Η εργαλειοποίηση του αντισημιτισμού ως πολιτική στρατηγική του Ισραήλ

Nikos Libertas / SOOC

Από αυτή τη σκοπιά, η σημασία της αναγνώρισης και αντιμετώπισης του αντισημιτισμού υπερβαίνει το ιστορικό του πλαίσιο και αγγίζει τον ίδιο τον πυρήνα της ηθικής και πολιτικής συγκρότησης των σύγχρονων κοινωνιών. Και αυτό διότι σηματοδότησε με τον πιο σκληρό τρόπο το πόσο εύκολα οι ηθικές και δημοκρατικές μας αξίες μπορούν όχι απλώς να υπαναχωρήσουν, αλλά να καταρρεύσουν ολοκληρωτικά. Η κανονικοποίηση της μισαλλοδοξίας, της βίας, του μίσους απέναντι στον Άλλο, των προκαταλήψεων οδήγησε στη δημιουργία ενός δομικού, θεσμικού μηχανισμού κοινωνικού αποκλεισμού που δεν αφορά απλώς τον εβραϊκό λαό, αλλά και άλλες εθνοτικές και κοινωνικές μειονότητες.

Του Σπύρου Μαλάμη *

Εργαλειοποιώντας τον αντισημιτισμό

Ωστόσο, δεδομένης και της σημερινής συγκυρίας, η αναγνώριση της ιστορικής σημασίας του αντισημιτισμού δεν μπορεί να αποτελεί ηθική ασπίδα ή ανάχωμα απέναντι στο δικαίωμα άσκησης δημόσιας κριτικής στη γενοκτονία ή εθνοκάθαρση, ή στα εγκλήματα πολέμου που διαπράττει το κράτος του Ισραήλ απέναντι στον παλαιστινιακό λαό. Η σύγχυση μεταξύ αντισημιτισμού και κριτικής στο Ισραήλ, ή, καλύτερα, η ταύτιση αυτών των δύο, έρχεται να αναιρέσει την ιστορική σημασία του όρου, συνδέοντάς τον άρρηκτα με τις κρατικές πολιτικές του Ισραήλ. Ο D. Fassin θα ονομάσει την παραπάνω λογική ως έναν μηχανισμό ηθικής αντιστροφής, όπου τα όρια μεταξύ θυματοποίησης και κρατικής εξουσίας/ισχύος είναι δυσδιάκριτα. Με τον τρόπο αυτό ο αντισημιτισμός ενσωματώνεται οργανικά στην κρατική πολιτική ως επικοινωνιακός/ρητορικός μηχανισμός ισχύος.

Είναι γεγονός πως η ισραηλινή κυβέρνηση, ιδιαίτερα υπό την ηγεσία του Μπενιαμίν Νετανιάχου, έχει εργαλειοποιήσει πολλές φορές την έννοια του αντισημιτισμού, μετατρέποντάς τη σε μηχανισμό άμυνας και απονομιμοποίησης της κριτικής προς τις πολιτικές του, τόσο από το εξωτερικό όσο και από το εσωτερικό της χώρας. Την τακτική αυτή εφάρμοσε κυρίως σε περιόδους πολεμικής έντασης, σε μια προσπάθεια να αιτιολογήσει τις στρατιωτικές της επιλογές, όπως για παράδειγμα οι στρατιωτικές επιχειρήσεις Protective Edge (2014) και Guardian of the Walls (2021).

Το 2021 έκθεση του Human Rights Watch υπό το τίτλο «A Threshold Crossed: Israeli Authorities and the Crimes of Apartheid and Persecution» υποστήριξε πως το Ισραήλ εφαρμόζει πολιτική απαρτχάιντ κατά των Παλαιστινίων, παραβιάζοντας τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η απάντηση του Υπουργείου Εξωτερικών του Ισραήλ ήταν ότι το Human Rights Watch έχει μακρόχρονη αντιισραηλιτική και αντισημιτική ατζέντα, καθώς και ότι τα πορίσματά του είναι ψευδή και διέπονται από προκαταλήψεις. Το ίδιο έτος, το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο ανακοίνωσε πως έχει τη δικαιοδοσία να ερευνήσει εγκλήματα που διαπράχθηκαν είτε από το Ισραήλ είτε από την Παλαιστίνη. Η απάντηση του Μπενιαμίν Νετανιάχου ήταν ότι «η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου να ξεκινήσει σήμερα έρευνα κατά του Ισραήλ για εγκλήματα πολέμου είναι παράλογη. Είναι καθαρός αντισημιτισμός και το αποκορύφωμα της υποκρισίας», ενώ πρόσθεσε ότι «στοχοποιεί το κράτος του εβραϊκού λαού». Αντίστοιχες δηλώσεις προκύπτουν κάθε φορά που ένα διεθνής οργανισμός προβαίνει σε πορίσματα που στρέφονται κατά της ισραηλινής κυβέρνησης.

Η αιματηρή 7η Οκτωβρίου του 2023 υπήρξε το επισφράγισμα αυτής της τακτικής. Η εργαλειοποίηση του αντισημιτισμού όχι απλώς παγιώθηκε ως στρατηγική, αλλά ενσωματώθηκε πλήρως στο αφήγημα του κράτους του Ισραήλ περί αυτοάμυνας, αποτελώντας ένα από τα θεμελιακά του στοιχεία. Μάλιστα η σύνδεση αυτή ενίσχυσε το αφήγημα της αυτοάμυνας, δημιουργώντας τις κατάλληλες συνθήκες και προϋποθέσεις για να δικαιολογήσει την μετέπειτα γενοκτονική πολιτική που ακολούθησε. Οι κατηγορίες περί αντισημιτισμού επιστρατεύτηκαν επικοινωνιακά, ώστε να δημιουργηθεί και να ενισχυθεί η εικόνα ενός κράτους που βρίσκεται διαρκώς διωκόμενο και απειλούμενο, άρα ενός κράτους που δικαιούται να προβαίνει σε προληπτικές επιθετικές ενέργειες ή σε μη αναλογικές στρατιωτικές επιχειρήσεις, προκειμένου να διασφαλίσει την ύπαρξή του. Έτσι, ο αντισημιτισμός αποτέλεσε ένα πολύτιμο εργαλείο ηθικής θωράκισης του κράτους, απέναντι σε οποιαδήποτε αρνητική δημόσια παρέμβαση και κριτική.

Ο ρόλος της IHRA και της ADL

Στο παραπάνω αφήγημα σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε ο νέος ορισμός που πρότεινε η Διεθνής Συμμαχία για τη Μνήμη του Ολοκαυτώματος (IHRA). Σύμφωνα με τον ορισμό αυτό συνιστά νέα μορφή αντισημιτισμού το να αμφισβητεί κανείς το «δικαίωμα του κράτους του Ισραήλ να υπάρχει». Με άλλα λόγια, ο αντισημιτισμός, δηλαδή το ρατσιστικό μίσος απέναντι στους εβραίους, ταυτίζεται με την κρατική οντότητα του Ισραήλ και τις πολιτικές που αυτό αποφασίζει να εφαρμόσει. Την θερμή στήριξη στο νέο ορισμό του αντισημιτισμού εξέφρασε και η Anti-Defamation League (ADL), που αποτελεί έναν από τους ισχυρότερους εβραϊκούς οργανισμούς στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Σύμφωνα με την ADL, η IHRA προσφέρει ένα απαραίτητο εργαλείο για την καταπολέμηση του «σύγχρονου αντισημιτισμού», αφού θωρακίζει πλέον και το κράτος του Ισραήλ, απέναντι σε αντισημιτικές απειλές. Ο CEO της οργάνωσης Jonathan Greenblatt είχε δηλώσει, μάλιστα, το 2022 ότι «ο αντι-σιωνισμός είναι αντισημιτισμός».

Στο πλαίσιο αυτό, η ADL προώθησε συστηματικά την ενσωμάτωση του συγκεκριμένου ορισμού σε ακαδημαϊκά ιδρύματα, νομοθετικά σώματα, διεθνείς οργανισμούς και έθνη-κράτη. Προκειμένου να το κατορθώσει αυτό, προχώρησε στην στοχοποίηση ακαδημαϊκών, ακτιβιστών και οργανώσεων που εκδηλώνουν δημόσια την αλληλεγγύη τους προς τον παλαιστινιακό λαό, κατηγορώντας τους για αντισημιτισμό. Συγχρόνως, υπό την ηγεσία του Jonathan Greenblatt, η ADL κατασκεύασε μια νέα πολιτική ταυτότητα και δράση στο πλευρό της ακροδεξιάς. Με πρόσχημα την προστασία του κράτους του Ισραήλ, στάθηκε στο πλευρό των D. Trump, J. Kusher και E. Mask και ανέπτυξε στενές σχέσεις με φιλοϊσραηλινούς ηγέτες και προσωπικότητες της (ακρο)δεξιάς και στην Ευρώπη, όπως ο V. Orbán και η G. Meloni.

Δημιουργική ασάφεια

Ο παραπάνω ορισμός που πρότεινε η IHRA και υιοθετήθηκε, εντέλει, από αρκετούς φορείς, οργανισμούς και κράτη, όχι απλώς είναι αμφιλεγόμενος, αλλά χαρακτηρίζεται από δομικές αδυναμίες και παθογένειες. Τρία είναι τα πιο βασικά σημεία, τα οποία αποκτούν ουσιαστική αξία εάν αναλυθούν ως αμιγώς αλληλένδετα. Πρώτον, δεν ορίζει ρητά τι συνιστά «απειλή» στο δικαίωμα ύπαρξης του Ισραήλ. Σχετίζεται με την άρνηση της φυσικής παρουσίας του Ισραήλ ως κρατικής οντότητας, την άρνηση του ισχύοντος πολιτεύματος/καθεστώτος, την άρνηση των κατεχόμενων εδαφών ως φυσική συνέχεια της κεντρικής κρατικής δομής; Αλλά ας το θέσουμε και διαφορετικά. Συνιστά απειλή για την ύπαρξη του Ισραήλ η δημιουργία ενός πολυεθνοτικού, μη αποκλειστικά εβραϊκού κράτους; Η αποχώρηση των Ισραηλινών από τα κατεχόμενα εδάφη και η δημιουργία δύο κρατών, αποτελεί απειλή για το κράτος του Ισραήλ;

Δεύτερον, ορισμός της IHRA αναφέρεται στο «δικαίωμα ύπαρξης του κράτους του Ισραήλ» ως εβραϊκού κράτους, χωρίς, ωστόσο, να προσδιορίζει με σαφήνεια τι ακριβώς σημαίνει αυτό. Ποια είναι τα όριά του — γεωγραφικά, πολιτειακά, ταυτοτικά; Αναφερόμαστε στο αναγνωρισμένο από τον ΟΗΕ κράτος του 1948 ή συμπεριλαμβάνουμε όλα τα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη, αλλά και αυτά που πιθανώς να προκύψουν στο μέλλον; Σε πολιτειακό επίπεδο, αναφερόμαστε στο κράτος ως θεσμό πολιτικής κυριαρχίας και νομιμοποιημένης εξουσίας επί ενός συγκεκριμένου πληθυσμού σε μία συγκεκριμένη επικράτεια κατά τα δυτικά πρότυπα ή στο κράτος ως συνώνυμο του σιωνιστικού οράματος, σύμφωνα με το οποίο η κρατική δομή υφίσταται πρωτίστως για την εβραϊκή πλειονότητα; Τέλος, σε επίπεδο ταυτότητας, υιοθετούμε τον Νόμο Έθνους-Κράτους (Nation-State Law) του 2018 στον πυρήνα του οποίου αναγνωρίζεται ότι το δικαίωμα στην εθνική αυτοδιάθεση στο Κράτος του Ισραήλ ανήκει αποκλειστικά στον εβραϊκό λαό; Θα πρέπει να τονίσουμε εδώ πως η αναφορά στον εβραϊκό λαό, βάσει και του συγκεκριμένου νόμου, έχει σαφείς και άμεσες θρησκευτικές προεκτάσεις που οδηγεί, τελικά, στην κατασκευή μιας ισχυρής εθνοθρησκευτικής κρατικής ταυτότητας, που γεννά κοινωνικούς αποκλεισμούς.

Τρίτον, δεν προσδιορίζεται ο φορέας, το υποκείμενο, της άρνησης ή της απειλής. Εύλογα θα αντιτείνει κανείς ότι μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε. Ένα κράτος, ένας διεθνής οργανισμός, ένας πολιτικός φορέας ή κίνημα, ένα δημόσιο πρόσωπο, σε τελική ανάλυση ο καθένας μας. Τί συμβαίνει, όμως, με τους Εβραίους που ζουν εντός ή εκτός του κράτους του Ισραήλ; Εάν δεχθούμε τον ορισμό της IHRA, αλλά και την νομοθεσία του 2018, ένας Εβραίος, που ασκεί κριτική στο Ισραήλ και αυτή εκλαμβάνεται ως απειλή ή άρνηση του δικαιώματος του τελευταίου να υπάρχει, τότε μπορεί να κατηγορηθεί για αντισημιτισμό; Με άλλα λόγια, δύναται να κατηγορηθεί για ρατσιστικό μίσος, προκατάληψη και εχθρότητα απέναντι στην ίδια του την ταυτότητα, απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό, απέναντι στον να είναι Εβραίος; Αν ο αντισημιτισμός είναι μίσος προς τους Εβραίους ως Εβραίους, τότε πώς μπορεί ένας Εβραίος να είναι αντισημίτης χωρίς να μισεί τον ίδιο του τον εαυτό;

Η εστίασή μας περιορίστηκε σε τρία σημεία, τα οποία παρατέθηκαν σχηματικά παραπάνω, παρουσιάζοντας τον ευρύτερο προβληματισμό για τον ορισμό του αντισημιτισμού, καθώς συνδέονται άμεσα μεταξύ τους και συνιστούν βασικούς άξονες του αφηγήματος της Ισραηλινής κυβέρνησης. Άλλωστε, όλες οι κινήσεις που έχουν γίνει από το επίσημο κράτους του Ισραήλ ή από φιλικά προσκείμενους φορείς και οργανώσεις, στοχεύουν στην ενίσχυση αυτού τους αφηγήματος, το οποίο συγκροτεί ουσιαστικά το πιο ισχυρό επικοινωνιακό όπλο της κυβέρνησης Νετανιάχου.

Στο πλαίσιο αυτό αξίζει να αναλύσουμε πιο συγκροτημένα τα προλεγόμενα και να επιχειρήσουμε να καταλήξουμε σε ένα γενικό συμπέρασμα. Πρώτα απ’ όλα, το ότι ένα κράτος, όπως το Ισραήλ στην προκειμένη περίπτωση, μπορεί να δέχεται πολιτική, στρατιωτική, οικονομική ή/και υπαρξιακή απειλή από άλλα κράτη, κινήματα ή πολιτικούς σχηματισμούς δεν σημαίνει και δεν συνεπάγεται αυτομάτως ότι οι αιτίες αυτής της απειλής είναι αναγκαία αντισημιτικές. Από τη στιγμή που η απειλή δεν αφορά τον εβραϊκό λαό ως συλλογική ταυτότητα, με τις πολιτισμικές και τις θρησκευτικές της προεκτάσεις, και δεν τους στερεί το δικαίωμα να υπάρχουν ως Εβραίοι, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για αντισημιτισμό. Δεύτερον, όταν μιλάμε για τον εβραϊκό λαό, είναι αυθαίρετο να επιβάλλεται η υιοθέτηση μιας συγκεκριμένης αντίληψη της εβραϊκής ταυτότητας στη βάση του σιωνισμού. Η απαίτηση να υιοθετηθεί ένας ενιαίος, κρατικά επικυρωμένος ορισμός της εβραϊκότητας, που εδράζεται στις πολιτικές επιδιώξεις του σιωνισμού και την υποστήριξη του Ισραήλ ως εθνοκρατικού μορφώματος, συνεπάγεται τον αποκλεισμό ή την ρητή καταδίκη όλων των εναλλακτικών μορφών εβραϊκής ύπαρξης, πολιτισμικής ιστορίας και πολιτικής έκφρασης. Πρόκειται επί της ουσίας για τον εξαναγκασμό των Εβραίων να ενστερνιστούν έναν και μοναδικό τρόπο του να είναι Εβραίοι. Κάθε άλλος τρόπος δημόσιας έκφρασης εβραϊκότητας δύναται να αποτελέσει αφορμή για αντισημιτικές κατηγορίες. Τρίτον, ως απόρροια των παραπάνω, η μετατροπή της εβραϊκής ταυτότητας σε πολιτικό εργαλείο για την υπεράσπιση ενός κράτους απονομιμοποιεί οποιονδήποτε Εβραίο αντιτίθεται στον κρατικό ορισμό της εβραϊκότητας, αντιμετωπίζοντάς τον ως προδότη της εβραϊκής συλλογικότητας.

Πολιτικές και ηθικές προεκτάσεις

Η κύρια επιδίωξη της ισραηλινής κυβέρνησης και των συνεργαζόμενων φορέων της, εντός και εκτός του Ισραήλ, ήταν η δομική και συστηματική ταύτιση της πολιτικής υπόστασης του Ισραήλ με την ίδια την εβραϊκή ταυτότητα. Ο νέος ορισμός του αντισημιτισμού από την IHRA, η θεσπισμένη νομοθεσία (λ.χ. Νόμος 2018), καθώς και διάφορες κινήσεις σε επίπεδο διεθνών σχέσεων, συνέβαλαν στη διαμόρφωση ενός πλαισίου δημιουργικής ασάφειας. Με αυτό εννοούμε πως οι ασάφειες, οι ελλείψεις, τα θολά σημεία και οι υπέρμετρες γενικεύσεις στον ορισμό του αντισημιτισμού στοχεύουν στην ηθική προστασία του κράτους του Ισραήλ και τη συνεπακόλουθη απόρριψη κάθε κριτικής προς τις πολιτικές που αυτό εφαρμόζει ως αντισημιτισμό.

Mία από τις βασικές επιπτώσεις της εξίσωσης της κριτικής στις πολιτικές και στρατιωτικές επιλογές της ισραηλινής κυβέρνησης με τον αντισημιτισμό είναι ότι διαμορφώνει ένα καθεστώς απρόσβλητης ηθικής προστασίας, μέσα στο οποίο το κράτος του Ισραήλ αποκτά ασυλία για κάθε πολιτική του δράση, ανεξαρτήτως περιεχομένου ή συνεπειών. Όταν κάθε αμφισβήτηση της ισχύουσας πολιτικής και κοινωνικής κατάστασης χαρακτηρίζεται a priori ως «άρνηση του δικαιώματος ύπαρξης του Ισραήλ», άρα ως αντισημιτισμός, τότε οδηγούμαστε στην κατάργηση της ίδιας της πολιτικής και της ιδεολογικής ταυτότητας που έχει κάθε σύγχρονος κράτος. Πρόκειται ουσιαστικά για μια μορφή αποπολιτικοποίησης, υπό την έννοια ότι κρατικές πολιτικές παρουσιάζονται όχι ως αποτελέσματα πολιτικής/ιδεολογικής επιλογής, αλλά ως φυσικές ή μοναδικές εκφράσεις της εβραϊκής ύπαρξης. Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε πως το κράτος συνιστά τη θεσμική μορφή μιας μεταφυσικής συνέχειας του εβραϊκού λαού. Υπό το πρίσμα αυτό, καμία κριτική δεν μπορεί παρά να αποτελεί κίνδυνο, καθώς δεν μιλάμε με πολιτικούς ή ιδεολογικούς όρους. Ως εκ τούτου, η καταγγελία εγκλημάτων πολέμου, η καταγγελία για γενοκτονία ή εθνοκάθαρση, η αμφισβήτηση της νομιμότητας των κατεχόμενων παλαιστινιακών εδαφών ή η ανάδειξη της παλαιστινιακής καταπίεσης υπό καθεστώς απαρτχάιντ, παρουσιάζονται ως υπαρξιακές απειλές ή ως σοβαρές ενδείξεις αντισημιτισμού και όχι ως πολιτικές ή ιδεολογικές τοποθετήσεις. Καταργείται έτσι η δυνατότητα δημόσιας, θεσμικής και διεθνούς λογοδοσίας. Ο αντισημιτισμός μετατρέπεται, εντέλει, σε ένα μέσο υπεράσπισης κρατικών επιλογών και φίμωσης της κριτικής απέναντι στις επιλογές αυτές.

Μία δεύτερη σημαντική παρατήρηση είναι ότι το κράτος του Ισραήλ αξιοποιεί το συλλογικό τραύμα της εβραϊκής κοινότητας ως πολιτικό εργαλείο. Προβάλλοντας τις πολιτικές του αποφάσεις μέσα από ένα πρίσμα ιστορικής θυματοποίησης, ταυτίζει κάθε αμφισβήτηση ή πολιτική διαφωνία με την επιθετικότητα απέναντι στους ίδιους τους Εβραίους ως συλλογικό υποκείμενο. Η τακτική αυτή δημιουργεί έναν μηχανισμό ηθικής αυθεντίας, στον οποίο το Ισραήλ, ως η κρατική/θεσμική έκφραση των θυμάτων, διεκδικεί την αποκλειστική δυνατότητα να ορίζει τι είναι ηθικό και τι όχι. Με αυτόν τον τρόπο το τραύμα αποκτά και μία σημαντική διάσταση συμβολικής εξουσίας, η οποία οδηγεί σε πρακτικά αποτελέσματα. Κάθε στρατιωτική πράξη που απορρέει από το Ισράηλ δικαιολογείται ως άμυνα απέναντι σε διαχρονικές διώξεις των Εβραίων. Υπό το πρίσμα αυτό, κάθε κριτική που ασκείται στο κράτος του Ισραήλ χαρακτηρίζεται εκ των προτέρων ως αντισημιτική. Έτσι, το τραύμα λειτουργεί αποκλειστικά ως ασπίδα απέναντι στην πολιτική λογοδοσία, μετατρέποντας κάθε μορφή ελέγχου ή καταγγελίας σε ηθική ύβρη.

Τρίτον, η παραπάνω στρατηγική δημιουργεί προβλήματα και εντός της εβραϊκής κοινότητας. Συγκεκριμένα, αποκλείει την εσωτερική εβραϊκή πολυφωνία, απονομιμοποιώντας κάθε φωνή που δεν ενστερνίζεται τον σιωνισμό ως θεμελιώδες και αναπόσπαστο στοιχείο του εβραϊσμού. Εβραίοι διανοούμενοι, θρησκευτικές κοινότητες και πολιτικά κινήματα που διατηρούν μια κριτική ή αντισιωνιστική στάση, όπως οι Peter Beinart, Ilan Pappé, Amira Hass και οργανώσεις IfNotNow, Jewish Voice for Peace, J Street, Jerusalem Declaration κ.α., αντιμετωπίζονται όχι ως τμήμα της εβραϊκής ιστορικής και ιδεολογικής συνέχειας, αλλά ως προδότες ή/και ως αντισημίτες. Αυτός ο αποκλεισμός μορφοποιεί ένα νέο καθεστώς κανονιστικότητας, στο οποίο ο εβραϊσμός αναγνωρίζεται ως θεμιτός και νομιμοποιείται δημόσια μόνο όταν συντάσσεται με το εθνοκρατικό αφήγημα του σιωνιστικού κράτους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο σιωνισμός δεν παραμένει μια από τις πολλές πολιτικές απαντήσεις στο Εβραϊκό Ζήτημα του 20ού αιώνα. Αντιθέτως, γίνεται η μοναδική αποδεκτή απάντηση.

Άρα δεν υπάρχει αντισημιτισμός;

Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι απλή και απόλυτη. Ναι, υπάρχει αντισημιτισμός. Αναδιαμορφώνεται και επιβιώνει σε διάφορες κοινωνικές και πολιτικές μορφές: από τη μία, εμφανίζεται με παραδοσιακές μορφές — όπως επιθέσεις σε συναγωγές, τόπους λατρείας, νεκροταφεία ή σχολεία, βίαιες επιθέσεις σε Εβραίους πολίτες, ή την αναπαραγωγή παλιών και νέων θεωριών συνωμοσίας για τον παγκόσμιο οικονομικό και πολιτικό εβραϊκό έλεγχο. Από την άλλη, ως καχυποψία, ενάντια στους Εβραίους, που εντάσσεται στο καθημερινό πολιτικό και μιντιακό λόγο, με πιο έμμεσο τρόπο. Στην Ελλάδα, άλλωστε, είμαστε εξοικειωμένοι με το φαινόμενο αυτό, καθώς ο αντισημιτισμός έχει μακρά παράδοση, η οποία συχνά διαπλέκεται με εθνικές αφηγήσεις, θρησκευτικές αντιπαλότητες και συνωμοσιολογικές ερμηνείες της ιστορίας και της κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας. Το ζήτημα, ωστόσο, δεν αφορά το εάν υπάρχει αντισημιτισμός σήμερα. Αντιθέτως, ακριβώς επειδή υπάρχει αναντίρρητα αντισημιτισμός σήμερα, θα πρέπει να διαφυλαχθεί η εννοιολογική του ακρίβεια. Αυτό που αναδεικνύει η κριτική στην εργαλειοποίηση του αντισημιτισμού δεν είναι η άρνηση της ύπαρξής του, αλλά ο κίνδυνος να αποδυναμωθεί η σημασία του όταν κάθε πολιτική ή ηθική διαφωνία με το κράτος του Ισραήλ ταυτίζεται αδιακρίτως με αντισημιτισμό.

Δεν πρέπει να αποσιωπηθούν, λοιπόν, οι υλικές, πολιτικές και θεσμικές παράμετροι που καθιστούν το κράτος του Ισραήλ σήμερα παράγοντα συστηματικής παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του διεθνούς δικαίου. Η στρατιωτική κατοχή, ο αποκλεισμός της Γάζας και η εν εξελίξει γενοκτονία, οι εβραϊκοί εποικισμοί στη Δυτική Όχθη, η άνιση μεταχείριση των Αράβων πολιτών του Ισραήλ και η συνεχής καταστολή κάθε μορφής παλαιστινιακής πολιτικής ή πολιτισμικής έκφρασης δεν μπορούν να δικαιολογούνται μέσω της επίκλησης της ασφάλειας ή της ιστορικής μνήμης. Η μεθοδευμένη προσπάθεια να αποτραπεί κάθε διεθνής λογοδοσία μέσω της καταγγελίας της ως «αντισημιτικής» συνιστά μια βαθιά αντιδημοκρατική πρακτική, που όχι μόνο εκθέτει το ίδιο το Ισραήλ στη διεθνή απομόνωση, αλλά υπονομεύει τις αρχές στις οποίες στηρίχθηκε το μεταπολεμικό διεθνές νομικό σύστημα.

Οφείλουμε επομένως να διαφυλάξουμε τη διάκριση ανάμεσα στην κριτική ως πολιτική, δημοκρατική πράξη και δικαίωμα και το ρατσιστικό μίσος. Να αναγνωρίσουμε ότι το κράτος του Ισραήλ είναι πολιτικό και όχι μεταφυσικό υποκείμενο. Και να διεκδικήσουμε έναν ελεύθερο δημόσιο διάλογο, όπου η κριτική στην κρατική πολιτική του Ισραήλ – όσο ριζική κι αν είναι – δεν θα εκλαμβάνεται αυτομάτως ως εχθρότητα προς έναν λαό συλλήβδην. Η έννοια του αντισημιτισμού, πρέπει να αποσυνδεθεί από τις στρατηγικές μονοπώλησης της μνήμης, της ταυτότητας και της πολιτικής αλήθειας. Μόνο τότε θα μπορέσει να υπηρετήσει τον σκοπό για τον οποίο αναγνωρίστηκε μετά το Ολοκαύτωμα: την προάσπιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και την καταπολέμηση κάθε μορφής μίσους.

* Σπύρος Μαλάμης, Υποψήφιος Διδάκτορας Πολιτικής Θεωρίας ΑΠΘ

Πηγή: thepressproject.gr

Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου