Οι αποδοκιμασίες προς τον πρωθυπουργό δεν πρέπει να εκπλήσσουν. Είναι μάλλον αναμενόμενες.
Του Γιώργου Βουδικλάρη
Η εξωπραγματική προσέλευση στο προσκύνημα αυτών των ημερών δεν αποτελεί λοιπόν έκπληξη. Όταν πήγα, το τελευταίο απόγευμα λίγο πριν τις έξι, η ουρά κάλυπτε την απόσταση αρκετών τετραγώνων –έμοιαζε να μην τελειώνει ποτέ. Ο καθένας σε αυτή την ουρά είχε αναμνήσεις να τον συνδέουν με τον μεγάλο εκλιπόντα. Θυμήθηκα, στα πέντε μου χρόνια, να ρισκάρω άθελά μου να στείλω τους γονείς μου στη Γυάρο: το σπίτι μας ήταν ακριβώς πίσω από το νεότευκτο τότε Υπουργείο Συντονισμού επί της Μιχαλακοπούλου (πολύ αργότερα μετατράπηκε στο κτίριο του ΔΟΛ), και στα τέσσερα-πέντε μου χρόνια δεν καταλάβαινα για ποιο λόγο να μην παίζω στη διαπασών την κασέτα με “Τα Τραγούδια του Αγώνα” που κάποιοι φίλοι μας είχαν γράψει από ένα βινύλιο που είχε έρθει παράνομα χωρίς εξώφυλλο από τη Γαλλία. Αργότερα, το 1977, τον θυμάμαι να διευθύνει στο Λυκαβηττό τις πρώτες συναυλίες της ζωής μου: Άξιον Εστί. Canto General. Romancero Gitano.
Γύρω στις επτά παρά τέταρτο, η Αστυνομία κόβει την ουρά. Ένας νεαρότατος αστυνομικός με ύφος εξαιρετικά αυστηρό, σκαιό σχεδόν, σπεύδει να πει πως “είχε προειδοποιήσει” και πως “καμία παράταση δεν θα υπάρξει”. Ένας μεσήλικας συνάδελφός του ψελλίζει κάτι περί “υγιειονομικών λόγων”. Το πλήθος ουδόλως πείθεται. Οι διαμαρτυρίες, αρχικά πιο ήρεμες, αρχίζουν να εντείνονται. “Χαρήκατε που έφυγε;” αναφωνεί κάποιος δίπλα μου. Είναι φανερό πως η αστυνομική δύναμη, τυχαία και πρόχειρα τοποθετημένη, με πολλά παιδιά από το νέο σώμα με τις γαλάζιες μπλούζες (ΟΔΟΣ) που, εμφανώς ανεκπαίδευτα και άπειρα, απλά κοιτάζουν σαστισμένα, είναι αδύνατον να συγκρατήσει τους αποφασισμένους ανθρώπους που σκοπεύουν να αποχαιρετήσουν οπωσδήποτε τον άνθρωπο που σημάδεψε τη ζωή τους με τις νότες του. Τους παρακάμπτουν και προχωρούν προς το παρεκκλήσι.
Ακριβώς πριν την είσοδο, ένας νεαρός της ΟΔΟΣ έχει χάσει εντελώς την ψυχραιμία του (αγνόησαν την εξουσία του και τον έσπρωξαν ή τον έβρισαν;) και κλωτσάει τα κιγκλιδώματα φωνάζονταςΑκριβώς πριν την είσοδο, ένας νεαρός της ΟΔΟΣ έχει χάσει εντελώς την ψυχραιμία του (αγνόησαν την εξουσία του και τον έσπρωξαν ή τον έβρισαν;) και κλωτσάει τα κιγκλιδώματα φωνάζοντας, μπροστά σε τρία τουλάχιστον τηλεοπτικά συνεργεία – δεν νομίζω πως είδα πουθενά να μεταδίδεται το γεγονός. Οι συνάδελφοί του τον συγκρατούν πριν το μεγάλο πλήθος του ανταποδώσει τα ίσα. Η ατμόσφαιρα είναι ηλεκτρισμένη. Ο Μίκης αποδεικνύεται πυρήνας αντίστασης μέχρι τέλους. Διεκδικώντας να τον προσκυνήσει, ο κόσμος αντιμετωπίζει νικηφόρα μια ασυνάρτητη αστυνόμευση.
Όλη η ένταση μοιάζει να εξαερώνεται όταν φτάνουμε στο μικρό χώρο του Αγίου Ελευθερίου για το τελευταίο αντίο. Ο χρόνος παγώνει. Τα δευτερόλεπτα μπροστά στο φέρετρο όπου μοιάζει αδύνατον να έχει χωρέσει αυτός που όλοι θυμόμαστε από παιδιά αεικίνητο, πληθωρικό και ασυγκράτητο, μετρούν με τρόπο ακατανόητο.
Ένας ηλικιωμένος άνδρας λίγα βήματα μπροστά μου μουρμουρίζει μέσα από τα δόντια του: “Μια ζωή μπροστά μας σας βρίσκουμε… Μια ζωή μπροστά μας…”.Βγαίνοντας για να απομακρυνθώ προς την κατεύθυνση που μας υποδείχθηκε, συναντώ αστυνομικούς να μας δείχνουν την ακριβώς αντίθετη, εντείνοντας το κομφούζιο. Ένας ηλικιωμένος άνδρας λίγα βήματα μπροστά μου μουρμουρίζει μέσα από τα δόντια του: “Μια ζωή μπροστά μας σας βρίσκουμε… Μια ζωή μπροστά μας…”.
Συνειδητοποιώντας τι σήμαινε το όνομα Θεοδωράκης για όλους αυτούς που συγκεντρώνονταν αυτές τις μέρες έξω από τη Μητρόπολη για να τον αποχαιρετήσουν, αλλά και ποιο κομμάτι της Ελλάδας, τη σημερινής αλλά και της παλαιότερης, αντιπροσώπευαν, δεν νομίζω πως οι αποδοκιμασίες προς τον (φέροντα μάλιστα το συγκεκριμένο επίθετο) πρωθυπουργού πρέπει να εκπλήσσουν. Είναι μάλλον αναμενόμενες. Όποιος απορεί ή δυσανασχετεί, δεν έχει παρά να διαβάσει την ελληνική ιστορία του 20ου αιώνα. Όλα βρίσκονται εκεί.
Φυσικά, πάνω την ένταση της συναισθηματικής φόρτισης, μπορεί να προκύψουν και υπερβολές ή αδικίες. Εκεί, προσωπικά, εντάσσω τις τόσο ακραίες αντιδράσεις για τον τρόπο που αποχαιρέτησε το Μίκη ο Διονύσης Σαββόπουλος. Καλό είναι όμως να θυμόμαστε πως, όπως ο Σαββόπουλος, και ο Μίκης δεν όφειλε σε κανέναν εξηγήσεις για τις κατά καιρούς επιλογές ή απόψεις του, που πολλούς ξένιζαν ή δυσαρεστούσαν. Σε τελική ανάλυση, τη δύναμη της φωνής τους και την επιδραστικότητα των θέσεών τους, τόσο ο ένας όσο και ο άλλος, τη χρωστούν μόνο στην προσωπικότητά τους και στο πόσους ανθρώπους άγγιξε η ύψιστη Τέχνη τους.
Πηγή: ΚΟΣΜΟΔΡΟΜΙΟ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου