Η λαϊκή κυριαρχία και ο αυθεντικός διεθνισμός.


Tου Σέρτζιο Τσεζαράττο*

Για πολλούς αναλυτές, ο όρος «εθνική κυριαρχία» έχει γίνει συνώνυμο των πιο χαμηλών πολιτικών ένστικτων: τον εθνικισμό, το ρατσισμό, το λαϊκισμό, το νεο-φασισμό. Ίσως να ήταν ωφέλιμη η εισαγωγή κάποιων διακρίσεων σε αυτή τη σκόπιμη χρήση που τσουβαλιάσματος πολιτικών πολύ διαφορετικών μεταξύ τους. Μια σύγχυση που δικαιολογείται μόνο από την έλλειψη σοβαρών επιχειρημάτων για την αμφισβήτηση όσων θεωρούν την πλήρη εθνική κυριαρχία ως προϋπόθεση δημοκρατίας και εποικοδομητικής διεθνούς συνεργασίας.
Σε άλλη περίπτωση αποκάλεσα τη περίοδο που διανύουμε ως «Polanyi moment», η οποία χαρακτηρίζεται από ένα γενικευμένο αίσθημα διαμαρτυρίας ενάντια στις φιλελεύθερες ελίτ. Μακριά από εμάς η άποψη της ελεύθερης αγοράς ως μιας φυσικής κατάστασης της ανθρωπότητας, ο ανθρωπολόγος Καρλ Πολάνυι (1886-1964) είχε προβλέψει πως η βίαιη επιβολή του νεοφιλελευθερισμού θα προκαλέσει λαϊκή αντίδραση με στόχο την ανασύσταση των κοινοτικών δεσμών που θα έχουν διαρραγεί από την αγορά.
Εάν η δημιουργία, μέσω του κοινωνικού κράτους, μιας περιοχής «αποεμπορευματοποιημένης» αποτέλεσε μια προοδευτική απάντηση του καπιταλισμού - επιβεβλημένη μπροστά στην Σοβιετική πρόκληση - ο Polanyi φοβόταν ότι, όπως είχε συμβεί με τον ναζισμό, η λαϊκή διαμαρτυρία θα μπορούσε να οδηγηθεί προς την ανελεύθερη δεξιά, έτοιμη να την αγκαλιάσει με απλοϊκά και αντιδραστικά συνθήματα. Με μια αριστερά αποσοσιαλιστικοποιημένη, σήμερα, η δεξιά απάντηση πιθανόν θα εμφανίζεται ως η μόνη διαθέσιμη εναλλακτική, ακόμη παραπάνω που οι ελίτ, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της αριστεράς, συχνά αντιμετωπίζουν με περιφρόνηση το λαϊκή ανάγκη για προστασία από την πίεση της αγοράς και από τη μεταφορά των κέντρων εξουσίας εκτός των εθνικών δημοκρατιών.
Ήδη πριν από περισσότερο από δύο δεκαετίες ο Μάσσιμο Πιβέττι, οικονομολόγος, μαθητής του Σράφφα και Γκαρενιάνι, είχε αρχίσει να καταγγέλλει πως η αφαίρεση της νομισματικής κυριαρχίας από τον έλεγχο των εθνικών δημοκρατικών θεσμών ήταν μέρος ενός ευρύτερου σχεδιασμού εκκένωσης του εθνικού κράτους, φυσικό πεδίο, εντός του οποίου ασκείται, απλουστεύοντας την, η διανεμητική σύγκρουση μεταξύ των κοινωνικών τάξεων. Επιπλέον, τα συστήματα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών αποτελούν ένα παραδοσιακό εργαλείο για τη ρύθμιση των αναδιανεμητικών συγκρούσεων. Έτσι έγινε στην Ιταλία το μακρινό 1979 όταν με έμπνευση του Αντρεάττα και του κύκλου του από καθηγητές του Πανεπιστημίου της Μπολόνιας, του Πανεπιστημίου Μποκόνι και της Τράπεζας της Ιταλίας, την μετά Μπάφι περίοδο, υιοθετήθηκε η γερμανική πειθαρχία ως άξονας της Ιταλικής οικονομικής πολιτικής(ο Πάολο Μπάφι, διοικητής μεταξύ του 1975 και του 1979, ήταν πολύ επιφυλακτικός όσον αφορά τη νομισματική Ευρώπη). Χωρίς τη δυνατότητα νομισματικής πολιτικής και ελιγμών στις συναλλαγματικές ισοτιμίες, τα περιθώρια δημοσιονομικής πολιτικής στενεύουν, οι δυνατότητες του εκλογικού σώματος να καθορίσει τον προσανατολισμό της οικονομικής πολιτικής ακυρώνονται, το πεδίο των κοινωνικών συγκρούσεων, η ουσία της δημοκρατίας, αν και καλά ρυθμιζόμενη, απονεκρώνεται. Η δημοκρατία περιορίζεται στα ατομικά δικαιώματα, προνομιούχο έδαφος του σημερινής «αριστεράς», μαζί με την προσκόλληση σε μια αδιευκρίνιστη κοσμοπολίτικη αλληλεγγύη. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Η πολιτική που βασίζεται σε «σκληρό νόμισμα» (ποιον μας θυμίζει αυτό;) οδήγησε στην απώλεια της ανταγωνιστικότητας στο εξωτερικό, την αύξηση του δείκτη δημόσιου χρέους/ΑΕΠ, σε μια ατελείωτη λιτότητα που απονεκρώνει τη συνολική ζήτηση, είναι η αιτία της στασιμότητας των επενδύσεων και την παραγωγικότητας.

Μια υπερεθνική ομοσπονδία οικονομικά διαφορετικών χωρών σημαίνει συμμόρφωση σε αυτό το νεοφιλελεύθερο σχεδιασμό, όπως πολύ καλά ήξερε ο Φριντριχ φον Χάγιεκ (1899-1992), ο πρωταθλητής του φιλελευθερισμού, ο οποίος θεωρούσε τους υπερεθνικούς θεσμούς τη Μέκκα των φιλελεύθερων, όχι των σοσιαλιστών. Ο πολιτικός ρεαλισμός (δηλαδή το δίδαγμα του Θουκυδίδη, Μακιαβέλι και Χομπς), μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι στην πραγματικότητα στις σχέσεις μεταξύ κρατών, η λέξη αλληλεγγύη έχει μικρή σημασία, και που στην πράξη απορρίπτεται ακόμη και από τους ίδιους τους εργαζόμενους στις πιο εύπορες χώρες. Στην περίπτωση αυτή, η μόνη πιθανή ομοσπονδιακή Ευρώπη είναι η ορντολιμπεραλιστική, με σκοπό επιβάλει την τάξη της αγοράς μέσα από την κατάργηση των αναχωμάτων που είχαν θέση, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τα εθνικά κράτη. Η ανελεύθερη δεξιά έχει κατανοήσει τη ζημία που προκλήθηκε στην εργατική τάξη από την επιθετικότητα των ευρώ-ορντολιμπεραλιστών, και την εκμεταλλεύεται προς όφελός της (ακυρώνοντας κάθε διεκδίκηση πραγματικής κοινωνικής αξίας). Η παραδοσιακή αριστερά δεν το καταλαβαίνει και κηρύττει μια γενικόλογη αλληλεγγύη, κατάφατσα στους ανθρώπους, κριτικάροντας την σημερινή κυβέρνηση Λίγκας-5Αστέρων για τη μετανάστευση (αντί να την πιέζει σε οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα), και υποστηρίζοντας τις Βρυξέλλες και τις αγορές.
Σήμερα υπάρχουν δύο αριστερές, η διαχωριστική μεταξύ τους βρίσκεται στη σημασία που αποδίδεται στην έννοια της εθνικής κυριαρχίας. Ευτυχώς, πολλοί διανοούμενοι τάσσονται με την αριστερά που υπερασπίζεται τη δημοκρατική και κοινωνική κυριαρχία. Είναι καιρός λοιπόν να προκύψει ένας πολιτικός σχηματισμός που - όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες πχ τη Γερμανία - να κάνει δικά της την ανασφάλεια των λαϊκών στρωμάτων και τη σκέψη αυτών των διανοουμένων, με επιμονή και προσπάθεια μακράς πνοής να αρπάξει από τα χέρια της δεξιάς το λάβαρο της υπεράσπισης των εθνικών συμφερόντων και να επιταχύνει την ιστορική ασημαντότητα της συμπονετικής «αριστεράς». Αυτό που θα ενώσει αυτές τις ευρωπαϊκές δυνάμεις θα είναι ένας γνήσιος διεθνισμός, ο οποίος θα έχει ως στόχο να δώσει πίσω στους ανθρώπους της Ευρώπης τη χαμένη κυριαρχία, έξω από τα υπερεθνικά κλουβιά εκεί όπου επικρατεί δίκαιο του ισχυρού.

Πηγή: micromega

*Καθηγητής Οικονομικής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο της Σιένα Ιταλίας

Μετάφραση Μουρατίδης Γιώργος

Αναδημοσίευση από Σχέδιο Β

Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου