Η επιστροφή της λιτότητας και των μνημονίων


Του Βασίλη Βιλιάρδου

Η Γερμανία επιστρέφει αναπόφευκτα στο ρόλο του «οικονομικού αστυνομικού» της ΕΕ – ενώ την ίδια στιγμή εξοπλίζεται, έχοντας ξεφύγει από τα «δεσμά του παρελθόντος». Ειδικότερα, τον περασμένο χρόνο η χώρα προσπάθησε να επαναπροσδιορίσει το ρόλο της, εν όψει των τεραστίων τεκτονικών αλλαγών που επέφερε ο πόλεμος στην Ουκρανία – συγκεκριμένα, η γεωπολιτική αναδιάταξη της Ευρώπης, από τη Δύση προς την Ανατολή. Ενδεχομένως λοιπόν βρήκε ήδη το δρόμο και τη θέση της – με τη μορφή μίας ανανεωμένης ειδικής σχέσης με τις ΗΠΑ, όπου θα αποτελεί ξανά τον βασικό δυτικοευρωπαϊκό εκπρόσωπο τους. Το ενδεχόμενο αυτό θα σήμαινε την αποκατάσταση της οικονομικής της ηγεσίας εντός της ΕΕ, με την προϋπόθεση όμως πως θα διοικεί για λογαριασμό των ΗΠΑ – αναλαμβάνοντας την ευθύνη για την Οργάνωση, κυρίως βέβαια για τη χρηματοδότηση της ευρωπαϊκής συμμετοχής στον πόλεμο εναντίον της Ρωσίας. Σε κάθε περίπτωση, ο συνδυασμός των μέτρων λιτότητας, της ανανεωμένης γερμανικής ηγεμονίας και του επιθετικού μιλιταρισμού, καθιστά το πρόβλημα της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους του 2010 σχεδόν αμελητέο – ένα συγκριτικά απείρως πιο αβλαβές γεγονός, σε σχέση με αυτά που προβλέπονται για το μέλλον.

Ανάλυση

Σε σχέση γενικά με την ΕΕ, είχαμε στην αρχή την πανδημία και την ύφεση που προκλήθηκε – από την πολιτική απόφαση να «κλειδωθούν» ολόκληρες κοινωνίες, με τα γνωστά lockdowns. Αμέσως μετά, ακολούθησε το μεγαλύτερο σοκ ενέργειας και εμπορευμάτων των τελευταίων 50 ετών – το οποίο προκλήθηκε από την επίσης πολιτική απόφαση να επιβληθούν κυρώσεις στο μεγαλύτερο προμηθευτή φυσικού αερίου της Ευρώπης.

Όπως συνέβη τώρα μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, οι κυβερνήσεις της ΕΕ αποφάσισαν να αντιδράσουν με τεράστια ελλείμματα που οι πιο αδύναμες χώρες χρηματοδότησαν με θηριώδη δανεικά – για να καλύψουν τις καταστροφικές συνέπειες των παραπάνω αυτοπροκαλούμενων κρίσεων. Το γεγονός αυτό είχε ως ευνόητο αποτέλεσμα την εκτόξευση των εθνικών χρεών, σε ένα από τα υψηλότερα επίπεδα της μεταπολεμικής ιστορίας – ενώ, όπως ακριβώς συνέβη πριν από 12 χρόνια περίπου, θα κληθούν να πληρώσουν το λογαριασμό οι εργαζόμενοι, οι απλοί Πολίτες και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Ασφαλώς όχι οι μεγάλες επιχειρήσεις και οι ελίτ που έχουν τρόπους να αποφύγουν τη φορολογία – ούτε φυσικά οι τράπεζες που κερδίζουν τεράστια ποσά, με τη βοήθεια του πληθωρισμού, της διαφοράς των επιτοκίων καταθέσεων με τα επιτόκια χορηγήσεων, των προμηθειών που χρεώνουν κοκ. Ούτε βέβαια οι ελληνικές τράπεζες που θεωρούνται «καρτέλ», κερδοσκοπούν ασύστολα (γράφημα) και χρεώνουν τις υψηλότερες προμήθειες διεθνώς – ενώ δεν πληρώνουν στην ουσία φόρους λόγω του αναβαλλόμενου των 17 δις €, έχουν προικισθεί με 44 δις €, με το hive down (ανάλυση), με το πρόγραμμα Ηρακλής (ανάλυση) κλπ.

Εδώ πρόκειται για μία κλασική περίπτωση κοινωνικοποίησης των ζημιών και ιδιωτικοποίησης των κερδών – για μία διαδικασία που έγινε συνήθης μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση και τη διάσωση από τα κράτη, από τους Πολίτες τους δηλαδή, των «πολύ μεγάλων για να χρεοκοπήσουν» επιχειρήσεων, μεταξύ των οποίων τραπεζών.

Ο πραγματικός στόχος της ΕΕ

Περαιτέρω, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποκάλυψε πρόσφατα το δοκιμαστικό της σχέδιο για τη μείωση του δημοσίου χρέους σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ενός χρέους που η ίδια είχε προηγουμένως ενθαρρύνει, όταν στις αρχές του 2020 ανέστειλε τους δημοσιονομικούς της κανόνες – έτσι ώστε, σύμφωνα με την Von der Leyen, να επιτρέψει στα κράτη να ξοδεύουν όσα χρειάζονται. Ένας από τους στόχους ήταν τότε η στήριξη της Pfizer, με κριτήριο το γνωστό σκάνδαλο των σκανδάλων; Ίσως, αλλά πολύ δύσκολα θα το μάθουμε (ανάλυση).

Η ΕΚΤ είχε επίσης παρέμβει, ξεκινώντας τότε ένα πρόγραμμα αγοράς ομολόγων πολλών τρις €, για να βοηθήσει τις κυβερνήσεις να χρηματοδοτήσουν τα αυξανόμενα δημοσιονομικά τους ελλείμματα – ενώ έδωσε τη δυνατότητα στην Ελλάδα, στη μοναδική χώρα που δεν έχει επενδυτική βαθμίδα, να ενεργεί σχεδόν σαν να είχε. Το επόμενο έτος δε, τα κράτη συμφώνησαν σε ένα πολυδιαφημισμένο πακέτο στήριξης ύψους 750 δις € – για ολόκληρη την Ευρώπη.

Εκείνη πάντως την εποχή, οι παρατηρητές ενθουσιάστηκαν με αυτά τα πρωτοφανή μέτρα – θεωρώντας πως αποτελούσαν απόδειξη του ότι, η ΕΕ είχε διδαχθεί από τα λάθη του παρελθόντος, όσον αφορά την πολιτική λιτότητας. Ορισμένοι μάλιστα χαρακτήρισαν αυτήν την εξέλιξη ως τη «στιγμή Hamilton» για την ΕΕ – με την έννοια ότι, όπως οι ΗΠΑ κάποτε, η Ευρώπη εξελισσόταν επιτέλους σε μία πλήρη ομοσπονδία.

Επρόκειτο όμως για έναν «ευσεβή πόθο», αφού ήταν θέμα χρόνου να ξεσπάσουν ξανά οι παλαιές συγκρούσεις – μεταξύ των χωρών της ευρωπαϊκής Δύσης, κυρίως της Γερμανίας και των υπερχρεωμένων κρατών της περιφέρειας. Το πλέον σημαντικό είναι βέβαια το ότι, τέτοιες αφελείς προσδοκίες τεκμηριώνουν πως υπάρχει μία τεράστια παρανόηση της πραγματικής φύσης της ΕΕ – με την έννοια πως η ευρωπαϊκή οικονομική και νομισματική ολοκλήρωση, αποτελεί ένα θεμελιωδώς αντιδημοκρατικό εγχείρημα. Στην ουσία, είναι ένα σχέδιο που έχει στόχο να οδηγήσει την οικονομική πολιτική πέρα από τον έλεγχο των ψηφοφόρων – οι οποίοι όμως δεν το καταλαβαίνουν.

Ειδικότερα, η αφαίρεση της εξουσίας έκδοσης νομισμάτων από τα έθνη της Ευρωζώνης, ήταν ένα βασικότατο μέρος αυτού του σχεδίου – επειδή σήμαινε πως οι κυβερνήσεις δεν είχαν άλλη επιλογή, από το να ακολουθήσουν τις πολιτικές που υπαγορεύει ο νέος εκδότης νομισμάτων, η ΕΚΤ, ανεξάρτητα από τη δημοκρατική τους εντολή.

Εν προκειμένω είναι προφανές πως οι εθνικές ελίτ, θέλοντας να αποφύγουν την πίεση του ίδιου του εκλογικού τους σώματος, υιοθέτησαν αυτήν τη διαδικασία – ενώ οι δραματικές συνέπειες της συγκεκριμένης προσέγγισης, έγιναν σαφείς μόνο στον απόηχο της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους. Με τη βοήθεια δηλαδή αυτής της κρίσης, η ΕΕ χρησιμοποιούσε πλέον τις εξουσίες της για να υπονομεύσει τη Δημοκρατία και να επιβάλει τρομακτικά μέτρα λιτότητας – κυρίως στην Ελλάδα και δευτερευόντως στην Ιταλία, στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, στην Ιρλανδία κοκ.

Υπό αυτήν την έννοια, η αναστολή των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ με τη ρήτρα διαφυγής και η μετατροπή της ΕΚΤ σε δανειστή πρώτου βαθμού, ήταν ασυνήθιστα – ακριβώς επειδή έδωσαν στις χώρες της Ευρωζώνης κάποιο βαθμό «εθνικής κυριαρχίας». Έτσι, οι δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις μπορούσαν να καθορίσουν τις δημοσιονομικές τους πολιτικές, χωρίς συνεχείς απειλές αντιποίνων εκ μέρους της ΕΚΤ ή της Κομισιόν – κάτι που όμως ήταν αντίθετο με το σκοπό της ΕΕ, όπως τον ορίσαμε παραπάνω.

Επομένως, ήταν θέμα χρόνου να περιορισθούν αυτές οι ελευθερίες και αυτά τα μέτρα – εάν υποθέσουμε καλοπροαίρετα πως δεν επρόκειτο για μία ακόμη παγίδα, στα πλαίσια του νεοαποικιοκρατικού μοντέλου της ΕΕ (ανάλυση) και των ευρύτερων στόχων των ελίτ. Μία παγίδα, στην οποία έπεσε κυρίως η Ελλάδα, σπαταλώντας τα 51,5 δις € που δανείσθηκε σε καταναλωτικές δαπάνες, σαν να μην υπάρχει αύριο – με αποτέλεσμα την τραγική κατάσταση της οικονομίας μας σήμερα (ανάλυση).

Η ευρωπαϊκή σύσφιξη

Συνεχίζοντας, το πρώτο βήμα για την αποκατάσταση του «status quo» έγινε το περασμένο καλοκαίρι – όταν η ΕΚΤ σταμάτησε το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων και άρχισε να αυξάνει τα επιτόκια, με την επίκληση του πληθωρισμού. Γράφουμε «επίκληση», επειδή δεν επρόκειτο στην πραγματικότητα για πληθωρισμό – αλλά για μία εφ’ άπαξ άνοδο των τιμών που προήλθε κυρίως από την αύξηση των τιμών της ενέργειας και από τα προβλήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας.

Το δεύτερο βήμα είναι το σχέδιο μείωσης του χρέους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής – το οποίο είναι κάτι περισσότερο, από μία επανάληψη του παλαιού Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης που ξεκίνησε το 1997. Σύμφωνα λοιπόν με την πρόταση της Κομισιόν, οι χώρες με αναλογία ελλείματος του προϋπολογισμού άνω του 3% ή λόγο χρέους προς ΑΕΠ άνω του 60% (συνθήκη του Μάαστριχτ του 1992), πρέπει να εφαρμόσουν ένα πρόγραμμα «δημοσιονομικής προσαρμογής» – ενώ όσο πιο υψηλό είναι το έλλειμμα ή το χρέος, τόσο πιο γρήγορα πρέπει οι χώρες να μειώσουν αυτούς τους δείκτες.

Εν προκειμένω, από τα κράτη που θα αντιμετωπίσουν τα πιο αυστηρά μέτρα, θα είναι μακράν πρώτη η Ελλάδα – στην οποία έχει επιβληθεί ήδη σε γενικές γραμμές το παρακάτω «μνημόνιο»:

(1) Όριο στην αύξηση των καθαρών πρωτογενών δαπανών στο 2,6% (κόφτης) το 2024 – κάτω από το ρυθμό ανάπτυξης που η κυβέρνηση προβλέπει στο 3%, ενώ η Κομισιόν στο 1,9%.

(2) Πάγωμα των τριετιών αύξησης των κατώτατων αμοιβών κατά 10%, τουλάχιστον για δύο ακόμη χρόνια – ξεπάγωμα όταν η ανεργία πέσει κάτω από το 10% μεσοσταθμικά, σε ετήσια βάση. Καμία αναφορά σε αναδρομικότητα (έχουν παγώσει από το 2012).

(3) Τερματισμός των μέτρων ενεργειακής στήριξης – όπου εάν αρχίσουν να αυξάνονται ξανά οι τιμές, θα δοθούν ενισχύσεις μόνο στους ευάλωτους.

(4) Σταδιακή δημοσιονομική σύσφιξη (3,3 δις από το 2024), σε συνδυασμό με «μεταρρυθμίσεις» (=συνέχιση του ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας και των πλειστηριασμών της ιδιωτικής).

(5) Εισαγωγή συστήματος προκαταβολής φόρου και διεύρυνση της φορολογικής βάσης (=να πληρώνουν ακόμη περισσότεροι Έλληνες, οπότε μείωση των αφορολογήτων ορίων – προκαταβολές φόρων).

(6) Διατήρηση και διεύρυνση των εξουσιών της ΑΑΔΕ που ιδρύθηκε μετά το 3ο μνημόνιο και δεν ελέγχεται από το υπουργείο οικονομικών (ανάλυση), ενώ πληρώνουμε όλοι εμείς τα έξοδα της – ως κάτι μοναδικό στον πλανήτη, όπως άλλωστε το Υπερταμείο.

(7) Διατήρηση του ΦΠΑ στις αυξημένες τιμές και του ΕΦΚ που είναι ο υψηλότερος στην ΕΕ.

(8) Βελτίωση της λειτουργίας της δευτερογενούς αγοράς των κόκκινων δανείων (=του κερδοσκοπικού πάρτι των κορακιών).

(9) Μείωση της εξάρτησης από ορυκτά καύσιμα (=κατάργηση του λιγνίτη, καθόλου εξορύξεις, ανεμογεννήτριες και φωτοβολταϊκά παντού – ακόμη και σε εύφορη αγροτική γη).

(10) Πρόγραμμα επίτευξης στόχου όπως το παρακάτω στο γράφημα.
 

Επόμενες χώρες θα είναι η Ιταλία, η Ισπανία, το Βέλγιο και η Γαλλία – οι οποίες θα πρέπει να δεσμευθούν για ετήσιες μειώσεις του ελλείμματος τους τουλάχιστον από 0,5% έως και 1,5%, μέσω περικοπών του προϋπολογισμού τους. Ο Γερμανός υπουργός οικονομικών δε, απαιτεί ελάχιστο ποσοστό μείωσης του δημοσίου χρέους κατά 1% ετησίως για τις πιο «αμαρτωλές» χώρες – οπότε πρόκειται για τη συνήθη αυστηρή πολιτική λιτότητας.

Η Κομισιόν πάντως συμφωνεί με το Γερμανό στο ότι, τα επίπεδα ελλείμματος και χρέους ορισμένων χωρών, κυρίως της Ελλάδας, είναι μη βιώσιμα – ενώ η ανάπτυξη τους εξαρτάται από τα «υγιή δημόσια οικονομικά» που πρέπει να επιδιώξουν. Πώς είναι δυνατόν όμως να επιτευχθούν «υγιή δημόσια οικονομικά» από χώρες όπως η Ελλάδα που λεηλατούνται από τους πάντες και που είναι υπό αποικιοκρατική επιτήρηση;

Το πείραμα της λιτότητας

Περαιτέρω, είναι ήδη γνωστό από την Ελλάδα πως αυτές οι πολιτικές λιτότητας αυξάνουν την ανεργία, υπονομεύουν το κράτος πρόνοιας και ωθούν μεγάλα τμήματα του πληθυσμού στα όρια της φτώχειας – ενώ αποτυγχάνουν εντελώς στον δηλωμένο στόχο τους για ανάπτυξη και μείωση του χρέους ως προς το ΑΕΠ. Αντίθετα, η λιτότητα οδηγεί τις οικονομίες σε ύφεση και αυξάνει τους δείκτες χρέους ως προς το ΑΕΠ – υπενθυμίζοντας πως η Ελλάδα οδηγήθηκε στα μνημόνια με χρέος προς ΑΕΠ στο 127% και με κόκκινα δάνεια στο 5% των τραπεζικών ισολογισμών, ενώ το δημόσιο χρέος της πρόσφατα ξεπέρασε το 200% του ΑΕΠ, τα κόκκινα δάνεια το 50%, το ιδιωτικό χρέος υπερέβη τα 406 δις € κοκ.
Παράλληλα, οι δημοκρατικοί κανόνες ανατράπηκαν δραστικά και η Ελλάδα τέθηκε ουσιαστικά υπό «ελεγχόμενη διοίκηση» – ενώ το αποτέλεσμα ήταν μία χαμένη δεκαετία στασιμότητας και μόνιμης κρίσης, με το κατά κεφαλήν εισόδημα των Ελλήνων το 2020 χαμηλότερο από αυτό του 2001 (γράφημα). Κάτι ανάλογο δε συνέβη στην Ιταλία, στην Ισπανία κοκ. – αν και σε πολύ μικρότερη έκταση, από ότι στην Ελλάδα.

Σε κάθε περίπτωση, ολόκληρο το πείραμα της λιτότητας και των μνημονίων ήταν μία τόσο καταστροφική αποτυχία, όπως το αναγνώρισε αργότερα ακόμη και το ΔΝΤ, όπου τυχόν αναβίωση του, πόσο μάλλον υπό τις σημερινές πολύ χειρότερες συνθήκες, θα ήταν θανατηφόρα – με την έννοια πως είναι δύσκολο να φαντασθεί κανείς ότι, τόσο η Ελλάδα, όσο και η Ευρώπη θα μπορούσαν να επιβιώσουν από έναν δεύτερο γύρο λιτότητας.

Εν τούτοις είναι ξεκάθαρο ότι, κανένα από τα θεμελιώδη προβλήματα της Ευρωζώνης δεν έχει επιλυθεί – τα οικονομικά συμφέροντα των κρατών μελών παραμένουν ασύμβατα μεταξύ τους, ενώ η μοίρα των εθνών και των δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων παραμένει στα χέρια μη εκλεγμένων τεχνοκρατών στις Βρυξέλες και στη Φρανκφούρτη, με την Ελλάδα σε ακόμη χειρότερη κατάσταση, αφού έχει υποβιβασθεί σε προτεκτοράτο.

Την ίδια στιγμή, η διεθνής οικονομία ευρίσκεται σε μία πολύ πιο ζοφερή κατάσταση, από ότι μία δεκαετία πριν, με την παγκόσμια κρίση των κρίσεων προ των πυλών (ανάλυση) – ενώ η ήπειρος μας αντιμετωπίζει υψηλό πληθωρισμό, διαταραχές της εφοδιαστικής αλυσίδας, κατακερματισμό, εσωτερικές αντιπαλότητες (ανάλυση) και έναν πόλεμο χωρίς τελειωμό στα σύνορα της με τη Ρωσία.

Η νέα παραδοξότητα

Συνεχίζοντας, το μεγαλύτερο παράδοξο της τρέχουσας κατάστασης είναι το ότι, ενώ η ΕΕ προετοιμάζει ένα σχέδιο λιτότητας και περικοπών δαπανών, ζητάει ταυτόχρονα από τις κυβερνήσεις να αυξήσουν τους αμυντικούς τους προϋπολογισμούς – τουλάχιστον στο 2% του ΑΕΠ τους, όπως απαιτεί το ΝΑΤΟ.

Μεταξύ των χωρών τώρα που θα υποχρεωθούν να αυξήσουν δραστικά τις αμυντικές τους δαπάνες, είναι μερικές από τις πλέον υπερχρεωμένες – από τις οποίες θα απαιτηθεί δραστική μείωση των χρεών τους. Για παράδειγμα η Πορτογαλία, της οποίας οι αμυντικές δαπάνες είναι στο 0,8% του ΑΕΠ της, η Ισπανία (1%), το Βέλγιο (0,9%) και η Ιταλία (1,4%) – με την Ελλάδα εδώ σε καλύτερη θέση, αφού έχει δαπανήσει το 2022 για την άμυνα της ποσοστό ίσο με το 3,54% του ΑΕΠ της (οι ίδιες οι ΗΠΑ 3,46%!).

Επί πλέον, μόλις την περασμένη εβδομάδα η ΕΕ ανακοίνωσε ένα σχέδιο ύψους πολλών δις €, για την αύξηση της ικανότητας της Ευρώπης να παράγει πυρομαχικά για την Ουκρανία – με τα κράτη μέλη να πρέπει να συνεισφέρουν έως και 1 δις €. Εδώ πρόκειται για ένα ακόμη βήμα στη «στροφή της Ευρώπης προς την οικονομία του πολέμου» – γεγονός που σημαίνει ότι, οι ευρωπαϊκές χώρες θα αναγκασθούν σύντομα να περικόψουν τις κοινωνικές τους παροχές και τις βασικές, μη αμυντικές επενδύσεις τους, για να χρηματοδοτήσουν τη νέα αμυντική οικονομία της ΕΕ.

Η διαδικασία αυτή θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί εύκολα ως μία «στρατιωτική λιτότητα» – στα πλαίσια της ολοένα και πιο υποτελούς υποταγής της ΕΕ στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ.

Επίλογος

Κλείνοντας, όλα τα παραπάνω οδηγούν στο συμπέρασμα ότι, η Γερμανία επιστρέφει αναπόφευκτα στο ρόλο του «οικονομικού αστυνομικού» της ΕΕ – ενώ την ίδια στιγμή εξοπλίζεται, έχοντας ξεφύγει από τα «δεσμά του παρελθόντος».

Ειδικότερα, τον περασμένο χρόνο η χώρα προσπάθησε να επαναπροσδιορίσει το ρόλο της, εν όψει των τεραστίων τεκτονικών αλλαγών που επέφερε ο πόλεμος στην Ουκρανία – συγκεκριμένα, η γεωπολιτική αναδιάταξη της Ευρώπης, από τη Δύση προς την Ανατολή. Ενδεχομένως λοιπόν βρήκε ήδη το δρόμο και τη θέση της – με τη μορφή μίας ανανεωμένης ειδικής σχέσης με τις ΗΠΑ, όπου θα αποτελεί ξανά τον βασικό δυτικοευρωπαϊκό εκπρόσωπο τους.

Το ενδεχόμενο αυτό θα σήμαινε την αποκατάσταση της οικονομικής της ηγεσίας εντός της ΕΕ, με την προϋπόθεση όμως πως θα διοικεί για λογαριασμό των ΗΠΑ – αναλαμβάνοντας την ευθύνη για την Οργάνωση, κυρίως βέβαια για τη χρηματοδότηση της ευρωπαϊκής συμμετοχής, στον πόλεμο εναντίον της Ρωσίας.

Σε κάθε περίπτωση, ο συνδυασμός των μέτρων λιτότητας, της ανανεωμένης γερμανικής ηγεμονίας και του επιθετικού μιλιταρισμού, καθιστά το πρόβλημα της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους του 2010 σχεδόν αμελητέο – ένα συγκριτικά απείρως πιο αβλαβές γεγονός, σε σχέση με αυτά που προβλέπονται για το μέλλον.

Πηγή: analyst.gr

Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου