Σε ελεύθερη πτώση η αμερικανική οικονομία


Του Κώστα Ράπτη

Από τα ψηλά στα χαμηλά. Η αμερικανική οικονομία υποδέχθηκε το 2020 από πλεονεκτικότερη θέση σε σύγκριση με άλλες, ιδίως σε ό,τι αφορά τον τομέα της απασχόλησης, προς μεγάλη χαρά του ενοίκου του Λευκού Οίκου ο οποίος τον Νοέμβριο διεκδικεί την επανεκλογή του. Τα σημάδια εδώ και εκεί των "υποκείμενων νοσημάτων" ήσαν βεβαίως ορατά, αλλά μπορούσαν να υποτιμώνται, με τη βοήθεια των γνωστών πολιτικών εξαγοράς χρόνου. Η πανδημία του κορονοϊού, όμως, μαζί με το lockdown που προκάλεσε τον τελευταίο μήνα, έχουν αντιστρέψει την εικόνα. Οι ΗΠΑ μοιάζουν με τοπίο καταστροφής.

Το ΔΝΤ δεν αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας. Στις εαρινές του εκτιμήσεις που δημοσιοποιήθηκαν αυτή την εβδομάδα, προβλέπει συρρίκνωση του αμερικανικού ΑΕΠ κατά 6% το 2020. Και όχι μόνο αυτό, αλλά διατυπώνει και αμφιβολίες ως προς την προοπτική μιας ανάκαμψης "τύπου V", επισημαίνοντας ότι η εκτίναξη της ανεργίας και η διατάραξη των αλυσίδων τροφοδοσίας της παραγωγής θα κρατήσουν την οικονομία και κατά το επόμενο έτος κάτω από τα προ της πανδημίας επίπεδα.

Η αγορά εργασίας αιμορραγεί

Ήδη η απώλεια 16 εκατομμυρίων θέσεων εργασίας μέσα σε τρεις εβδομάδες αποτελεί μία επίδοση που δεν μπορεί να συγκριθεί ούτε με την προπολεμική Μεγάλη Ύφεση. Και η αιμορραγία στην αγορά εργασίας δεν σταματά εδώ.

Σύμφωνα με ερωτηματολόγιο της Wall Street Journal στο οποίο συμμετείχαν 57 οικονομολόγοι, η κυρίαρχη εκτίμηση είναι ότι άλλες 14,4 εκατ. θέσεις εργασίας πρόκειται να χαθούν τους επόμενους μήνες, οδηγώντας την ανεργία στο πρωτοφανές ποσοστό του 13% τον Ιούνιο, έναντι 3,5% τον Φεβρουάριο, οπότε σημειώθηκε χαμηλό πεντηκονταετίας. Την πίεση αρχίζουν να νιώθουν και εργαζόμενοι που θεωρούνταν προστατευμένοι, καθώς, κατά τον Γκρέγκορι Ντάκο της Oxford Economics, περίπου 8 με 10 εκατομμύρια θέσεις εργασίας πρόκειται να χαθούν σε κλάδους πέρα από αυτούς οι οποίοι ανέστειλαν τη λειτουργία τους λόγω του lockdown.

Ήδη στα τέλη Μαρτίου το 90% των Αμερικανών δήλωναν σε έρευνα της Morning Consult "πολύ ή αρκετά ανήσυχοι" για τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας και σε ποσοστό 49% εξέφραζαν φόβους ότι θα χάσουν τη δουλειά τους, σύμφωνα με έρευνα της YouGov.

Χωρίς αποταμιεύσεις

Οι υπηρεσίες αντιπροσωπεύουν το 70% της αμερικανικής οικονομίας – και βρίσκονται αυτή τη στιγμή σε ελεύθερη πτώση, με τον δείκτη πωλήσεων λιανικής του Texas Retail Outlook Surney να βυθίζεται στο ιστορικό -82,6 τον Μάρτιο. Εξαίρεση: οι πωλήσεις τροφίμων, καθώς οι καταναλωτές σπεύδουν να αποθηκεύσουν τα αναγκαία εν μέσω πανικού.

Η αντιπαραβολή με την κρίση του 2008 δεν είναι ιδιαίτερα υποβοηθητική, διότι παραγνωρίζει τις αλλαγές που σημειώθηκαν έκτοτε στην αγορά εργασίας, καθώς πλέον το 36% των εργαζομένων έχει πλέον ευέλικτη εργασιακή σχέση, ιδίως στους κλάδους που έχουν πληγεί πρώτοι (εστίαση, φιλοξενία, μεταφορές).

Αυτοί και πολλοί άλλοι ευάλωτοι εργαζόμενοι δεν έχουν αποταμιεύσεις στις οποίες να στραφούν τη δύσκολη ώρα. Σύμφωνα με το GOBankingRates, το 58% των ενήλικων Αμερικανών δεν έχει στην άκρη περισσότερο από 1.000 δολάρια. Ο πληθυσμός αυτός που ζει "μηνιάτικο-το-μηνιάτικο" είναι πλέον απολύτως μετέωρος – γεγονός που αναμένεται αυτόματα να μεταφραστεί σε αθέτηση υποχρεώσεων για δάνεια και πιστωτικές κάρτες, απλήρωτα ενοίκια, άρα και χρεοκοπίες ιδιοκτητών ακινήτων, κατάρρευση της καταναλωτικής δαπάνης, για να μη μιλήσει κανείς για τις "καταστροφικές δαπάνες υγείας" που προκαλεί σε ένα πλήρως ιδιωτικοποιημένο σύστημα περίθαλψης η συγκυρία της πανδημίας και του εγκλεισμού.

Το χρέος των νοικοκυριών είχε ήδη σημειώσει το 2019 άλμα 601 δισ. δολαρίων, εφάμιλλο της αύξησής του στις παραμονές της κρίσης του 2008, φθάνοντας για πρώτη φορά τώρα τα 14 τρισ. δολάρια, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Fed.

Διαφορά φάσης

Τα θηριώδη μέτρα στήριξης που υπερψήφισε ομόφωνα το Κογκρέσο ενδεχομένως να μην προλάβουν ποτέ αυτούς που κατεξοχήν τα έχουν ανάγκη, ήτοι τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που αντιπροσωπεύουν το ήμισυ της απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα. Ανάμεσα στη θέσπιση των μέτρων και το καταστάλαγμά τους στη ζήτηση θα υπάρξει μια διαφορά φάσης μερικών εβδομάδων, η οποία αρκεί για να αποβεί μοιραία για τους μικροεπιχειρηματίες.

Ούτως ή άλλως, από το πρόγραμμα των 2,2 τρισ. (τριπλάσιο από το bailout του χρηματοπιστωτικού τομέα με τον νόμο TARP που απορρίφθηκε από το Κογκρέσο στην κορύφωση της κρίσης του 2008) μόνο 250 δισ. είναι αυτά που αφορούν την εφάπαξ ενίσχυση των πολιτών με το τσεκ των 1.200 δολαρίων και άλλα 250 δισ. για την επέκταση των επιδομάτων ανεργίας. Η Wall Street εξασφαλίζει και πάλι τη μερίδα του λέοντος, σε μία συγκυρία κατά την οποία μόνο στοχευμένες, μεσοπρόθεσμες δράσεις (λ.χ. στις υποδομές) θα μπορούσαν να ανασυντάξουν με στέρεο τρόπο την οικονομία και την απασχόληση.

Η κεντρική ομοσπονδιακή τράπεζα μετατρέπεται σε hedge fund, καθώς πλέον έχει το ελεύθερο να μοχλεύσει τα εποπτικά της κεφάλαια κατά 1 προς 10, αγοράζοντας κάθε είδους "τοξικούς" τίτλους, που βέβαια με το χαμήλωμα του πήχη θα γίνονται όλο και περισσότερο τοξικοί.

Δημιουργούνται έτσι οι προϋποθέσεις για μία νομισματική κρίση μεσο-βραχυπρόθεσμα, καθώς η αξιοπιστία του δολαρίου, εν μέσω "εκτυπωτικής" φρενίτιδας, εναπόκειται πλέον στους διεθνείς εταίρους (και ανταγωνιστές) των ΗΠΑ.

Η επανεκκίνηση και το πιθανό "ιδιωτικό lockdown"

Ποια μπορεί να είναι η επιστροφή στην κανονικότητα; Το πλέον πιεστικό ερώτημα αυτήν τη στιγμή στις ΗΠΑ είναι το χρονοδιάγραμμα αποκλιμάκωσης των περιοριστικών μέτρων – αυτών που ο Ντόναλντ Τραμπ τα ήθελε αρχικώς να έχουν αρθεί πριν από το Πάσχα των Καθολικών, για να συναινέσει εντέλει σε μία επέκτασή τους μέχρι τέλους Απριλίου. Η πολιτική διελκυστίνδα βρίσκεται στην κορύφωσή της, καθώς η αρμοδιότητα επαναλειτουργίας των σχολείων και των επιχειρήσεων ανήκει στις πολιτειακές και δημοτικές Αρχές, οι οποίες δεν είναι πάντοτε ευεπίφορες σε βιαστικές κινήσεις, όπως δείχνουν και οι αντιδράσεις του κυβερνήτη της κατεξοχήν πληττόμενης Νέας Υόρκης, Άντριου Κουόμο. Σε κάθε περίπτωση, ο Αμερικανός πρόεδρος σε συνεργασία με τις κεφαλές των μεγαλύτερων επιχειρήσεων επιδιώκει μιαν επανεκκίνηση τον Μάιο, ενώ εξαπλώνεται η πεποίθηση ότι τα επαναλαμβανόμενα lockdown δεν μπορούν να αποτελέσουν, όπως το έθεσε ο Τζέιμς Μπούλαρντ της Fed του Σαιντ Λούις, την απάντηση σε τυχόν επόμενα κύματα της νόσου και θα χρειαστούν περισσότερο στοχευμένες αντιδράσεις.

Μεγαλύτερο πρόβλημα: ο τελικός λόγος δεν ανήκει ούτε στις πολιτείες ούτε στην ομοσπονδιακή εξουσία, αλλά στον Αμερικανό καταναλωτή, ο οποίος ενδέχεται να προβεί σε "ιδιωτικό lockdown" διατηρώντας, εν μέσω φόβου, αλλά και καχυποψίας προς τις επίσημες διαβεβαιώσεις, μιαν αποφευκτική συμπεριφορά επί μακρόν.

Πηγή : capital.gr

Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου