Ποιος άνοιξε το παράθυρο στον βρικόλακα;

 

Τοξικός ταυτοτικός δικαιωματισμός και πουριτανική πολιτική ορθότητα.

Του Θέμη Τζήμα

(Το παρακάτω κείμενο αποτελεί ελλειπτικό τμήμα μιας ευρύτερης, ευρισκόμενης σε εξέλιξη δουλειάς)

Στον μύθο του Κόμη Δράκουλα υπάρχει μια πολύ ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια: ο βικτωριανός, οριενταλισμός του Μπραμ Στόκερ- ναι, ο οριενταλισμός συμπεριλάμβανε και εμάς τους κοντινούς «αγρίους» των Βαλκανίων- δεν επιτρέπει στον gentleman Κόμη Δράκουλα, να μπαίνει με το ζόρι στο δωμάτιο των γεμάτων έξαψη, ευγενικών -πλην βαριεστημένων από την κοινοτοπία της πολιτικής ορθότητας της εποχής- θυμάτων του: θα έπρεπε εκείνες να ανοίξουν το παράθυρο και να τον βάλουν στην κάμαρή τους.

Η πανοπτική εξουσία, η εξουσία η οποία μπορεί να ελέγχει κάθε πτυχή του βίου μας, μέσα από τη συνεργασία κρατικών υπηρεσιών και ιδιωτικών ολιγοπωλίων, «ήρθε» στην ζωή μας- δηλαδή χτίστηκε- όχι μέσα από ένα καταλυτικό γεγονός το οποίο αποτέλεσε σημείο καμπής αλλά μέσα από ταχύρρυθμες, σταδιακές «προσκλήσεις» προς αυτήν. Μέσα από εκρήξεις συγκίνησης τις οποίες εξέθρεψε, ανέδειξε, επέβαλε και οσιοποίησε η πανταχού παρούσα, διάχυτη κοινωνία του θεάματος.

Η απόπειρα καλλιέργειας του φόβου στη «Δύση» απέναντι στον κομμουνιστικό κίνδυνο είχε μικρή επιτυχία, ιδίως στην Ευρώπη αλλά και στις ΗΠΑ. Έπρεπε ο σκληρός πυρήνας της κρατικής εξουσίας να περιφρουρεί την «ορθή πορεία», εξ ου και ενίοτε απαιτούνταν μερικές εκτροπές. Ακόμα και μετά την 11η Σεπτεμβρίου η καλλιέργεια του φόβου είχε περιορισμένη επιτυχία στις λαϊκές μάζες. Βεβαίως, ο κίνδυνος της τρομοκρατίας νομιμοποίησε μια σειρά μέτρων παρακολούθησης, τα οποία δεν έφυγαν ποτέ. Ωστόσο, η καταστροφική επίδραση του πολέμου κατά της τρομοκρατίας διεθνοπολιτικώς και η χοντροκομμένη προπαγάνδα των ΗΠΑ, σε συνδυασμό με το ότι η «τρομοκρατία» ουδέποτε κατόρθωσε να κλονίσει πραγματικά τις δυτικές κοινωνίες- αντιθέτως αξιοποιήθηκε από τα «δυτικά» κράτη- είχαν ως αποτέλεσμα το αίσθημα του φόβου να μην γενικευτεί τόσο ώστε να καλέσουν οι ίδιες οι μάζες την πανοπτική εξουσία να τις προστατεύσει από έναν εξωτερικό κίνδυνο.

Η δεξιά και η άκρα δεξιά επίσης, πρέπει να ομολογήσουμε ότι είχαν όντως επιτυχία, πλην όμως μικρή μέχρι πρόσφατα, ως προς το αίτημά τους για μια πανταχού παρούσα εξουσία. Σίγουρα, η διάβρωση των λαϊκών προαστίων μέσα από ένα συνδυασμό νεοφιλελεύθερης εγκατάλειψής τους και έλευσης νέων πληθυσμών, διεύρυνε το ακροατήριο των φασιστικών και νεοφασιστικών ιδεών, χωρίς ωστόσο να δημιουργήσει πραγματικό ζήτημα επανόδου του φασισμού- ναζισμού ως κυρίαρχου πολιτικού φαινομένου.

Αντιθέτως, ήταν η παρακμή τμημάτων της αριστεράς, δια της μετάπτωσής τους στον ταυτοτικό, ακραία υποκειμενι-στι-κό δικαιωματισμό, εκείνη εξέλιξη που έφερε την πανοπτική εξουσία του καπιταλισμού μέσα στην «κάμαρη» των φτωχών και μεσαίων στρωμάτων.

Η όλη σύλληψη του ταυτοτικού δικαιωματισμού βασίζεται σε μια επιφανειακή αντινομία, η οποία ωστόσο στη βάση της είναι απολύτως λογική: η ατομικότητα καταπίνει κάθε συλλογικότητα. Οποιαδήποτε συλλογική κατηγοριοποίηση εξαφανίζεται υπό την κυριαρχία ενός ατομικού ταυτοτισμού, ο οποίος πρώτα επιβάλλει την σχετικοποίηση των εννοιών και έπειτα την υποταγή τους στην υποκειμενι-στι-κή θεώρηση κάθε μιας και κάθε ενός, μέχρι του σημείου πλήρους εξαφάνισής τους, ως «τόπων» συνάντησης και κόμβων συζήτησης.

Το πλέον χαρακτηριστικό -αν και όχι το μοναδικό- παράδειγμα είναι η συζήτηση περί φύλου. Μια βιολογική κατηγοριοποίηση και ταξινόμηση- αρσενικό, θηλυκό- η οποία ορθώς αντιμετωπίστηκε ως και κοινωνικό ζήτημα πέρα από βιολογικό, πρώτα ταυτίστηκε με σεξουαλικές συμπεριφορές και ακολούθως κατέστη ζήτημα προσωπικής αυτοθεώρησης, πέρα από τη βιολογία, πέρα από τη σεξουαλική συμπεριφορά, πέρα από την όποια αναγνωρίσιμη κοινωνική συμπεριφορά, απλώς στη βάση της υποκειμενιστικής σύλληψης του εαυτού, κάθε μιας και κάθε ενός. Στη θέση ενός σταθερού κριτηρίου ταξινόμησης και συνεννόησης έχει υπεισέλθει το περιβόητο «@» και το «+», ως σύμβολα της επιβολής μιας ουδετερότητας η οποία εδράζεται στο φαντασιακό καθενός επί του πραγματικού και μιας ανεξάντλητης ποικιλίας φύλων και πάλι στην βάση του πώς το άτομο κάθε μέρα που ξυπνάει στοχάζεται τον εαυτό του. Κοινώς και τελικά, ή έννοια του φύλου ως τρόπος να συνεννοούμαστε, ως τόπος κοινωνικής συνάντησης έχει ακυρωθεί από εκείνους ακριβώς που κατά τα λοιπά πρεσβεύουν ότι το αναδεικνύουν σε εξίσου σημαντική ιδιότητα με εκείνη του έθνους, της τάξης, του πολίτη.

Αυτός ο «πανίσχυρος» υποκειμενισμός, αυτό το «πανίσχυρο» άτομο, συμβάλλει τα μέγιστα στην από- νοηματοδότηση και τελικά διάλυση του κοινωνικού, την οποία εδώ και 40 χρόνια μεθοδεύει ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός. Ως εκ τούτου η ατομικότητα η οποία θεωρεί ότι κατά τα λοιπά είναι πανίσχυρη, ελλείψει κοινωνικού, ρίχνεται στην «έρημο του πραγματικού» χωρίς κανένα προστατευτικό πλαίσιο. Ο άγριος, δαρβινικός ανταγωνισμός συντρίβει το πραγματικό άτομο, ερχόμενος σε αντίθεση με την φαντασιακή και φανταστική κατασκευή ως προς την ισχύ του.

Τότε είναι που ταυτοτικός δικαιωματισμός, θεμελιωδώς τοξικός ως προς το κοινωνικό και το αντικειμενικό, συνήθως γεμάτος απροκάλυπτη αντιπάθεια προς οτιδήποτε λαϊκό το οποίο συλλήβδην και άνευ ετέρου αντιλαμβάνεται ως λούμπεν, προσφεύγει σε δύο «όπλα»: το ένα είναι η πουριτανική, πολιτική ορθότητα: ο μετανεωτερικός γύψος σε ό,τι αφορά την ελεύθερη σκέψη, το νέο είδος καψίματος βιβλίων. Eίναι συγκλονιστικό ότι χωρίς να προβάλλεται καμία αντίσταση, κλασικοί συγγραφείς εκτοπίζονται από τα πανεπιστήμια, πανεπιστημιακοί και δημόσια πρόσωπα υποχρεώνονται να μιλούν με συγκεκριμένο τρόπο προκειμένου να μην εξαφανιστούν, συγκεκριμένες ομάδες πρέπει στο πλαίσιο του δημοσίου λόγου να βρίσκονται στο απυρόβλητο πάντοτε και για οποιοδήποτε λόγο, το τεκμήριο της αθωότητας δεν μπορεί καν να αναφερθεί στον δημόσιο λόγο, οι θετικές διακρίσεις αποφασίζονται αναλόγως των ροών χρήματος από λογής «δωρητές» και – ίσως το χαρακτηριστικότερο όλων- καλλιτέχνες εξορίζονται από την τέχνη τους και τα έργα τους εξαφανίζονται λόγω προσωπικών τους υποθέσεων. Η διάκριση καλλιτέχνη και καλλιτεχνικού έργου, η δυνατότητα ακόμα και ενός καταδίκου ή κατηγορουμένου ή υπόπτου να είναι δημιουργικός έχει καταργηθεί- αν βρίσκεται στο στόχαστρο του δικαιωματισμού.

Ακόμα και η ίδια η έννοια του καλλτεχνικώς προκλητικού έχει ακυρωθεί: η κουλτούρα της “safeword”, της καρικατούρας πρόκλησης και ελευθερίας είναι κυρίαρχη. Ο Μαρκήσιος ντε Σαντ σίγουρα θα φυλακιζόταν ξανά σήμερα.

Επειδή ωστόσο η πολιτική ορθότητα δεν αρκεί, η φοβισμένη υποκειμενικότητα τελικά χρειάζεται μια πανταχού παρούσα εξουσία να την περιφρουρεί. Το κράτος καταστολής – περισσότερες πράξεις τυποποιούμενες ως εγκλήματα, βαρύτερες ποινές- αποτελεί το βασικό δικαιωματικό αίτημα, ενώ σε συνδυασμό με τα ιδιωτικά ολιγοπώλια πρέπει να είναι πανταχού παρόν, προκειμένου να προστατεύει τον «άνθρωπο- παιδί». Οι κοινωνίες χωρίζονται στα εν δυνάμει θύματα και στους εν δυνάμει θύτες, σε ασυμφιλίωτη πάντα σύγκρουση, την οποία μόνο ο ισχυρός πατερούλης – το κράτος- μπορεί να ρυθμίζει κατασταλτικώ τω τρόπω. Άλλωστε, όταν δεν υφίσταται κοινωνικό, τι άλλο μένει να διαμεσολαβεί τις διαπροσωπικές σχέσεις;

Ο δικαιωματισμός δεν εφηύρε ούτε χτίζει την πανοπτική εξουσία: αποτελεί ωστόσο το ρεύμα εκείνο που την «νομιμοποιεί» από μια «προοδευτική» σκοπιά και που της προσφέρει τους προθύμους, οργανικούς διανοουμένους οι οποίοι είναι κρίσιμοι στην ευρύτερη «μηχανή» της εξουσίας. Ακόμα περισσότερο, ο δικαιωματισμός λόγω της σύνδεσής του με την αριστερά και της αποστασιοποίησης της τελευταίας από το «λαϊκό» κατορθώνει να ηγεμονεύει ευρύτατα τμήματα της τελευταίας και να την αποδιαρθρώνει εκ των έσω.

Κάπως έτσι φτάσαμε εκείνοι οι οποίοι θα έπρεπε να αντιπαλεύουν το αστικό κράτος, να το καλούν κυριολεκτικώς να μπει -και- στις κάμαρές μας. Και φυσικά η εξουσία θα μπει- ή καλύτερα έχει μπει ήδη. Επειδή μάλιστα κάτι τέτοιο ίσως να μας πέσει λίγο «βαρύ», η κοινωνία του θεάματος πρέπει να μας προσφέρει πειστική δόση συγκίνησης: τι καλύτερο από «ηρωίδες», «ακτιβιστές», την άνευ ετέρου ταύτιση θύματος και ήρωα, δραματικές ιστορίες, προσεκτικώς σκηνοθετημένα σόου αποκαλύψεων και μερικά διάσημα κεφάλια στην αρένα για να ικανοποιηθεί το πλήθος; Άλλωστε ενώ η στράτευση σε θέσεις είναι και κοπιαστική και επικίνδυνη για το σύστημα, η ταύτιση με πρόσωπα είναι ανώδυνη: μπορεί ο οποιοσδήποτε να ενθουσιάζεται και να απογοητεύεται διαρκώς, χωρίς ποτέ να αναζητά την αιτία, αφού αμέσως μετά θα πιάνεται από ένα νέο ηρωοποιημένο θύμα. Ακόμα καλύτερα: ίσως και η ίδια, ο ίδιος να έχει την τύχη να ζήσει τη θυματοποίηση και την ηρωοποίηση.

Πρόκειται για μια σχεδόν αέναη και αυτοματοποιημένη κοινωνική μηχανή. Χαρούμενοι και «φτιαγμένοι» από το υπέρτατο ναρκωτικό της συγκίνησης και του θεάματος μπορούμε να παρατηρούμε την εξαφάνιση της φαντασίας, της δημιουργικότητας, της νηφάλιας σκέψης, των ελευθεριών.

Πηγή: ΚΟΣΜΟΔΡΟΜΙΟ

Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου