Εδώ και 5 δεκαετίες η πολιτική είναι η ίδια: κερδοφορία, κερδοσκοπία και μεταφορά πλούτου στο οικονομικό κατεστημένο με οχήματα την υποτίμηση της εργασίας.
Του Θέμη Τζήμα
Το νομοσχέδιο για τα εργασιακά πέρα από την προφανή οργουελιανή διάσταση του τίτλου του, στην πραγματικότητα αποτελεί ένα ακόμα βήμα προς την κατεύθυνση εμπέδωσης του εργασιακού ντάμπινγκ. Αφού η μνημονική ανεργία εκ των πραγμάτων διέλυσε το όποιο μεταπολιτευτικό, προστατευτικό, εργασιακό πλαίσιο (ή έστω τα απομεινάρια του), ήρθε μια σειρά νομοθετικών πρωτοβουλιών οι οποίες επέβαλαν πολλή «ευελιξία» για τους εργοδότες και καθόλου ασφάλεια για τους εργαζομένους.
Ο κόσμος της εργασίας στην Ελλάδα υπέστη και υφίσταται ακόμα τρία διαδοχικά κύματα φτωχοποίησης: το μνημονικό, το πανδημικό και το πληθωριστικό-διεθνοπολιτικό, με το οποίο κουμπώνει «άψογα», η παραδοσιακώς ολιγοπωλιακή δομή της ελληνικής οικονομίας (στην πραγματικότητα και της διεθνούς καπιταλιστικής). Όπως διεθνώς (αλλά όχι φυσικά στην πατρίδα μας) αναλύεται βιώνουμε τον πληθωρισμό (δηλαδή την αφαίρεση εισοδήματος από τους εργαζομένους) της καπιταλιστικής κερδοσκοπίας ή οποία συχνά φτάσει σε επίπεδα μαυραγοριτισμού. Σε αυτό το πλαίσιο, οι εργοδότες απαίτησαν και η κυβέρνηση υλοποιεί προθύμως τη μεταφορά κοινοτικής νομοθεσίας στο εσωτερικό, με τρόπους που εξαϋλώνουν περαιτέρω κάθε εκδοχή εργασιακής ασφάλειας. Κάθε σκαλί παρακάτω στην εργασιακή επισφάλεια χρησιμοποιείται ως άλλοθι για περαιτέρω απορρύθμιση και πάει λέγοντας.
Πρόκειται για τη στρατηγική του εργασιακού ντάμπινγκ σε πλήρη εξέλιξη. Ο στόχος είναι (όπως και διεθνώς) να κρατηθεί η αξία της εργασίας όσο πιο χαμηλά γίνεται, ούτως ώστε να ισοσκελιστεί η σταθερή απώλεια παραγωγικότητας η οποία εδώ και δεκαετίες λαμβάνει χώρα κυρίως στον αναπτυγμένο κόσμο. Στην πραγματικότητα εδώ και 5 δεκαετίες η πολιτική είναι η ίδια: κερδοφορία, κερδοσκοπία και μεταφορά πλούτου στο οικονομικό κατεστημένο με οχήματα την υποτίμηση της εργασίας, τη μόχλευση χρήματος μέσα από τα παιχνίδια του χρηματοπιστωτικού συστήματος και φυσικά τη διεθνή λεηλασία της παγκόσμιας περιφέρειας. Όσο μάλιστα το τελευταίο σκέλος μεταφοράς πλούτου στους «πάνω» των καπιταλιστικών μητροπόλεων περιορίζεται, τόσο οξύνονται τα άλλα δύο. Τόσο διεθνώς λοιπόν όσο και ειδικότερα σε μια χώρα σαν τη δική μας, με σταθερά χαμηλές πάγιες επενδύσεις, ευρισκόμενη σε υπερδεκαπενταετή πορεία βιομηχανικής αποεπένδυσης και πλέον σε μια νέα εθνική οικονομική κρίση λόγω Θεσσαλίας, η βασική πηγή κερδοφορίας (πέρα από τις κομπραδόρικες δραστηριότητες και τον παρασιτισμό εις βάρος του κρατικού προϋπολογισμού) είναι να κρατιέται σταθερά χαμηλά η αξίας της εργασίας. Η Νέα Δημοκρατία και πριν από αυτήν ο ΣΥΡΙΖΑ και το μνημονικό ΠΑΣΟΚ υλοποίησαν σταθερά αυτήν την πολιτική.
Ένα από τα κρίσιμα ερωτήματα λοιπόν είναι πώς τοποθετείται το εργατικό κίνημα μέσα σε συνθήκες στις οποίες ο διαμεσολαβητικός ρόλος των συνδικάτων διατηρείται μόνο κατ΄ εξαίρεση και σε πολύ λίγες, μεγάλες εταιρείες. Ακόμα περισσότερο, με δεδομένο ότι αυτήν τη στιγμή δεν υπάρχει εν δυνάμει κυβερνητικό κόμμα το οποίο να εκφράζει το εργατικό κίνημα ευρισκόμενο σε οργανική σύνδεση μαζί του. Επιπλέον, ο επερχόμενος νέος νόμος προβλέπει αλλά και η κατασταλτική πρακτική έχει αποδείξει ότι οι εργατικές και συνδικαλιστικές διεκδικήσεις έχουν να αντιμετωπίσουν ένα πολύπτυχο εξουσιαστικών περιορισμών. Οι απεργίες οι οποίες εξαγγέλλονται παρόλη τη χρησιμότητά τους, η οποία είναι μεγαλύτερη από εκείνη που συχνά φανταζόμαστε δε συνθέτουν το είδος κοινωνικού αγώνα που μπορεί να σταματήσει ή να ανατρέψει τέτοιες πολιτικές.
Οι απαντήσεις προφανώς δεν είναι εύκολες ούτε δεδομένες. Υπάρχουν όμως ορισμένα βήματα τα οποία μπορούν και πρέπει να γίνουν. Πρώτον πρέπει να δοθεί έμφαση στην οργάνωση σε πρωτοβάθμιο επίπεδο, στους χώρους δουλειάς. Χρειαζόμαστε όσο το δυνατόν περισσότερα, μαχητικά και πραγματικά συνδικάτα, οργανωμένα πάνω στις ανάγκες των συγκεκριμένων μαζικών χώρων.
Δεύτερον, οι κατεστημένες συνδικαλιστικές δυνάμεις σε εργατικά κέντρα, δευτεροβάθμιες συνδικαλιστικές ομοσπονδίες όπως και στη ΓΣΕΕ πρέπει να σαρωθούν. Από το 2010 και έπειτα απέτυχαν να σταματήσουν, ακόμα και να καθυστερήσουν την επέλαση του νεοφιλελευθερισμού. Αντιθέτως συμβιβάστηκαν πλήρως μαζί του, με αποκορύφωμα την προδοτική για τους εργαζομένους στάση της ηγεσίας της ΓΣΕΕ στο δημοψήφισμα του 2015. Με κάθε αναγκαίο μέσο πρέπει να υπάρξει εργατική και συνδικαλιστική συλλογικότητα η οποία θα δώσει πίσω στους εργαζομένους εργατικά κέντρα, δευτεροβάθμιες ομοσπονδίες, τη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ.
Τρίτον, χρειάζεται οργανική σύνδεση εργαζομένων και φοιτητών- σπουδαστών. Πρόκειται για μια παλιά ανάγκη η οποία δεν έχει καλυφθεί και η οποία γίνεται ακόμα πιεστικότερη σε συνθήκες αποστράτευσης των συλλογικοτήτων. Πρέπει να υπάρξει διανοητική και κοινωνική, οργανική σύνδεση, όπως και να τεθούν τα θεμέλια από τώρα των μελλοντικών διεκδικήσεων και συλλογικοτήτων πέρα από τα συνδικάτα και στο επίπεδο των επαγγελματικών ενώσεων.
Τέταρτον, τα συνδικάτα και οι όποιοι εναπομείναντες, προοδευτικοί θύλακες των πανεπιστημίων πρέπει να συνδεθούν οργανικώς. Είναι αναγκαία η ανταλλαγή εμπειριών και γνώσεων προκειμένου τα συνδικάτα να αποκτήσουν καλύτερη τεκμηρίωση και οι προοδευτικοί θύλακες εντός των πανεπιστημίων γείωση στην κοινωνική πραγματικότητα. Πολύ περισσότερο με δεδομένες τις επερχόμενες σαρωτικές αλλαγές εξαιτίας της Τεχνητής Νοημοσύνης.
Πέμπτον, τα συνδικάτα πρέπει καταστούν ευρύτερα κέντρα κοινωνικής συσπείρωσης σε μια περίοδο έλλειψης συλλογικοτήτων με ισχυρό κοινωνικό αποτύπωμα. Στην περίοδο της μεταπολίτευσης, το κομματικό φαινόμενο μπορούσε να διαδραματίζει αυτόν το ρόλο καλύπτοντας και ενσωματώνοντας έως και αφομοιώνοντας τα συνδικάτα. Σήμερα και μέχρι νεωτέρας, κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό. Τα συνδικάτα πρέπει να ανοιχτούν στο να γίνουν κέντρα της κοινωνικής ζωής σε κοινωνικούς χώρους και σε τοπική ή και ευρύτερη κλίμακα. Η μόρφωση, ο αθλητισμός, οι τέχνες, η γενική πολιτική δράση, οι πρωτοβουλίες αυτοοργάνωσης, η καθημερινή αλληλεγγύη, μεταξύ πολλών άλλων πρέπει να στεγάζονται κατεξοχήν στα συνδικάτα.
Έκτον, μέρος των συνδικάτων πρέπει να πρωταγωνιστήσει στη συγκρότηση ή στον αναπροσανατολισμό πολιτικών κομμάτων. Σε μια Βουλή τα κόμματα της οποίας (πέραν των γνωστών κλόουν) κηδεμονεύονται από την αμερικανοκρατία και την ολιγαρχία χρειαζόμαστε κόμματα της εθνικής και κοινωνικής χειραφέτησης. Οι πλέον οργανωμένοι μαζικοί χώροι και συλλογικότητες πρέπει να πρωταγωνιστήσουν. Μέχρι σήμερα τα συνδικάτα ακολουθούσαν το κομματικό φαινόμενο. Παλαιότερα εξαιτίας του ότι ήταν είτε ελεγχόμενα είτε διωκόμενα και μεταπολιτευτικώς λόγω της ισχύος του κομματικού φαινομένου. Σήμερα αναγκαστικώς πρέπει να πρωταγωνιστήσουν και στην πολιτική- οργανωτική συγκρότηση κομμάτων.
Έβδομο στοιχείο είναι ότι τα συνδικάτα πρέπει να συγχρονιστούν με την εποχή και να επιδείξουν περίσσευμα βολονταρισμού εντός ενός ρεαλιστικού σχεδίου. Η περίοδος που διανύουμε δεν είναι περίοδος συναίνεσης αλλά μάχης. Απέναντι στην πολύπτυχη καταστολή χρειάζεται πολύπτυχη και μαραθώνια σύγκρουση. Η σύγκρουση δεν πρέπει να είναι μόνο αμυντική αλλά και επιθετική. Τα συνδικάτα και μπορούν και πρέπει να διεκδικήσουν όχι απλώς την επιβίωση και τη βελτίωση των όρων ζωής αλλά την αλλαγή του αποδεδειγμένα αποτυχημένου ως προς την ευημερία των πολλών καπιταλιστικού μοντέλου. Ξεκινώντας από την αναδιανομή εισοδήματος και τη στήριξη της παραγωγής πρέπει να περάσουν στη διεκδίκηση άλλου κοινωνικού μοντέλου και την εκκίνηση εμπέδωσής του ήδη από τώρα, με μετακίνηση μιας σειράς παραγωγικών και διανεμητικών διαδικασιών από τον καπιταλιστικό τρόπο στην κοινή ωφέλεια. Το «λεφτά υπάρχουν» (τόσο δυσφημισμένο) πρέπει να είναι ο οδηγός γιατί όντως υπάρχουν και έχει αποδειχτεί πολλαπλώς. Το γεγονός ότι αυτός που το είπε δεν το τήρησε δεν αναιρεί την αλήθεια του συνθήματος.
Έχουμε μάχη λοιπόν. Μάχη την οποία ο αντίπαλος καθιστά αναγκαστικώς επαναστατική στον πυρήνα της, διότι μας επιφυλάσσει την υποταγή. Ανοίγει έτσι κι αλλιώς μια νέα εποχή η οποία όμως δεν πρέπει να είναι μόνο αγώνων αλλά και νίκης, ακόμα και αν ο παροντικός συσχετισμός μοιάζει δυσχερής για τους εργαζομένους και το λαό.
Πηγή: ΚΟΣΜΟΔΡΟΜΙΟ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου