Τα ''Φιλαράκια'' και η νοσταλγία της ''παγωμένης'' ιστορίας

 

Η εικόνα της Δύσης σήμερα, που νοσταλγεί τα “εύκολα” αντί να εξελιχθεί μέσα σε έναν κόσμο που αλλάζει και που χρειάζεται ιστορία

Του Θέμη Τζήμα

Πριν από λίγες μέρες, η HBO Max, κυκλοφόρησε το “reunion” από τα “Φιλαράκια”. Σε αντίθεση με τις “feel good” σειρές της pop κουλτούρας (χαρακτηριστικό δείγμα το Cobra Kai, η επανέκδοση δηλαδή του Karate Kid) η επανένωση που περίμενε το φιλοθέαμον κοινό σκόρπισε μάλλον την μελαγχολία – άθελά της.

Αντί για μυθοπλασία (καλή, κακή ή μέτρια, είναι δευτερεύον) οι δημιουργοί του γεγονότος επέλεξαν να παρουσιάσουν τους συντελεστές της σειράς και τους πρωταγωνιστές της, να συζητούν μεταξύ τους και να διαβάζουν τμήματα από τους ρόλους τους περίπου είκοσι χρόνια μετά. Οι δημιουργοί της σειράς αρνήθηκαν να γυρίσουν μια ενδέκατη σεζόν, μέχρι σήμερα, παρά το χρυσάφι στα πόδια τους, γιατί οι πρώτες δέκα σεζόν αφορούν, όπως λένε, την εποχή εκείνη κατά την οποία οι φίλοι σου είναι η οικογένειά σου – ο Κρίστοφερ Λας μας είχε προειδοποιήσει. Με άλλα λόγια, αρνούνται να εξελίξουν τους ήρωές τους. Προτιμούν την απομάγευση υπό μορφή reality από την σιωπή ή την απόπειρα μυθοπλαστικής εξέλιξης, δηλαδή από την επαφή με την πραγματικότητα.

Η όλη υπόθεση με τα “Φιλαράκια”, φωτογραφίζει πτυχές από την πορεία της Δύσης και ακόμα περισσότερο της μητρόπολής της, των ΗΠΑ. Όταν ξεκίνησαν να προβάλλονται, το 1994, ο Ψυχρός Πόλεμος είχε μόλις τελειώσει, η Ρωσία λεηλατούνταν, η Κίνα βρισκόταν στην αρχή του καπιταλιστικού της μετασχηματισμού και οι ΗΠΑ αποτελούσαν την μόνη και την κυρίαρχη πλανητική δύναμη.

Η ιστορία έδειχνε να έχει “παγώσει”, αν όχι να έχει “τελειώσει”. Ως εκ τούτου στο αδιαμφισβήτητο κέντρο του κόσμου (θεωρούσαν ότι) μπορούσε κανείς να βυθίζεται σε μια καθημερινότητα γεμάτη ελαφρότητα – καθόλου άσχημη επί της αρχής η ελαφρότητα, αν και δυστυχώς συγχεόμενη με την επιφανειακότητα – χωρίς να χρειάζεται να ανησυχεί για οτιδήποτε πιο απρόβλεπτο από όσο είναι ένας χωρισμός ή μια εξομολόγηση για έναν λυκειακό έρωτα – στην χειρότερη περίπτωση από βραχεία ανεργία.

Η συλλογικότητα εκτείνονταν μέχρι του επιπέδου της παρέας και δεν υπήρχε λόγος για τύψεις ως προς αυτό: η πάλη των ιδεών είχε πεθάνει ως λόγος στράτευσης και ως υλική πραγματικότητα. Επιβίωνε μόνο ως ιδιορρυθμία (βλέπε τον χαρακτήρα της Φοίβης) των οριακά “ψεκασμένων” της εποχής. Ο καπιταλισμός παρείχε ευκαιρίες για όλους: ακόμα και σε ατάλαντους ηθοποιούς όπως ο Τζόι. Η πιο γοητευτική ηρωίδα, η Ρέητσελ, ήταν μια υπερκαταναλωτική, χαριτωμένη (κάπως vanilla”) κοπέλα, χωρίς καμία απολύτως κοινωνική ανησυχία, αλλά αυτό την καθιστούσε ακαταμάχητη. Στην πραγματικότητα, κανένας από τους χαρακτήρες δεν είχε κάτι το τόσο ιδιαίτερο και ακριβώς αυτό ήταν το ατού τους. Δεν χρειαζόταν τίποτα το ουσιαστικά ξεχωριστό ή το ιδιαίτερο. Δεν χρειαζόταν νόημα το οποίο να υπερβαίνει το άμεσο φιλικό και ερωτικό σου πεδίο. Δεν χρειαζόταν να “γράφεις ιστορία” ή να συμμετέχεις σε αυτό. Το αντίθετο: η κοινοτοπία της καθημερινότητας και μερικοί καλοί φίλοι ήταν όλα όσα χρειαζόταν. Οι βαθύτερες αλλαγές ήταν εκτός προγράμματος.

Ακόμα περισσότερο, αυτή η γλυκιά νάρκωση της ιδιώτευσης μέσα από την κοινωνία του θεάματος και την pop κουλτούρα αποτελούσε την υπόρρητη υπόσχεση των ΗΠΑ, και ειδικότερα της κοινωνίας του θεάματος, προς τον κόσμο. Την πανίσχυρη “μαλακή ισχύ” τους που ακόμα δεν έχει βρει αντίστοιχό της, ούτε και μάλλον θα βρει στο εγγύς μέλλον. Στον καναπέ του Central Perk θα μπορούσαμε να καθίσουμε πια όλοι μας. Αυτό είναι το κλειδί της παγκόσμιας επιτυχίας για τα “Φιλαράκια”. Μπορούσες να νοικιάσεις ένα διαμέρισμα στην Νέα Υόρκη, να ψευτοδουλεύεις, να ζεις με ρυθμούς ελληνικής επαρχιακής πόλης και να γνωρίσεις την πιο ωραία παρέα.

Όταν η σειρά τελείωνε, το 2003, πέρα από το χιούμορ της το οποίο είχε γίνει λιγότερο γλυκανάλατο, ιδίως ως προς τα πρώτα επεισόδια, οι ΗΠΑ ήδη άλλαζαν, αν και όχι ακόμα με τον ρυθμό και στον βαθμό που συνέβη λίγα χρόνια αργότερα. Η 11η Σεπτεμβρίου είχε επισυμβεί, ο πόλεμος στον Αφγανιστάν έδειχνε νικηφόρος (απλώς και μόνο για να χαθεί τελικά για τις ΗΠΑ σε βάθος εικοσαετίας), ενώ ο πόλεμος στο Ιράκ ξεκινούσε, για να πλουτίσει ένα μέρος του κατεστημένου της Ουάσιγκτον, διαλύοντας την Μέση Ανατολή και οδηγώντας και πάλι σε ήττες την υπερδύναμη. Τέσσερα χρόνια μετά θα ξεσπούσε η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση ενώ λίγο αργότερα, οι πολεμικές αναμετρήσεις θα επεκτεινόταν, οι ΗΠΑ θα ξεκινούσαν να τα βρίσκουν σκούρα με αντιπάλους την Ρωσία και την Κίνα, ο Ομπάμα θα απογοήτευε, ο Τραμπ θα ερχόταν και η πανδημία θα προκαλούσε μια “back to back” καπιταλιστική κρίση. Οι υπόρρητες υποσχέσεις της μητρόπολης είχαν ήδη αναιρεθεί με την εκλογή, μεταξύ άλλων, ενός αντιδραστικού προέδρου (μην κοιτάτε που κατέστη μετά εκλεκτός των φιλελεύθερων μέσων ενημέρωσης), με το Γκουαντανάμο και τις δολοφονίες σε όλο τον κόσμο υπόπτων για τρομοκρατία και με την είσοδο σε μια εντεινόμενη πορεία καπιταλιστικών κρίσεων και διευρυνόμενης ανισότητας. Η υπόσχεση της γλυκιάς νάρκωσης είχε αναιρεθεί όχι μόνο προς τον κόσμο αλλά και στο εσωτερικό των ΗΠΑ.

Το χειρότερο: όπως με κάθε ναρκωτικό, όσο απομακρύνεσαι από αυτό, όσο κατανοείς ότι πρέπει να ξυπνήσεις, τόσο το νοσταλγείς. Όσο περισσότερο αναγκάζεται η αμερικανική κοινωνία αλλά και ο κόσμος να ξυπνήσει και να καταλάβει ότι η ζωή (ευτυχώς) είναι πολύ περισσότερα από την χαλάρωση σε ένα καφέ και από το άγχος της αναζήτησης ερωτικού συντρόφου, όσο συνειδητοποιεί πως ενώ έπινε τον καφέ της, άπληστες ελίτ καταλάμβαναν την εξουσία, τόσο περισσότερο επιδιώκει να φύγει μακριά από την απωθητική πραγματικότητα, σε μια προστατευμένη φούσκα.

Η pop κουλτούρα σιγά-σιγά θα επένδυε σε δυστοπίες και μεσαιωνικής αισθητικής φαντασία (και όχι τυχαίως σε επανεκδόσεις και σε επαναλήψεις), ενώ η κοινωνία του θεάματος διαχύθηκε αλματωδώς στα κατοπινά χρόνια μέσα από εκατομμύρια επίδοξες Κιμ Καρντάσιαν του Instagram.

Η ανάγκη “ξεπάγωσε” την ιστορία αλλά η Δύση παρέμεινε γαντζωμένη στην φαντασίωση της αδιατάρακτης ιδιώτευσης. Τα “Φιλαράκια” αρνούνται να ωριμάσουν, να μεγαλώσουν και να δοκιμάσουν να επιβιώσουν στον σημερινό κόσμο, αποκτώντας ευρύτερο περιεχόμενο, χωρίς να χάνουν την pop ταυτότητά τους. Η ανάγκη ακόμα οδηγεί στην αναζήτηση της επανέναρξης της ιστορίας, έστω και στα τυφλά, και η πλειοψηφία της υφηλίου όχι μόνο δεν πίνει τον καφέ της στο Central Perk αλλά δεν μπορεί ούτε το εισιτήριο για την Νέα Υόρκη να αγοράσει. Η (ενίοτε νευρωτική) αναζήτηση μιας παρέας-οικογένειας συντρίβεται μέσα σε ανταγωνιστικές καθημερινότητες και πλέον ακυρώνεται στο Ζoom.

Δεν υπάρχει τίποτα το κακό ούτε με την ελαφρότητα, ούτε με την παρέα. Αντιθέτως μπορεί να αποτελέσουν συστατικά μιας ωραίας ζωής. Απλώς δεν αρκούν, ιδίως δε όταν δεν εξελίσσονται και όταν δεν αποκτούν βάθος. Εξ ου και το reunion μιας τόσο δημοφιλούς εκδοχής της κουλτούρας, αντί να μη γίνει ή να εξελίξει σε νέα φάση τους χαρακτήρες μέσω ενός μυθοπλαστικού χαρακτήρα, επέλεξε να γίνει κάτι μεταξύ ρεπορτάζ και reality, τρέχοντας πίσω από την ουρά του.

Αυτή είναι η εικόνα της Δύσης σήμερα. Νοσταλγεί τα “εύκολα” για την ίδια 90’ς και 00’ς, αντί να συνειδητοποιήσει πως τότε ακριβώς τα έκανε σχεδόν όλα λάθος και να εξελιχθεί μέσα σε έναν κόσμο που αλλάζει και που χρειάζεται ιστορία. 


Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου