Πώς «στέγνωσαν» τα νοικοκυριά;

 

Το σχέδιο φτωχοποίησης των Ελλήνων από το 2009 έως σήμερα αποτυπώνει με τα μελανότερα χρώματα, μελέτη του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ

Του Δημήτρη Κωστάκου

Το σχέδιο φτωχοποίησης των Ελλήνων από το 2009 έως σήμερα αποτυπώνει με τα μελανότερα χρώματα, μελέτη του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ για την κατανομή του φορολογικού βάρους σε συνδυασμό με τα μνημόνια και την κρίση τιμών.

Από τα στοιχεία των επιστημονικών συνεργατών της Συνομοσπονδίας  Εργατών, αποδεικνύεται ο ανατροφοδοτούμενος φαύλος κύκλος αποστράγγισης εισοδήματος από τα χαμηλά και τα μεσαία οικονομικά στρώματα.

Τα στοιχεία καταδεικνύουν ότι τα χρήματα των Ελλήνων εδώ και περίπου 13 χρόνια πηγαίνουν στον κρατικό κορβανά  (και σε μεγάλο ποσοστό μέσω αυτού στους δανειστές) αλλά και στις τσέπες επιχειρηματικών ομίλων, ενώ ελάχιστα από αυτά γίνονται «pass» και «έκτακτες ενισχύσεις» για να διοχετευθούν εκ νέου σε αγορές ειδών πρώτης ανάγκης και πληρωμές λογαριασμών. Δηλαδή, να ανακατευθυνθούν προς το κράτος και το κεφάλαιο.

Όπως επισημαίνουν οι επιστημονικοί συνεργάτες της Συνομοσπονδίας Εργατών, φέτος, για κάθε ευρώ από την άμεση φορολόγηση των εισοδημάτων, το κράτος θα εισπράττει τρία ευρώ από την έμμεση φορολόγηση (όπως ο ΦΠΑ και οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης).

Παράλληλα, για πρώτη φορά από τον περασμένο Σεπτέμβριο, για το φτωχότερο 20% των νοικοκυριών οι αυξήσεις  στις τιμές των τροφίμων οδήγησαν σε μεγαλύτερη επιβάρυνση συγκριτικά με την οικιακή ενέργεια, ενώ η Ελλάδα καταγράφει τον έκτο υψηλότερο ρυθμό πληθωρισμού στην Ε.Ε..

Με βάση τις τιμές του Σεπτεμβρίου, μία οικογένεια με δύο παιδιά που ανήκει στο μέσο της κατανομής των νοικοκυριών θα χρειαστεί επιπλέον 1.400 ευρώ σε ετήσια βάση προκειμένου να διατηρήσει σταθερή την κατανάλωση τροφίμων!

Ήδη, όπως παρατηρήθηκε τα προηγούμενα χρόνια, οι έμμεσοι φόροι και η φορολογία εισοδήματος αποφέρουν συνολικά περισσότερο από το 75% των συνολικών εσόδων στα κρατικά ταμεία.

Η χώρα μας, εισήλθε στην κρίση τιμών με δεδομένη την υπέρμετρη  επιβάρυνση των πολιτών εξαιτίας του προγράμματος δημόσιο νομικής προσαρμογής, καθώς η αύξηση του φορολογικού βάρους -άμεσου και έμμεσου- από το 2009 έως το 2019, δεν συγκρίνεται με καμία άλλη χώρα του αναπτυγμένο κόσμου (8,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ) .

Με διαφορά η μεγαλύτερη στα 38 κράτη μέλη του ΟΟΣΑ και σχεδόν πενταπλάσια σε σχέση με τον μέσο όρο των χωρών αυτών.

Ο ΦΠΑ, αποφέρει το 60% των εσόδων από την έμμεση φορολογία και επιβάλλεται στους καταναλωτές ανεξαρτήτως εισοδήματος.

Μάλιστα, ο κανονικός συντελεστής ΦΠΑ είναι ο τέταρτος υψηλότερος στα κράτη μέλη της ΕΕ, όπως και ο ειδικός φόρος κατανάλωσης στη βενζίνη, με την Ελλάδα να συγκαταλέγεται στην δεκάδα των χωρών με την υψηλότερη φορολόγηση του πετρελαίου θέρμανσης.

Η έμμεση φορολόγηση, μετακυλίεται στον καταναλωτή  σε εξαιρετικά μεγάλο ποσοστό, το οποίο στην περίπτωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης αγγίζει ακόμα και το 100%.

Ως προς το κεφάλαιο αποταμίευση, από το 2009 έως το 2019, ο ρυθμός καθαρής αποταμίευσης διαμορφώθηκε στο -12%. Γεγονός, το οποίο αποτελεί την «πλέον ακραία εξέλιξη» μεταξύ των κρατών-μελών του ΟΟΣΑ.

Οι φορολογικές πιέσεις αποτυπώνονται και στον τομέα της Υγείας. Από το 2008 έως το 2014, οι πολίτες που δεν είχαν τη δυνατότητα να καλύψουν τις δαπάνες για την υγειονομική φροντίδα τους, αυξήθηκαν κατά  230%.   Ποσοστό, το οποίο υποχώρησε μόλις κατά 25% μεταξύ 2014 και 2019.

Βαθύ ήταν το αποτύπωμα  των εισοδηματικών πιέσεων και στο δημογραφικό, καθώς -όπως επισημαίνουν οι συντάκτες της μελέτης – «οι μεταρρυθμίσεις που υιοθετήθηκαν κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, οδήγησαν στην φορολογική επιβάρυνση οικογενειών με εξαρτώμενα τέκνα, ειδικά για οικογένειες με τρία ή τέσσερα παιδιά και μεσαίο προς υψηλό  επίπεδο εισοδημάτων».

Οι επιστημονικό συνεργάτες της ΓΣΕΕ, καταλήγουν σε δύο συμπεράσματα:

– Οι όποιες διορθωτικές κινήσεις ή ενισχύσεις ακολούθησαν, ήταν αναντίστοιχες των προβλημάτων που είχαν δημιουργηθεί, ενώ

– ακόμη και σε περιπτώσεις κατά τις οποίες καταγράφεται μετακύληση   βαρών στα πλουσιότερα νοικοκυριά, ο όρος «πλουσιότερος» αποτελεί έννοια σχετική, καθώς προ μηνμονίων κάποια από νοικοκυριά δεν συμπεριλαμβάνονταν στην κατηγορία αυτή, όπου βρέθηκαν μετά την συμπίεση εισοδήματος που υπέστη η μεσαία τάξη.

Εκείνο που, έχει αλλάξει διαχρονικά είναι το επίπεδο εισοδήματος που χρειάζεται ένας  φορολογούμενος για να τοποθετηθεί στο πλουσιότερο 40%. 

Πριν από την κρίση, το 2008, οι φορολογούμενοι με δηλωθέν εισόδημα άνω των 15.000 ευρώ θεωρούνταν ότι ανήκαν στο πλουσιότερο 40% των φορολογουμένων, ενώ το όριο αυτό μειώθηκε στις 11.000 ευρώ το 2014 και το 2019. 

Πηγή: ΚΟΣΜΟΔΡΟΜΙΟ

Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου