Το παραμύθι του Μισθούλη και της Συνταξούλας


Του Δημήτρη Κωστάκου

“Πώς να κρυφτείς από τα παιδιά; Έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα”, έχει τραγουδήσει ο Διονύσης Σαββόπουλος. Πώς να εξηγήσεις, όμως, σε ένα παιδί τι το περιμένει σε μια καθημαγμένη αγορά εργασίας και ένα συνταξιοδοτικό σύστημα σε αποσύνθεση;

Πώς να κοιτάξεις στα μάτια ένα παιδί (όσο οξυμένο αισθητήριο κι αν έχει) και να του εξηγήσεις πως ο κόπος του εργαζόμενου βγήκε στη διατίμηση και οι συντάξεις στις εκπτώσεις;

Ίσως με ένα παραμύθι.

Από αυτά, που δεν κοιμίζουν τα παιδιά. Κατάφεραν, όμως επί δεκαετίες να κοιμίζουν τους μεγάλους, οδηγώντας τους μέχρι την κάλπη…

Ας πάρουμε ως βάση εξιστόρησης το παραμύθι των Γιάκομπ και Βίλχελμ Γκριμ “Χάνσελ και Γκρέτελ” του 1812. “Ψέματα κι αλήθεια, έτσι είναι τα παραμύθια”, που λένε και…

Μια φορά και έναν καιρό, στο τέλος της δεκαετίας του ’80 ζούσαν δύο αδελφάκια. Το αγοράκι το έλεγαν Μισθούλη και το κοριτσάκι Συνταξούλα.

Κάποια μέρα, αποφάσισαν να πάνε με τον μπαμπά και τη μαμά τους εκδρομή στο δάσος. Μια μεγάλη ΑΤΑ (Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή) που πάντα τα ευχαριστούσε.

Βήμα-βήμα, ακολούθησαν ένα μονοπάτι και απομακρύνθηκαν από τους γονείς τους. Το βλέμμα τους, μαγνήτισαν κάτι ψηλά, μεγάλα γυάλινα κτίρια που έστεκαν αγέρωχα στις παρυφές του δάσους. Όμοια τους, δεν είχαν ξαναδεί. Όμως, τους είχαν μιλήσει γι αυτά οι γονείς τους:

Ήταν οι τράπεζες και οι…

Α, ναι. Οι “μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες”. Αυτές, λένε θα έφερναν μεγάλο καλό.

Πόσο δύσκολες ήταν οι λέξεις που χρησιμοποιούσαν οι μεγάλοι. “Ανάπτυξη” και “δάνεια”, το έλεγαν το καλό που θα έφερναν.

Η ώρα πέρασε. Είχε πια νυχτώσει. Τα δύο παιδιά κοιτάχτηκαν με αγωνία: μόλις διαπίστωσαν ότι είχαν χαθεί. Άρχισαν να φωνάζουν τον μπαμπά και τη μαμά τους. Καμία απάντηση. Είχαν τρομάξει. Τότε, μπροστά τους είδαν ένα ξέφωτο. Στο κέντρο του, βρισκόταν μια μικρή καλύβα.

Διστακτικά κινήθηκαν προς την καλύβα που έμοιαζε γυαλιστερή. Όταν πλησίασαν, διαπίστωσαν ότι η καλύβα γυάλιζε γιατί ήταν φτιαγμένη από κάθε λογής γλυκά! Ήταν φωτισμένη και πολύχρωμη – τα δύο παιδιά έμειναν να την κοιτούν.

Ξαφνικά, ακούστηκε μια στριγγή φωνή: “Καλώς τα όμορφα παιδιά”!

Ο Μισθούλης και η Συνταξούλα, πετάχτηκαν τρομαγμένα και προσπάθησαν να τρέξουν. Πίσω τους, όμως, βρισκόταν μια ηλικιωμένη κυρία. Δεν ήταν όμορφη, αλλά το πρόσωπο της ήταν στολισμένο με ένα τεράστιο χαμόγελο και η φωνή της είχε ένα τόνο καθησυχαστικό.

Η ηλικιωμένη γυναίκα πλησίασε αργά τα παιδιά και τους συστήθηκε με επισημότητα. Την έλεγαν μάγισσα Καπιτάλα.

Τα καλωσόρισε στο λαμπερό, πολύχρωμο σπιτάκι της και τους πρότεινε να τα κεράσει από ένα γλυκό. “Ή και πολλές-πολλές περισσότερες λιχουδιές”, υποσχέθηκε, χαμογελώντας ξανά.

Τα παιδιά, δέχθηκαν και την ακολούθησαν στην καλύβα. Μετά από λίγα λεπτά και μερικά υπέροχα ζαχαρωτά, η Καπιτάλα είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη των δύο καινούργιων, μικρών φίλων της. Τους είπε ότι μπορούν, αν θέλουν να κοιμηθούν στην ζεστή, φιλόξενη καλύβα της και μόλις ξημερώσει να αναζητήσουν τους γονείς τους.

Έτσι και έγινε.

Από την επόμενη μέρα το πρωϊ τα παιδιά είχαν σχεδόν ξεχάσει ότι χάθηκαν στο δάσος. Το αίσθημα ότι ανήκουν εκεί, σε αυτή την καλύβα, σε αυτή την ηλικιωμένη κυρία, ήταν πολύ έντονο. Οι μέρες, περνούσαν τόσο γρήγορα…

Τα δύο αδερφάκια έτρωγαν με βουλιμία τα γλυκά που τους πρόσφερε η γιαγιά Καπιτάλα. Στον Μισθούλη, άρεσε ιδιαίτερα μια πάστα που την έλεγαν “υπερωρία” και στην μικρή του αδερφή, την Συνταξούλα, ένα πολύχρωμο κέϊκ: Το ΕΚΑΣ.

Και οι μέρες περνούσαν.

Η οικοδέσποινα τους έλεγε πολλές ιστορίες δίπλα από το τζάκι, την ώρα που τα παιδιά έτρωγαν υπέροχα ζαχαρωτά (τα μπόνους) και σοκολατάκια (τα βαρέα και ανθυγιεινά). Τους έλεγε, επίσης, ότι πρέπει να προσέχουν το κακό πνεύμα που λέγεται Κομμουνισμός.

“Αυτό”, τους έλεγε κοιτάζοντας τα σοβαρά στα μάτια, “υπάρχει από πολύ παλιά”. Ο Αδάμ και η Εύα, ήταν οι πρώτοι Κομμουνιστές. Κοιμόντουσαν στο ύπαιθρο, φορούσαν αντί για όμορφα ρούχα, ένα φύλλο συκής, μοιραζόντουσαν ένα μήλο και νόμιζαν ότι ζουν στον Παράδεισο! Τέτοια και χειρότερα κάνει ο Κομμουνισμός…

Και οι μήνες περνούσαν.

Ώσπου μια μέρα, τα παιδιά βρήκαν πάνω στο τραπέζι του φαγητού ελάχιστα γλυκά. Η Καπιτάλα, βουρκωμένη, αναφέρθηκε σε ένα μεγάλο κακό, το “Μνημόνιο” που χτύπησε το δάσος. Τους είπε αυστηρά, ότι υπάρχουν κι άλλα παιδιά που περιμένουν γλυκά και πλέον δεν φτάνουν για όλους.

“Να μην διαμαρτύρεστε”, φώναξε. “Μαζί τα φάγατε. Τι θέλετε τώρα;”.

Τα παιδιά στεναχωρήθηκαν πολύ. Ζήτησαν να φύγουν. Όχι γιατί λιγόστεψαν τα γλυκά. Αλλά περισσότερο γιατί η μάγισσα τους μιλούσε άσχημα και κάποιες φορές τα χτυπούσε. Με ένα μεγάλο ξύλο.

Κάθε φορά που τα δύο αδερφάκια, έκλαιγαν και ζητούσαν να φύγουν, η ηλικιωμένη κυρία μιλώντας ήρεμα, σχεδόν ψιθυριστά, τους χάϊδευε απαλά τα μαλλιά και τους έλεγε ότι εκεί έξω στο δάσος τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα. Άγρια. Και κινδυνεύουν.

“Κάντε λίγη υπομονή”. Θα έρθει η καλή νεράϊδα, η Ανάπτυξη, και θα μας βοηθήσει, τα καθησύχαζε.

Και οι μήνες περνούσαν.

Ξαφνικά, μια βαριά αρρώστια έπεσε στο δάσος. Ο φοβερός και τρομερός κορονοϊός. Άρχισαν να ξεραίνονται τα πάντα. Πουλιά και ζώα έφευγαν μακριά. Και τα παιδιά έβλεπαν ότι η νεραϊδα Ανάπτυξη, δεν έρχεται. Ανησυχούσαν.

Όλα συνέβησαν απότομα. Η Μάγισσα ξύπνησε τα παιδιά μέσα στη νύχτα και τους ανακοίνωσε ότι θα μείνουν κλειδωμένα στην καλύβα για όσο χρειαστεί. Καραντίνα, το είπε.

Αντί για γλυκά, τα δύο αδελφάκια έτρωγαν ένα μικρό κομμάτι ξερό ψωμί τρεις φορές την εβδομάδα. Ήταν η αποζημίωση ειδικού σκοπού. Άνοστο και λίγο. Πολύ λίγο.

Ακόμη και ονόματα τους άλλαξε η μάγισσα. Τον Μισθούλη, τον φώναζε Επίδομα και την Συνταξούλα, Βοήθημα.

Πλέον κάθε βράδυ, τα αδελφάκια, κλειδωμένα μέσα στην καλύβα έριχναν δακρυσμένα κλεφτές ματιές προς το δάσος από ένα μικρό παράθυρο, κρυφά από την μάγισσα, περιμένοντας, πιστεύοντας, ότι οι γονείς τους δεν θα αργήσουν.

Ο μπαμπάς Θάρρος και η μαμά Αξιοπρέπεια πάντα έρχονται…

Συνεχίζεται (σίγουρα).

*Αφιερωμένο στην Λυδία μου και όλα τα παιδιά της ηλικίας της.

Πηγή: ΚΟΣΜΟΔΡΟΜΙΟ

Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου