Της Xρύσας Κακατσάκη
Όσο αρχίζει να καταλαγιάζει ο κουρνιαχτός που άφησαν πίσω τους οι παρελάσεις, τόσο αναδύεται εντός μου εκείνο το – όχι και τόσο αθώο τελικά- παιδικό τραγουδάκι «τι είναι η πατρίδα μας;». Η απάντηση υποκειμενική. Δεν είναι μόνο οι κάμποι και τα άσπαρτα ψηλά βουνά. Πατρίδα, και εν προκειμένω Ελλάδα, είναι κυρίως οι άνθρωποί της. Ο εργαζόμενος που στοιβάζεται στο μετρό, ο Άλλος άνθρωπος που μαγειρεύει για τους απόκληρους, το προσφυγόπουλο που ντυνόταν τσολιαδάκι, ο έμπορος με την απούλητη πραμάτεια, οι νέοι με τα κορνιζαρισμένα στον τοίχο πτυχία, ο σαλός από την Ελευσίνα στην «Αγέλαστο Πέτρα» που φρόντιζε τις αρχαιότητες περισσότερο από τους φαιά φορούντες και περί ηθικής λαλούντες.
Πάντα ήθελα να τη φαντάζομαι σαν μάνα που αγκαλιάζει με την ίδια αγάπη όλα της τα παιδιά. Όχι σαν μητριά που τα τιμωρεί εκδικητικά, σαν αποπαίδια. Μια μάνα που προτιμά να ανοίξει έστω τα βιβλιοπωλεία και όχι τα κομμωτήρια, γιατί ξέρει πως μόνο με την παιδεία υπάρχει πιθανότητα προκοπής σε τούτο το αλωνάκι. Μάνα που σου φωνάζει από την πόρτα «ζακέτα να πάρεις να μην κρυώσεις» και όχι μητριά που χαιρέκακα ψιθυρίζει «Καλά να πάθεις».
Γιατί μόνο μια μητριά-Μήδεια θα ξεστόμιζε πως είναι πολύ μικρό το ποσοστό των ασθενών που χάνουν τη ζωή τους εκτός ΜΕΘ, 20% νομίζω». Να παραγγείλει λοιπόν και μερικές παρτίδες κώνειο για να τηρηθεί η παράδοση με τον Σωκράτη και να αυξηθεί το ποσοστό των νεκρών. Πριν όμως ας διαβάσει τα λόγια του Αχιλλέα «θα προτιμούσα πάνω στη γη να ήμουνα, κι ας ξενοδούλευα σε κάποιον, παρά βασιλεύω στον Κάτω Κόσμο» μπας και καταλάβει την αξία της ζωής για κάθε πλάσμα που ανασαίνει.
Δεν με ενόχλησαν οι εορτασμοί αυτοί καθαυτοί. Ίσα ίσα που θα μπορούσαν να είναι ένα διάλειμμα από το ζοφερό παρόν, μια αφορμή για ενδοσκόπηση μέσα από την ιστορική μνήμη. Δεν είναι τυχαίο ότι δεξιοί, αριστεροί και κεντρώοι ανέβασαν σημαίες στα προφίλ και στα μπαλκόνια τους. Οι περισσότεροι λαχταρούσαν αντί για τα πολλά ψέματα που είπαμε ως εδώ, να πούμε και αλήθειες. Πως το νόημα του ‘21 και της επετείου ήταν η ελευθερία και τα πολιτικά δικαιώματα. Όχι η ψευδεπίγραφη ασφάλεια, γιατί αλλιώς επανάσταση δεν θα γινόταν. Πως έκτοτε στο σώμα αυτής της χώρας ασέλγησαν κατά συρροήν και ασυστόλως Άγγλοι, Γάλλοι Πορτογάλοι, εγχώριοι αετονύχηδες και διεθνή αρπακτικά. Όμως ο νέος πατριωτισμός πλαστογραφείται όταν σου πετούν στα μούτρα πως μπορείς να ζήσεις με το επίδομα 400 ευρώ. Ο νέος πατριωτισμός δεν είναι να σε θαμπώνουν με τον Κάρολο, σαν την Μαντάμ Σουσού, επειδή κουράστηκες να μένεις στον Μπίθουλα. Ούτε τα σκέτα θεάματα, χωρίς άρτο, χωρίς μέτρο, χωρίς αισθητική.
Σε απόσταση αναπνοής έχουν βρεθεί τα βάθρα από τα βάραθρα, η φουστανέλα από τον Αρμάνι, οι θυμικές καταιγίδες από τις ναυαγοσωστικές προθέσεις, η υπεροψία και η μέθη του αυτοκράτορα από τις κραυγές αγωνίας, τα στολισμένα τραπέζια από τα κλειστά φέρετρα, ο οίστρος της ζωής από το σκιάχτρο του θανάτου. Η αξιοκρατία, για την οποία μιλούσε ο Περικλής στον «Επιτάφιο», αντικαταστάθηκε από τη δικτατορία των μετρίων, οι δημοκρατικοί θεσμοί μετατράπηκαν σε κενά νοήματος και από τα παραθυράκια του νόμου τρυπώνει ο τυχοδιωκτισμός, οι αρπαχτές, η διαφθορά και η προχειρότητα. Πουθενά η Τίσις και η Νέμεσις για εκείνους που επράξαν το κακό.
Μόνο μια μητριά καπηλεύεται την πανδημία με τους όρους του πιο άθλιου μάρκετινγκ. Τα παράσημα του Κολοκοτρώνη σκούριασαν στους θαλάμους των νοσοκομείων, στις αυριανές ουρές των ανέργων. Για μια πατρίδα αδούλωτη αγωνίστηκαν ο Φεραίος και ο Καραϊσκάκης που έδωσε τη θέση της σε ένα ανάλγητο κράτος.
Ποια Πυθία, λοιπόν, θα μας πει αν στο «φυλετικό» αίνιγμα αυτού του τόπου υπερτερεί το ανάδελφο έθνος ή η ιστορική φάρσα. Όσο στη βυζαντινή αντιφωνία ο Ρίτσος βροντοφωνάζει «τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις» τόσο o Σεφέρης ψιθυρίζει «όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει». Και λυπάμαι που, καιρό τώρα, ταυτίζομαι με την απαισιοδοξία του δεύτερου.
Δεν μπορεί πλέον να με γοητεύσει ούτε να με ξεγελάσει το τραγούδι των Σειρήνων. Άλλοι στίχοι κατοικούν τώρα στ’ αυτιά μου. «Γεμάτα τα μπαλκόνια, πολιτικά αηδόνια. Υποσχέσεις και αγάπες και πολύχρωμα μπαλόνια. Η ζωή σου, να το ξέρεις, είναι επικηρυγμένη. Να πεθαίνεις για την Ελλάδα είναι άλλο κι άλλο εκείνη να σε πεθαίνει».
Από το facebook της Χρύσας Κακατσάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου