Του Αποστόλη Ζυμβραγάκη
Αν κοιτάξουμε την ιστορία της ανθρώπινης κοινωνίας, θα διαπιστώσουμε ότι το χρέος δεν υπήρξε ποτέ απλώς μια οικονομική έννοια. Ήταν πάντα μια μορφή εξουσίας. Από την αρχαία Μεσοποταμία έως τις αυτοκρατορίες της σύγχρονης εποχής, το ποιος χρωστάει σε ποιον καθόριζε ποιος είχε το πάνω χέρι.
Στην αρχαία Βαβυλώνα, κάθε τόσο οι βασιλείς προχωρούσαν σε ένα “Jubilee”, μια διαγραφή χρεών, ακριβώς γιατί ήξεραν ότι ένα σύστημα συνεχούς χρέωσης οδηγεί αργά ή γρήγορα στην κοινωνική κατάρρευση. Αν όλοι οι αγρότες χρωστούσαν στους ισχυρούς γαιοκτήμονες, δεν θα υπήρχε πια κοινωνία – μόνο σκλάβοι και αφέντες. Αυτό που τότε ήταν αυτονόητο, σήμερα μοιάζει να έχει ξεχαστεί.
Στην εποχή μας, οι αριθμοί είναι ασύλληπτοι:
• Το ελληνικό δημόσιο χρέος ξεπερνά τα 350 δισεκατομμύρια ευρώ.
• Τα κόμματα που εναλλάσσονται στην εξουσία οφείλουν συνολικά πάνω από 500 εκατομμύρια ευρώ.
• Τράπεζες που κάποτε διασώθηκαν με χρήματα φορολογουμένων, σήμερα δεν πληρώνουν φόρους, δηλώνουν κέρδη ύψους ενός δισεκατομμυρίου -μόνο για το πρώτο τρίμηνο του 2025- και κατάσχουν σπίτια πολιτών για χρέη λίγων χιλιάδων ευρώ.
Αυτό δεν είναι μια ουδέτερη οικονομική συνθήκη. Είναι το αποτέλεσμα πολιτικών αποφάσεων. Όταν οι τράπεζες κατέρρευσαν το 2008, οι κυβερνήσεις έσπευσαν να τις στηρίξουν, χρησιμοποιώντας τα χρήματα των πολιτών. Τότε, η λογική ήταν πως “αν πέσουν οι τράπεζες, θα καταρρεύσει η οικονομία”. Όμως όταν οι πολίτες αδυνατούν να πληρώσουν το στεγαστικό τους δάνειο, η ίδια λογική εξαφανίζεται.
Τώρα ακούμε: “Όλοι πρέπει να πληρώνουν τα χρέη τους”.
Αυτό το επιλεκτικό ήθος δημιουργεί μια κοινωνία δύο ταχυτήτων:
• Για τους ισχυρούς, η αποτυχία συγχωρείται, οι απώλειες κοινωνικοποιούνται, τα χρέη διαγράφονται ή ρυθμίζονται.
• Για τους αδύναμους, η αποτυχία είναι ατομική ευθύνη και τιμωρείται με τον πιο σκληρό τρόπο – την απώλεια της στέγης, της ασφάλειας, της αξιοπρέπειας.
Αυτό που συμβαίνει σήμερα με τις μαζικές κατασχέσεις πρώτης κατοικίας είναι μια αθέατη μορφή βίας. Δεν βλέπουμε στρατούς να εισβάλλουν, δεν υπάρχουν όπλα ή αίματα στους δρόμους. Αλλά η ψυχολογική καταστροφή που βιώνει μια οικογένεια όταν χάνει το σπίτι της είναι ισοδύναμη με μια βίαιη έξωση από την ίδια της τη ζωή.
Και το πιο παράδοξο; Η ίδια η πολιτεία που τιμωρεί τον πολίτη επειδή δεν πλήρωσε το χρέος του, χρωστάει περισσότερα από οποιονδήποτε άλλο. Το κράτος δεν είναι συνεπές στις δικές του υποχρεώσεις, ούτε τα κόμματα που το κυβερνούν – κι όμως απαιτεί από τους πολίτες μια ηθική που το ίδιο δεν τηρεί.
Αν το δούμε ιστορικά, η εμμονή στο “ιερό” του χρέους δεν είναι καθολική. Το 1947, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι νικήτριες δυνάμεις διέγραψαν το μεγαλύτερο μέρος του γερμανικού χρέους στη Συμφωνία του Λονδίνου (1953), προκειμένου να δώσουν στη Γερμανία τη δυνατότητα να ξανασταθεί στα πόδια της. Αν δεν το είχαν κάνει, ίσως η ιστορία της Ευρώπης θα ήταν πολύ διαφορετική. Τότε, το συμφέρον των πολλών απαιτούσε μια γενναία διαγραφή χρεών.
Σήμερα, το συμφέρον των πολλών φαίνεται να αγνοείται, προς όφελος των λίγων. Οι τράπεζες φοροαπαλλάσσονται, επιδοτούνται, διασώζονται – ενώ οι πολίτες καλούνται να πληρώσουν τον απόλυτο λογαριασμό: την απώλεια του σπιτιού τους.
Ωστόσο, η κρίση που ζούμε δεν είναι μόνο οικονομική. Είναι μια υπαρξιακή κρίση νοήματος.
Τι είναι τελικά το σπίτι; Τι σημαίνει να χρωστάς; Τι σημαίνει να “ανήκεις”; Σε έναν κόσμο που όλα εμπορευματοποιούνται, ακόμα και η στέγη, χάνουμε τη δυνατότητα να δούμε τον άνθρωπο ως οντότητα με αξία καθαυτήν – και όχι ως μονάδα παραγωγής και κατανάλωσης.
Το χρέος, στην αρχική του μορφή, δεν ήταν απλώς αριθμοί σε έναν λογαριασμό. Ήταν μια υπόσχεση σχέσης: “Χρωστώ” σήμαινε ότι ανήκω σε έναν ιστό σχέσεων, ότι εμπιστεύομαι και με εμπιστεύονται, ότι έχω χρόνο να ανταποκριθώ στις υποχρεώσεις μου γιατί είμαι μέρος μιας κοινότητας. Όταν όμως οι σχέσεις διαλύονται και η υπομονή εξαφανίζεται, το χρέος γίνεται μηχανή ενοχής: ένας ατελείωτος αγώνας για να “ξεπληρώσεις” κάτι που στην πραγματικότητα δεν μπορεί ποτέ να ξεπληρωθεί.
Γιατί πώς μετρά κανείς την αξία της στέγης; Της ασφάλειας; Της ζωής με αξιοπρέπεια;
Υπάρχει μια αρχαία ερώτηση που στοιχειώνει κάθε πολιτισμό:
Ποια είναι τα όρια της δικαιοσύνης;
Όταν μια κοινωνία μετατρέπει την οικονομία σε απόλυτο κριτή ηθικής, τότε χάνει την ανθρωπιά της. Όταν η αγορά γίνεται ο τελικός δικαστής του ποιος αξίζει να έχει ένα σπίτι, τότε έχουμε υποβιβάσει την ανθρώπινη ζωή σε αριθμούς σε μια οθόνη.
Κι όμως, ο άνθρωπος δεν είναι μόνο οικονομικός δείκτης. Είναι εύθραυστο ον που γεννιέται αδύναμο, που εξαρτάται από τους άλλους για να επιβιώσει, που χρειάζεται αγάπη, στήριξη, συγχώρεση. Μια κοινωνία που δεν αναγνωρίζει αυτή την αλήθεια, οδηγείται σε μια υπαρξιακή έρημο, όπου οι άνθρωποι δεν είναι πλέον πολίτες, αλλά χρεωμένοι αριθμοί σε λογιστικά φύλλα.
Στο τέλος, αυτό που διακυβεύεται δεν είναι απλώς τα σπίτια, αλλά η ίδια η έννοια του ανήκειν σε μια κοινότητα. Αν δεν μπορούμε να προστατεύσουμε το σπίτι ως χώρο κοινής μνήμης, ρίζας και ασφάλειας, τότε χάνουμε κάτι πιο βαθύ: την ικανότητά μας να νοιαζόμαστε ο ένας για τον άλλον.
Η ιστορία μας διδάσκει πως όταν οι κοινωνίες ξεχνούν αυτές τις ερωτήσεις, οι κρίσεις δεν είναι ποτέ μακριά. Δεν είναι απλώς οικονομικό ζήτημα. Είναι ζήτημα επιβίωσης μιας δημοκρατίας που ξεχνά τα πιο βασικά της θεμέλια: την αλληλεγγύη, την ισότητα, την κοινή μοίρα.
Αν υπάρχει ένα μάθημα που δεν πρέπει να ξεχνάμε, είναι το εξής:
Η ανθρώπινη αξία δεν μετριέται με βάση το αν μπορείς να πληρώσεις το χρέος σου, αλλά με βάση την ικανότητά σου να αγαπάς, να δημιουργείς και να συνεισφέρεις σε μια κοινότητα που σε στηρίζει.
Μια κοινωνία που μετρά τον άνθρωπο με αριθμούς, ξεχνά πως η πιο βαθιά οφειλή είναι εκείνη της φροντίδας. Όσα δεν μπορούν να αγοραστούν, είναι αυτά που δίνουν αξία στη ζωή μας. Αν χαθεί η αλληλεγγύη, δεν θα χρωστάμε μόνο σπίτια – θα χρωστάμε ολόκληρη την ψυχή μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου