Ενώ για την εισαγωγή στα ελληνικά ΑΕΙ διεξάγονται διαγωνιστικές πανελλαδικές εξετάσεις, στα ξένα πανεπιστήμια που θα λειτουργούν εντός της ελληνικής επικράτειας, όπως είναι εύλογο και αναμενόμενο, δεν θα ισχύουν οι ίδιοι κανόνες εισαγωγής. Σύμφωνα με το Σχέδιο Νόμου η βάση εισαγωγής θα “προκύπτει από τον μικρότερο εκ των μέσων όρων των βαθμολογιών του συνόλου των εξεταζομένων ανά επιστημονικό πεδίο, πολλαπλασιαζόμενο με τον συντελεστή 0,8”. Πρόκειται για ακραία χαλάρωση των κριτηρίων που ισχύουν για τα δημόσια πανεπιστήμια στην κατεύθυνση της ευνοιοκρατίας, αφού θα εφαρμόζεται ανεξαρτήτως Τμήματος, επομένως και για Τμήματα ή Σχολές υψηλής ζήτησης.
Του Γιώργου Τζιρίτα *
Δόθηκε σε δημόσια διαβούλευση το νομοσχέδιο με τίτλο “Ενίσχυση του Δημόσιου Πανεπιστημίου – Πλαίσιο δημιουργίας μη κερδοσκοπικών παραρτημάτων ξένων Πανεπιστημίων”. Τελικά, αποφεύχθηκε ο προκλητικός τίτλος “Ελεύθερο πανεπιστήμιο”. O αρχικός πάντως τίτλος δηλώνει με μεγαλύτερη σαφήνεια την ιδεολογική ταυτότητα της επιδιωκόμενης “φιλελεύθερης μεταρρύθμισης”. Πράγματι, μετά και την ανακοίνωση του Σχεδίου Νόμου, διαπιστώνουμε ότι επιχειρεί να εισαγάγει μια ριζική τομή στη μακρόχρονη παράδοση της Ανώτατης Εκπαίδευσης στη χώρα μας προς μια φιλελεύθερη κατεύθυνση. Το ελληνικό πανεπιστήμιο ιστορικά, και παρά την υποχώρηση των τελευταίων δεκαετιών, θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί μοχλός κοινωνικής κινητικότητας. Στο δίπολο ελευθερία-ισότητα, το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα διασφαλίζει ευκαιρίες και στα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα κι ενεργεί υπέρ της ισότητας προς όφελος τελικά του συνόλου της κοινωνίας συμβάλλοντας στην ανάπτυξη της δημιουργικότητας. Παρά το ότι οι υφιστάμενες κοινωνικές ανισότητες περιορίζουν ήδη εκ των πραγμάτων την κοινωνική κινητικότητα, η επερχόμενη τομή παρεμβαίνει ώστε να τονώσει την ελευθερία και να οξύνει τις ανισότητες, σε βάρος της ποιότητας και υπέρ της θωράκισης προνομίων.
Ο Υπουργός Παιδείας διατείνεται ότι στο δίλημμα μεταξύ κίνησης και ακινησίας επιλέγει την κίνηση. Ωστόσο δεν υπάρχει αυτονόητη κατεύθυνση για την κίνηση. Δύο κύριες δυνητικές κατευθύνσεις κίνησης για την Ανώτατη Εκπαίδευση υπάρχουν σήμερα. Η πρώτη έχει τις ρίζες της για τη χώρα μας στους αγώνες της δεκαετίας του 1960 για Δημόσια Δωρεάν Παιδεία και στη μεταρρύθμιση της κυβέρνησης Παπανδρέου 1964-65, όπως και στο Νόμο Πλαίσιο για την Ανώτατη Εκπαίδευση του 1982 (1). Η δεύτερη κατεύθυνση κίνησης έχει αναφορές στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο που εφαρμόσθηκε κυρίως στο Ηνωμένο Βασίλειο, στην Αυστραλία, στην Ιαπωνία, στην Κορέα και σε χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας μετά το 1980. Το μοντέλο αυτό έχει διαφορετικές εκφράσεις, μία των οποίων είναι η εγκατάσταση παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων. Αυτή την κατεύθυνση επιλέγει η κυβέρνηση.
Επειδή η Αιτιολογική Έκθεση αναφέρει ότι “η δε νομική φύση των πανεπιστημίων ως Ν.Π.Δ.Δ. θεσπίστηκε για πρώτη φορά το 1968 με το δικτατορικό Σύνταγμα. Από τα πρακτικά των συζητήσεων του δικτατορικού Υπουργικού Συμβουλίου προκύπτει ότι το στρατιωτικό καθεστώς, προκειμένου να διασφαλίσει ότι τα πανεπιστημιακά ιδρύματα θα τελούν υπό τον έλεγχό του, ανήγαγε σε συνταγματικό κανόνα τη νομική φύση των πανεπιστημίων ως Ν.Π.Δ.Δ.”, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η πρώτη απόπειρα λειτουργίας παραρτήματος πανεπιστημίου της αλλοδαπής (New York Institute of Technology, κ.α.) έγινε το 1972. Για όσους ενδιαφέρονται ας αναζητήσουν το βιβλίο του Μ. Παπάζογλου, Φοιτητικό κίνημα και δικτατορία (Εκδόσεις Επικαιρότητα, 1983), ή το δημοσίευμα της Ελευθεροτυπίας στις 16-11-2008 με τίτλο “Κολέγια” και Πολυτεχνείο (2). Το αποτέλεσμα εκείνης της απόπειρας αποτυπώνεται στο δημοσίευμα της εφημερίδας New York Times με τίτλο Athens Closes New York Institute's Branch After Protest by Greek Students (3).
Στο άρθρο αυτό θα επιχειρήσουμε να αντικρούσουμε τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα του Υπουργείου, όπως εκφράσθηκαν στο άτυπο έγγραφο που δημοσιοποιήθηκε το Δεκέμβριο 2023, στη συνέντευξη του Υπουργού Παιδείας στις 7 Φεβρουαρίου 2024, και όπως αποτυπώνονται στο υπό διαβούλευση Σχέδιο Νόμου και στην Αιτιολογική Έκθεση αυτού.
Ας ξεκινήσουμε από την παράκαμψη του άρθρου 16 του Συντάγματος, για την οποία έχουν αρθρογραφήσει συνταγματολόγοι (4) και άλλοι νομικοί (5). Εδώ περιοριζόμαστε να σχολιάσουμε του ισχυρισμούς του Υπουργείου. Σύμφωνα με το Υπουργείο “Οι διατάξεις αυτές που καθιερώνουν το κρατικό μονοπώλιο στην ανώτατη εκπαίδευση αποτελούν παγκόσμιο νομικό κατάλοιπο καθώς σε καμία απολύτως προηγμένη χώρα δεν απαγορεύεται η ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων.” Αφού αναφέρουμε, για την ακρίβεια της διατύπωσης, ότι το Σύνταγμα θεσπίζει αυτοδιοικούμενα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου που τελούν υπό την εποπτεία του Κράτους, και αντιπαρερχόμενοι τον όρο “μονοπώλιο” που παραπέμπει σε εμπορική δραστηριότητα, θα δούμε ενδεικτικά τι συμβαίνει σε κάποιες άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Είναι αληθές ότι δεν υπάρχει άλλη ευρωπαϊκή χώρα με αντίστοιχη συνταγματική διάταξη, αλλά εξίσου αληθές είναι ότι το νομικό καθεστώς σε κάθε χώρα είναι προϊόν της ιστορίας της και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της. Το τελευταίο ισχύει και για τη δική μας χώρα και ουδέποτε στις διεθνείς εκπαιδευτικές ή ερευνητικές συνεργασίες που μετέχει αντιμετώπισε οποιασδήποτε μορφής δυσκολία λόγω του άρθρου 16 του Συντάγματος.
Στη Γαλλία ο νόμος για την Ανώτατη Εκπαίδευση περιλαμβάνει διάταξη που ισχύει από το 1880, χωρίς να θεωρείται αναχρονιστική, και που αναφέρει ότι δεν επιτρέπεται σε ιδιωτικά ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης να φέρουν τον τίτλο του πανεπιστημίου (6). Υπάρχουν ωστόσο πέντε ιδιωτικά ως προς την εποπτεία πανεπιστήμια στη γαλλική επικράτεια που είναι αποτέλεσμα της παράδοσης του Καθολικισμού σε ορισμένες περιοχές. Τα υπόλοιπα ιδιωτικά ιδρύματα είναι ανώτερες σχολές, θα μπορούσαμε να πούμε αντίστοιχες των κολεγίων που λειτουργούν στην Ελλάδα, που δεν έχουν ακαδημαϊκή αναγνώριση και δεν μπορούν να απονέμουν ισότιμους τίτλους σπουδών. Ευλόγως λοιπόν το θεσμικό πλαίσιο της Γαλλίας δεν ελήφθη υπόψη κατά τη σύνταξη του Σχεδίου Νόμου (βλέπε “συναφείς πρακτικές” στη σελίδα 15 της Αιτιολογικής Έκθεσης).
Στη Δανία υπάρχουν οκτώ πανεπιστήμια, όλα δημόσια, κι επιπλέον Ανώτερες Σχολές με επαγγελματική κατεύθυνση, μέρος των οποίων είναι ιδιωτικές. Αντίστοιχα ισχύουν και στην Ιρλανδία, όπου όλα τα πανεπιστήμια χρηματοδοτούνται από το Δημόσιο. Στη Φινλανδία δεν απαγορεύεται μεν η λειτουργία ιδιωτικών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, ωστόσο το μόνο εκτός συνόρων γνωστό ιδιωτικό ίδρυμα είναι η Σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων του Ελσίνκι. Αντίστοιχη είναι η κατάσταση στην Ολλανδία, όπου το μόνο ιδιωτικό ίδρυμα είναι μια Σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων. Στη Γερμανία υπάρχουν μεν ιδιωτικά ιδρύματα και σχολές, αλλά η συμμετοχή σε αυτά είναι εξαιρετικά περιορισμένη (7). Στο Βέλγιο πέραν των δημοσίων πανεπιστημίων υπάρχουν τα λεγόμενα ελεύθερα που είναι μεν ιδιωτικά ως προς την εποπτεία, αλλά υπάγονται στην ίδια ακριβώς νομοθεσία με τα δημόσια και λαμβάνουν δημόσια χρηματοδότηση. Εκτός των ελεύθερων πανεπιστημίων, άλλα ιδρύματα που λειτουργούν στην επικράτεια του Βελγίου δεν έχουν καμία ακαδημαϊκή αναγνώριση.
Θα μπορούσαμε να επεκτείνουμε τον κατάλογο. Συνολικά στατιστικά στοιχεία δημοσιεύει κάθε χρόνο η Eurostat, διακρίνοντας τρεις κατηγορίες ιδρυμάτων, τα δημόσια, τα εξαρτώμενα από το Κράτος ιδιωτικά και τα καθαρά ιδιωτικά (8). Με βάση τον πληθυσμό των φοιτούντων τα καθαρά ιδιωτικά αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 10% στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου η μόνη χώρα όπου πλειοψηφούν τα καθαρά ιδιωτικά είναι η Κύπρος με ποσοστό της τάξης του 75%. Είναι γνωστό ότι στην Κύπρο αναπτύχθηκαν τα ιδιωτικά πανεπιστήμια για ειδικούς λόγους. Συμπερασματικά, η κατάσταση στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι πολύ πιο σύνθετη από την απλουστευτική εικόνα που παρουσιάζει η κυβερνητική πλευρά. Το καθεστώς της Ανώτατης Εκπαίδευσης είναι ιδιαίτερο για κάθε χώρα, προϊόν της ιστορίας της και των αναγκών της. Για το λόγο αυτό χρήσιμο θα ήταν να μελετηθεί και αξιολογηθεί η ανώτατη εκπαίδευση στη χώρα μας και με βάση αυτή την ανάλυση να σχεδιασθεί το μέλλον της. Αντίθετα, με την παραπλανητική αναφορά στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και την υποκειμενική ανάγνωση και κατανόηση του νομοθετικού πλαισίου άλλων ευρωπαϊκών χωρών, η κυβέρνηση επιπλέον υπονομεύει την ευρωπαϊκή ιδέα σε μια συγκυρία όπου οι εθνικιστικές τάσεις είναι ισχυρότατες στην καρδιά της Ευρώπης (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ολλανδία) και ενόψει των ευρωεκλογών. Η κυβέρνηση τροφοδοτεί την κάλπη των ευρωσκεπτικιστών και στρέφει τους νέους εναντίον της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Βέβαια το νομοσχέδιο δεν αναφέρεται γενικά στα ιδιωτικά πανεπιστήμια, αλλά στην αδειοδότηση εγκατάστασης παραρτημάτων πανεπιστημίων της αλλοδαπής παρακάμπτοντας το άρθρο 16 του Συντάγματος μέσω μιας “δυναμικής και τελολογικής” ερμηνείας του. Ισχυρίζεται το Υπουργείο Παιδείας ότι “Οι συνταγματικές διατάξεις ... πρέπει να ερμηνεύονται με το νόημα που αποκτούν κατά τη συνδυαστική εφαρμογή τους με το ενωσιακό δίκαιο και τις διεθνείς συνθήκες τις οποίες έχει επικυρώσει η χώρα μας. Επομένως, καλούμαστε να ερμηνεύσουμε τις εθνικές διατάξεις υπό το πρίσμα του ενωσιακού δικαίου, επιδιώκοντας την εναρμονισμένη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία των εθνικών κανόνων.” Δεν μας εξηγεί γιατί αυτή η ερμηνεία αποκαλύφθηκε τώρα, ενώ η συζήτηση για την αναθεώρηση του άρθρου 16 έχει ξεκινήσει τουλάχιστον πριν 20 χρόνια.
Στην Αιτιολογική Έκθεση σχετικά με τη νομιμότητα των προτεινομένων διατάξεων ουδεμία αναφορά υπάρχει στο ενωσιακό δίκαιο, σε νομολογία των ανωτάτων και άλλων εθνικών δικαστηρίων, καθώς και αποφάσεις των Ανεξάρτητων Αρχών, ούτε σε συναφή ευρωπαϊκή και διεθνή νομολογία (βλέπε σελίδες 54 και 55). Άρα δεν πρόκειται για εναρμόνιση με οιανδήποτε οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Αιτιολογική Έκθεση αναφέρεται μόνο σε μία προσφυγή κατά της Ουγγαρίας και τη σχετική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία “επ’ αμοιβή διοργάνωση μαθημάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, που ασκείται από υπήκοο ενός κράτους μέλους εντός άλλου κράτους μέλους, αποτελεί οικονομική δραστηριότητα, που εμπίπτει στο δικαίωμα της ελεύθερης εγκατάστασης”. Δύσκολα μπορεί να συνδεθεί αυτή η απόφαση με την υποχρέωση εγκατάστασης παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων στη χώρα μας, πολύ περισσότερο αν προέρχονται από τις ΗΠΑ ή το Ηνωμένο Βασίλειο που δεν είναι κράτη μέλη της Ένωσης.
Ισχυρίζεται λοιπόν το Υπουργείο Παιδείας ότι με τις διατάξεις του νομοσχεδίου η χώρα εναρμονίζεται με το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. (ιδίως του άρθρου 14 «ελευθερία ίδρυσης ακαδημαϊκών ιδρυμάτων»). Ο τίτλος του άρθρου 14 είναι “Δικαίωμα Εκπαίδευσης” και φαίνεται να αφορά την υποχρεωτική εκπαίδευση. Ας δούμε την ακριβή διατύπωση της παραγράφου 3.“Η ελευθερία ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων με σεβασμό των δημοκρατικών αρχών καθώς και το δικαίωμα των γονέων να εξασφαλίζουν την εκπαίδευση και τη μόρφωση των τέκνων τους σύμφωνα με τις θρησκευτικές, φιλοσοφικές και παιδαγωγικές πεποιθήσεις τους, γίνονται σεβαστά σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες που διέπουν την άσκησή τους.” (9) Η υπογράμμιση είναι δική μας για να καταστεί περιττός ο οποιοσδήποτε περαιτέρω σχολιασμός του ισχυρισμού του Υπουργείου. Επιπλέον, στην Αιτιολογική Έκθεση γίνεται αναφορά στο άρθρο 13 για την ακαδημαϊκή ελευθερία, που όμως διασφαλίζεται πληρέστερα από τα δημόσια πανεπιστήμια, ενώ θα μπορούσε να πληγεί από τα ιδιωτικά. Ακόμα, η Αιτιολογική Έκθεση αναφέρεται στο άρθρο 16 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων για την επιχειρηματική ελευθερία, χωρίς να αναλογίζεται, αν η επιχειρηματική ελευθερία θα μπορούσε να περιορίζει την ακαδημαϊκή ελευθερία και πολύ περισσότερο το δικαίωμα στην εκπαίδευση. Βέβαια αυτή η αναφορά είναι προδήλως ενδεικτική της ιδεολογικής προσέγγισης της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας ως προς το δικαίωμα στη γνώση και την εκπαίδευση.
Επιπλέον, το Υπουργείο αναφέρεται σε Διεθνείς Συμβάσεις και ιδιαίτερα στη Γενική Συμφωνία για τις συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών, που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 1 B της Συμφωνίας για την ίδρυση του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου (General Agreement on Trade in Services – εφεξής «GATS»). Αν καταλαβαίνουμε καλά, το αρμόδιο για την Ανώτατη Εκπαίδευση Υπουργείο, που σύμφωνα με το Σύνταγμα την εποπτεύει, θεωρεί ότι δύναται να είναι αντικείμενο εμπορίας υπηρεσιών. Αυτή η αντίληψη είναι σε αντιδιαστολή με τα ίσα δικαιώματα στην εκπαίδευση που βρίσκονται στον πυρήνα του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σύμφωνα με το Υπουργείο η δυνατότητα παράκαμψης του άρθρου 16 δίδεται για την εγκατάσταση παραρτημάτων πανεπιστημίων της αλλοδαπής, επειδή δεν πρόκειται για σύσταση νέων ιδρυμάτων, αλλά για αδειοδότηση υφισταμένων στην αλλοδαπή. Η πρακτική των παραρτημάτων υπάρχει πράγματι διεθνώς. Σε άρθρο του Α. Λακασά στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ με τίτλο “Τα παραρτήματα των κορυφαίων ΑΕΙ ανά τον κόσμο” αναφέρεται ότι “Σχεδόν το 75% των campus ξένων πανεπιστημίων που λειτουργούν σε άλλες χώρες σήμερα προέρχονται από τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία, την Αυστραλία και τη Ρωσία. Το 2023, 85 χώρες φιλοξενούν campus ξένων πανεπιστημίων. Η Κίνα είναι η χώρα με τα περισσότερα campus ξένων πανεπιστημίων (47) και ακολουθούν τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (30), η Σιγκαπούρη (16), η Μαλαισία (15) και το Κατάρ (11).” Διαπιστώνουμε ότι χώρες εγκατάστασης είναι κατά κύριο λόγο ασιατικές, αν και υπάρχουν ξένα πανεπιστήμια σε μικρότερο αριθμό και σε αγγλοσαξωνικές χώρες (ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο και Καναδάς). Στην Ευρώπη σχεδόν δεν υπάρχουν. Η γεωγραφική κατανομή δεν εκπλήσσει και ερμηνεύεται με βάση τη θέση των χωρών αυτών στον παγκόσμιο ακαδημαϊκό χάρτη. Εκπλήσσει αντίθετα η σπουδή της ελληνικής κυβέρνησης να προσελκύσει στην χώρα την εγκατάσταση παραρτημάτων πανεπιστημίων της αλλοδαπής, σε πλήρη αντίθεση με την ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Στην ήπειρο που γεννήθηκαν τα πανεπιστήμια είναι εξαιρετικά σπάνια τα παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων.
Σύμφωνα με το Σχέδιο Νόμου θα μπορούν να συσταθούν Νομικά Πρόσωπα Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (Ν.Π.Π.Ε.) σε σχέση δικαιόχρησης με το μητρικό ίδρυμα. Το μητρικό ίδρυμα, επομένως, θα μπορεί να παραχωρήσει το δικαίωμα χρήσης της επωνυμίας του από το νεοσύστατο Ν.Π.Π.Ε. Θα μπορεί επίσης να παραχωρεί την επωνυμία του πιστοποιώντας απλά τα προγράμματα σπουδών του Ν.Π.Π.Ε. Θα μπορεί ακόμα να συμμετέχει στο κεφάλαιο της επιχείρησης, αλλά και να μη συμμετέχει σε αυτό (βλέπε σελίδα 5 της Αιτιολογικής Έκθεσης). Το Υπουργείο ισχυρίζεται ότι από αυτή τη χαλαρή σχέση σύνδεσης με το μητρικό ίδρυμα δεν απορρέει σύσταση ΑΕΙ. Ισχυρίζεται ότι η επί χρήμασι παραχώρηση δικαιώματος χρήσης επωνυμίας και πιστοποίηση προγραμμάτων σπουδών συνιστά απλή εγκατάσταση παραρτήματος.
Η σχεδιαζόμενη λειτουργία παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων στην χώρα εισάγει μια προφανή ανισότητα στην πρόσβαση στην Ανώτατη Εκπαίδευση. Ενώ για την εισαγωγή στα ελληνικά ΑΕΙ διεξάγονται διαγωνιστικές πανελλαδικές εξετάσεις, στα ξένα πανεπιστήμια που θα λειτουργούν εντός της ελληνικής επικράτειας, όπως είναι εύλογο και αναμενόμενο, δεν θα ισχύουν οι ίδιοι κανόνες εισαγωγής. Σύμφωνα με το Σχέδιο Νόμου η βάση εισαγωγής θα “προκύπτει από τον μικρότερο εκ των μέσων όρων των βαθμολογιών του συνόλου των εξεταζομένων ανά επιστημονικό πεδίο, πολλαπλασιαζόμενο με τον συντελεστή 0,8”. Πρόκειται για ακραία χαλάρωση των κριτηρίων που ισχύουν για τα δημόσια πανεπιστήμια στην κατεύθυνση της ευνοιοκρατίας, αφού θα εφαρμόζεται ανεξαρτήτως Τμήματος, επομένως και για Τμήματα ή Σχολές υψηλής ζήτησης. Δεν πρέπει για το λόγο αυτό να εκπλήσσει η διαμαρτυρία των φοιτητών. Στις δημοσκοπήσεις καταγράφεται ένα ποσοστό της τάξης του 70% των φοιτητών που διαφωνεί με τα μη κρατικά πανεπιστήμια.
Το Υπουργείο ισχυρίζεται ότι “Η Ελλάδα θα καλύψει και την μεγάλη διαρκώς αυξανόμενη εγχώρια ζήτηση για πανεπιστημιακές σπουδές. Το έλλειμμα στην αγορά ανώτατης εκπαίδευσης καλύπτεται σε μεγάλο ποσοστό από τα πανεπιστήμια του εξωτερικού ή τα κολέγια.” Παρατηρώντας ότι η χρησιμοποιούμενη ορολογία δηλώνει με σαφήνεια το ιδεολογικό υπόβαθρο, ας ανιχνεύσουμε τον πληθυσμό των αποφοίτων Λυκείου που υπό τις σημερινές συνθήκες μεταναστεύει για σπουδές και δυνητικά θα αναζητήσει φοίτηση στα παραρτήματα των ξένων πανεπιστημίων. Μπορούμε να προβλέψουμε ότι θα είναι μέρος όσων αποτυγχάνουν στις πανελλαδικές εξετάσεις να εισαχθούν στο Τμήμα πρώτης τους επιλογής και κατά κύριο λόγο σε Σχολές μεγάλης ζήτησης, όπως ιατρικής, μηχανικών, νομικής και οικονομικών, όπως το αναγνωρίζει και η Αιτιολογική Έκθεση στη σελίδα 8. Συχνά πρόκειται για την αναπαραγωγή της κοινωνικής θέσης υπό μορφή κληρονομιάς που για να συντελεστεί έχει ανάγκη ως τυπικό προσόν το πτυχίο. Πρόκειται για διαγενεακή διαιώνιση των προνομίων των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Επομένως, η παράκαμψη των πανελλαδικών εξετάσεων θα αποτελέσει μοχλό διατήρησης των κοινωνικών ανισοτήτων και περαιτέρω παρεμπόδισης της κοινωνικής κινητικότητας. Το Υπουργείο ισχυρίζεται το αντίθετο, ότι οι οικονομικά ασθενέστεροι θα έχουν περισσότερες επιλογές, αλλά και την απαιτούμενη οικονομική ευχέρεια να ανταποκρίνονται στα δίδακτρα, ώστε να εκτοπίσουν στην κοινωνική πυραμίδα τους οικονομικά ισχυρότερους. Επικαλείται για αυτό τη διεθνή εμπειρία. Θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον να γνωστοποιήσει τη σχετική βιβλιογραφία. Ίσως να αναφέρεται στη σύναψη δανείων με πιστωτικά ιδρύματα, όπου οι νέοι υποθηκεύουν το σύνολο του επαγγελματικού τους βίου για να σπουδάσουν.
Τελικά, επειδή η ποιότητα του όλου πανεπιστημιακού έργου προσδιορίζεται από τις πραγματικές συνθήκες της εκπαιδευτικής λειτουργίας και της ερευνητικής δραστηριότητας, η σχεδιαζόμενη κάλυψη του ελλείμματος “στην αγορά ανώτατης εκπαίδευσης” θα οδηγήσει σε υποβάθμιση της Ανώτατης Εκπαίδευσης στη χώρα. Αυτό θα συμβεί για δύο λόγους: α) γιατί ως προς τις Σχολές μεγάλης ζήτησης τα παραρτήματα θα είναι υποδεέστερα των αντίστοιχων ελληνικών Σχολών, και β) γιατί θα πληγούν τα περιφερειακά πανεπιστήμια της χώρας.
Το Σχέδιο Νόμου περιλαμβάνει διατάξεις και για τα δημόσια πανεπιστήμια. Το μέρος Γ’ φέρει τον τίτλο “Ενίσχυση Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων” και περιέχει ενενήντα άρθρα, εκ των οποίων ογδόντα πέντε αναφέρονται σε τροποποιήσεις του ν. 4957/2022, συχνά τεχνικού ή και νομοτεχνικού χαρακτήρα. Επομένως, πρόκειται κυρίως για διορθώσεις προηγούμενου νομοθετήματος της ίδιας κυβέρνησης, και όχι για ουσιαστικές αλλαγές στην κατεύθυνση της ενίσχυσης των ΑΕΙ.
Θα πρέπει βέβαια να τονίσουμε ότι η ενίσχυση της Ανώτατης Εκπαίδευσης δεν είναι μόνο θέμα νομοθέτησης, αλλά κυρίως πολιτικής βούλησης. Απαιτείται ουσιαστική ενίσχυση σε προσωπικό που θα μπορεί να αφοσιώνεται αποκλειστικά στο διδακτικό και ερευνητικό του έργο, πλήρης κάλυψη των λειτουργικών δαπανών και μέτρα φοιτητικής μέριμνας.
Περιοριζόμαστε σε αυτό το πλαίσιο στο σχολιασμό κάποιων ζητημάτων που ανακύπτουν από την ανάγνωση του μέρους που αναφέρεται στην “ενίσχυση των δημόσιων πανεπιστημίων”. Θετική, αλλά ανεπαρκής, είναι η ρύθμιση για τις προσλήψεις μελών ΔΕΠ να “προβλέπεται τουλάχιστον μία θέση πρόσληψης για κάθε μία αποχώρηση” για τα έτη 2025-2030. Μένει να δούμε αν θα εφαρμοσθεί και πώς θα εφαρμοσθεί. Αν θα είναι σε επίπεδο Τμήματος, Σχολής, Ιδρύματος ή στην Επικράτεια. Η ρύθμιση πάντως είναι ανεπαρκής, γιατί επί σειρά ετών οι προσλήψεις νέων μελών ΔΕΠ ήταν άκρως περιορισμένες, με αποτέλεσμα νέοι διαπρέποντες επιστήμονες στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό να μένουν εκτός πανεπιστημίων, και τα ελληνικά πανεπιστήμια να έχουν πολύ χαμηλό λόγο διδασκόντων/διδασκομένων.
Ως προς τις λειτουργικές δαπάνες θα πρέπει να αντιμετωπισθεί η δραστική μείωση της περιόδου 2011-14. Το 2011 υπήρξε μείωση της τάξης του 30% που υπό τις τότε συνθήκες ήταν αντιμετωπίσιμη με συνετή και αποτελεσματική χρήση των διαθέσιμων πόρων δεδομένων και των αναγκών της χώρας. Στη συνέχεια τα έτη 2013 και 2014 επιβλήθηκε μείωση της τάξης του 35% σε ετήσια βάση. Συνολικά η μείωση της χρηματοδότησης ήταν της τάξης του 70% μεταξύ των ετών 2011 και 2014. Επρόκειτο στην κυριολεξία για οικονομική ασφυξία. Ακόμα και μετά την έξοδο της χώρας από τους μνημονιακούς περιορισμούς δεν υπήρξε ουσιαστική ανάταξη. Ενδεικτικά παρατηρούμε ότι το Υπουργείο στην Αιτιολογική Έκθεση (σελίδα 24) αποφεύγει να συμπληρώσει τον Πίνακα των επιδιωκόμενων στόχων στο θέμα “Δαπάνη ανά φοιτητή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης” με αναφορά στην τελευταία πενταετία και θέτοντας το στόχο μετά παρέλευση τριετίας. Επιπλέον, το Υπουργείο διατείνεται σε ό,τι αφορά στα οικονομικά οφέλη από την εφαρμογή των προτεινόμενων ρυθμίσεων, ότι θα μειωθούν οι δαπάνες τόσο του Δημοσίου, όσο και των ιδιωτών, και ταυτόχρονα θα αυξηθούν τα έσοδα, τόσο του Δημοσίου, όσο και των ιδιωτών (βλέπε σελίδα 48 της Αιτιολογικής Έκθεσης). Το μόνο βέβαιο φαίνεται να είναι η πρόθεση μείωσης των δαπανών του Δημοσίου.
Βεβαίως το ύψος της χρηματοδότησης δεν μπορεί να είναι αντικείμενο του νόμου, αλλά υπάρχουν διατάξεις στο Σχέδιο Νόμου που επιτρέπουν, και κατά μία έννοια προτρέπουν, τα πανεπιστήμια να καταφεύγουν σε εξωτερικές πηγές χρηματοδότησης για να ανταποκριθούν στην αποστολή τους στο πλαίσιο της “αυτονομίας” που τους παραχωρεί το Κράτος. Σε αυτές τις διατάξεις πρέπει να βασίζεται η Αιτιολογική Έκθεση για να προβλέπει μείωση των δαπανών του Δημοσίου.
Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το Σχέδιο Νόμου δόθηκε σε δημόσια διαβούλευση, χωρίς να έχει αποτελέσει προηγούμενα αντικείμενο διαλόγου με την πανεπιστημιακή κοινότητα. Τα σχέδια νόμου Σουφλιά το 1992, Γιαννάκου το 2007 και Διαμαντοπούλου το 2011 συζητήθηκαν σε Συλλόγους Διδασκόντων, σε Συνελεύσεις Τμημάτων και σε Συγκλήτους πανεπιστημίων.
Στη Γαλλία ο νόμος για την Ανώτατη Εκπαίδευση περιλαμβάνει διάταξη που ισχύει από το 1880, χωρίς να θεωρείται αναχρονιστική, και που αναφέρει ότι δεν επιτρέπεται σε ιδιωτικά ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης να φέρουν τον τίτλο του πανεπιστημίου (6). Υπάρχουν ωστόσο πέντε ιδιωτικά ως προς την εποπτεία πανεπιστήμια στη γαλλική επικράτεια που είναι αποτέλεσμα της παράδοσης του Καθολικισμού σε ορισμένες περιοχές. Τα υπόλοιπα ιδιωτικά ιδρύματα είναι ανώτερες σχολές, θα μπορούσαμε να πούμε αντίστοιχες των κολεγίων που λειτουργούν στην Ελλάδα, που δεν έχουν ακαδημαϊκή αναγνώριση και δεν μπορούν να απονέμουν ισότιμους τίτλους σπουδών. Ευλόγως λοιπόν το θεσμικό πλαίσιο της Γαλλίας δεν ελήφθη υπόψη κατά τη σύνταξη του Σχεδίου Νόμου (βλέπε “συναφείς πρακτικές” στη σελίδα 15 της Αιτιολογικής Έκθεσης).
Στη Δανία υπάρχουν οκτώ πανεπιστήμια, όλα δημόσια, κι επιπλέον Ανώτερες Σχολές με επαγγελματική κατεύθυνση, μέρος των οποίων είναι ιδιωτικές. Αντίστοιχα ισχύουν και στην Ιρλανδία, όπου όλα τα πανεπιστήμια χρηματοδοτούνται από το Δημόσιο. Στη Φινλανδία δεν απαγορεύεται μεν η λειτουργία ιδιωτικών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, ωστόσο το μόνο εκτός συνόρων γνωστό ιδιωτικό ίδρυμα είναι η Σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων του Ελσίνκι. Αντίστοιχη είναι η κατάσταση στην Ολλανδία, όπου το μόνο ιδιωτικό ίδρυμα είναι μια Σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων. Στη Γερμανία υπάρχουν μεν ιδιωτικά ιδρύματα και σχολές, αλλά η συμμετοχή σε αυτά είναι εξαιρετικά περιορισμένη (7). Στο Βέλγιο πέραν των δημοσίων πανεπιστημίων υπάρχουν τα λεγόμενα ελεύθερα που είναι μεν ιδιωτικά ως προς την εποπτεία, αλλά υπάγονται στην ίδια ακριβώς νομοθεσία με τα δημόσια και λαμβάνουν δημόσια χρηματοδότηση. Εκτός των ελεύθερων πανεπιστημίων, άλλα ιδρύματα που λειτουργούν στην επικράτεια του Βελγίου δεν έχουν καμία ακαδημαϊκή αναγνώριση.
Θα μπορούσαμε να επεκτείνουμε τον κατάλογο. Συνολικά στατιστικά στοιχεία δημοσιεύει κάθε χρόνο η Eurostat, διακρίνοντας τρεις κατηγορίες ιδρυμάτων, τα δημόσια, τα εξαρτώμενα από το Κράτος ιδιωτικά και τα καθαρά ιδιωτικά (8). Με βάση τον πληθυσμό των φοιτούντων τα καθαρά ιδιωτικά αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 10% στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου η μόνη χώρα όπου πλειοψηφούν τα καθαρά ιδιωτικά είναι η Κύπρος με ποσοστό της τάξης του 75%. Είναι γνωστό ότι στην Κύπρο αναπτύχθηκαν τα ιδιωτικά πανεπιστήμια για ειδικούς λόγους. Συμπερασματικά, η κατάσταση στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι πολύ πιο σύνθετη από την απλουστευτική εικόνα που παρουσιάζει η κυβερνητική πλευρά. Το καθεστώς της Ανώτατης Εκπαίδευσης είναι ιδιαίτερο για κάθε χώρα, προϊόν της ιστορίας της και των αναγκών της. Για το λόγο αυτό χρήσιμο θα ήταν να μελετηθεί και αξιολογηθεί η ανώτατη εκπαίδευση στη χώρα μας και με βάση αυτή την ανάλυση να σχεδιασθεί το μέλλον της. Αντίθετα, με την παραπλανητική αναφορά στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και την υποκειμενική ανάγνωση και κατανόηση του νομοθετικού πλαισίου άλλων ευρωπαϊκών χωρών, η κυβέρνηση επιπλέον υπονομεύει την ευρωπαϊκή ιδέα σε μια συγκυρία όπου οι εθνικιστικές τάσεις είναι ισχυρότατες στην καρδιά της Ευρώπης (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ολλανδία) και ενόψει των ευρωεκλογών. Η κυβέρνηση τροφοδοτεί την κάλπη των ευρωσκεπτικιστών και στρέφει τους νέους εναντίον της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Βέβαια το νομοσχέδιο δεν αναφέρεται γενικά στα ιδιωτικά πανεπιστήμια, αλλά στην αδειοδότηση εγκατάστασης παραρτημάτων πανεπιστημίων της αλλοδαπής παρακάμπτοντας το άρθρο 16 του Συντάγματος μέσω μιας “δυναμικής και τελολογικής” ερμηνείας του. Ισχυρίζεται το Υπουργείο Παιδείας ότι “Οι συνταγματικές διατάξεις ... πρέπει να ερμηνεύονται με το νόημα που αποκτούν κατά τη συνδυαστική εφαρμογή τους με το ενωσιακό δίκαιο και τις διεθνείς συνθήκες τις οποίες έχει επικυρώσει η χώρα μας. Επομένως, καλούμαστε να ερμηνεύσουμε τις εθνικές διατάξεις υπό το πρίσμα του ενωσιακού δικαίου, επιδιώκοντας την εναρμονισμένη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία των εθνικών κανόνων.” Δεν μας εξηγεί γιατί αυτή η ερμηνεία αποκαλύφθηκε τώρα, ενώ η συζήτηση για την αναθεώρηση του άρθρου 16 έχει ξεκινήσει τουλάχιστον πριν 20 χρόνια.
Στην Αιτιολογική Έκθεση σχετικά με τη νομιμότητα των προτεινομένων διατάξεων ουδεμία αναφορά υπάρχει στο ενωσιακό δίκαιο, σε νομολογία των ανωτάτων και άλλων εθνικών δικαστηρίων, καθώς και αποφάσεις των Ανεξάρτητων Αρχών, ούτε σε συναφή ευρωπαϊκή και διεθνή νομολογία (βλέπε σελίδες 54 και 55). Άρα δεν πρόκειται για εναρμόνιση με οιανδήποτε οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Αιτιολογική Έκθεση αναφέρεται μόνο σε μία προσφυγή κατά της Ουγγαρίας και τη σχετική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία “επ’ αμοιβή διοργάνωση μαθημάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, που ασκείται από υπήκοο ενός κράτους μέλους εντός άλλου κράτους μέλους, αποτελεί οικονομική δραστηριότητα, που εμπίπτει στο δικαίωμα της ελεύθερης εγκατάστασης”. Δύσκολα μπορεί να συνδεθεί αυτή η απόφαση με την υποχρέωση εγκατάστασης παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων στη χώρα μας, πολύ περισσότερο αν προέρχονται από τις ΗΠΑ ή το Ηνωμένο Βασίλειο που δεν είναι κράτη μέλη της Ένωσης.
Ισχυρίζεται λοιπόν το Υπουργείο Παιδείας ότι με τις διατάξεις του νομοσχεδίου η χώρα εναρμονίζεται με το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. (ιδίως του άρθρου 14 «ελευθερία ίδρυσης ακαδημαϊκών ιδρυμάτων»). Ο τίτλος του άρθρου 14 είναι “Δικαίωμα Εκπαίδευσης” και φαίνεται να αφορά την υποχρεωτική εκπαίδευση. Ας δούμε την ακριβή διατύπωση της παραγράφου 3.“Η ελευθερία ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων με σεβασμό των δημοκρατικών αρχών καθώς και το δικαίωμα των γονέων να εξασφαλίζουν την εκπαίδευση και τη μόρφωση των τέκνων τους σύμφωνα με τις θρησκευτικές, φιλοσοφικές και παιδαγωγικές πεποιθήσεις τους, γίνονται σεβαστά σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες που διέπουν την άσκησή τους.” (9) Η υπογράμμιση είναι δική μας για να καταστεί περιττός ο οποιοσδήποτε περαιτέρω σχολιασμός του ισχυρισμού του Υπουργείου. Επιπλέον, στην Αιτιολογική Έκθεση γίνεται αναφορά στο άρθρο 13 για την ακαδημαϊκή ελευθερία, που όμως διασφαλίζεται πληρέστερα από τα δημόσια πανεπιστήμια, ενώ θα μπορούσε να πληγεί από τα ιδιωτικά. Ακόμα, η Αιτιολογική Έκθεση αναφέρεται στο άρθρο 16 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων για την επιχειρηματική ελευθερία, χωρίς να αναλογίζεται, αν η επιχειρηματική ελευθερία θα μπορούσε να περιορίζει την ακαδημαϊκή ελευθερία και πολύ περισσότερο το δικαίωμα στην εκπαίδευση. Βέβαια αυτή η αναφορά είναι προδήλως ενδεικτική της ιδεολογικής προσέγγισης της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας ως προς το δικαίωμα στη γνώση και την εκπαίδευση.
Επιπλέον, το Υπουργείο αναφέρεται σε Διεθνείς Συμβάσεις και ιδιαίτερα στη Γενική Συμφωνία για τις συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών, που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 1 B της Συμφωνίας για την ίδρυση του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου (General Agreement on Trade in Services – εφεξής «GATS»). Αν καταλαβαίνουμε καλά, το αρμόδιο για την Ανώτατη Εκπαίδευση Υπουργείο, που σύμφωνα με το Σύνταγμα την εποπτεύει, θεωρεί ότι δύναται να είναι αντικείμενο εμπορίας υπηρεσιών. Αυτή η αντίληψη είναι σε αντιδιαστολή με τα ίσα δικαιώματα στην εκπαίδευση που βρίσκονται στον πυρήνα του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σύμφωνα με το Υπουργείο η δυνατότητα παράκαμψης του άρθρου 16 δίδεται για την εγκατάσταση παραρτημάτων πανεπιστημίων της αλλοδαπής, επειδή δεν πρόκειται για σύσταση νέων ιδρυμάτων, αλλά για αδειοδότηση υφισταμένων στην αλλοδαπή. Η πρακτική των παραρτημάτων υπάρχει πράγματι διεθνώς. Σε άρθρο του Α. Λακασά στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ με τίτλο “Τα παραρτήματα των κορυφαίων ΑΕΙ ανά τον κόσμο” αναφέρεται ότι “Σχεδόν το 75% των campus ξένων πανεπιστημίων που λειτουργούν σε άλλες χώρες σήμερα προέρχονται από τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία, την Αυστραλία και τη Ρωσία. Το 2023, 85 χώρες φιλοξενούν campus ξένων πανεπιστημίων. Η Κίνα είναι η χώρα με τα περισσότερα campus ξένων πανεπιστημίων (47) και ακολουθούν τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (30), η Σιγκαπούρη (16), η Μαλαισία (15) και το Κατάρ (11).” Διαπιστώνουμε ότι χώρες εγκατάστασης είναι κατά κύριο λόγο ασιατικές, αν και υπάρχουν ξένα πανεπιστήμια σε μικρότερο αριθμό και σε αγγλοσαξωνικές χώρες (ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο και Καναδάς). Στην Ευρώπη σχεδόν δεν υπάρχουν. Η γεωγραφική κατανομή δεν εκπλήσσει και ερμηνεύεται με βάση τη θέση των χωρών αυτών στον παγκόσμιο ακαδημαϊκό χάρτη. Εκπλήσσει αντίθετα η σπουδή της ελληνικής κυβέρνησης να προσελκύσει στην χώρα την εγκατάσταση παραρτημάτων πανεπιστημίων της αλλοδαπής, σε πλήρη αντίθεση με την ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Στην ήπειρο που γεννήθηκαν τα πανεπιστήμια είναι εξαιρετικά σπάνια τα παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων.
Σύμφωνα με το Σχέδιο Νόμου θα μπορούν να συσταθούν Νομικά Πρόσωπα Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (Ν.Π.Π.Ε.) σε σχέση δικαιόχρησης με το μητρικό ίδρυμα. Το μητρικό ίδρυμα, επομένως, θα μπορεί να παραχωρήσει το δικαίωμα χρήσης της επωνυμίας του από το νεοσύστατο Ν.Π.Π.Ε. Θα μπορεί επίσης να παραχωρεί την επωνυμία του πιστοποιώντας απλά τα προγράμματα σπουδών του Ν.Π.Π.Ε. Θα μπορεί ακόμα να συμμετέχει στο κεφάλαιο της επιχείρησης, αλλά και να μη συμμετέχει σε αυτό (βλέπε σελίδα 5 της Αιτιολογικής Έκθεσης). Το Υπουργείο ισχυρίζεται ότι από αυτή τη χαλαρή σχέση σύνδεσης με το μητρικό ίδρυμα δεν απορρέει σύσταση ΑΕΙ. Ισχυρίζεται ότι η επί χρήμασι παραχώρηση δικαιώματος χρήσης επωνυμίας και πιστοποίηση προγραμμάτων σπουδών συνιστά απλή εγκατάσταση παραρτήματος.
Η σχεδιαζόμενη λειτουργία παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων στην χώρα εισάγει μια προφανή ανισότητα στην πρόσβαση στην Ανώτατη Εκπαίδευση. Ενώ για την εισαγωγή στα ελληνικά ΑΕΙ διεξάγονται διαγωνιστικές πανελλαδικές εξετάσεις, στα ξένα πανεπιστήμια που θα λειτουργούν εντός της ελληνικής επικράτειας, όπως είναι εύλογο και αναμενόμενο, δεν θα ισχύουν οι ίδιοι κανόνες εισαγωγής. Σύμφωνα με το Σχέδιο Νόμου η βάση εισαγωγής θα “προκύπτει από τον μικρότερο εκ των μέσων όρων των βαθμολογιών του συνόλου των εξεταζομένων ανά επιστημονικό πεδίο, πολλαπλασιαζόμενο με τον συντελεστή 0,8”. Πρόκειται για ακραία χαλάρωση των κριτηρίων που ισχύουν για τα δημόσια πανεπιστήμια στην κατεύθυνση της ευνοιοκρατίας, αφού θα εφαρμόζεται ανεξαρτήτως Τμήματος, επομένως και για Τμήματα ή Σχολές υψηλής ζήτησης. Δεν πρέπει για το λόγο αυτό να εκπλήσσει η διαμαρτυρία των φοιτητών. Στις δημοσκοπήσεις καταγράφεται ένα ποσοστό της τάξης του 70% των φοιτητών που διαφωνεί με τα μη κρατικά πανεπιστήμια.
Το Υπουργείο ισχυρίζεται ότι “Η Ελλάδα θα καλύψει και την μεγάλη διαρκώς αυξανόμενη εγχώρια ζήτηση για πανεπιστημιακές σπουδές. Το έλλειμμα στην αγορά ανώτατης εκπαίδευσης καλύπτεται σε μεγάλο ποσοστό από τα πανεπιστήμια του εξωτερικού ή τα κολέγια.” Παρατηρώντας ότι η χρησιμοποιούμενη ορολογία δηλώνει με σαφήνεια το ιδεολογικό υπόβαθρο, ας ανιχνεύσουμε τον πληθυσμό των αποφοίτων Λυκείου που υπό τις σημερινές συνθήκες μεταναστεύει για σπουδές και δυνητικά θα αναζητήσει φοίτηση στα παραρτήματα των ξένων πανεπιστημίων. Μπορούμε να προβλέψουμε ότι θα είναι μέρος όσων αποτυγχάνουν στις πανελλαδικές εξετάσεις να εισαχθούν στο Τμήμα πρώτης τους επιλογής και κατά κύριο λόγο σε Σχολές μεγάλης ζήτησης, όπως ιατρικής, μηχανικών, νομικής και οικονομικών, όπως το αναγνωρίζει και η Αιτιολογική Έκθεση στη σελίδα 8. Συχνά πρόκειται για την αναπαραγωγή της κοινωνικής θέσης υπό μορφή κληρονομιάς που για να συντελεστεί έχει ανάγκη ως τυπικό προσόν το πτυχίο. Πρόκειται για διαγενεακή διαιώνιση των προνομίων των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Επομένως, η παράκαμψη των πανελλαδικών εξετάσεων θα αποτελέσει μοχλό διατήρησης των κοινωνικών ανισοτήτων και περαιτέρω παρεμπόδισης της κοινωνικής κινητικότητας. Το Υπουργείο ισχυρίζεται το αντίθετο, ότι οι οικονομικά ασθενέστεροι θα έχουν περισσότερες επιλογές, αλλά και την απαιτούμενη οικονομική ευχέρεια να ανταποκρίνονται στα δίδακτρα, ώστε να εκτοπίσουν στην κοινωνική πυραμίδα τους οικονομικά ισχυρότερους. Επικαλείται για αυτό τη διεθνή εμπειρία. Θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον να γνωστοποιήσει τη σχετική βιβλιογραφία. Ίσως να αναφέρεται στη σύναψη δανείων με πιστωτικά ιδρύματα, όπου οι νέοι υποθηκεύουν το σύνολο του επαγγελματικού τους βίου για να σπουδάσουν.
Τελικά, επειδή η ποιότητα του όλου πανεπιστημιακού έργου προσδιορίζεται από τις πραγματικές συνθήκες της εκπαιδευτικής λειτουργίας και της ερευνητικής δραστηριότητας, η σχεδιαζόμενη κάλυψη του ελλείμματος “στην αγορά ανώτατης εκπαίδευσης” θα οδηγήσει σε υποβάθμιση της Ανώτατης Εκπαίδευσης στη χώρα. Αυτό θα συμβεί για δύο λόγους: α) γιατί ως προς τις Σχολές μεγάλης ζήτησης τα παραρτήματα θα είναι υποδεέστερα των αντίστοιχων ελληνικών Σχολών, και β) γιατί θα πληγούν τα περιφερειακά πανεπιστήμια της χώρας.
Το Σχέδιο Νόμου περιλαμβάνει διατάξεις και για τα δημόσια πανεπιστήμια. Το μέρος Γ’ φέρει τον τίτλο “Ενίσχυση Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων” και περιέχει ενενήντα άρθρα, εκ των οποίων ογδόντα πέντε αναφέρονται σε τροποποιήσεις του ν. 4957/2022, συχνά τεχνικού ή και νομοτεχνικού χαρακτήρα. Επομένως, πρόκειται κυρίως για διορθώσεις προηγούμενου νομοθετήματος της ίδιας κυβέρνησης, και όχι για ουσιαστικές αλλαγές στην κατεύθυνση της ενίσχυσης των ΑΕΙ.
Θα πρέπει βέβαια να τονίσουμε ότι η ενίσχυση της Ανώτατης Εκπαίδευσης δεν είναι μόνο θέμα νομοθέτησης, αλλά κυρίως πολιτικής βούλησης. Απαιτείται ουσιαστική ενίσχυση σε προσωπικό που θα μπορεί να αφοσιώνεται αποκλειστικά στο διδακτικό και ερευνητικό του έργο, πλήρης κάλυψη των λειτουργικών δαπανών και μέτρα φοιτητικής μέριμνας.
Περιοριζόμαστε σε αυτό το πλαίσιο στο σχολιασμό κάποιων ζητημάτων που ανακύπτουν από την ανάγνωση του μέρους που αναφέρεται στην “ενίσχυση των δημόσιων πανεπιστημίων”. Θετική, αλλά ανεπαρκής, είναι η ρύθμιση για τις προσλήψεις μελών ΔΕΠ να “προβλέπεται τουλάχιστον μία θέση πρόσληψης για κάθε μία αποχώρηση” για τα έτη 2025-2030. Μένει να δούμε αν θα εφαρμοσθεί και πώς θα εφαρμοσθεί. Αν θα είναι σε επίπεδο Τμήματος, Σχολής, Ιδρύματος ή στην Επικράτεια. Η ρύθμιση πάντως είναι ανεπαρκής, γιατί επί σειρά ετών οι προσλήψεις νέων μελών ΔΕΠ ήταν άκρως περιορισμένες, με αποτέλεσμα νέοι διαπρέποντες επιστήμονες στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό να μένουν εκτός πανεπιστημίων, και τα ελληνικά πανεπιστήμια να έχουν πολύ χαμηλό λόγο διδασκόντων/διδασκομένων.
Ως προς τις λειτουργικές δαπάνες θα πρέπει να αντιμετωπισθεί η δραστική μείωση της περιόδου 2011-14. Το 2011 υπήρξε μείωση της τάξης του 30% που υπό τις τότε συνθήκες ήταν αντιμετωπίσιμη με συνετή και αποτελεσματική χρήση των διαθέσιμων πόρων δεδομένων και των αναγκών της χώρας. Στη συνέχεια τα έτη 2013 και 2014 επιβλήθηκε μείωση της τάξης του 35% σε ετήσια βάση. Συνολικά η μείωση της χρηματοδότησης ήταν της τάξης του 70% μεταξύ των ετών 2011 και 2014. Επρόκειτο στην κυριολεξία για οικονομική ασφυξία. Ακόμα και μετά την έξοδο της χώρας από τους μνημονιακούς περιορισμούς δεν υπήρξε ουσιαστική ανάταξη. Ενδεικτικά παρατηρούμε ότι το Υπουργείο στην Αιτιολογική Έκθεση (σελίδα 24) αποφεύγει να συμπληρώσει τον Πίνακα των επιδιωκόμενων στόχων στο θέμα “Δαπάνη ανά φοιτητή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης” με αναφορά στην τελευταία πενταετία και θέτοντας το στόχο μετά παρέλευση τριετίας. Επιπλέον, το Υπουργείο διατείνεται σε ό,τι αφορά στα οικονομικά οφέλη από την εφαρμογή των προτεινόμενων ρυθμίσεων, ότι θα μειωθούν οι δαπάνες τόσο του Δημοσίου, όσο και των ιδιωτών, και ταυτόχρονα θα αυξηθούν τα έσοδα, τόσο του Δημοσίου, όσο και των ιδιωτών (βλέπε σελίδα 48 της Αιτιολογικής Έκθεσης). Το μόνο βέβαιο φαίνεται να είναι η πρόθεση μείωσης των δαπανών του Δημοσίου.
Βεβαίως το ύψος της χρηματοδότησης δεν μπορεί να είναι αντικείμενο του νόμου, αλλά υπάρχουν διατάξεις στο Σχέδιο Νόμου που επιτρέπουν, και κατά μία έννοια προτρέπουν, τα πανεπιστήμια να καταφεύγουν σε εξωτερικές πηγές χρηματοδότησης για να ανταποκριθούν στην αποστολή τους στο πλαίσιο της “αυτονομίας” που τους παραχωρεί το Κράτος. Σε αυτές τις διατάξεις πρέπει να βασίζεται η Αιτιολογική Έκθεση για να προβλέπει μείωση των δαπανών του Δημοσίου.
Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το Σχέδιο Νόμου δόθηκε σε δημόσια διαβούλευση, χωρίς να έχει αποτελέσει προηγούμενα αντικείμενο διαλόγου με την πανεπιστημιακή κοινότητα. Τα σχέδια νόμου Σουφλιά το 1992, Γιαννάκου το 2007 και Διαμαντοπούλου το 2011 συζητήθηκαν σε Συλλόγους Διδασκόντων, σε Συνελεύσεις Τμημάτων και σε Συγκλήτους πανεπιστημίων.
Η σημερινή κυβέρνηση δεν επιζητεί ούτε την ελάχιστη συναίνεση. Με αυταρχικό τρόπο επιδιώκει να επιβάλει μια ακραία “φιλελεύθερη μεταρρύθμιση” που πλήττει κοινωνικά δικαιώματα.
7. Το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου είναι δημόσιο πανεπιστήμιο.
* Ο Γιώργος Τζιρίτας είναι Ομότιμος Καθηγητής και πρώην Αντιπρύτανης Πανεπιστημίου Κρήτης
Πηγή: alfavita.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου