Χάρις, Μπάιντεν και Δημοκρατικοί: «Όχι» στον Τραμπ, «ναι» στις θέσεις του


Φάκελος: Εκλογές ΗΠΑ

Του Γιώργου Παυλόπουλου

Είναι οι επερχόμενες εκλογές οι πιο κρίσιμες των τελευταίων πολλών ετών για τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως ισχυρίζονται αρκετοί αναλυτές; Πιθανότατα – τουλάχιστον μέχρι τις επόμενες. Κι αυτό διότι η πόλωση και οι αντιθέσεις τόσο στο εσωτερικό της αμερικανικής κοινωνίας όσο και στον κόσμο, όπου οι ΗΠΑ παραμένουν η μοναδική για την ώρα πραγματικά παγκόσμια υπερδύναμη, οξύνονται διαρκώς, απαιτώντας πολιτικές αποφάσεις οι οποίες είναι ολοένα πιο δύσκολες και συνοδεύονται από μεγαλύτερα ρίσκα.

Όσο και αν, λοιπόν, ορισμένοι επιμένουν ότι το «παιχνίδι» θα κριθεί στην προσωπικότητα και τις ιδιομορφίες των δύο υποψηφίων, Κάμαλα Χάρις και Ντόναλντ Τραμπ (όπως έκαναν και το 2016 και το 2020), η αλήθεια είναι ότι η πλειοψηφία των Αμερικανών συνειδητοποιεί πως το διακύβευμα αυτής της αναμέτρησης είναι πιο ουσιαστικό. Για τον λόγο αυτό δε, η επιλογή που τελικώς θα κάνουν δεν θα προκύψει κυρίως από τις ύβρεις και τον μισογυνισμό του Τραμπ ή το χρώμα του δέρματος και πλατύ χαμόγελο της Χάρις, ούτε καν από τη θέση τους σε «επιμέρους» ζητήματα, όπως είναι οι αμβλώσεις και η μετανάστευση. Θα κριθεί, πρωτίστως, στα μεγάλα, που έχουν στον πυρήνα τους την οικονομία και, δευτερευόντως, τη δημοκρατία, την εθνική ασφάλεια και το συνολικό αφήγημα των δύο για τη μελλοντική θέση της χώρας των 335 εκατ. κατοίκων στο παγκόσμιο οικοδόμημα.

Και μια λεπτομέρεια: Την 5η Νοεμβρίου δεν κρίνεται μόνο ποιος θα είναι ο/η επόμενος/-η πρόεδρος των ΗΠΑ, αλλά και η πλειοψηφία στο Κογκρέσο, από την οποία θα εξαρτηθεί κατά πόσο θα είναι σε θέση να εφαρμόσει ελεύθερα την πολιτική του/της. Κι αυτό διότι στις κάλπες θα βρεθούν και τα ονόματα των υποψηφίων για τις 34 από τις 100 έδρες της Γερουσίας (εκ των οποίων οι 20 ανήκουν σήμερα στους Δημοκρατικούς) και για το σύνολο των 435 εδρών της Βουλής των Αντιπροσώπων.
Οι δημοσκοπήσεις προμηνύουν ένα σκληρό πολιτικό ντέρμπι το βράδυ της 5ηςΝοεμβρίου, που δεν αποκλείεται να κριθεί οριακά, για λίγες χιλιάδες ψήφους. Κι αυτό αποτελεί, αναμφίβολα, συνταγή για περαιτέρω πόλωση στις ΗΠΑ.
«Οι εκλογές αφορούν δύο διαφορετικά οράματα για το έθνος μας: ένα στο οποίο είμαστε επικεντρωμένοι στο μέλλον και ένα άλλο στο οποίο κυριαρχεί το παρελθόν», είπε η Κάμαλα Χάρις στην πρώτη της ομιλία ως υποψήφια των Δημοκρατικών για την προεδρία, στις 23 Ιουλίου. Το επανέλαβε, μία μέρα αργότερα, ο Τζο Μπάιντεν μιλώντας από το Οβάλ Γραφείο: «Η Αμερική είναι αναγκασμένη να επιλέξει ανάμεσα στο να πάει μπροστά ή να οπισθοχωρήσει», είπε. Αμφότεροι δε υποστηρίζουν ότι ο Τραμπ συνιστά απειλή για την αμερικανική και εν γένει για τη δυτική δημοκρατία, υπενθυμίζοντας όσα συνέβησαν την 6η Ιανουαρίου 2021 με την εισβολή των οπαδών του στο Καπιτώλιο – κάτι που ήρθε να ενισχύσει αυτή την εβδομάδα ο πρώην προσωπάρχης του Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο, Τζον Κέλι, ο οποίος προειδοποίησε πως στην περίπτωση που ο Τραμπ επανεκλεγεί θα κυβερνήσει σαν «δικτάτορας».

Η επιδίωξή τους είναι προφανής: Να δημιουργηθεί μια εικόνα «άσπρου-μαύρου», όπου το άσπρο θα ταυτίζεται με την Χάρις και τους Δημοκρατικούς και το μαύρο με τον Τραμπ και τους Ρεπουμπλικάνους. Έτσι ώστε το δίλημμα να είναι σαφές μπροστά στην κάλπη και να διασφαλιστεί η ψήφος των μερικών χιλιάδων που, σύμφωνα τουλάχιστον με τις δημοσκοπήσεις, μπορούν να κρίνουν αυτή την αναμέτρηση, που εξελίσσεται σε «θρίλερ».

Είναι, όμως, έτσι τα πράγματα; Είναι τόσο κραυγαλέες οι διαφορές ανάμεσα στους «κόσμους» των δύο αντιπάλων; Και αντιπροσωπεύουν πράγματι οι Δημοκρατικοί και η υποψήφιά τους το φως απέναντι στο σκοτάδι;

«Πίσω από την κουρτίνα, υπάρχει μια συμφωνία η οποία σοκάρει», διαπιστώνει η ερευνητική ιστοσελίδα Axios, που επιχειρεί να αποδομήσει με συγκεκριμένα επιχειρήματα το παραπάνω αφήγημα. «Η αντιπρόεδρος Χάρις και ο τέως πρόεδρος Τραμπ έχουν πολύ διαφορετικές κοσμοθεωρίες – στην πράξη, όμως, διαφωνούν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό σε επίπεδο στιλ από ό,τι στην ουσία, εφόσον τουλάχιστον δώσουμε βάση στα όσα λένε», σημειώνει χαρακτηριστικά η σχετική ανάλυση.
Το MAGA (Να Κάνουμε Πάλι Μεγάλη την Αμερική) είναι φυσική συνέχεια του «Πρώτα η Αμερική»
Στη συνέχεια δε, καταγράφει τη σύμπτωση θέσεων ανάμεσα στους δύο «μονομάχους» στους περισσότερους κρίσιμους τομείς: Τα «θωρακισμένα» σύνορα και στους αυστηρούς νόμους για τη μετανάστευση και το άσυλο, καθώς στην προηγούμενη τετραετία, Μπάιντεν και Χάρις υιοθέτησαν τις βασικές θέσεις του Τραμπ σε αυτό το θέμα. Την αύξηση της εξόρυξης υδρογονανθράκων, μέσω και της καταστροφικής εκμετάλλευσης των σχιστολιθικών κοιτασμάτων (fracking) και της έκδοσης νέων αδειών για τους ενεργειακούς ομίλους. Την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής, ακόμη και με προστατευτικά μέτρα και δασμούς, όπως υπαγορεύει το κοινό σύνθημα «Πρώτα η Αμερική», που έχουν υπηρετήσει πιστά όλοι οι τελευταίοι πρόεδροι (και ο Τραμπ έχει μετεξελίξει στο γνωστό MAGA – Να Κάνουμε Πάλι Μεγάλη την Αμερική).

Ανάλογη είναι η εικόνα και αλλού: Στο χαλαρό ρυθμιστικό πλαίσιο αναφορικά με την τεχνητή νοημοσύνη και τα εργαλεία της, έτσι ώστε οι ΗΠΑ να κυριαρχήσουν και σε αυτή την τεχνολογική-ψηφιακή «επανάσταση». Στην αδιαφορία για την αλματώδη αύξηση του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους, ώστε να χρηματοδοτούνται τα τεράστια ελλείμματα στον προϋπολογισμό και τα οικογενειακά εισοδήματα. Στην ενίσχυση των επιδομάτων πρόνοιας για τα παιδιά και των κινήτρων για να αυξηθούν οι γεννήσεις – με τον Τραμπ, παράλληλα, να δεσμεύεται πως θα ασκήσει βέτο σε οποιαδήποτε πρόταση απαγόρευσης των αμβλώσεων σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Στην έλλειψη κάθε ουσιαστικής πρωτοβουλίας για τον περιορισμό της οπλοκατοχής και οπλοχρησίας, παρά τη συνεχιζόμενη φρίκη με τα μαζικά εγκλήματα.

Όσο για τα δικαιώματα των μαύρων Αφροαμερικανών και των άλλων μειονοτήτων, τέλος, κυρίως Λατίνων και Αραβοαμερικανών, τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων μιλούν από μόνα τους. Αποδεικνύοντας, με τον τρόπο αυτό, πως παρά τις κατά καιρούς εξαγγελίες τους για μια πιο δίκαιη και ισότιμη κοινωνία, οι Δημοκρατικοί έχουν κάνει ελάχιστα προς αυτή την κατεύθυνση.

Για του λόγου το αληθές, στις τάξεις των Λατίνων ο Τραμπ έχει φτάσει να διεκδικεί την πρωτιά, όταν το 2020 ο Μπάιντεν είχε διασφαλίσει σχεδόν το 60% των ψήφων τους. Οι δε Αφροαμερικανοί, αν και συνεχίζουν να στηρίζουν με ευρεία πλειοψηφία την Χάρις, η «ψαλίδα» έχει κλείσει σημαντικά σε σύγκριση με τους υποψήφιους των Δημοκρατικών στις προηγούμενες αναμετρήσεις. Ακόμη και οι Αραβοαμερικανοί, παρά το ότι ο Τραμπ έχει προαναγγείλει πως θα δώσει «ελευθέρας» στο Ισραήλ και τον Νετανιάχου για να κάνουν ό,τι θέλουν, εμφανίζονται να «κλίνουν» ελαφρώς προς αυτόν, ενδεχομένως με την ελπίδα ότι έτσι ο πόλεμος θα τελειώσει πιο γρήγορα και ότι η επόμενη μέρα δεν θα περιλαμβάνει «εξτρεμιστές».

Ενδεικτικό της σύγκλισης είναι, επίσης, το γεγονός ότι αρκετοί επώνυμοι και παραδοσιακοί Ρεπουμπλικάνοι δεν είχαν κανένα πρόβλημα όχι απλώς να στηρίξουν την Χάρις, αλλά και να ενσωματωθούν ενεργά στον προεκλογικό της αγώνα. Ανάμεσά τους ο γνωστός «πετρελαιάς» και πρώην αντιπρόεδρος των ΗΠΑ (και πρωτεργάτης της εισβολής στο Ιράκ), Ντικ Τσένι, με την κόρη του και πρώην βουλεύτρια Λιζ, ο πρώην υπεύθυνος επικοινωνίας του Τραμπ, Άντονι Σκαραμούτσι, ο γενικός εισαγγελέας των ΗΠΑ επί προεδρίας Τζορτζ Μπους, Αλμπέρτο Γκονζάλες και πολλοί ακόμη.

Στα παραπάνω έρχεται να προστεθεί μια εντύπωση η οποία μοιάζει να έχει εδραιωθεί τα τελευταία χρόνια στις συνειδήσεις εκατομμυρίων Αμερικανών: ότι οι Δημοκρατικοί δεν έχουν να παρουσιάσουν μια συνεκτική και ολοκληρωμένη πρόταση για τη χώρα, αλλά μετατρέπουν, κάθε φορά που πλησιάζουν εκλογές, το αποκαλούμενο «δημοκρατικό μέτωπο» σε… σημαία ευκαιρίας, προκειμένου να (συγ)καλύψουν τις μεγάλες αντιθέσεις και αποκλίσεις στο εσωτερικό τους. Δεν είναι τυχαίο ότι στην πορεία προς τις εκλογές του 2020, διεκδίκησαν το χρίσμα του κόμματος πάνω από 10 υποψήφιοι, συχνά με κραυγαλέα αντικρουόμενες «ατζέντες» σε καίρια ζητήματα – από τους «αριστερούς» Μπέρνι Σάντερς και Ελίζαμπεθ Γουόρεν και τον «δικαιωματιστή» Πιτ Μπούτιτζιτζ μέχρι τον δισεκατομμυριούχο Μάικλ Μπλούμπεργκ και την «κεντρώα» Χάρις.

Μετά από όλα αυτά, προφανώς δεν πρέπει να προκαλεί απορία γιατί ο Τραμπ – έχοντας στο πλευρό του ως υποψήφιο αντιπρόεδρο το «παιδί του λαού», Τζέι Ντι Βανς – πετυχαίνει ακόμη να εμφανίζεται ως «αντισυστημικός» ο οποίος διώκεται από το κατεστημένο, με αποτέλεσμα οι καμπύλες των δημοσκοπήσεων να τον ευνοούν κάθε μέρα που περνά.

Κίνα, Ουκρανία, Παλαιστινιακό: Άλλα λόγια, ίδια πολιτική
Η σύμπνοια μεταξύ Χάρις-Μπάιντεν και Τραμπ είναι εμφανή και στην εξωτερική πολιτική, όπως μαρτυρούν οι θέσεις τους στα τρία βασικά γεωπολιτικά μέτωπα της περιόδου: την Ουκρανία, το Παλαιστινιακό-Μεσανατολικό και την αντιπαράθεση με την Κίνα. Πέρα δε από τις όποιες επιμέρους διαφορές, το καλύτερο «χαρτί» που μοιάζει να κρατά στα χέρια του ο τέως πρόεδρος είναι αυτό: η υπόσχεση ότι είναι σε θέση να δώσει άμεσα τέλος στις δύο πρώτες πολεμικές συγκρούσεις και, μαζί, στα δεινά που έχουν φέρει στους απλούς Αμερικανούς.

«Εάν η Κάμαλα διασφαλίσει τέσσερα ακόμη χρόνια, τότε η Μέση Ανατολή θα περάσει τις επόμενες τέσσερις δεκαετίες τυλιγμένη στις φλόγες και τα παιδιά σας θα πηγαίνουν στον πόλεμο, ενδεχομένως και τον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο, κάτι που δεν θα συμβεί ποτέ με πρόεδρο τον Ντόναλντ Τραμπ», έγραψε στην ψηφιακή του πλατφόρμα, Truth Social, για να προσθέσει: «Για το καλό της χώρας μας και για το καλό των παιδιών σας, ψηφίστε Τραμπ για την ΕΙΡΗΝΗ!».

Η αλήθεια είναι πως ο Τραμπ σε καμία περίπτωση δεν είναι δυνατό να χαρακτηριστεί φιλειρηνιστής. Ούτε, βεβαίως, μπορεί κανείς να πιστέψει πως οι καλές προσωπικές σχέσεις τις οποίες διατείνεται πως διατηρεί τόσο με τον Πούτιν όσο και με τον Νετανιάχου είναι αυτές που θα φέρουν το γρήγορο τέλος των δύο πολέμων. Παράλληλα, είναι σαφές πως ο ίδιος και το επιτελείο του κρύβουν επιμελώς την πρόθεσή του να συγκεντρώσει ολόκληρη τη δύναμη «πυρός» των ΗΠΑ απέναντι στον μεγαλύτερο και πιο απειλητικό αντίπαλό τους, ο οποίος έχει τη δυνατότητα να αμφισβητήσει την παγκόσμια ηγεμονία τους: την Κίνα.

Όλα αυτά, ωστόσο, μικρή σημασία μοιάζουν να έχουν στο «στενό» πλαίσιο των εκλογών. Αυτό που μετρά είναι ότι ο Τραμπ υπόσχεται αλλαγή πορείας εκεί όπου η Χάρις υπόσχεται ουσιαστικά «συνέχεια», δείχνοντας να μην συνειδητοποιεί ότι κατά την τετραετία της αντιπροεδρίας της ξέσπασαν στον κόσμο δύο μείζονες και εξαιρετικά επικίνδυνες πολεμικές συγκρούσεις, στις οποίες η Ουάσιγκτον ούτε θέλει ούτε μπορεί να κρύψει τη συνενοχή της.

Ειδικά δε στο Παλαιστινιακό, οι Δημοκρατικοί είναι φανερό πως αντιμετωπίζουν πολύ σοβαρό πρόβλημα στο εσωτερικό τους, εξαιτίας της συνεχιζόμενης γενοκτονικής εισβολής του Ισραήλ στη Γάζα και τον ανηλεή βομβαρδισμό ενός τυπικά ανεξάρτητου και κυρίαρχου κράτους, του Λιβάνου. Σε τέτοιο βαθμό ώστε χιλιάδες ψηφοφόροι, μέλη ή και στελέχη απειλούν με «λευκή εκλογική απεργία», προκειμένου να εκφράσουν τη διαμαρτυρία τους. Μόνο που κάτι τέτοιο, μπορεί να αποβεί πολιτικά μοιραίο…

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (26.10.24)

Πηγή: prin.gr

Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου