Της Ιωάννας Ηλιάδη
Με τη φράση, «μόνο ο Αρχιεπίσκοπος δεν τον παίρνει τηλέφωνο», ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Νίκος Δένδιας επιχείρησε να αποσείσει από πάνω του την ευθύνη για τα ρουσφέτια στις στρατιωτικές μεταθέσεις.
Υποδυόμενος τον ανυποψίαστο διαχειριστή, απέδωσε την ευθύνη στις λεγόμενες «πολιτικές πιέσεις», που όλοι υποτίθεται γνωρίζουμε, χωρίς ωστόσο να παραδέχεται κάτι κρίσιμο: είναι ο ίδιος που υπογράφει τις τοποθετήσεις, ακόμη και τις πιο εξόφθαλμες μεταθέσεις στο Πολεμικό Μουσείο, δηλαδή αυτές που βολεύουν επιλεκτικά στρατευμένους σε άνευ ουσίας θέσεις εντός μεγάλων αστικών κέντρων, κατά προτίμηση κοντά στο σπίτι τους.
Αυτή η επιλεκτική αμνησία και η επιμονή να εμφανίζεται ως «θύμα ενός συστήματος που όλοι ξέρουμε αλλά κανείς δεν μπορεί να αλλάξει» είναι η ουσία της υποκρισίας που χαρακτήρισε όχι μόνο τη δήλωση, αλλά και τη γενικότερη πολιτική διαχείριση του Νίκου Δένδια στο υπουργείο.
Διότι το θέμα των μεταθέσεων, όπως έχει αποδείξει εδώ και δεκαετίες η σχετική βιβλιογραφία, δεν είναι προϊόν πίεσης, αλλά μηχανισμός πολιτικής ανταμοιβής, απολύτως ενταγμένος στο πελατειακό μοντέλο διακυβέρνησης που κυριαρχεί στη χώρα.
Όπως έχουν αναλύσει οι Παππάς και Ασημακοπούλου (Pappas, T., & Assimakopoulou, Z. Party Patronage in Greece: Political Entrepreneurship in a Party Patronage Democracy, 2012), η Ελλάδα λειτουργεί ως μία από τις πιο χαρακτηριστικές «δημοκρατίες πελατειακής διακυβέρνησης», όπου οι πολιτικοί χρησιμοποιούν το κράτος ως μέσο διανομής πόρων και προνομίων σε ψηφοφόρους και υποστηρικτές. Σε αυτό το πλαίσιο, οι στρατιωτικές μεταθέσεις είναι εργαλείο πολιτικής ισχύος. Και ο υπουργός δεν είναι παθητικός παρατηρητής αυτού του μηχανισμού – είναι βασικός κόμβος του. Η επίκληση των «τηλεφώνων» των πολιτευτών και του Αρχιεπισκόπου, απλώς αποκαλύπτει τον μηχανισμό, δεν τον αναιρεί.
Επιπλέον, σε αντίθεση με τη δημόσια ρητορική περί «μεταρρυθμίσεων» και «αξιοκρατικών εργαλείων», δεν υπάρχει κανένα ίχνος τεχνικού ή θεσμικού σχεδιασμού που να εξασφαλίζει αντικειμενικά κριτήρια μεταθέσεων ή ανεξάρτητη εποπτεία των αποφάσεων. Οι στρατιωτικοί δεν αξιολογούνται ούτε προτεραιοποιούνται βάσει διαφάνειας ή υπηρεσιακής ανάγκης. Αντιθέτως, το υπουργείο Άμυνας λειτουργεί με όρους σιωπηλής συνενοχής: υποσχέσεις για μεταρρύθμιση προς τα έξω, και διατήρηση του ρουσφετολογικού status quo προς τα μέσα.
Στην πραγματικότητα, αυτή η κατάσταση είναι αποτέλεσμα μιας ιστορικής αδυναμίας να αποστρατιωτικοποιηθεί η πολιτική επιρροή στο στράτευμα. Μετά το 1974, παρά τη θεσμική ανασυγκρότηση, οι Ένοπλες Δυνάμεις παρέμειναν εκτεθειμένες σε πολιτικές παρεμβάσεις, ιδιαίτερα στον τομέα των τοποθετήσεων, σύμφωνα με ανάλυση του Αντώνη Κάμαρα στο ΕΛΙΑΜΕΠ (Getting over the junta: Greek civil-military relations for the 21st Century , 2024). Καμία κυβέρνηση δεν επιχείρησε σοβαρά να θωρακίσει την αξιοκρατία στις μεταθέσεις. Αντ’ αυτού, διατηρήθηκε μια παράδοση πολιτικού ελέγχου στο εσωτερικό του στρατεύματος, όπου η νομιμοφροσύνη δεν συνδέεται με την επαγγελματική επάρκεια αλλά με την υπακοή στην πολιτική εξουσία.
Το ακόμη πιο ειρωνικό είναι ότι ο ίδιος ο Δένδιας, σε προηγούμενες δηλώσεις του, έχει κάνει λόγο για τη μετατροπή της θητείας από αγγαρεία σε ευκαιρία. Ωστόσο, τη στιγμή που υπόσχεται εξορθολογισμό, εγκρίνει μεταθέσεις που δεν υπηρετούν ούτε στρατηγικές ανάγκες ούτε κοινωνική δικαιοσύνη – υπηρετούν πολιτικές φιλίες.
Αν λοιπόν κάτι αποκαλύπτεται από την επίμαχη δήλωση, αυτό δεν είναι το βάρος που σηκώνει ένας υπουργός, αλλά το πόσο άνετα μπορεί να μεταθέτει τις ευθύνες του. Η δημόσια παραδοχή ότι οι «πιέσεις είναι αναπόφευκτες» δεν είναι ένδειξη ειλικρίνειας, αλλά θεσμικής παραίτησης. Και το ακόμη πιο προβληματικό είναι πως δεν συνοδεύεται από καμία προσπάθεια να περιοριστούν αυτές οι πιέσεις θεσμικά. Καμία αναφορά σε διαφάνεια, καμία αναγγελία ανεξάρτητου ελέγχου, καμία δέσμευση για δημοσιοποίηση κριτηρίων μεταθέσεων. Μόνο λόγια – και φράσεις που κρύβουν πίσω τους την αλήθεια.
Όσο οι μεταθέσεις συνεχίζουν να λειτουργούν ως μικρές πράξεις πολιτικής εξυπηρέτησης, και όσο οι υπουργοί διατηρούν το προνόμιο να τις εγκρίνουν χωρίς λογοδοσία, η έννοια της ισονομίας θα παραμένει μια λέξη χωρίς περιεχόμενο. Ο Νίκος Δένδιας είχε την ευκαιρία να κάνει τομή – αλλά προτίμησε το αστείο περί του Αρχιεπισκόπου. Κι αυτό από μόνο του είναι δηλωτικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου