Η θεατρική, αριθμητική και οικολογική όψη μιας συνέντευξης για δουλειά

 

Της Ευθυμίας Γιώσα

Την περασμένη άνοιξη, διάβασα την είδηση πως το LinkedIn –αυτό το σοβαρό Facebook όπου αντί να ενημερώνουμε σε ποια παραλία κολυμπήσαμε ή σε ποιο μπαρ ήπιαμε το ποτό μας, πληροφορούμε τον κόσμο για τα επαγγελματικά μας κατορθώματα και καθιστούμε τους εαυτούς μας ελκυστικούς στους πιθανούς εργοδότες μας– εισήγαγε την απασχόληση «stay-at-homemom» (μαμά που μένει στο σπίτι, τρόπον τινά). Αυτό σημαίνει ότι, πλέον, μια εργαζόμενη γυναίκα που έχει πάψει να είναι εργαζόμενη για ένα διάστημα λόγω οικογενειακών υποχρεώσεων, μπορεί και «επίσημα» πλέον να «δικαιολογήσει» την αποχή της από τον εργασιακό στίβο. Το ίδιο πράγμα σκέφτονται εκεί στο LinkedIn να κάνουν και για τους άντρες που είναι πατέρες και απαιτείται να μείνουν στο σπίτι για να βοηθήσουν την οικογένεια, αλλά και για όσους είναι υπεύθυνοι για τη φροντίδα κάποιου που έχει ανάγκη (π.χ. για έναν ηλικιωμένο), με αποτέλεσμα να είναι αδύνατον να εργαστούν ταυτόχρονα και σε μια εταιρεία, λόγου χάρη.

Σχεδόν σε όλες τις συνεντεύξεις για μια θέση εργασίας, ο υποψήφιος θα ερωτηθεί γιατί δεν εργάστηκε για ένα διάστημα, γιατί έφυγε από την προηγούμενη δουλειά του, γιατί έκανε κάποια «στροφή» σε σχέση με το αντικείμενο των σπουδών του ή με την επαγγελματική του σταδιοδρομία και πολλά άλλα. Κάποια εξ αυτών των «γιατί» δεν είναι παράλογο να ζητούν μια απάντηση. Ίσως, δε, να είναι από τα πιο λογικά κομμάτια μιας συνέντευξης για δουλειά. Διότι, γενικά, μια συνέντευξη έχει και τα (πολλά) παράλογά της. Για παράδειγμα, ένα μεγάλο θέμα είναι η περίφημη προϋπηρεσία, καθότι μπορεί να αποτελέσει καθοριστικό παράγοντα ακόμη και σε πρώτο επίπεδο, δηλαδή σε επίπεδο αξιολόγησης βιογραφικού και καλέσματος σε συνέντευξη. Αλλά ακόμη κι αν το κάλεσμα έρθει, η προϋπηρεσία παραμένει από τα βασικά ζητήματα για τα οποία γίνεται συζήτηση. Οι περισσότερες θέσεις εργασίας την απαιτούν, και το συνηθέστερο είναι να μην επιλέγεται γι’ αυτές κάποιος που δεν την έχει, συνεπώς ένας άπειρος είναι σχεδόν καταδικασμένος να παραμείνει τέτοιος. Ο φαύλος κύκλος της έλλειψης προϋπηρεσίας η οποία σου στερεί τη δυνατότητα εργασίας, η μη εύρεση εργασίας οδηγεί στην έλλειψη προϋπηρεσίας και πάλι από την αρχή – ο Τζόζεφ Χέλερ με το Catch-22 του θα ήταν περήφανος γι’ αυτή την αδιέξοδη επανάληψη.

Ας ξεκινήσουμε με τις διάφορες θέσεις στα πανεπιστημιακά ιδρύματα της χώρας. Έστω ότι προκηρύσσεται μια διοικητική θέση. Σε αυτά, λοιπόν, τα προοίμια της κακόγουστης παράστασης που έπεται, τα οποία έχουμε συμφωνήσει να αποκαλούμε προκηρύξεις, συνήθως βρίσκει κανείς μια λίστα με απαιτούμενα προσόντα, άλλη μια με επιθυμητά προσόντα και λοιπές, εν πολλοίς, άχρηστες πληροφορίες. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι «προσκλήσεις εκδήλωσης ενδιαφέροντος» δεν έχουν άλλο σκοπό πέρα από την ανανέωση της σύμβασης ενός υπαλλήλου ή την πρόσληψη ενός ατόμου το οποίο γνωρίζουν ήδη οι υπεύθυνοι. Ταυτόχρονα, όμως, επειδή το ελληνικό κράτος το νοιάζουν τα προσχήματα, δεν μπορεί να γλιτώσει από το βάσανο της «νόμιμης οδού», ούτως ειπείν δε γίνεται οι υπεύθυνοι να μην «αξιολογήσουν» τους φακέλους όσων έχουν δηλώσει συμμετοχή και να καλέσουν τους επικρατέστερους για συνέντευξη. Η πρόσκληση για συνέντευξη από κάποιο πανεπιστημιακό ίδρυμα, ας πούμε για τη θέση του γραμματέα ενός μεταπτυχιακού προγράμματος, θα μπορούσε να παρομοιαστεί με το τρίτο κουδούνι.

Η διανομή ποικίλλει, αλλά μην περιμένετε εκπλήξεις. Κατά κύριο λόγο, θα συναντήσετε είτε καθηγητές με περισπούδαστο ύφος, σοβαρούς μέχρι γελοιότητας, είτε πολυάσχολους διευθυντές κλινικών που τους έχουν βάλει να συναντούν ανά εικοσάλεπτο κι από έναν έρμο υποψήφιο, είτε κάποιους άλλους, πονόψυχους, που λυπούνται πραγματικά για το γεγονός ότι έχουν λάβει τόσο και τόσα αξιόλογα βιογραφικά για μια θέση των 700 ευρώ, η οποία μάλιστα δεν έχει και κάνα βαρύγδουπο τίτλο ή/και πρεστίζ. Προσωπικά, δεν αμφιβάλλω πλέον ότι οι ανά εικοσάλεπτο υποψήφιοι έχουν μπει τσάμπα στον κόπο να μεταβούν στον χώρο της συνέντευξης, να αγχωθούν γι’ αυτή, να προετοιμαστούν λίγο πριν – είναι απλώς κομπάρσοι. Κι αν βρεθεί κάποιος να διαψεύσει τα παραπάνω, τον περιμένω με χαρά, αλλά προηγουμένως θα του συνιστούσα να έχει προετοιμαστεί ώστε να μου απαντήσει πώς είναι δυνατόν να αποκτήσει κανείς προϋπηρεσία στον ΕΛΚΕ, λόγου χάρη, αν οι θέσεις για τις οποίες βγαίνουν οι καθόλα νόμιμες προκηρύξεις έχουν ως προαπαιτούμενο την προϋπηρεσία στον ΕΛΚΕ!  Ή ακόμη κι αν δεν την έχουν στα απαραίτητα προσόντα, την έχουν στα επιθυμητά και τελικά επιλέγεται ο υποψήφιος που καλύπτει αυτή την προϋπόθεση. Ούτε τα Παράδοξα του Ζήνωνα δεν είναι τόσο παράδοξα!

Ξεκίνησα με τον δημόσιο τομέα, αλλά τι να πρωτοσχολιάσει κανείς για τον ιδιωτικό. Εκεί η αριθμητική και η οικολογία γράφονται από την αρχή. Συναντά κανείς διάφορα… είδη. Coachers, managers, specialists… Εκτιμώ, δε, ότι δεν πρόκειται για ενδημικά είδη, αν και η παρουσία τους στην πτωχή Ελλάδα τούς κάνει ακόμη πιο αστείους. Αυτοί, λοιπόν, θα σου μιλήσουν με την εμπειρία που έχουν από μεγάλες εταιρίες, –δηλαδή πολυεθνικές τύπου Giant, και κρίμα που δεν προβάλλεται ακόμη η Λάμψη για να μιμηθούν το ύφος του Γιάγκου Δράκου–, αυτή την εμπειρία των 20, 25, 30 χρόνων. Πολύ ενδιαφέρουσα, δε, είναι η άποψη που έχουν αποκτήσει με τον καιρό για το μέτρημα. Εικάζω ότι μάλλον έχουν ξεχάσει πως για να φτάσει κανείς στο 20, στο 25, στο 30, έχει προηγουμένως περάσει από το 0, το 1, το 2 και ούτω καθεξής. Θαρρώ πως έχουν επίσης ξεχάσει ότι κάποιος έδωσε και σ’ εκείνους την ευκαιρία να κάνουν το 0, 1. Βέβαια, αυτά ανήκουν στο παρελθόν. Τώρα, από τη βολική τους θέση –για την οποία δε θέλω καθόλου να υπονοήσω ότι δεν έχουν μοχθήσει ή ότι δεν την αξίζουν, δεν κρίνω αυτό στην προκειμένη–, πολλοί εξ αυτών δεν κάνουν καν συνέντευξη, αλλά καταλήγουν να… συμβουλεύουν τον υποψήφιο εργαζόμενο για το τι θα μπορούσε να κάνει προκειμένου να αποκτήσει εμπειρία. Το πιο αγαπημένο τους είναι η άμισθη εργασία. Και μη φανταστείτε ότι το λένε μόνο στα πιτσιρίκια, των 22, άντε το πολύ των 25 χρόνων. Το λένε και στους 30άρηδες και στους 35άρηδες. Γιατί τι καλύτερο έχεις να κάνεις, άνεργε 32χρονε, από το να πας να δουλέψεις χωρίς να αμείβεσαι; Κι αν πρέπει να πληρώσεις ενοίκιο, κοινόχρηστα, ΔΕΗ, φαγητό, δε βαριέσαι, ζήτα από τους γονείς σου. Κι αν δεν μπορούν οι γονείς, δεν ξέρω. Άκου καμιά ομιλία από αυτές που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο, για να εμπνευστείς. Κάποιου νυν επιτυχημένου και πρώην αναζητητή της τύχης, που δεν είχε στον ήλιο μοίρα κι όμως τα κατάφερε, γιατί επέμενε, ο επιμένων νικά, κι αν κάτι το θέλεις, το μπορείς, κι αν ήταν δυνατόν να σταματούσαν, έστω για μία ώρα, αυτές οι δήθεν ενθαρρυντικές μπούρδες και τη θέση τους να έπαιρνε κάνα πρακτικό μέτρο για την αντιμετώπιση της ανεργίας, καλά θα ήταν.

Αλλά η αντιμετώπιση της ανεργίας δεν είναι ανεξάρτητη από τη χαλιναγώγηση αυτής της άκρατης βλακείας τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, μιας βλακείας επικίνδυνης, που δεν απέχει πολύ από την αναπαραγωγή τακτικών διαχείρισης τσιφλικιού, που θα υποτιμήσει τον υποψήφιο εργαζόμενο κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης και για λόγους τακτικής, ώστε όταν έρθει η στιγμή της οικονομικής συμφωνίας, εκείνος, με λίγο σπασμένο ηθικό, να μη ζητήσει πολλά, που στηρίζεται σε τόσο μεγάλο βαθμό στην προϋπηρεσία αφενός γιατί η εκπαίδευση είναι χρονοβόρα και κοστοβόρα και γιατί να επενδύσουμε σε αυτή και αφετέρου γιατί πολλοί υπεύθυνοι ανθρώπινου δυναμικού δεν μπορούν να ξεχωρίσουν ούτε την ήρα από το στάρι, πώς να καταφέρουν να διακρίνουν τη δυναμική ενός υποψηφίου, επομένως όχι μόνο δεν αντέχουν να ρισκάρουν, αλλά θέλουν το «εχέγγυο» του πρότερου επαγγελματικού βίου.

Κι ο υποψήφιος εργαζόμενος, που γράφει coverletters, που φτιάχνει ένα βιογραφικό στα αγγλικά κι άλλο ένα στα ελληνικά, που επιμελείται το προφίλ του στο LinkedIn, που αναρωτιέται ποιος θα μπορούσε να του δώσει συστατικές επιστολές, που περιμένει να χτυπήσει το τηλέφωνο κι όταν χτυπάει αρχίζει δειλά δειλά να ελπίζει, που προβάρει τον πειστικό του μονόλογο, που δέχεται κριτική όταν φεύγει από την Ελλάδα για να δουλέψει στο εξωτερικό επειδή δεν έμεινε στη χώρα του «να το παλέψει», αυτός ξέρει πόσο μάταιο είναι το άγχος όσων παιδιών δίνουν Πανελλαδικές εξετάσεις αυτές τις μέρες, πόσο διακοσμητικό είναι το Υπουργείο Εργασίας, πόσους κοτζαμπάσηδες θρέφει αυτή η μικρή χώρα. Κι επίσης ξέρει ότι δεν πρόκειται απλώς για έναν μισθό, αλλά για τα εισιτήρια στο σινεμά, για ένα ταξίδι, για την αντικατάσταση του παλιού φορητού υπολογιστή με έναν καινούριο, για την αυτοεκτίμησή του, για τη δημιουργία οικογένειας, γενικά για όλα όσα συνιστούν την καθημερινότητα του καθενός, δηλαδή τη ζωή του.

*Η φωτογραφία που συνοδεύει το άρθρο είναι του Vadim Gushchin


Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου