Η Ελλάδα εγκλωβισμένη στην πολιτική της σκιά

Unsplash, Documento Creative

Η πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης αποτελεί μια ηττοπαθή πολιτική που καθιστά τη χώρα παρία, παρακολούθημα, υποτελή.

Του Απόστολου Αποστόλου *

Ο Ζιλιέν Μπεντά υποστήριζε ότι «δεν χρειάζεται να αγαπάει κανείς τη δημοκρατία αλλά να απεχθάνεται αυτούς που την αντιπροσωπεύουν και αυτό γιατί εκείνοι κτίζουν την ανισότητα και επενδύουν στην αδικία.» (Julien Benda. La Jeunesse d’un clerc – Un Régulier dans le siècle).

Μήπως αποδομείται η δημοκρατία; Στον αείροο καταρράχτη των αλλαγών η δημοκρατία έχει εξατμιστεί, το δημιουργικό της μάγεμα έχει λιποτακτήσει και μας έχει αφήσει στην ανορθογραφία της φάρσας που λογαριάζεται ως διαχείριση διοίκησης. Εκεί δηλαδή όπου η πολιτική εργάζονται πλέον με κινήσεις λαβίδας από τη γέννηση του πολίτη μέχρι το θάνατό του.

Ο Ζαν Μπωντριγιάρ μας είχε προειδοποιήσει ότι «η σύγχρονη πολιτική θα γίνει μια μάταιη υπερ-πραγματικότητα, χωρίς εξουσία ή αντίσταση, χωρίς κυβερνώντες ή εξουσιαστές, χωρίς βία ή θυσίες και θα υπάρχει μόνο ως ατελείωτη δίνη ενός κενού σημασίας». Όλα τώρα πια δείχνουν ότι αργά ή γρήγορα θα συνθηκολογήσουμε σ΄ ένα υποθηκευμένο μέλλον, που θα μας αδειάζει τα όνειρα στο περίπαιγμα μιας άσκοπης περιπλάνησης.

Φθάσαμε, λοιπόν, με τη διαδρομή μας στην πολιτική στο σταθμό του τέλους; Ενδεχομένως και στο αποκορύφωμα της ακρισίας μας . Δεν μπορούμε πια να εκτιμήσουμε τι είναι σκλαβιά και τι είναι ελευθερία, ποιος είναι το θύμα και ποιος ο θύτης, ποιος είναι φτωχός και ποιος πλούσιος, ποιος είναι ο αφέντης και ποιος ο δούλος, ποια είναι η φωνή που μας καλεί και ποιος ο αλλοιωμένος αντίλαλός της. Αναρωτιέται κανείς αν η πολιτική σήμερα έχει γίνει η καλύτερη ευκαιρία να ξεχνάμε. Όλα πια συναιρούνται και συνταξιδεύουν στην επιταχυνόμενη κίνηση της ιστορίας, αποχαιρετώντας όλες τις διάρκειες των υποσχέσεων και πλωρίζοντας σε καινούργιες καθοδηγήσεις.

Πάμε ολοταχώς προς τα πίσω. Κάποτε ο Χίτλερ διάταζε το στρατό του το 1939 να εισβάλει στην Πολωνία βίαια χωρίς ενοχές λέγοντας: «Έδωσα διαταγές στις Μονάδες Θανάτου να εξοντώσουν χωρίς οίκτο, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, της πολωνικής ράτσας. Στο κάτω – κάτω, ποιος θυμάται σήμερα την εξολόθρευση των Αρμενίων;». Και όμως όλοι θυμούνται ακόμη και σήμερα τη διαταγή του τούρκου υπουργού Εσωτερικών Ταλαάτ πασά προς τη Νομαρχία του Χαλεπίου (13/9/1915).

Κάπως έτσι πίστευε και ο Νετανιάχου ότι όλα θα είχαν μια πορεία χωρίς γρατζουνιές για την κυβέρνηση του με την εισβολή στη Γάζα και τη γενοκτονία των Παλαιστινίων. Ο όρος «γενοκτονία» για την Παλαιστίνη αποδίδεται στον ΟΗΕ, γιατί δεν πρόκειται μόνο για ανθρωπολογική κρίση όπως κάποιοι υποστηρίζουν. Άργησαν, αλλά ξεκίνησαν να αναγνωρίζουν πολλές χώρες το παλαιστινιακό κράτος. Η Ελλάδα κράτησε την ίδια στάση που κράτησε και η Γερμανία. Ο υπουργός Εξωτερικών κ. Γεραπετρίτης θα πει ότι: «Η αναγνώριση (του παλαιστινιακού κράτους) θα πρέπει να έρθει στο τέλος της πολιτικής διαδικασίας». Το ίδιο θα πει και ο καγκελάριος της Γερμανίας Φρίντριχ Μερτς: «Η αναγνώριση, θα πρέπει να είναι το τελικό βήμα σε μια ειρηνευτική διαδικασία».

Αυτή η πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης αποτελεί μια ηττοπαθή πολιτική που καθιστά τη χώρα παρία, παρακολούθημα, υποτελή. Το πρόσφατο περιστατικό της άρνησης του Ερντογάν να συνομιλήσει με τον έλληνα πρωθυπουργό δείχνει το θεμελιώδες και μεθοδολογικό πολιτικό λάθος του κατευνασμού που ασκείται ως κορυφαία πολιτική τακτική από την ελληνική κυβέρνηση. Ο κατευνασμός της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής ερμηνεύεται ως υποτέλεια και παραχώρηση στη διεθνή πολιτική σκηνή, αλλά ο πρωθυπουργός και οι σύμβουλοι του επενδύουν σε αυτές τις τακτικές που οδηγούν στον ιστορικό φαταλισμό της συρρίκνωσης της χώρας.

Τελικά η ελληνική κυβέρνηση έχει κατορθώσει να μαζέψει τόση οξείδωση, τόση σκουριά, που μοιάζει αδύνατη η συντήρησή της. Αποτελεί ένα σκραπ από πεισιθάνατες ιδεοληψίες μαζί με πολιτικές του ανάποδου. Ενώ η ανία της πολιτικής της, έχει καταστεί ο ορίζοντας των οριζόντων της.

Και επειδή «ο απατηλός καιρός μας αποκρύβει τα ίχνη του» όπως έλεγε ο Κινέζος ποιητής Λι Πο, το στοίχημα που έχουμε να δώσουμε ως πολίτες είναι να μην υιοθετήσουμε τη σύγχρονη αντίληψη της καθυπόταξης κάθε ποιοτικού και αξιακού στοιχείου της ζωής μας, σε σκοπούς που εγγενώς συνδέoνται με σκάνδαλα με παρασυνταγματικές αποφάσεις, με υποχωρήσεις της χώρας με αχαλίνωτες αδράνειες, γιατί η συμφιλίωση με τα παραπάνω αποτελεί ανεπάρκεια. Από τον Μωρίς Μπλανσό έως τον Τζόρτζιο Αγκάμπεν η αδράνεια χρησιμοποιείται ως πολιτικός μηδενισμός για να περιγράψει την κατάσταση του μετα-ιστορικού ανθρώπου, δηλαδή ενός ορισμένου τρόπου παθητικότητας που υποδεικνύει τη «μη ενεργή δράση» ή το «να μην κάνεις τίποτα» όπως θα έλεγε ο Ζ. Λακάν.

Αυτό δεν προφήτευσε και ο Ζακ Ελλύλ όταν έγραφε για το πόσο απρόθυμος θα γίνει ο πολίτης με τα χρόνια αναφορικά με την ευθύνη του και ο Ζιλ Λιποβετσκί ο οποίος στο έργο του «L’Empire de l’éphémère» τόνιζε ότι θα εισέλθουμε στη «τραγικότητα της ελαφρότητας». Πριν φθάσουμε όμως εκεί, ίσως θα πρέπει να αναζητήσουμε τη «γονιμότητα του απρόβλεπτου» καθώς έλεγε ο Πιερ –Ζοζέφ Προυντόν.

* Ο Απόστολος Αποστόλου είναι Καθηγητής Πολιτικής και Κοινωνικής Φιλοσοφίας.

Πηγή : documentonews.gr

Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου