Δεν αποκλείεται η επόμενη κρίση να ξεσπάσει στα Βαλκάνια και η Βόρεια Μακεδονία να βρεθεί στο επίκεντρό της
Της Ανδρούλας Γκιούροφ
Η εμπόλεμη κρίση στην Ουκρανία έχει επισκιάσει προσώρας σειρά περιφερειακών προβλημάτων στην Ευρώπη και ειδικά στα Βαλκάνια που χρονολογούνται εδώ και πολλές δεκαετίες. Οι σπόροι της διχόνοιας που έσπειραν το ΝΑΤΟ και οι Δυτικοί σύμμαχοι του με τους βομβαρδισμούς τους τη δεκαετία του 1990 κατά της Γιουγκοσλαβίας, άρχισαν να βγάζουν τους τοξικούς καρπούς τους. Η «γέννηση» διαφόρων κρατών, περισσότερο δορυφόρων της Δύσης, μετά την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, όταν όλα τα πρώην ομόσπονδα κράτη που την αποτελούσαν άρχισαν ένα ένα να κηρύσσουν την ανεξαρτησία τους, υπήρξε κομβική. Έτσι στις 6 Σεπτεμβρίου του 1991, κήρυξε την ανεξαρτησία της και η λεγόμενη «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Αυτό δημιούργησε ένταση μεταξύ της Ελλάδας και της χώρας αυτής, γνωστή ως μακεδονικό ονοματολογικό ζήτημα.
Πέραν αυτών, το νεοσύστατο αυτό κράτος προκάλεσε με τις ανιστόρητες του διεκδικήσεις και προβλήματα με την γείτονα του Βουλγαρία, η οποία αξιώνει τον τερματισμό της παραβίασης των δικαιωμάτων των ατόμων με βουλγάρικη ταυτότητα στα Σκόπια και προβάλλει βέτο στην έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων ανάμεσα στη Βόρεια Μακεδονία και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Κάνοντας μια σύντομη ιστορική αναδρομή στα όσα προκάλεσε η ονοματολογία του νεοσύστατου αυτού κράτους να αναφέρουμε ότι το ζήτημα του προέκυψε το 1991, όταν η πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας αποσχίστηκε από την ομοσπονδιακή Γιουγκοσλαβία και ανακήρυξε την ανεξαρτησία της υπό το όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας».
Ιστορικά, ο όρος «Μακεδονία», είναι ελληνική λέξη. Αναφέρεται στο Βασίλειο και τον πολιτισμό των αρχαίων Μακεδόνων, που ανήκουν στο ελληνικό έθνος και αποτελούν αδιαμφισβήτητο κομμάτι της ελληνικής ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς. Γεωγραφικά, ο όρος αυτός αναφέρεται σε μια ευρύτερη περιοχή που εκτείνεται στο σημερινό έδαφος διάφορων βαλκανικών χωρών, με ένα τμήμα της να βρίσκεται στην Ελλάδα και άλλα στη Βόρεια Μακεδονία, τη Βουλγαρία και την Αλβανία. Ο κύριος κορμός της ιστορικής Μακεδονίας κείται εντός των σημερινών ελληνικών συνόρων και καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της ελληνικής επικράτειας που διαχρονικά ονομάζεται Μακεδονία, με σημερινό πληθυσμό περίπου 2,5 εκατομμύρια Έλληνες πολίτες.
Οι ρίζες του ζητήματος του ονόματος ανάγονται μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν ο Στρατάρχης Τίτο διαχώρισε από τη Σερβία την περιοχή που καλείτο μέχρι τότε Vardar Banovina (δηλαδή τη σημερινή Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας), χορηγώντας της καθεστώς ομόσπονδης συνιστώσας της τότε νέας ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας και μετονομάζοντάς την αρχικά σε «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας» και, στη συνέχεια, σε «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας». Παράλληλα, άρχισε να καλλιεργεί την ιδέα ενός χωριστού και διακριτού «μακεδονικού έθνους».
Ο Στρατάρχης Τίτο είχε βεβαίως πολλούς λόγους να προβεί σε αυτές τις ενέργειες, με κυριότερο την πρόθεσή του να θεμελιώσει μελλοντικές εδαφικές διεκδικήσεις της Γιουγκοσλαβίας στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας και να εξασφαλίσει διέξοδο στο Αιγαίο. Οι βλέψεις του Τίτο στην ευρύτερη Μακεδονία είχαν αναφερθεί από το 1944, όταν ανήγγειλε δημόσια ότι στόχος του ήταν να επανενώσει «όλα τα τμήματα της Μακεδονίας που διασπάστηκαν το 1912 και 1913 από τους Βαλκάνιους ιμπεριαλιστές».
Τον Δεκέμβριο του 1944 τηλεγράφημα του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών προς τις αμερικανικές αρχές, με υπογραφή του τότε Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Stettinius, έγραφε, μεταξύ άλλων, ότι: «η (αμερικανική) Κυβέρνηση θεωρεί ότι αναφορές του τύπου ‘μακεδονικό έθνος’, ‘μακεδονική Μητέρα Πατρίδα’ ή ‘μακεδονική εθνική συνείδηση’ αποτελούν αδικαιολόγητη δημαγωγία που δεν αντικατοπτρίζει καμία πολιτική πραγματικότητα και βλέπει σε αυτές την αναγέννηση ενός πιθανού μανδύα που θα υποκρύπτει επιθετικές βλέψεις εναντίον της Ελλάδας».
Σε αυτό το ιστορικό υπόβαθρο, η πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας βάσισε την ύπαρξή της ως ανεξάρτητο κράτος στην τεχνητή έννοια του «μακεδονικού έθνους».
Πέραν αυτών η πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας πάτησε πάνω στην ιστορία και τον μεσαιωνικό πολιτισμό της Βουλγαρίας υποκλέπτοντας και αλλοιώνοντας τα ιστορικά γεγονότα και όχι μόνο. Οικειοποιήθηκε επιφανείς ήρωες της Βουλγαρίας που διέπρεψαν σε επαναστατικά κινήματα, στους πολέμους κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στις τέχνες και τα γράμματα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι Βούλγαροι κατέκτησαν την πόλη Αχρίδα το 867 μ.χ και το όνομα Όχριντ πρωτοεμφανίστηκε το 879. Η Λογοτεχνική Σχολή της Αχρίδας που ιδρύθηκε το 886 μ.χ. από τον Κλήμεντα της Αχρίδας, (Κλήμεντ Όχρισκι που φέρει το όνομα του το Πανεπιστήμιο της Σόφιας) έγινε ένα από τα δύο μείζονα πολιτιστικά κέντρα της Πρώτης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας . Μεταξύ 990 και 1015 η Αχρίδα ήταν η πρωτεύουσα και προπύργιο της Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας ενώ από το 990 ως το 1018 ήταν επίσης έδρα του Βουλγαρικού Πατριαρχείου.
Ο μεγάλος επαναστάτης Γκότσε Ντέλτσεφ, οι Ντιμίτερ Μπλακόεφ, Γκιόργκι Δημητρόφ, Νικόλα Βαπσάροφ και άλλοι επιφανείς ήρωες, πολιτικοί και ποιητές έχουν την καταγωγή της από την Μακεδονία, ενώ η γλώσσα που ομιλούν σήμερα οι πολίτες της Βόρειας Μακεδονίας (εκτός των Αλβανών) είναι βουλγαρική διάλεκτος.
Το κοκτέιλ πολιτισμών που προβάλλουν τα Σκόπια δείχνουν την αδυναμία τους να πείσουν για την ταυτότητα τους η οποία στηρίζεται σε ξένα δεκανίκια. Από τη μια θέλουν να εμφανίζονται ως οι απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου και από την άλλοι κλέβουν τους ήρωες και τον πολιτισμό των Βουλγάρων. Όπως θεωρούν «δικό» τους τον ήρωα κατά των Οθωμανών Γκότσε Ντέλτσεφ.
Αυτά τα ιστορικά γεγονότα αναγνωρίζουν έγκριτοι ιστορικοί και ερευνητές στα Σκόπια.
Το βουλγάρικο βέτο και οι «διαβεβαιώσεις»
Τον Ιούνιο του 2021 η Βουλγαρία πρόβαλε βέτο για την έναρξη των διαπραγματεύσεων προσχώρησης της Βόρειας Μακεδονίας στην Ε.Ε. σε συνεδρίαση του Συμβουλίου Γενικών Υποθέσεων.
Κατά τη διάρκεια των συναντήσεων του τότε πρωθυπουργού Ζόραν Ζάεφ στις 17 Ιουνίου 2021 στη Σόφια με τον Βούλγαρο πρόεδρο Ρούμεν Ράντεφ, η κυβέρνηση της Βόρειας Μακεδονίας εξέφρασε την ετοιμότητα να εκπληρώσει τις ακόλουθες υποχρεώσεις:
Όλα αυτά όμως έμειναν στα λόγια. Πρόσφατα τα Σκόπια κλιμάκωσαν την ρητορική εναντίον της Βουλγαρίας.
Στις 17 Μαρτίου (2022) το υπουργείο Εξωτερικών της Βουλγαρίας κατήγγειλε ότι στη Βόρεια Μακεδονία εκδηλώνονται εκ νέου «αντιβουλγαρικά αισθήματα» από πολιτικούς και δημόσια πρόσωπα, που κάνουν κατάχρηση της ρωσικής στρατιωτικής επίθεσης στην Ουκρανία για τον σκοπό αυτό.
Το υπουργείο Εξωτερικών της Βουλγαρίας εξέφραζε την ανησυχία του για την κακόβουλη αυτή εκστρατεία κατά της χώρας, που έχει στόχο να υποδαυλίσει αντιβουλγαρικά αισθήματα, ενώ υπογράμμιζε ότι είναι «πιο ανησυχητική η προσπάθεια σκόπιμης κατάχρησης των τραγικών γεγονότων στην Ουκρανία ως αποτέλεσμα της ρωσικής στρατιωτικής επιθετικότητας».
«Πιστεύουμε ότι τέτοιες κυνικές απόπειρες πρέπει να απορριφθούν κατηγορηματικά. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να καταχράται την τραγωδία του ουκρανικού λαού με τόσο αλαζονικό και ανήθικο τρόπο», σημειώνεται σε ανακοίνωση του υπουργείου Εξωτερικών της Βουλγαρίας.
Η πιο πάνω ανακοίνωση ερμηνεύτηκε από αρκετά βουλγαρικά μέσα ενημέρωσης ως αντίδραση της Σόφιας στο γεγονός ότι στην Δημοκρατία των Σκοπίων γίνονται παραλληλισμοί και συγκρίσεις μεταξύ της στάσης και της πολιτικής της Ρωσίας έναντι της Ουκρανίας με αυτήν της Βουλγαρίας έναντι των Σκοπίων.
Οι εντάσεις δεν αποκλείεται να είναι η απαρχή μιας νέας κρίσης στα Βαλκάνια.
Η εμπόλεμη κρίση στην Ουκρανία έχει επισκιάσει προσώρας σειρά περιφερειακών προβλημάτων στην Ευρώπη και ειδικά στα Βαλκάνια που χρονολογούνται εδώ και πολλές δεκαετίες. Οι σπόροι της διχόνοιας που έσπειραν το ΝΑΤΟ και οι Δυτικοί σύμμαχοι του με τους βομβαρδισμούς τους τη δεκαετία του 1990 κατά της Γιουγκοσλαβίας, άρχισαν να βγάζουν τους τοξικούς καρπούς τους. Η «γέννηση» διαφόρων κρατών, περισσότερο δορυφόρων της Δύσης, μετά την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, όταν όλα τα πρώην ομόσπονδα κράτη που την αποτελούσαν άρχισαν ένα ένα να κηρύσσουν την ανεξαρτησία τους, υπήρξε κομβική. Έτσι στις 6 Σεπτεμβρίου του 1991, κήρυξε την ανεξαρτησία της και η λεγόμενη «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Αυτό δημιούργησε ένταση μεταξύ της Ελλάδας και της χώρας αυτής, γνωστή ως μακεδονικό ονοματολογικό ζήτημα.
Πέραν αυτών, το νεοσύστατο αυτό κράτος προκάλεσε με τις ανιστόρητες του διεκδικήσεις και προβλήματα με την γείτονα του Βουλγαρία, η οποία αξιώνει τον τερματισμό της παραβίασης των δικαιωμάτων των ατόμων με βουλγάρικη ταυτότητα στα Σκόπια και προβάλλει βέτο στην έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων ανάμεσα στη Βόρεια Μακεδονία και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Κάνοντας μια σύντομη ιστορική αναδρομή στα όσα προκάλεσε η ονοματολογία του νεοσύστατου αυτού κράτους να αναφέρουμε ότι το ζήτημα του προέκυψε το 1991, όταν η πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας αποσχίστηκε από την ομοσπονδιακή Γιουγκοσλαβία και ανακήρυξε την ανεξαρτησία της υπό το όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας».
Ιστορικά, ο όρος «Μακεδονία», είναι ελληνική λέξη. Αναφέρεται στο Βασίλειο και τον πολιτισμό των αρχαίων Μακεδόνων, που ανήκουν στο ελληνικό έθνος και αποτελούν αδιαμφισβήτητο κομμάτι της ελληνικής ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς. Γεωγραφικά, ο όρος αυτός αναφέρεται σε μια ευρύτερη περιοχή που εκτείνεται στο σημερινό έδαφος διάφορων βαλκανικών χωρών, με ένα τμήμα της να βρίσκεται στην Ελλάδα και άλλα στη Βόρεια Μακεδονία, τη Βουλγαρία και την Αλβανία. Ο κύριος κορμός της ιστορικής Μακεδονίας κείται εντός των σημερινών ελληνικών συνόρων και καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της ελληνικής επικράτειας που διαχρονικά ονομάζεται Μακεδονία, με σημερινό πληθυσμό περίπου 2,5 εκατομμύρια Έλληνες πολίτες.
Οι ρίζες του ζητήματος του ονόματος ανάγονται μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν ο Στρατάρχης Τίτο διαχώρισε από τη Σερβία την περιοχή που καλείτο μέχρι τότε Vardar Banovina (δηλαδή τη σημερινή Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας), χορηγώντας της καθεστώς ομόσπονδης συνιστώσας της τότε νέας ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας και μετονομάζοντάς την αρχικά σε «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας» και, στη συνέχεια, σε «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας». Παράλληλα, άρχισε να καλλιεργεί την ιδέα ενός χωριστού και διακριτού «μακεδονικού έθνους».
Ο Στρατάρχης Τίτο είχε βεβαίως πολλούς λόγους να προβεί σε αυτές τις ενέργειες, με κυριότερο την πρόθεσή του να θεμελιώσει μελλοντικές εδαφικές διεκδικήσεις της Γιουγκοσλαβίας στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας και να εξασφαλίσει διέξοδο στο Αιγαίο. Οι βλέψεις του Τίτο στην ευρύτερη Μακεδονία είχαν αναφερθεί από το 1944, όταν ανήγγειλε δημόσια ότι στόχος του ήταν να επανενώσει «όλα τα τμήματα της Μακεδονίας που διασπάστηκαν το 1912 και 1913 από τους Βαλκάνιους ιμπεριαλιστές».
Τον Δεκέμβριο του 1944 τηλεγράφημα του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών προς τις αμερικανικές αρχές, με υπογραφή του τότε Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Stettinius, έγραφε, μεταξύ άλλων, ότι: «η (αμερικανική) Κυβέρνηση θεωρεί ότι αναφορές του τύπου ‘μακεδονικό έθνος’, ‘μακεδονική Μητέρα Πατρίδα’ ή ‘μακεδονική εθνική συνείδηση’ αποτελούν αδικαιολόγητη δημαγωγία που δεν αντικατοπτρίζει καμία πολιτική πραγματικότητα και βλέπει σε αυτές την αναγέννηση ενός πιθανού μανδύα που θα υποκρύπτει επιθετικές βλέψεις εναντίον της Ελλάδας».
Σε αυτό το ιστορικό υπόβαθρο, η πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας βάσισε την ύπαρξή της ως ανεξάρτητο κράτος στην τεχνητή έννοια του «μακεδονικού έθνους».
Πέραν αυτών η πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας πάτησε πάνω στην ιστορία και τον μεσαιωνικό πολιτισμό της Βουλγαρίας υποκλέπτοντας και αλλοιώνοντας τα ιστορικά γεγονότα και όχι μόνο. Οικειοποιήθηκε επιφανείς ήρωες της Βουλγαρίας που διέπρεψαν σε επαναστατικά κινήματα, στους πολέμους κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στις τέχνες και τα γράμματα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι Βούλγαροι κατέκτησαν την πόλη Αχρίδα το 867 μ.χ και το όνομα Όχριντ πρωτοεμφανίστηκε το 879. Η Λογοτεχνική Σχολή της Αχρίδας που ιδρύθηκε το 886 μ.χ. από τον Κλήμεντα της Αχρίδας, (Κλήμεντ Όχρισκι που φέρει το όνομα του το Πανεπιστήμιο της Σόφιας) έγινε ένα από τα δύο μείζονα πολιτιστικά κέντρα της Πρώτης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας . Μεταξύ 990 και 1015 η Αχρίδα ήταν η πρωτεύουσα και προπύργιο της Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας ενώ από το 990 ως το 1018 ήταν επίσης έδρα του Βουλγαρικού Πατριαρχείου.
Ο μεγάλος επαναστάτης Γκότσε Ντέλτσεφ, οι Ντιμίτερ Μπλακόεφ, Γκιόργκι Δημητρόφ, Νικόλα Βαπσάροφ και άλλοι επιφανείς ήρωες, πολιτικοί και ποιητές έχουν την καταγωγή της από την Μακεδονία, ενώ η γλώσσα που ομιλούν σήμερα οι πολίτες της Βόρειας Μακεδονίας (εκτός των Αλβανών) είναι βουλγαρική διάλεκτος.
Το κοκτέιλ πολιτισμών που προβάλλουν τα Σκόπια δείχνουν την αδυναμία τους να πείσουν για την ταυτότητα τους η οποία στηρίζεται σε ξένα δεκανίκια. Από τη μια θέλουν να εμφανίζονται ως οι απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου και από την άλλοι κλέβουν τους ήρωες και τον πολιτισμό των Βουλγάρων. Όπως θεωρούν «δικό» τους τον ήρωα κατά των Οθωμανών Γκότσε Ντέλτσεφ.
Αυτά τα ιστορικά γεγονότα αναγνωρίζουν έγκριτοι ιστορικοί και ερευνητές στα Σκόπια.
Το βουλγάρικο βέτο και οι «διαβεβαιώσεις»
Τον Ιούνιο του 2021 η Βουλγαρία πρόβαλε βέτο για την έναρξη των διαπραγματεύσεων προσχώρησης της Βόρειας Μακεδονίας στην Ε.Ε. σε συνεδρίαση του Συμβουλίου Γενικών Υποθέσεων.
Κατά τη διάρκεια των συναντήσεων του τότε πρωθυπουργού Ζόραν Ζάεφ στις 17 Ιουνίου 2021 στη Σόφια με τον Βούλγαρο πρόεδρο Ρούμεν Ράντεφ, η κυβέρνηση της Βόρειας Μακεδονίας εξέφρασε την ετοιμότητα να εκπληρώσει τις ακόλουθες υποχρεώσεις:
- Τα Σκόπια να επιβεβαιώσουν στον ΟΗΕ το συντομότερο δυνατό, σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 της Συμφωνίας Γειτονίας ότι τα σύντομα και μακρά ονόματα της χώρας αναφέρονται μόνο στην πολιτική οντότητα «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας» και όχι στη γεωγραφική περιοχή «Βόρεια Μακεδονία», μέρος της οποίας βρίσκεται εντός των κυρίαρχων συνόρων της Βουλγαρίας. Αφού στείλει αυτό το λεκτικό σημείωμα (στον ΟΗΕ), η Βουλγαρία θα σταματήσει αμέσως να επιμένει στη χρήση μόνο του μεγάλου ονόματος «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας” στην ΕΕ και σε διεθνείς οργανισμούς.
- Η Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας να αποσύρει επιτέλους τη μειονοτική της αξίωση προς τη Βουλγαρία, επιβεβαιώνοντας ότι δεν υπάρχουν ιστορικοί, εθνοτικοί και άλλοι λόγοι για την αναζήτηση καθεστώτος μειονότητας για οποιαδήποτε ομάδα ανθρώπων που δεν είναι πολίτες της στο έδαφος της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας. Αυτό θα ήταν σύμφωνο με τη ρήτρα μη παρέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις της Βουλγαρίας, όπως ορίζεται στο άρθρο. 11 παράγραφος 5 της συμφωνίας του 2017.
- Η Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας να ξεκινήσει μια διαδικασία απεμπλοκής από τα κατάλοιπα του γιουγκοσλαβικού κομμουνισμού, ώστε η θεμελίωση της νέας ταυτότητάς της να μη γίνεται σε αντιβουλγαρική βάση με παραχάραξη της βουλγαρικής μεσαιωνικής ιστορίας. Αυτή η ιστορική χειρονομία της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας στην πράξη θα αντικατοπτρίζει την κοινή ευρωπαϊκή επιλογή πολιτισμού.
- Η Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας να προσαρμόσει με τη Βουλγαρία το περιεχόμενο των προγραμμάτων σπουδών της, ώστε να αντικατοπτρίζει αντικειμενικά την κοινή μας ιστορία, η οποία ορίζεται ως κεντρικό στοιχείο στο προοίμιο και στο άρθρο 8 παράγραφος 3 της Συμφωνίας Γειτονίας, καθώς και για την εξάλειψη του εκπαιδευτικού περιεχομένου που προκαλεί μίσος προς τη Βουλγαρία (άρθρο 11, παράγραφος 6).
- Ταυτοποίηση, μαζί με τη Βουλγαρία, και αφαίρεση πινάκων και επιγραφών στο έδαφος της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας, που προκαλούν μίσος προς τη Βουλγαρία και τους Βούλγαρους.
Στις 17 Μαρτίου (2022) το υπουργείο Εξωτερικών της Βουλγαρίας κατήγγειλε ότι στη Βόρεια Μακεδονία εκδηλώνονται εκ νέου «αντιβουλγαρικά αισθήματα» από πολιτικούς και δημόσια πρόσωπα, που κάνουν κατάχρηση της ρωσικής στρατιωτικής επίθεσης στην Ουκρανία για τον σκοπό αυτό.
Το υπουργείο Εξωτερικών της Βουλγαρίας εξέφραζε την ανησυχία του για την κακόβουλη αυτή εκστρατεία κατά της χώρας, που έχει στόχο να υποδαυλίσει αντιβουλγαρικά αισθήματα, ενώ υπογράμμιζε ότι είναι «πιο ανησυχητική η προσπάθεια σκόπιμης κατάχρησης των τραγικών γεγονότων στην Ουκρανία ως αποτέλεσμα της ρωσικής στρατιωτικής επιθετικότητας».
«Πιστεύουμε ότι τέτοιες κυνικές απόπειρες πρέπει να απορριφθούν κατηγορηματικά. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να καταχράται την τραγωδία του ουκρανικού λαού με τόσο αλαζονικό και ανήθικο τρόπο», σημειώνεται σε ανακοίνωση του υπουργείου Εξωτερικών της Βουλγαρίας.
Η πιο πάνω ανακοίνωση ερμηνεύτηκε από αρκετά βουλγαρικά μέσα ενημέρωσης ως αντίδραση της Σόφιας στο γεγονός ότι στην Δημοκρατία των Σκοπίων γίνονται παραλληλισμοί και συγκρίσεις μεταξύ της στάσης και της πολιτικής της Ρωσίας έναντι της Ουκρανίας με αυτήν της Βουλγαρίας έναντι των Σκοπίων.
Οι εντάσεις δεν αποκλείεται να είναι η απαρχή μιας νέας κρίσης στα Βαλκάνια.
Πηγή: ΚΟΣΜΟΔΡΟΜΙΟ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου