Εκπατρισμός αρχαίων: Το μουσείο Μπενάκη σε ρόλο ''λαγού'' για τα γλυπτά του Παρθενώνα


Του Άλκη Κόκκινου

Σφοδρές ήταν οι αντιδράσεις εντός και εκτός Βουλής για την πρωτοφανή απόφαση της κυβέρνησης να προχωρήσει σε νομοθέτηση της δυνατότητας να “δανείζονται” για έως 50 χρόνια αρχαιολογικοί θησαυροί στο εξωτερικό.

Πρόκειται για ρύθμιση που συμπεριλήφθηκε στο σχέδιο νόμου για την αναδιοργάνωση του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων, το οποίο έφερε στη Βουλή η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη και μετά την ψήφισή του την Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου αποτελεί πλέον νόμο του κράτους.

Στην ουσία της, η ρύθμιση αυτή που αποτελεί τροποποίηση του αρχαιολογικού νόμου 3028/2002 ο οποίος προέβλεπε τη δυνατότητα προσωρινής εξαγωγής αρχαιοτήτων για μόλις 5+5 χρόνια, προκειμένου να εκτεθούν σε περιοδικές εκθέσεις στο εξωτερικό, εισάγει την εντελώς καινοφανή λογική των μακρόχρονων “δανεισμών” αρχαίων εκτός της χώρας. Μάλιστα, στην αρχική της μορφή, η σχετική ρύθμιση που έφερε στη Βουλή η Λίνα Μενδώνη μιλούσε για 100 χρόνια!

Την ενέργειά της αυτή, που όμοιά της δεν έχει καταγραφεί ποτέ και πουθενά στον κόσμο, η κυβέρνηση την βάφτισε με περισσό θράσος, δια στόματος της υπουργού Πολιτισμού, “τολμηρό μεταρρυθμιστικό αναπτυξιακό σχέδιο που θα προωθήσει με απόλυτα διαφανείς διαδικασίες, όρους και προϋποθέσεις, την αξιοποίηση του σημαντικού πολιτιστικού πλούτου της χώρας προς όφελος της οικονομίας”. Ήτοι: ξεπούλημα για να βγει κανένα φράγκο…

“Είναι πολύ σημαντικό για την ανάδειξη του πολιτιστικού μας πλούτου”, είπε επίσης η υπουργός Πολιτισμού, σε ένα κρεσέντο αμοραλισμού, πασπαλισμένου με υποκριτικό ενδιαφέρον για τον… ελληνισμό, “ότι δίνεται επιτέλους η ευκαιρία να αξιοποιηθούν σημαντικά πολύτιμα αρχαία μας που βρίσκονται στις αποθήκες του Υπουργείου. Αυτό είναι μια πολύ μεγάλη προσφορά στον ελληνισμό γιατί αντί να βρίσκονται στο σκοτάδι της αποθήκης θα λάμπουν και θα αναδεικνύουν τον ελληνικό πολιτισμό”.

Η υπόθεση αυτή προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις, ενώ τουρκικά μέσα ενημέρωσης δεν έχασαν την ευκαιρία να στηλιτεύσουν την πολιτική της Ελλάδας σε σχέση με τον τρόπο που χειρίζεται την πολιτιστική της κληρονομιά…

Σφοδρές αντιδράσεις στη Βουλή

“Τροφοδοτείτε μία νεοαποικιακή πολιτική η οποία τι λέει στον πυρήνα της; Εντάξει, τώρα δεν τα «βουτάμε», αλλά πηγαίνουμε και τα δανειζόμαστε μακροχρόνια”, επισήμανε η τομεάρχης πολιτισμού του ΣΥΡΙΖΑ Σία Αναγνωστοπούλου.

“Δανεισμός διάρκειας μισού αιώνα δεν είναι δανεισμός, είναι εκχώρηση, είναι χάρισμα, είναι ξεπούλημα”, τόνισε η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Ελισσάβετ Σκουφά.

“Είναι ιδεολογικό κατάλοιπο της Δεξιάς να αντιμετωπίζουν οι Βουλευτές της τον πολιτισμό με ένα σύνδρομο ψωροκώσταινας, με μία αποικιοκρατική λογική του εκπατρισμού των αρχαιοτήτων μας και η αντίληψη του πολιτισμού ως ευκαιρία για να πουλήσουμε μαγνητάκια, τσολιαδάκια και κακοσχεδιασμένα κιτς σουβενίρ”, παρατήρησε έτερος βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, ο Μάριος Κάτσης.

Συνδέοντας, μάλιστα, το θέμα αυτό με το ζήτημα της πλημμύρας στην Ακρόπολη που είχε ανακύψει την ήμερα της συζήτησης του νομοσχεδίου και πρώτο είχε δημοσιοποιήσει το Κοσμοδρόμιο ο κ. Κάτσης σημείωσε: “Η διάταξη που εισηγείστε είναι αποικιοκρατική και αποδεικνύεται ότι όχι μόνο έχετε εμπορευματοποιήσει τον πολιτισμό, αλλά μαζί με τη σημερινή πλημμύρα δείχνετε ότι δεν είστε ικανοί να περιφρουρήσετε και τα μεγάλης αξίας έργα πολιτιστικής κληρονομιάς. Η τραγική ειρωνεία σήμερα να ψηφίζεται αυτός ο νόμος και ταυτόχρονα να πλημμυρίζει η Ακρόπολη είναι μνημειώδης”.

Για “εξωφρενικά γκροτέσκα ιδέα” έκανε λόγο ο Κλέων Γρηγοριάδης από το ΜέΡΑ25, εκτιμώντας πως πίσω από την επιχειρηματολογία της κυβέρνησης κρύβονται σχεδιασμοί για τη διαχείριση την εμπλοκής με το Βρετανικό Μουσείο για τα γλυπτά του Παρθενώνα, “τα οποία με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσαν να θεωρούνται δανεισμένα για μισό αιώνα στο Βρετανικό Μουσείο, στον ίδιο τον κλεπταποδόχο που πήρε από τον κλέφτη αυτά τα μάρμαρα. Για μισό ακόμα αιώνα. Παράλληλα όμως στα χαρτιά να θεωρούνται ωραιότατα ότι ανήκουν στην Ελλάδα”.

“Η διάταξη αυτή προσβάλλει την αξιοπρέπεια, την αξιοπιστία όχι μόνο της κυβέρνησης, αλλά και της ίδιας της ελληνικής πολιτείας και του Κοινοβουλίου”, σημείωσε από την πλευρά της η Σοφία Σακοράφα (ΜέΡΑ25), προσθέτοντας: “Προφανώς και πιστεύετε ότι ο ελληνικός λαός έχει εκπαιδευτεί στην αποδοχή των εκχωρήσεων. Το κάνατε αλλεπάλληλες κυβερνήσεις με τη δημόσια περιουσία ελέω μνημονίων. Η νομοθετική πρόβλεψη και δυνατότητα εκχώρησης για τέτοια χρονικά διαστήματα”, σημείωσε επίσης η κ. Σακοράφα, “αποτελεί ένα ακόμα βήμα αυτής της κυβέρνησης για την υπονόμευση, απαξίωση και πλήρη εγκατάλειψη της ελληνικής απαίτησης για επιστροφή των μαρμάρων του Παρθενώνα”.

Ο ΣΥΡΙΖΑ κατέθεσε αίτημα ονομαστικής ψηφοφορίας για την συγκεκριμένη ρύθμιση, ζητώντας όπως τόνισε η Ραλλία Χρηστίδου, “από τον κάθε Βουλευτή της πλειοψηφίας να πάρει την ευθύνη για τον εκπατρισμό αρχαιοτήτων για πενήντα χρόνια, ώστε να αντιληφθούν όλοι οι Έλληνες πολίτες τι αξία έχουν οι πατριωτικές κορώνες στις οποίες με πολύ μεγάλη ευκολία επιδίδονται οι κύριοι και οι κυρίες της Νέας Δημοκρατίας”.

Υπέρ της πρωτοφανούς αυτής ρύθμισης ψήφισαν τελικά οι 157 βουλευτές της ΝΔ, συνεπικουρούμενοι πάντως και από τους 22 του ΚΙΝΑΛ, που αναδείχτηκαν και σε αυτό το θέμα κυβερνητικοί ουραγοί, τσαλαπατώντας ιδέες και μάχες της ίδιας της Μελίνας Μερκούρη.

Κρυφές συνεννοήσεις με Λονδίνο;

Όπως ήδη αναφέραμε, ένα από τα ζητήματα που προκύπτουν από την σκανδαλώδη αυτή ρύθμιση συνδέεται με τα ερωτήματα για το αν και κατά πόσο αυτή συνδέεται με ενδεχόμενες διεργασίες που πραγματοποιούνται εν κρυπτώ σχετικά με την υπόθεση των γλυπτών του Παρθενώνα που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο.

Αποκαλυπτικά ήταν για το θέμα αυτό, όσα είπε στη Βουλή ο πρώην πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου, που επιστρατεύτηκε και προσήλθε στη συζήτηση μόνο και μόνο για να ενισχύσει τη συγκεκριμένη κυβερνητική πρωτοβουλία. Υπενθυμίζοντας παλαιότερες συνομιλίες με τους Βρετανούς, ο κ. Παπανδρέου σημείωσε χαρακτηριστικά: “Με το άρθρο αυτό [σ. του νομοσχεδίου] ενισχύεται το επιχείρημά μας προς τους Άγγλους, προς τους Βρετανούς, «ελάτε να καθίσουμε», όπως κάναμε με την Αυστραλία, «να βρούμε κάτι ανάλογο για τα μάρμαρα του Παρθενώνα, να γυρίσουν και να σας βρούμε άλλα, δανεικά, τα οποία μπορούν να τα αντικαταστήσουν, με συγκεκριμένους όρους, διαφανείς στο δικό σας μουσείο»….”.

Την παραμονή, μάλιστα, της συζήτησης του νομοσχεδίου στην ολομέλεια της Βουλής, ο φιλοκυβερνητικός ιστότοπος Liberal.gr δημοσίευσε άρθρο γνωστής δημοσιογράφου που θεωρείται πως απηχεί τις απόψεις της ίδιας της υπουργού Λίνας Μενδώνη, σύμφωνα με το οποίο “δεν θέλει και πολύ μυαλό για να σκεφτεί κανείς ότι ο μακροχρόνιος δανεισμός θα εφαρμοστεί και σ’ αυτήν την περίπτωση [σ. των γλυπτών του Παρθενώνα] και πως εφόσον η Ελλάδα αγωνίζεται τόσα χρόνια για τη δίκαιη επιστροφή, θα πρέπει να είναι έτοιμη και από πλευράς νόμων”.

Δεν είναι, εκτιμούμε, χωρίς νόημα πως η υπουργός Πολιτισμού, παρότι ρωτήθηκε επανειλημμένα από βουλευτές της αντιπολίτευσης για το αν συμφωνεί με την επιχειρηματολογία τόσο του δημοσιεύματος αυτού όσο και της τοποθέτησης του Γιώργου Παπανδρέου, αρνήθηκε να τοποθετεί σχετικά.

“Φοβόμαστε ότι η επικοινωνιακή διαχείριση, που έχει εν πολλοίς υποκαταστήσει την Κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, δεν θα είχε κανέναν ενδοιασμό να παρουσιάσει ως μεγάλη εθνική νίκη μια τέτοια δυσμενέστατη εθνική εξέλιξη”, σχολίασε ο Κλέων Γεωργιάδης, ενώ ο Κρίτων Αρσένης (ΜέΡΑ25) πρόσθεσε: “Η Κυβέρνηση που βρήκε σαν καλή ιδέα το να δανειστούμε τα γλυπτά του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο και για να εξιλεωθεί κήρυξε το 2020 ως έτος «Μελίνα Μερκούρη», λίγο πριν τη λήξη του έτους φέρνει τον δανεισμό των αρχαιοτήτων μας στο εξωτερικό, φέρνει, δηλαδή, αυτό που θα την έκανε να ντροπιαστεί”.

Η εμπλοκή του Μουσείου Μπενάκη

Μεγάλη συζήτηση προκάλεσε και η αξιοποίηση από την πλευρά της κυβέρνησης, προκειμένου να πείσει για την αναγκαιότητα ψήφισης της ρύθμισης, ενός αιτήματος του Μουσείου Μπενάκη για χρονική επέκταση της συμφωνίας που έχει συνάψει με φορείς της Αυστραλίας σχετικά με την έκθεση στη Μελβούρνη τμήματος της συλλογής του.

Η συνεργασία του Μουσείου Μπενάκη με το Hellenic Museum της Μελβούρνης χρονολογείται από το 2014, όταν εγκαινιάστηκε στη Μελβούρνη η έκθεση “Θεοί, Μύθοι και Θνητοί: Ελληνικοί Θησαυροί μέσα από τις χιλιετίες”, αποτελούμενη αποκλειστικά από αντικείμενα των ελληνικών συλλογών του μουσείου Μπενάκη. Πρόκειται για μια έκθεση 201 αντικειμένων στα οποία περιλαμβάνονται σκεύη, αγγεία, ειδώλια, αγαλματίδια και κοσμήματα της προϊστορικής, αρχαίας ελληνικής και ρωμαϊκής περιόδου, αντικείμενα της καθημερινής ζωής, εκκλησιαστικά σκεύη, εικόνες, χειρόγραφα, ευαγγέλια και ιερατικά άμφια της βυζαντινής και της μεταβυζαντινής περιόδου, κεντήματα, κεραμικά, ξυλόγλυπτα, λιθανάγλυφα, κοσμήματα και φορεσιές της εποχής της τουρκοκρατίας και των πρώτων δεκαετιών του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, εκδόσεις του ελληνικού Διαφωτισμού και έγγραφα του Αγώνα, κειμήλια των αγωνιστών του ’21, αντικείμενα με φιλελληνικές παραστάσεις και απεικονίσεις σκηνών του αγώνα από Ευρωπαίους καλλιτέχνες.

Αξίζει να σημειωθεί πως τα αντικείμενα αυτά έχουν εξαχθεί με εφαρμογή των διατάξεων του Αρχαιολογικού Νόμου, όπως ίσχυαν μέχρι την περασμένη Πέμπτη, δηλαδή θα έπρεπε να επιστρέψουν στη χώρα το 2024, όταν συμπληρώνεται και η πενταετής παράταση της πρώτης έγκρισης εξαγωγής τους.

Ωστόσο, φαίνεται πως αυτό δεν εξυπηρετεί τις προθέσεις ούτε του Μουσείου Μπενάκη ούτε των συνεργατών του στην Αυστραλία, που επιθυμούν τον ουσιαστικά μόνιμο εκπατρισμό των αντικειμένων. Άλλωστε, ήδη από τα εγκαίνιά της το 2014, η έκθεση αυτή είχε παρουσιαστεί ως προάγγελος τρόπον τινά της ίδρυσης παραρτήματος του Μουσείου Μπενάκη στην Μελβούρνη

Είναι χαρακτηριστικό πως η ρύθμιση που έφερε στη Βουλή η Λίνα Μενδώνη προέβλεπε αρχικά τη δυνατότητα δανεισμού για 50+50 χρόνια, δηλαδή για έναν ολόκληρο αιώνα. Μετά τις σφοδρές αντιδράσεις το 50+50, έγινε 25+25 για να καταλήξει τελικά σε 25+(5Χ5).

Η ίδια η υπουργός, για να δικαιολογήσει τις αυξομειώσεις στην προτεινόμενη χρονική επέκταση του “δανεισμού” ήταν εξόχως αποκαλυπτική: “Προφανώς δεν νομοθετούμε για το Μουσείο Μπενάκη ονομαστικά, αλλά γενικά εξ αφορμής της περίπτωσης συνεργασίας του Μουσείου Μπενάκη με το Ελληνικό Μουσείο της Μελβούρνης”, δήλωσε στη Βουλή, για να συμπληρώσει, σχετικά με τις “διαπραγματεύσεις” με τους… επενδυτές: “Το Μουσείο Μπενάκη, το οποίο ήταν από την πρώτη στιγμή σε απόλυτη συνεργασία με το Υπουργείο Πολιτισμού (μαζί καταρτίστηκαν οι διατάξεις και έγιναν όλες οι συζητήσεις για τη νομοθετική ρύθμιση) αρχικά επιθυμούσε το όριο των πενήντα ετών, γιατί αυτό ήταν που εξασφάλιζε το 100% της επένδυσης στην Αυστραλία. […] Επαναδιαπραγματευθήκαμε (ναι, και μέσα στη νύχτα, είναι η διαφορά της ώρας που βοηθάει), επαναδιαπραγματεύθηκε το Μουσείο Μπενάκη και δέχεται το είκοσι πέντε συν είκοσι πέντε”.

Ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων (ΣΕΑ), ο οποίος κατήγγειλε ως απαράδεκτη τη διάταξη και ζήτησε την απόσυρσή της επισημαίνοντας πως η επίκληση της εξωστρέφειας ως αιτιολόγηση για την εισαγωγή της είναι προσχηματική, παραπλανητική και έγινε κατ’ επίφασιν, σχολιάζοντας ειδικά την εμπλοκή του μουσείου Μπενάκη στην υπόθεση, έθεσε τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων: “Η ανησυχητική αυτή ρύθμιση σε μία εποχή που το άλλοτε υπερδραστήριο Μουσείο Μπενάκη επιχειρεί να επιβιώσει πάση θυσία, θέτει σειρά ερωτηματικών για σχέσεις πολιτικής πατρωνείας που θα έχουν ως αποτέλεσμα τη θεσμοθέτηση μίας νέας αντίληψης για τις ελληνικές αρχαιότητες ως αντικειμένων συναλλαγής ανάμεσα σε ελληνικά μουσεία και φορείς του εξωτερικού”. Προχώρησε, μάλιστα στη διατύπωση των εξής ερωτημάτων: “σχετίζεται η βιωσιμότητα του Μουσείου Μπενάκη με την εξαγωγή συλλογών ελληνικών αρχαιοτήτων στη Μελβούρνη; Υπονοείται ότι υπάρχει ή σχεδιάζεται να υπάρξει οικονομικό αντάλλαγμα για το Μουσείο Μπενάκη από τη συμφωνία μακρόχρονου δανεισμού των αρχαιοτήτων που ανήκουν στο ελληνικό δημόσιο; Θα είναι αυτή η μουσειακή πολιτική του ελληνικού δημοσίου ή / και των ελληνικών μουσείων (ειδικά των ιδιωτικών) από τούδε και στο εξής;”.

Η ανάμνηση της εξέγερσης του Ηρακλείου το 1979

Το ζήτημα της εξαγωγής αρχαιοτήτων θύμισε σε πολλούς τα εξεγερσιακά γεγονότα που έλαβαν χώρα το 1979 στο Ηράκλειο, όταν ο παλλαϊκός ξεσηκωμός για να μην προχωρήσει ο δανεισμός αρχαιοτήτων του Αρχαιολογικού Μουσείου της πόλης σε έκθεση που θα πραγματοποιείτο στο Metropolitan Museum της Νέας Υόρκης ανέτρεψε τους τότε σχεδιασμούς της κυβέρνησης Καραμανλή που επιθυμούσε να εγκαινιάσει την λεγόμενη “πολιτιστική διπλωματία” δια της εξαγωγής αρχαιοτήτων από τη χώρα.

Τα γεγονότα εκείνα θύμισε και στη Βουλή ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΚΙΝΑΛ Βασίλης Κεγκέρογλου που είχε προσωπική συμμετοχή. “Ήμουν δεκαοκτώ χρονών το 1979 και ως πρόεδρος των μαθητικών κοινοτήτων του 1ου Λυκείου Ηρακλείου, του Καπετανάκειου, συμμετείχα στη συντονιστική επιτροπή αγώνα των φορέων”, αναπόλησε ο βουλευτής, συμπληρώνοντας πως “πριν τη συγκρότηση της επιτροπής θα πρέπει να πω ότι με απόφαση δική μας, του διαμαθητικού, οι μαθητές ήταν αυτοί που επτά ημέρες, μέρα-νύχτα, ήταν έξω από το μουσείο και στη συνέχεια ευαισθητοποιήθηκε η τοπική κοινωνία και οι φορείς”.

Ο κ. Κεγκέρογλου σημείωσε πως όλη αυτή η ιστορία έχει σφραγίσει τη δική του πολιτική άποψη και ζήτησε να μειωθούν ακόμη περισσότερα τα επιτρεπόμενα χρόνια δανεισμού και να εξασφαλιστούν δύο προϋποθέσεις: πως οι επιτρεπόμενες ανανεώσεις θα είναι σπαστές ανά πενταετία και θα γίνονται με τη συμφωνία και όχι με απλή γνώμη του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (ΚΑΣ).

Η τοποθέτηση του βουλευτή Κεγκέρογλου, στον αντίποδα αυτών των Γιώργου Παπανδρέου και Ανδρέα Λοβέρδου, αποτυπώνει την αμφιθυμία και τις διαφωνίες που προφανώς εκδηλώθηκαν στους κόλπους της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΚΙΝΑΛ, η οποία συντάχθηκε, ωστόσο, τελικά υπέρ της προτεινόμενης από την κυβέρνηση ρύθμισης. Σημειώνουμε πως και ο εισηγητής του ΚΙΝΑΛ Δημήτρης Κωνσταντόπουλος είχε προτείνει αντί του αρχικού 50+50 και του μεταγενέστερου 25+25 της ρύθμισης, να μειωθεί σε 10+10 ή έστω 15+15 χρόνια.

Τα νεανικά… ατοπήματα του Βασίλη Κεγκέρογλου, ανέλαβε, πάντως, να κατακεραυνώσει από την πλευρά της η βουλευτής της ΝΔ Φωτεινή Πιπιλή. “Η διπλωματία του πολιτισμού ξεκίνησε το 1979 όταν έγινε πανελλήνια σύρραξη”, σημείωσε στην παρέμβασή της, “γιατί τότε ξεσηκώθηκαν οι τοπικές κοινωνίες, όταν το Metropolitan Museum της Νέας Υόρκης ζήτησε να πάνε για κάποια έκθεση εκθέματα από το Μουσείο Ηρακλείου, με το εφεύρημα που πέρασε στην τοπική κοινωνία ότι ξαφνικά η Ελλάδα χαρίζει τον Δίσκο της Φαιστού, παρακαλώ. Επέστρεψε ο Καραμανλής, που τότε αγωνιζόταν να μας βάλει στην Ευρώπη, αγανακτισμένος και ακύρωσε αυτήν την αποστολή και μετά διεσύρθη διεθνώς η χώρα”.

Η “πολιτιστική διπλωματία” και τα σχόλια των τουρκικών μέσων

Ένα από τα επιχειρήματα της υπουργού Πολιτισμού, αλλά και βουλευτών της συμπολίτευσης και του ΚΙΝΑΛ, ήταν πως δια της οδού της μακρόχρονης εξαγωγής αρχαιοτήτων από τη χώρα ενισχύεται ακριβώς η “πολιτιστική διπλωματία” της. Προς επίρρωση των ισχυρισμών αυτών χρησιμοποιήθηκε το παράδειγμα του μουσείου του Λούβρου που άνοιξε παράρτημά του στο Αμπού Ντάμπι.

Με αναφορές που είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς αν το κυρίαρχο στοιχείο τους είναι η ημιμάθεια ή η κουτοπονηριά, οι επιχειρηματολογούντες με βάση το παράδειγμα του Λούβρου στο Αμπού Ντάμπι, αποκρύπτουν καταρχήν μια ουσιώδη διαφορά: το Λούβρο είναι ένα μουσείο της αποικιοκρατίας το οποίο εκθέτει αρχαιότητες που λεηλάτησαν οι Γάλλοι από όλο τον κατακτημένο από τους ίδιους κόσμο και σε καμιά των περιπτώσεων δεν μπορεί να συγκριθεί με τα μουσεία της Ελλάδας που όχι μόνο εκθέτουν ελληνικές αρχαιότητες, αλλά δίνουν και μάχη για τον επαναπατρισμό αρχαιοτήτων που έφυγαν από τη χώρα μέσα από τους διαχρονικούς διαύλους της αρχαιοκαπηλίας.

Πέραν όμως της ουσιώδους αυτής διαφοράς, όσοι επικαλούνται το “Λούβρο του Αμπού Ντάμπι”, αγνοούν ή κάνουν πως αγνοούν άλλες παραμέτρους του θέματος, που καθιστούν κάθε σύγκριση εντελώς γελοία. Το Λούβρο δεν αποφάσισε ποτέ να δανείσει στους εμίρηδες του Αμπού Ντάμπι εκθέματά του για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αντίθετα, η συμφωνία προβλέπει το “δανεισμό” του ονόματος του Λούβρου για τριάντα μόνο χρόνια, ενώ κάθε επιμέρους δάνειο αντικείμενο θα παραμένει στο Αμπού Ντάμπι ελάχιστο διάστημα, από ένα έως δυο χρόνια, και επίσης ο δανεισμός των έργων μέσα στη δεκαετία θα μειώνεται έως ότου το μουσείο να αποκτήσει τη δική του συλλογή.

Αν δίπλα σε αυτά, προσθέσει κανείς πως η υπογραφή της συγκεκριμένης συμφωνίας Γαλλίας – Εμιράτων είχε και ένα αντίτιμο που ξεκίνησε το 2007 από τα 663 εκατομμύρια ευρώ, για θα φτάσει τελικά το ένα δισ. ευρώ, αντιλαμβάνεται το μέγεθος της ανοησίας όσων επιχειρούν να συγκρίνουν αυτό που νομοθέτησε η κυβέρνηση της ΝΔ με την περίπτωση του Λούβρου, η οποία ακόμα και με τις παραμέτρους που παραθέσαμε πως έχει, ξεσήκωσε και αυτή σφοδρές αντιπαραθέσεις στη Γαλλία.

Κανένα πραγματικό επιχείρημα δεν έχει μείνει στην κυβέρνηση που προχώρησε στο ανιστόρητο ατόπημα. Όλα έχουν καταρριφτεί και ορισμένα επιστρέφουν κατά πάνω της ως αυστραλιανό μπούμερανγκ.

Η “πολιτιστική διπλωματία” δεν είναι ένα από τα φαιδρά παιχνιδάκια που έχει συνηθίσει να παίζει για εσωτερική κατανάλωση με τις φίλες της στον 5ο όροφο της οδού Μπουμπουλίνας η κ. Μενδώνη. Ούτε γίνεται με fake news και προχειροδουλειές, που εκθέτουν τη χώρα και δυναμιτίζουν τη σχέση της με τους Διεθνείς Οργανισμούς, όπως αποδείχτηκε πως συνέβη τόσο στην περίπτωση της στην Κωνσταντινούπολη Αγίας Σοφίας, όσο και σε αυτήν των αρχαιοτήτων της Βενιζέλου στο μετρό Θεσσαλονίκης.

Ήδη, η νέα της πρωτοβουλία για επέκταση της… “πολιτιστικής διπλωματίας” μέσω του μακροχρόνιου εκπατρισμού ελληνικών αρχαιοτήτων έγινε αντικείμενο αρνητικού σχολιασμού της χώρας από τουρκικά μέσα ενημέρωσης που δεν άφησαν την μοναδική ευκαιρία που τους δόθηκε ανεκμετάλλευτη.


Το σχετικό αφιέρωμα της Hürriyet

Η μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδα Hürriyet συνέδεσε την απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης για μακροχρόνιο εκπατρισμό-ενοικίαση ελληνικών αρχαιοτήτων με το υψηλό δημόσιο χρέος και την οικονομική κρίση στην Ελλάδα, που οδήγησε και στην πώληση των λιμανιών της

Η ευρύτατη αναδημοσίευση του άρθρου, με αναφορές σε “αξιολύπητη Ελλάδα”, θα μπορούσε να εκληφθεί και ως ένα καμπανάκι για τις περιπέτειες που εγκαινιάζει το νέο παιχνίδι “πολιτιστικής διπλωματίας” της υπουργού Πολιτισμού με γκολ από τα αποδυτήρια.

Αρκεί να υπάρχει κανείς που να ακούει…

Πηγή: ΚΟΣΜΟΔΡΟΜΙΟ

Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου