Μόνο ο λαλίστατος ριζοσπαστισμός έμεινε στον ΣΥΡΙΖΑ


Του Διονύση Δρόσου

Στο προηγούμενο άρθρο, επισημάναμε τα τρία πεδία που ο ΣΥΡΙΖΑ είναι “ριζοσπαστικά λαλίστατος”: αντιθρησκευτισμός, αντιεθνικισμός και δικαιωματισμός, πεδία που του επιτρέπουν να εμφανίζει μία επίφαση ριζοσπαστικότητας, χωρίς όμως να θίγει τον σκληρό πυρήνα του συστήματος, του παγκοσμιοποιημένου ορντο-φιλελευθερισμού. Είχαμε επίσης αναφέρει πως συντηρητικές δυνάμεις που δεν είναι έτοιμες ή πρόθυμες να απογαλακτιστούν από απαρχαιωμένες, αλλά εμπεδωμένες ιστορικά ιδεολογικές μορφές, έχουν την δυνατότητα να αυτοσυστήνονται ως αυτό που οι ίδιες ονομάζουν «αντισυστημικές».

Όμως, το πολιτικό παιχνίδι της δημιουργίας ενός ακροδεξιού, ακόμα και φασιστογενούς αντίπαλου δέους στην ισοπεδωτική Κεντροδεξιά, φαίνεται να παγιδεύει την Αριστερά σε έναν ρόλο ηθικού επιτηρητή της ορθής εφαρμογής των αρχών που εγγράφονται στον ιδεολογικό ορίζοντα της παγκοσμιοποίησης, τα σκληρά κέντρα του οποίου βεβαίως επιφυλάσσουν για τον εαυτό τους τη διακριτική ευχέρεια, πότε και πώς να τις χρησιμοποιούν, ή να τις αγνοούν. Φτάνουμε στο σημείο δηλαδή, η Αριστερά να λαμβάνει στην κυριολεξία τους και την ονομαστική τους αξία, αρχές που η Δεξιά απλώς διαχειρίζεται ως πολιτικός κυρίαρχος. Εξ’ ου και ο επίζηλος τίτλος του “ηθικού πλεονεκτήματος”.

Αυτή η στάση όμως, που αρμόζει σε φιλανθρωπική οργάνωση ή σε ΜΚΟ μάλλον, παρά σε κόμμα, καθιστά τον ΣΥΡΙΖΑ ακόμα πιο ατελέσφορο πολιτικά και επιτείνει το αίτιο που προκαλεί αυτόν τον πολιτικό του υποβιβασμό: την αποκοπή από τις πραγματικές δυνάμεις της κοινωνίας. Ιδεολογικά η Αριστερά αυτού του τύπου δεν διαφέρει από το λεγόμενο “Ακραίο Κέντρο”, το οποίο είναι εξίσου ή και περισσότερο “αντιθρησκευτικό”, “αντιεθνικιστικό” και “δικαιωματικό”. Η διαφορά τους είναι πολιτική και όχι ιδεολογική.

Ως προς τη θρησκεία, ήδη ακούμε από τον δεξιό χώρο εκτιμήσεις πως ο Χριστιανισμός είναι μια «κατασκευή». Η τάση είναι, ακόμα και στην Ελλάδα, η θρησκευτική αδιαφορία. Αν γίνονται ακόμα κάποια επιδεικτικά δημόσια προσκυνήματα, αυτό γίνεται εντελώς υποκριτικά και για λόγους προσεταιρισμού της απομένουσας εκλογικής πελατείας που δυσκολεύεται να εκσυγχρονιστεί. Μπορούμε να ρισκάρουμε την πρόβλεψη, ότι ειδικά στην Ελλάδα, ο χωρισμός της Εκκλησίας από το Κράτος (κάτι βεβαίως θετικό και για τη θρησκεία και για την πολιτική) είναι πιθανότερο να πραγματοποιηθεί από μια κεντροδεξιά κυβέρνηση, ωθούμενη από διεθνείς πιέσεις συμμόρφωσης.

Το πρόβλημα με τον “αντιεθνικισμό”

Το δεύτερο θέμα όμως, το εθνικό, είναι πολύ κρίσιμο και φορτωμένο με φοβερές παρεξηγήσεις, τέτοιες που γεννούν σφάλματα με μοιραίες συνέπειες όχι μόνο για την Αριστερά, αλλά για όλη τη χώρα. Η αποεδαφοποίηση, χαρακτηριστικό του παγκοσμιοποιη-χρηματιστικού καπιταλισμού, ευνοεί, επιλεκτικά όμως, το ιδεολόγημα της εξασθένισης του έθνους-κράτους. Επιλεκτικά, διότι η ίδια η παγκοσμιοποίηση υλοποιείται ως εκδήλωση ισχύος μεγάλων εθνικών κρατών.

Κάποια εθνικά κράτη, λοιπόν, πρέπει να θέσουν την κυριαρχία τους κάτω από μια ανύπαρκτη ευρύτερη υπερεθνική νομοθετική και εκτελεστική αρχή, την ίδια στιγμή που τα ισχυρά κράτη γίνονται ακόμα ισχυρότερα και ενεργούν ως εάν να αποτελούσαν αυτή τον οικουμενικό κυρίαρχο. Ένας αντιεθνικισμός σε μια χώρα που δεν συνορεύει με το Λουξεμβούργο και το Βέλγιο, αλλά με μια μεγάλη υποϊμπεριαλιστική δύναμη, με διακηρυγμένο πρόγραμμα αναθεώρησης των διεθνών συνθηκών που ορίζουν τα σύνορά της, οφείλει να εξειδικευθεί με μεγάλη προσοχή και φρόνηση.

Η ύπαρξη και η άμυνα της πατρίδας δεν αποτελεί “ένα ακόμα θέμα”· αποτελεί αυταξία και είναι όρος για την ζωή και την ευημερία των πολιτών, για την κοινωνική συνοχή, την δημοκρατία. Υπό αυτή την έννοια αποτελεί κυρίως μέριμνα της Αριστεράς, αν αυτή είναι η πολιτική έκφραση των εργαζομένων λαϊκών τάξεων. Ειδικά σε μια χώρα όπου η ιθύνουσα ελίτ είναι άπατρις, ο δημοκρατικός, λαϊκός πατριωτισμός αποτελεί τον κεντρικό άξονα κάθε αγώνα για την πολιτική ηγεμονία των λαϊκών δυνάμεων. Για να γίνει η εργατική τάξη “εθνική τάξη”, εκπρόσωπος του έθνους, για να χρησιμοποιήσουμε την παλιομοδίτικη έκφραση του Μαρξ.

Ο “αντιεθνικισμός” του ΣΥΡΙΖΑ όμως εύκολα εκτρέπεται σε εκκένωση του πατριωτικού φρονήματος και σε εθνομηδενισμό. Αυτό συμβαίνει επειδή δεν υποστηρίζεται από τον παλαιό επαναστατικό διεθνισμό – που προϋπέθετε τον πατριωτισμό, ακόμα και τον αντι-αποικιακό/ αντι-ιμπεριαλιστικό εθνικισμό (βλ. Κίνα, Βιετνάμ, Κούβα, Παλαιστίνη κτλ) – αλλά από τον ατομοκεντρικό κοσμοπολιτισμό της παγκοσμιοποίησης. Όμως παρά τις επαγγελίες της παγκοσμιοποίησης, το εθνικό κράτος παραμένει η ελάχιστη μονάδα πολιτικής οντότητας στην παγκόσμια σκακιέρα, καθώς και η ίδια η παγκοσμιοποίηση ερμηνεύεται και εργαλειοποιείται πολιτικά κατά τα συμφέροντα διακεκριμένων εθνικών κρατών.

Σε χώρες όπως η Ελλάδα, ο μεταπρατισμός των ιθυνουσών τάξεων και η σύμφυσή τους με συμφέροντα ξένων κεφαλαίων και ξένων στρατηγικών σχεδιασμών, συμβαδίζει με μια υπεραναπλήρωση εθνικόφρονος κενολογίας (η «γαλανόλευκη πομφόλυξ», όπως την ονόμαζε ο Παναγιώτης Κονδύλης). Η κυκλοφορία του κάλπικου νομίσματος, όμως, αντιμετωπίζεται με την ενίσχυση του αυθεντικού· όχι με την καταγγελία των χρηματικών συναλλαγών εν γένει. Διότι ποτέ δεν εμφανίστηκε καπηλεία ενός πράγματος, το οποίο στερείται εγγενούς αξίας καθ’ εαυτό.

Το επεισόδιο στην Ροδόπη

Εδώ όμως υπάρχει το μέγα κενό στον χώρο του ΣΥΡΙΖΑ. Δυο πρόσφατα παραδείγματα: Πρώτον, το επεισόδιο στην Ροδόπη. Είναι γνωστός – και μάλιστα βιωμένος από τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ – ο ρόλος του τουρκικού προξενείου, στην προσπάθεια της Άγκυρας να τουρκοποιήσει την μουσουλμανική μειονότητα. Αποτελεί δηλωμένη πολιτική της Τουρκίας να έχει λόγο σε οποιαδήποτε χώρα του γεωπολιτικού της ενδιαφέροντος υπάρχει μουσουλμανική μειονότητα. Είναι ξεκάθαρα δηλωμένο ότι «τα πολιτικά σύνορα της Τουρκίας δεν συμπίπτουν με τα γεωπολιτικά» (Νταβούτογλου).

Η μειονότητα της Θράκης χειραγωγείται από την Άγκυρα, της οποίας το εκεί προξενείο λειτουργεί ως κράτος εν κράτει. Γνωστό αυτό τοις πάσι και οι ευθύνες παλιές και τεράστιες για όλο το πολιτικό σύστημα. Εν τούτοις, ο ΣΥΡΙΖΑ θεώρησε και το δήλωσε μάλιστα, ότι ενώ η συνθήκη της Λωζάνης αναγνωρίζει μουσουλμανική μειονότητα (με τρεις συνιστώσες), το γεγονός ότι δυο βουλευτές του δηλώνουν Τούρκοι, αποτελεί “δικαίωμά” τους.

Προφανώς θα είναι και “δικαίωμά” τους, υποθέτουμε, να συμπεριφέρονται ως Τούρκοι και στη Βουλή των Ελλήνων και να διευκολύνουν τον Ερντογάν στις διεκδικήσεις που αυτός οσονούπω θα θέσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, απέναντι σε μια ήδη υποχωρητική κυβέρνηση. Τυπική στάση ΣΥΡΙΖΑ: αυτό που η ΝΔ κάνει χρόνια τώρα, αλλά το κρύβει πίσω από μια υποκριτική ρητορική εθνικοφροσύνης, ο ΣΥΡΙΖΑ το διαλαλεί και το διακηρύσσει ως πράξη αξιόμισθη, ριζοσπαστική και συνεπή προς τις αρχές του.

Ένα περίεργος διεθνισμός…

Και ερχόμαστε στο μείζον. Η κυβέρνηση επείγεται (!) να διαπραγματευθεί με την Τουρκία ζητήματα που θέτει η ατζέντα της τελευταίας και τα οποία μέχρι πρόσφατα η Ελλάδα θεωρούσε αδιαπραγμάτευτα. Ο Καρατζαφέρης μας έχει προϊδεάσει, με την ανησυχία του μήπως τα κυριαρχικά μας δικαιώματα εμποδίζουν “τα μπάνια του τουρκικού λαού” (sic), η κ. Μπακογιάννη δηλώνει ότι δεν έχει «ταμπού» να συζητήσει τα πάντα με τους Τούρκους, που διαθέτουν «απέραντες ακρογιαλιές στο Αιγαίο», ο δε πρωθυπουργός μιλάει συνεχώς για «νατοϊκά νησιά» και ρύθμιση «θαλασσίων ζωνών» (στις οποίες συμπεριλαμβάνονται όχι μόνο η υφαλοκρηπίδα, αλλά και αιγιαλίτιδα ζώνη!), “λάθος” που επαναλαμβάνει, χωρίς να τον διορθώνει η Αριστερά.

Και μέσα σε αυτόν τον χαμό, ο Νίκος Φίλης να δηλώνει πως πρέπει στο Αιγαίο να γίνει μια ρύθμιση τύπου Πρεσπών (sic). Με άλλα λόγια, ετοιμάζεται μια εθνική υποχώρηση με πρωτοβουλία της ΝΔ του Μητσοτάκη και απέναντι σε αυτή την επερχόμενη εξέλιξη, η Αριστερά δεν μπορεί να αρθρώσει λόγο αντιρρητικό. Πολύ λιγότερο να αναλάβει και να πάρει πάνω της το συμφέρον της πατρίδας και να ηγεμονεύσει σε έναν αγώνα, όχι εναντίον ενός αδελφού λαού, αλλά εναντίον ενός ιμπεριαλιστικού καθεστώτος.

Τι είδους διεθνισμός είναι αυτός, να υποτάσσεσαι στον ιμπεριαλιστή δυνάστη του γειτονικού σου λαού; Το ιδεολόγημα “έθνος δεν υπάρχει” είναι ομόλογο του ιδεολογήματος «κοινωνία δεν υπάρχει» (όπως μας πληροφόρησε η Θάτσερ): μόνο άτομα, που έχουν δικαιώματα.

Το μεταναστευτικό

Ένα άλλο δύσκολο παράδειγμα είναι το ζήτημα των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών. Η Αριστερά όφειλε να διαλύσει τη σύγχυση στην οποία έχει εμπλακεί όλη η κοινωνία.
Ένα ζήτημα είναι η διάσωση. Ζήτημα ανθρωπιστικό, όμως συγχρόνως και ζήτημα εθνικής κυριαρχίας, εφόσον η χώρα οφείλει να είναι αποτελεσματική, όχι μόνον εντός των χωρικών της υδάτων, αλλά και στις περιοχές της δικής της δικαιοδοσίας. Ένα άλλο ζήτημα είναι η εγκατάσταση των προσφύγων και μεταναστών (Nαι! Δεν είναι όλοι πρόσφυγες!).

Οι ροές προκαλούνται από ιμπεριαλιστικές πολιτικές της Δύσης, αλλά συγχρόνως εξυπηρετούν ανάγκες του ευρωπαϊκού καπιταλισμού σε φτηνό και ανασφάλιστο, λαθραίο εργατικό δυναμικό. Δεν είναι όμως δυνατόν να εγκλωβίζεται ο μετακινούμενος πληθυσμός στην Ελλάδα. Δηλαδή δεν αντέχεται σε ένα νησί, ο πληθυσμός να είναι μικρότερος από τους μετανάστες που δέχεται.

Συγχρόνως όμως, ένα κόμμα που εμπνέεται από τον μαρξισμό θα όφειλε να έχει επίγνωση της διαλυτικής πίεσης, που ασκεί αυτός ο εφεδρικός εργατικός στρατός στις συνθήκες απασχόλησης της εργασιακής δύναμης. Είναι σαφέστατη και δηλωμένη από τους διεθνείς οργανισμού του κεφαλαίου, η ανάγκη “ενίσχυσης του εργατικού δυναμικού” της Ευρώπης. Και τούτο παρά την ανεργία!

Οι ρατσιστές και οι φασίστες σκοπίμως συγχέουν τη διάσωση με την εγκατάσταση και κεφαλαιοποιούν την ανησυχία των θιγόμενων εργαζόμενων τάξεων. Η Αριστερά όμως θα όφειλε να κάνει τη διάκριση και να αντιλαμβάνεται ότι η πολιτική ανοικτών θυρών (συνοδευόμενη ενίοτε από αχαρακτήριστες δηλώσεις του τύπου «η θάλασσα δεν έχει σύνορα») είναι υπέρ των συμφερόντων του κεφαλαίου των ιμπεριαλιστικών κέντρων και σε βάρος της εργατικής τάξης και της ενότητάς της. Διαφορετικά θα συμπεριφέρεται ως ΜΚΟ και όχι ως πολιτικό κόμμα.

Το πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ

Αναπαράγοντας μια “αριστερή” διατύπωση των αρχών της παγκοσμιοποίησης, η επίκληση των αρχών της αλληλεγγύης μένει χωρίς αντίκρισμα στην κοινωνία, καθώς η παγκοσμιοποίηση είναι η ιδεολογική εξιδανίκευση του κατακερματισμού των κοινωνιών σε ατομικότητες. Όλο και λιγότεροι θα βρίσκουν λόγο να μην υποστηρίξουν τους αυθεντικούς και αδίστακτους εκφραστές του ιδεολογήματος αυτού. Πολύ περισσότερο, όταν συντηρείται ως αντίπαλο δέος της “προόδου”, ο φασισμός, ο φονταμενταλισμός και οι λοιπές κηραλοιφές…

Το πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ, ανεξαρτήτως ηγέτη, είναι ακριβώς το ότι ο ανθρωπισμός του δεν υπερβαίνει τον ιδεολογικό ορίζοντα της παγκοσμιοποίησης. Είναι ειρωνεία το γεγονός ότι ο αγώνας για έναν “σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο”, κατέληξε αγώνας για έναν “καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο”. Και έσται η εσχάτη πλάνη χείρων της πρώτης.

Έτσι λοιπόν, ο κούφιος ριζοσπαστισμός αυτής της Αριστεράς είναι το παραπλήρωμα του κούφιου εθνικισμού της απάτριδος ιθύνουσας τάξης. Αλλά αυτό είναι ένας άλλος διπλός δεσμός που πνίγει όχι την Αριστερά, αλλά τη χώρα. Ίσως πάλι να είναι απλώς σύμπτωμα της απόφασης ενός έθνους-κράτους να αυτοχειριαστεί.

Πηγή: SLpress

Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου