Οι 42 μισές αλήθειες του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη

 

Της Μαρινίκης Αλεβιζοπούλου και του Αυγουστίνου Ζενάκου

Το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη αποφάσισε να πάρει συνέντευξη από τον εαυτό του. Οι περισσότεροι άνθρωποι κάποια στιγμή το έχουν κάνει αυτό — κάποιοι για να προετοιμαστούν για μια πραγματική συνέντευξη, για δουλειά λόγου χάρη, άλλοι πάλι σαχλαμαρίζοντας την ώρα που κάνουν ντους. Σε αντίθεση με αυτούς, βέβαια, το υπουργείο της αστυνομίας δημοσίευσε την αυτοσυνέντευξή του στην ιστοσελίδα του, καλώντας τα ΜΜΕ της χώρας να την αναδημοσιεύσουν.

Απέναντι σε πολίτες που είδαν την αστυνομία μέσα στις γειτονιές τους να τους βεβαιώνει πρόστιμα γιατί «έτσι θέλει» κι ύστερα να τους κυνηγάει στα στενά και να τους ξυλοφορτώνει, θα περίμενε κανείς το αρμόδιο υπουργείο να πρωτοστατήσει σε μια εις βάθος αναδιάρθρωση που θα αντιμετωπίσει τα αίτια της αυθαιρεσίας, της κατάχρησης εξουσίας αλλά και της χρόνιας ατιμωρησίας της ΕΛ.ΑΣ. Αντ’ αυτού, το ΥΠροΠο επέλεξε κάτι που στο μυαλό των ιθυνόντων του μάλλον συνιστά «επικοινωνιακή αντεπίθεση» την οποία μάλιστα, σε μια κίνηση με όλη τη λεπτότητα ενός γκλοπ, τιτλοφόρησε «αλήθειες».

Τι υποστηρίζει λοιπόν το υπουργείο της αστυνομίας στην ανακοίνωσή του «42 αλήθειες για την Αστυνομική αυθαιρεσία και υπέρμετρη βία»; Ανάμεσα σε κάμποσα αυτονόητα και αρκετή φλυαρία, το υπουργείο υποστηρίζει λίγο ως πολύ ότι όλα είναι εντάξει, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Βεβαίως, καθότι γνωρίζει τον όγκο των στοιχείων, παραδέχεται ότι η αστυνομία καθυστερούσε τις ΕΔΕ και αντιμετώπιζε τα αδικήματα των αστυνομικών με υπερβολική επιείκεια, το παραδέχεται όμως με την παρελθοντική έννοια και μας λέει ότι το πρόβλημα λύθηκε. Πρώτον, επειδή η Επιτροπή Αλιβιζάτου έβγαλε πόρισμα και το ΥΠροΠο το δέχτηκε. Δεύτερον, επειδή ο Συνήγορος του Πολίτη έχει αυξημένες αρμοδιότητες. Και τρίτον επειδη οι αστυνομικοί θα φορούν κάμερες.

Μας λέει επίσης ότι η αύξηση των καταγγελιών οφείλεται στο ότι αυτή η κυβέρνηση προτρέπει τους πολίτες να καταγγείλουν περιστατικά αυθαιρεσίας αλλά και σε αυξημένες «τριβές» λόγω της πανδημίας αλλά ταυτόχρονα μας διαβεβαιώνει ότι πολλές καταγγελίες αφορούν περιστατικά άνευ σημασίας. Και μας πληροφορεί ότι η ελληνική αστυνομία δεν είναι πιο βίαιη από τις αστυνομίες άλλων χωρών.

Παρεμπιπτόντως, σε μια στιγμή εμβληματικής μικροπρέπειας και μνησικακίας, στοχοποιεί έναν μόνον καταγγέλοντα αστυνομικής βίας, τον Δημήτρη Ινδαρέ, ως παράδειγμα καταγγελίας που «δεν αποδείχτηκε». Και, δίχως ασφαλώς να παραλείψει να μπλέξει κάπως σε όλα αυτά και τον Κουφοντίνα, καταλήγει, με ομολογουμένως όχι πολύ πρωτότυπο τρόπο αφού δεν λέει τίποτα για τη Βενεζουέλα, να επιτεθεί στον ΣΥΡΙΖΑ.

Ελάχιστος προβληματισμός αρκεί για να σκεφτεί κανείς πως το να θέτει μόνο του ένα υπουργείο τις ερωτήσεις και μετά να τις απαντάει δεν σημαίνει ότι λογοδοτεί αλλά το αντίθετο. Ασφαλώς, η κίνηση μοιάζει εξαιρετικά συνεπής ως προς τη συνολική στάση του ΥΠροΠο: θυμάστε εκείνον τον «αξιωματικό διαμεσολαβητή» που εισήγαγε το νέο επιχειρησιακό σχέδιο της ΕΛ.ΑΣ. για τις διαδηλώσεις, εκείνον στον οποίο θα πρέπει οι δημοσιογράφοι, που θα βρίσκονται εντός ενός προσδιορισμένου, «ασφαλούς» χώρου, να απευθύνονται αν θέλουν κάτι; Εμείς μιλάμε, εσείς γράφετε.

Αν, όμως, αντί να παίρνει συνέντευξη από τον εαυτό του, το υπουργείο έμπαινε στον κόπο να λογοδοτήσει αντιμετωπίζοντας τις ερωτήσεις κάποιου που να ξέρει λίγο το θέμα, θα φαινόταν ξεκάθαρα αφενός ότι το πρόβλημα δεν συνοψίζεται στην «καθυστέρηση των ΕΔΕ» και στην «επιείκεια», αφετέρου ότι απέχει πολύ από το να έχει λυθεί.

Ένας ακριβέστερος τρόπος να συνοψίσει κανείς το πρόβλημα είναι ο εξής: εδώ και δεκαετίες, κανένας αστυνομικός που καταγγέλθηκε για σοβαρή αστυνομική βία δεν λογοδότησε ποτέ στον βαθμό που είτε η πειθαρχική διαδικασία είτε ο ποινικός νόμος επέβαλαν, ούτε βέβαια σε τέτοιο βαθμό ώστε η τιμωρία του να καταστεί αποτροπαϊκή για άλλους. Στην έρευνά μας, που συνεχίζεται, έχουμε συγκεντρώσει δεκάδες περιστατικά — από δολοφονίες πολιτών ως σωματικές βλάβες κατά δημοσιογράφων — και μέχρι στιγμής δεν έχουμε διαπιστώσει ούτε μία περίπτωση στην οποία οι εμπλεκόμενοι αστυνομικοί να τιμωρήθηκαν όπως επιβάλλεται για κάθε πολίτη, πόσο μάλλον παραδειγματικά, όπως επιβάλλεται για κάποιον τον οποίον η κοινωνία εμπιστεύεται με τόση εξουσία πάνω στα σώματά μας. Μόνη πιθανή εξαίρεση, και πάλι μόνο ως ένα σημείο, είναι ο Επαμεινώνδας Κορκονέας, για την πράξη του οποίου όμως αξίζει να θυμηθούμε πως καιγόταν η Αθήνα και άλλες πόλεις για έναν μήνα.

Το πρόβλημα συνεπώς δεν είναι αν η ελληνική αστυνομία ασκεί περισσότερη ή λιγότερη βία από άλλες. (Αν και πώς το μετράει κανείς; Με τις καταγραφείσες καταγγελίες; Δεν είναι και πολύ αξιόπιστος τρόπος, αν σκεφτεί κανείς πόσοι ευάλωτοι — μετανάστες και πρόσφυγες, Ρομά, μικροαδικηματίες, τοξικομανείς, σεξεργάτριες κτλ — που δεν πρόκειται να μιλήσουν ποτέ, βρίσκονται καθημερινά στα αστυνομικά τμήματα.)

Το πρόβλημα είναι η διαχρονική ατιμωρησία, η οποία είναι η ισχυρότερη «αξία» γύρω από την οποία έχει οικοδομηθεί η κουλτούρα της ελληνικής αστυνομίας. Και όσο κι αν το αυτοσυνεντευξιαζόμενο ΥΠροΠο πασχίζει να μας πείσει ότι τώρα όλα έχουν αλλάξει, αυτό δεν ισχύει. Το αν οι εξαγγελίες του πρωθυπουργού ότι θα ενισχυθούν οι αρμοδιότητες του Συνηγόρου του Πολίτη με τη θεσμοθέτηση αρμόδιου «βοηθού συνηγόρου» θα επιφέρει κάποιο αποτέλεσμα μένει να αποδειχτεί. Είναι κάτι που δεν έχει γίνει ακόμη, όσο κι αν το ΥΠροΠο το παρουσιάζει σαν τετελεσμένο, και οι μέχρι τούδε αρμοδιότητες του Συνηγόρου ούτε είναι δεσμευτικές για την αστυνομία ούτε έχουν επιτύχει να ελέγξουν την αυθαιρεσία της.

Η πιθανότητα αυτή η κυβέρνηση να δώσει τόσες εξουσίες σε μια ανεξάρτητη αρχή ώστε να ελέγξει την αστυνομία είναι κάτι απέναντι στο οποίο όσοι ξέρουμε το θέμα είμαστε ούτως ή άλλως εξαιρετικά δύσπιστοι. Όμως και μόνη η εξαγγελία αυτή συνιστά μια ομολογία αποτυχίας, διότι η αστυνομία σε μια δημοκρατία υποτίθεται ότι ελέγχεται ήδη από δύο μηχανισμούς: την πειθαρχική διαδικασία και τα δικαστήρια. Και ούτε λίγο ούτε πολύ, το ίδιο το υπουργείο μας λέει ότι αυτό που δεν κάνει ούτε η ηγεσία της αστυνομίας, ούτε οι δικαστές — οι δύο υπηρεσίες με τη μεγαλύτερη εξουσία στη χώρα — αλλά και ούτε οι πολιτικοί τους προϊστάμενοι, οι υπουργοί Προστασίας του Πολίτη και Δικαιοσύνης, θα το κάνει ο Συνήγορος του Πολίτη. 

Οι «42 αλήθειες» του υπουργείου της αστυνομίας είναι λοιπόν στην καλύτερη περίπτωση μισές. Εκτός ίσως από μία: εξαιτίας της επιλογής της κυβέρνησης να διαχειριστεί την πανδημία με βασικό εργαλείο την αστυνόμευση υπάρχουν όντως περισσότερες «τριβές». Μ’ άλλα λόγια, περισσότεροι πολίτες βλέπουν την αστυνομική βία να γενικεύεται. Όταν δουν ότι ακολουθεί η ατιμωρησία, ποιος ξέρει τι θα γίνει;


Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου