Ο ζόμπι-καπιταλισμός δεν έχει ιδέα τι να κάνει (και αυξάνει τα επιτόκια)

 

Αντί να πατήσει φρένο μπροστά στον γκρεμό και να κάνει αναστροφή, «σανίδωσε το γκάζι», μήπως και καταφέρει να περάσει απέναντι.

Του Θέμη Τζήμα

Η σειρά της AMC «The Walking Dead» αποτέλεσε για χρόνια, την πλέον δημοφιλή στο κοινό των ΗΠΑ. Δεν ήταν τυχαίο: μέσα από τις τεχνικές της κοινωνίας του θεάματος, η σειρά έδειχνε κάτι από τη σημερινή πραγματικότητα: πώς ομάδες ανθρώπων προσπαθούν να επιβιώσουν σε έναν προφανώς (έως και γελοιωδώς) παράλογο κόσμο, όπου καταστάσεις και πράγματα κινούνται εναντίον τους, σχεδόν μηχανικά, μέσα σε ένα γενικευμένο, αντικοινωνικό και τελικώς αυτοκαταστροφικό περιβάλλον.

Αν η σειρά αντί για ζόμπι είχε κεντρικούς και άλλους, τραπεζίτες, τις πολιτικές και μιντιακές μαριονέτες τους και τους μηχανισμούς καταστολής, θα αποτελούσε την πιο καθαρή εικόνα του σημερινού καπιταλισμού.

Αφού αναπτύχθηκε επιτυγχάνοντας πρωταρχική συσσώρευση, αφού εξελίχθηκε στην ολιγοπωλιακή, ιμπεριαλιστική του φάση λεηλατώντας ολόκληρο τον πλανήτη (με όρους κοινωνίας του θεάματος και πάλι θα αντιστοιχούσε στις, επίσης δημοφιλείς παλαιότερα, σειρές με βρικόλακες) εξέπεσε στην καταθλιπτική μηχανική καταστροφικότητα που αναπαριστούν οι γκροτέσκες φιγούρες των «ζωντανών νεκρών».

Δεν είναι η πρώτη φορά που θα γράψουμε ότι το 2007, οι κυβερνήσεις και οι μεγαλοτραπεζίτες βρέθηκαν με τη βόμβα του νεοφιλελευθερισμού να σκάει στα χέρια τους ή, αν προτιμούμε τους καθ’ ημάς όρους, πιάστηκαν με τη γίδα στην πλάτη: το σύστημά τους, αυτό για το οποίο γράφτηκαν και γράφονται ξεδιάντροπα εκατομμύρια διατριβές, προκειμένου να το εκθειάζουν, αποδείχτηκε ότι δεν ήταν στον πυρήνα του παρά μια οργανωμένη κλεπτοκρατία.

Η κρίση των δανείων και των παραγώγων δεν αποτέλεσε τίποτα περισσότερο από το αποτέλεσμα του γεγονότος ότι κανένας κανόνας, καμία ρύθμιση, δεν μπορούσε (και δεν έπρεπε) να υπάρχει όταν οι CEO κορόιδευαν αλλήλους και όλοι μαζί εμάς τους υπολοίπους με δάνεια και άλλα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, τα οποία δεν είχαν καμία εξασφάλιση.

Όπως θυμόμαστε, όταν η φούσκα έσκασε, το προαναφερθέν σύστημα εξουσίας βρήκε τη λύση: να φτιάξει όχι μία, ούτε δύο, ούτε τρεις αλλά πολλές φούσκες, ακόμα μεγαλύτερες. Αγορά των κρυπτονομισμάτων, αγορά των NFT’s, μετοχές εταιρειών «πράσινης» ενέργειας κλπ.

Δεν είναι όλα τα παραπάνω απαραιτήτως άχρηστα, παρότι πολλά από αυτά δεν έχουν καμία προφανή και κατανοητή χρησιμότητα. Είναι ότι απέκτησαν ισχύ, μάζεψαν ρευστότητα και επομένως αποτιμήσεις αδιανόητες για αυτό που όντως προσφέρουν στην οικονομική δραστηριότητα και φυσικά στην παραγωγή.

Ποιος ήταν ο τρόπος που πέτυχαν να καλύψουν τη μία φούσκα, με πολλές άλλες; Η απεριόριστη ρευστότητα την οποία έδωσαν οι κεντρικές τράπεζες, μέσω ατελείωτων προγραμμάτων εγγυήσεων, αγορών ομολόγων και άλλων προϊόντων. Για να έχουμε μια εικόνα ως προς την έκταση αυτής της ρευστότητας, σύμφωνα με μια σχετική έκθεση της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών, του Οκτωβρίου του 2019, η FED, η ΕΚΤ, η Τράπεζα της Ιαπωνίας, της Αγγλίας, της Ελβετίας και της Σουηδίας το 2018 είχαν φτάσει να παρέχουν ρευστότητα, πάνω από τέσσερις φορές μεγαλύτερη από τα αντίστοιχα ΑΕΠ και πάνω από δύο φορές μεγαλύτερη από την κυκλοφορία χρήματος.

Μια άλλη εκδοχή της ίδιας εικόνας: στο πρώτο τρίμηνο του 2022, οι ισολογισμοί των κεντρικών τραπεζών ήταν λίγο χαμηλότεροι από 31 τρισ. δολάρια, αποτελούμενοι εν πολλοίς από λογής προβληματικά χρηματοπιστωτικά προϊόντα (μειωμένης εξασφάλισης και αξιοπιστίας) έως από «σαπάκια». Το παγκόσμιο ΑΕΠ είναι 84 τρισ. Η Lehman Brothers, στη μέγιστη ανάπτυξή της, είχε ισολογισμό μόλις 640 δισ., δολάρια, παρόλα αυτά αποτέλεσε τον καταλύτη για την παγκόσμια κρίση.

Όπως παντού, δεν μετράει μόνο το μέγεθος.

Εν προκειμένω, το πρόβλημα συνίσταται στο ότι η ρευστότητα χρησιμοποιήθηκε προς όφελος των ίδιων ακριβώς κύκλων που γέννησαν την κρίση του 2007. Αντί αυτά τα ποσά, στη Δύση ιδίως, να γίνουν επενδύσεις στην παραγωγή, στην έρευνα, να διοχετευθούν σε αύξηση του βιοτικού επιπέδου των χαμηλότερων και μεσαίων στρωμάτων, ενθυλακώθηκαν από εταιρείες-ζόμπι (διότι χωρίς αυτή τη ρευστότητα, σε συνθήκες πραγματικά ελεύθερης αγοράς κατά τα λοιπά θα έπρεπε να έχουν κλείσει) από τους μεγαλομετόχους και από διαχειριστές κεφαλαίων, δηλαδή από ένα ποσοστό κοντά στην τάξη του 1% παγκοσμίως.

Βεβαίως, ένα τμήμα της ρευστότητας, κατά τη διάρκεια της πανδημίας κατευθύνθηκε και σε επιδοματική πολιτική. Και πάλι όμως, η ανισότητα ήταν ακραία. Το πλουσιότερο τμήμα των κοινωνιών, εν μέσω πανδημίας, έβγαλε όσα λεφτά έχασαν τα λιγότερο προνομιούχα στρώματα.

Δεν πρόκειται για πρόβλημα πληθωρισμού, αλλά θεμελιωδών ανισορροπιών του παγκοσμίου καπιταλισμού. Για έναν καπιταλισμό-ζόμπι, ο οποίος κατά πλήρη παραβίαση των δικών του νόμων (ακόμα και στο πλαίσιο της ατελούς, ολιγοπωλιακής δομής του) επιβιώνει αφενός κανιβαλίζοντας τους φτωχότερους, αφετέρου χάρη σε ένα καρτέλ κεντρικών τραπεζών, το οποίο «τυπώνει χρήμα» με βάση στην πεποίθηση ότι οι αντίστοιχες οικονομίες είναι πολύ μεγάλες για να καταρρεύσουν.

Προφανώς βεβαίως, σε συνθήκες παγκοσμίου πολέμου, ο πειρασμός να βάλει κάποιος μια γερή «τρικλοποδιά» σε μερικές από αυτές τις οικονομίες είναι πολύ μεγάλος.

Πριν από τον πόλεμο όμως ακόμα, ήταν το νεοφιλελεύθερο μάνατζμεντ και οι εφοδιαστικές αλυσίδες που αποδείχθηκε πως έχουν όλα τα προβλήματα για τα οποία οι καπιταλιστές παλαιότερα έψεγαν το σοβιετικό μοντέλο.

Η υποτιθέμενη λογική του νεοφιλελευθερισμού συνίσταται στο ότι οι ανάγκες της αγοράς θα ρυθμίζουν την παραγωγή προϊόντων και τον εφοδιασμό των αγορών, ο οποίος σε ένα περιβάλλον γενικώς ειρηνικό και ιδίως μεταξύ των μειζόνων δρώντων, θα μπορούσε να γίνεται απρόσκοπτα. Στην πραγματικότητα, η κατάτμηση κάθε διαδικασίας παραγωγής και εφοδιασμού, σε κάθε είδους εργολάβους και υπεργολάβους, απλώς ενθαρρύνει τον καθένα στο να προσπαθεί να κλέψει όποιον άλλον μπορεί, νομοτύπως ή ευθέως (άρα την απόλυτη αδιαφάνεια), αποτρέπει κάθε δυνατότητα συντονισμού και σχεδιασμού προς όφελος κερδοσκοπικών μπαλωμάτων και αναιρεί την αξία της επένδυσης προς αποτροπή μελλοντικών κινδύνων.

Όταν ήρθε λοιπόν η πανδημία, στις γιγάντιες φούσκες προστέθηκε η αύξηση των τιμών και η άνοδος του πληθωρισμού, λόγω του μπλοκαρίσματος των εφοδιαστικών αλυσίδων, μαζί με ένα πρώτο κύμα ύφεσης. Θεωρητικώς, η λύση, έστω υπό μορφή μπαλώματος θα απαιτούσε την ανατροπή τουλάχιστον του νεοφιλελεύθερου μοντέλου, προς όφελος ενός πιο κεϋνσιανού, με αναδιανομή εισοδήματος προς τα κάτω. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε ξεφούσκωμα τις φούσκες, σε καταστροφή εταιρειών-ζόμπι και κεφαλαίων, που είναι μια αναγκαία και φυσιολογική διαδικασία στον καπιταλισμό.

Επειδή όμως ο καπιταλισμός δεν πισωπατεί σε προηγούμενα μοντέλα του και επειδή κανένας καπιταλιστής (ιδίως δε οι αεριτζήδες λούμπεν που κυριαρχούν) δεν εγκαταλείπει τα κέρδη του, μια τέτοια, έστω προσωρινή λύση δεν συζητήθηκε καν. Με χολιγουντιανούς όρους, ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός, αντί να πατήσει φρένο μπροστά στον γκρεμό και να κάνει αναστροφή, «σανίδωσε το γκάζι», μήπως και καταφέρει να περάσει απέναντι.

Επέλεξε μια μη βιώσιμη και ως εκ τούτου αφύσικη διαδικασία: απεριόριστη ρευστότητα, εντεινόμενες, χαοτικές ανισότητες, παρά την αδυναμία ομαλής παραγωγής και τροφοδοσίας. Με άλλα λόγια, ύφεση, αυξανόμενο πληθωρισμό και εσωτερική κοινωνική αποσύνθεση.

Όλα αυτά όμως δεν ήταν αρκετά. Οι ίδιες αυτές ελίτ, εν μέσω αυτών εξελίξεων αποφάσισαν να πατήσουν όλες τις κόκκινες γραμμές των διεθνοπολιτικών ανταγωνιστών τους, να επιβάλλουν αλλαγές καθεστώτων και όταν οι προβοκάτσιες τους «δούλεψαν» και ο πόλεμος στην Ουκρανία ξεκίνησε, επέλεξαν να ληστέψουν τα αποθεματικά της Ρωσίας και να εξαπολύσουν έναν οικονομικό κεραυνοβόλο πόλεμο που κατέληξε σε φιάσκο.

Παρόλα αυτά, και πάλι, αντί για αναστροφή σανιδώνουν το γκάζι πάνω από το γκρεμό, προσπαθώντας να επιβάλλουν σοβιετικού τύπου ρύθμιση τιμών, στα προϊόντα άλλων κρατών.

Πέτυχαν έτσι, στις φούσκες, στις ανισότητες, στην αποσύνθεση και στην κρίση παραγωγής και εφοδιασμού (άρα στη νέα, επερχόμενη ύφεση) να προσθέσουν κρίση πληθωρισμού, αξιοπιστίας των διεθνών χρηματοπιστωτικών και οικονομικών θεσμών, ενεργειακής ανεπάρκειας και προϊόντος του χρόνου, αξιοπιστίας των βασικών νομισμάτων της Δύσης.

Απέναντι σε όλα αυτά, τι έχουν να πουν τα κατεστημένα μας; Ότι αφού έχουμε πληθωρισμό δηλαδή ακρίβεια, θα αυξήσουν τα επιτόκια και θα μοιράσουν επιδόματα για τους λογαριασμούς ενέργειας.

Ο πληθωρισμός και η ακρίβεια αντιμετωπίζονται στην πραγματικότητα, με έναν πολύ απλούστερο τρόπο: με την παύση της πολιτικής των κυρώσεων εναντίον της Ρωσίας και με πολιτική ειρήνης αντί για πολιτική πολέμου. Το ζήτημα είναι η αναδιανομή του πλούτου προς την κοινωνική ευημερία των πολλών και προς την παραγωγή, όχι η γενική απόσυρση χρήματος εν μέσω επερχόμενης ύφεσης.

Αυτό που θα «πετύχουν» οι κυβερνήσεις μας, ταυτοχρόνως και παρά τα επιδόματα είναι να βυθίσουν στη φτώχεια τους λαούς τους, να οξύνουν την ύφεση, να αποτύχουν στην τιθάσευση του πληθωρισμού και να πυροδοτήσουν πολλά «γερά κανόνια» ταυτοχρόνως. Συμπεριφέρονται σαν να έχουν να αντιμετωπίσουν μια τυπική κρίση πληθωρισμού, ενώ έχουμε μπροστά μας κρίση ενέργειας και εφοδιασμού (πληθωρισμού), παραγωγής (ύφεση), ανισοτήτων (κοινωνική) και προϊόντος του χρόνου, αξιοπιστίας των κεντρικών τραπεζών (ιδίως της ΕΚΤ) και μιας σειράς σημαντικών νομισμάτων (χρηματοπιστωτική).

Ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός αποτελεί ένα περιφερόμενο, άταφο πτώμα. Ένα ζόμπι. Θα συνεχίσει να κατασπαράσσει οτιδήποτε στο διάβα του, μέχρι να απαλλαγούμε από την ύπαρξή του. Έως τότε, οι ανοησίες περί ανόδου των επιτοκίων και κυρώσεων, θα μας προσφέρουν νέους γύρους δυστυχίας.


Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου