιουργεί ένα νέο σύγχρονο φουκωικό πανοπτικό.

Και κάπως έτσι τελειώνει η μικρή μας δημοκρατική περιπλάνηση από τα capital controls ως τα αλλεπάλληλα lockdown, από το 2015 ως το 2021, καθισμένοι πάντοτε στις χορταριασμένες μαρμάρινες κερκίδες του “μεγάλου μας τσίρκου”.

“Αν εμποδίσουμε να έχουν, υπάρχει κίνδυνος να έχουν. “

“Ο μόνος τρόπος να μην έχουν, είναι ν’ αφήσομε να έχουν. “

“Παράδειγμα όσα δεν έχουν! Είναι όσα αφήσαμε να έχουν! “

Πηγή: katiousa.gr

Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου