Απέλαση από ένα «failed state»

Nick Paleologos / SOOC

Η εκδίωξη των εκπροσώπων της ΕΕ από την κυβέρνηση του στρατάρχη Χαλίφα Χαφτάρ στην Βεγγάζη της Λιβύης, είναι μια ευκαιρία να θυμηθούμε πως το ΝΑΤΟ μετέτρεψε την αφρικανική χώρα σε «failed state».

Του Παναγιώτη Παπαδομανωλάκη

Στις 20 Οκτωβρίου 2011, η Χίλαρι Κλίντον ετοιμάζεται να παραχωρήσει συνέντευξη στην Καμπούλ του Αφγανιστάν, το οποίο βρισκόταν ακόμα υπό αμερικανική κατοχή. Η κάμερα την απαθανατίζει να αναφωνεί «ουάου», καθώς η βοηθός της, Χούμα Αμπεντίν, της παραδίδει ένα Blackberry κινητό, στο οποίο διαβάζει τις ανεπιβεβαίωτες ακόμα αναφορές για την σύλληψη του Καντάφι. Ο ενθουσιασμός της υπουργού Εξωτερικών δεν μπορεί να κρυφτεί, αλλά τον συγκρατεί μόνο μια λέξη: «ανεπιβεβαίωτες». «Τον έχω συλλάβει κάποιες φορές στο παρελθόν» προσθέτει, κάνοντας αναφοράς προφανώς σε παλιότερα ρεπορτάζ, που όμως διαψεύστηκαν. Τελικά ο Καντάφι, όχι μόνο συνελήφθη από τους υποστηριζόμενους από τη Δύση «αντικαθεστωτικούς αντάρτες», αλλά και δολοφονήθηκε, χωρίς δίκη, αφού πρώτα παραδόθηκε στον όχλο και βασανίστηκε με λιντσάρισμα

“We came, we saw, he died” («Ήρθαμε, είδαμε, πέθανε») πανηγύρισε η Κλίντον σε άλλο στιγμιότυπο, παραλλάσσοντας την ιστορική φράση του Ιούλιου Καίσαρα. Το μήνυμα ήταν σαφές: Είμαστε μια αυτοκρατορία και όποιος είναι εχθρός μας πεθαίνει. Κάτι ανάλογο με αυτό που είπε πρόσφατα ο Άδωνις Γεωργιάδης, όταν σπεύδοντας να δικαιολογήσει τη δολοφονία Νασράλα, υποστήριξε πως «το Ισραήλ (και η Δύση) έχει εξελιχθεί στην σύγχρονη Ρώμη» και «όποιος ανακηρυσσόταν “εχθρός της Συγκλήτου και του Λαού της Ρώμης” εθεωρείτο πρακτικά νεκρός. Το πτώμα του Καντάφι εκτέθηκε δημόσια για αρκετές ημέρες (21–24 Οκτωβρίου 2011) σε ένα ψυγείο κρεοπωλείου στην πόλη Μισράτα, για να το βλέπει ο κόσμος. Σε δημόσια θέα, όπως η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε εκθέσει το κεφάλι του Κικέρωνα…

Η δολοφονία του ηγέτη της Λιβύης δεν ήταν κάτι που ξέφυγε από τους σχεδιασμούς των Ηνωμένων Πολιτειών, στην προσπάθεια τους να ανατρέψουν την κυβέρνησή του. Στην επίσκεψή της στην Τρίπολη λίγες ημέρες πριν τη δολοφονία, η Κλίντον συναντήθηκε με τον επικεφαλής του «Μεταβατικού Εθνικού Συμβουλίου της Λιβύης» Μαχμούντ Τζιμπρίλ και προσέφερε περίπου 11 εκατομμύρια δολάρια σε πρόσθετη βοήθεια στους «αντικαθεστωτικούς», που είχαν καταλάβει την εξουσίας» δηλώνοντας «περήφανη που στέκομαι εδώ στο έδαφος μιας ελεύθερης Λιβύης». Αλλά δεν έμεινε εκεί, αφού δήλωσε αναφερόμενη στον Καντάφι: «Ελπίζουμε να συλληφθεί ή να σκοτωθεί σύντομα, ώστε να μην χρειάζεται πλέον να τον φοβάστε».

Μεταξύ των ετών 2015–2016, το Wikileaks έδωσε στη δημοσιότητα χιλιάδες μηνύματα της Κλίντον από την εποχή που ήταν υπουργός Εξωτερικών. Σε ένα από τα πιο αποκαλυπτικά ήταν το email με τίτλο «France’s Client and Qaddafi’s Gold» («Η σχέση της Γαλλίας με τη Λιβύη και ο χρυσός του Καντάφι») αναφέρεται πως τα κίνητρα του Νικολά Σαρκοζί για την επίθεση στη Λιβύη ήταν να αποκτήσει λιβυκό πετρέλαιο και να εμποδίσει τον Καντάφι να εισάγει ένα παναφρικανικό νόμισμα βασισμένο στο χρυσό (το χρυσό δυνάριο), που θα αντικαθιστούσε το αφρικανικό φράγκο – το γαλλικό αποικιοκρατικό νόμισμα που κυριαρχεί σε 14 αφρικανικές χώρες.

Η Κλίντον υποστήριξε την επέμβαση, γνωρίζοντας τα κίνητρά της. Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, υπό πίεση από Γαλλία, Βρετανία και ΗΠΑ, υιοθέτησε τον Μάρτιο του 2011 την απόφαση που επέβαλε ζώνη απαγόρευσης πτήσεων στη Λιβύη με το πρόσχημα της «προστασίας των αμάχων» και στη συνέχεια το ΝΑΤΟ προχώρησε στην επιχείρηση «Unified Protector», η οποία περιλάμαμβανε αεροπορικούς βομβαρδισμούς, καταστροφή της αντιαεροπορικής άμυνας και ναυτικό αποκλεισμό. Χωρίς την αεροπορική κάλυψη του ΝΑΤΟ, οι «αντικαθεστωτικοί» δεν θα μπορούσαν να φτάσουν στη Σύρτη, το τελευταίο οχυρό του Καντάφι.

Το Εθνικό Μεταβατικό Συμβούλιο (NTC) ανέλαβε προσωρινά την εξουσία μέχρι το 2014, όποτε ξέσπασε σύγκρουση ανάφεσα στις διαφορετικές πολιτοφυλακές, που είχαν υποστηριχθεί από τα κράτη του ΝΑΤΟ κατά του Καντάφι. Η ανατροπή της κυβέρνησης Καντάφι κατέστησε τη Λιβύη σε «failed state», διαμελισμένο κάτω από την εξουσία δυο διαφορετικών κυβερνήσεων που σχηματίστηκαν από τις διαφορετικές φατρίες που πήραν μέρος στον πόλεμο δι’ αντιπροσώπων.

  1. Σχηματίστηκε η «Κυβέρνηση Εθνικής Συμφωνίας» (GNA) στη Δυτική Λιβύη με έδρα την Τρίπολη, η οποία αναγνωρίστηκε από τον ΟΗΕ και υποστηρίζεται από την Τουρκία, την Ιταλία, το Κατάρ και άλλες δυτικές χώρες. Ο επικεφαλής της «GNA», Αμπντουλχαμίντ Ντμπεϊμπά, είναι ένας δυτικοτραφής πολιτικός που υποστήριξε τη στρατιωτική επέμβαση κατά του Καντάφι το 2011, παρά το γεγονός πως ο ίδιος είχε διατελέσει επικεφαλής της Λιβυκής Εταιρείας Επενδύσεων και Ανάπτυξης (LIDCO) επί Καντάφι. Ο Ντμπεϊμπά δεν είναι ισλαμιστής ο ίδιος, αλλά η κυβέρνησή του υποστηρίζεται από τζιζαντιστικές, ομάδες συμπεριλαμβανομένων φιλοτουρκικών πολιτοφυλακών που συνδέονται με τον «Συριακό Εθνικό Στρατό» (SNA), καθώς και με σαλαφιστές του ρεύματος Μαντάχλι (Madkhalis), που ακολουθούν τον Σαουδάραβα κληρικό Ραμπί αλ-Μαντάχλι. Οι σχέσεις μεταξύ αυτών των ομάδων δεν είναι ειρηνικές, αλλά μάλλον ανταγωνιστικές. Οι σαλαφιστές γενικά αντιτίθενται στους Αδελφούς Μουσουλμάνους, με τους οποίους επίσης συνεργάζεται η κυβέρνηση Τρίπολης — άρα υπάρχει ιδεολογική σύγκρουση ακόμα και εντός της ίδιας κυβέρνησης.
  2. Στην Βεγγάζη της Ανατολικής Συρίας σχηματίστηκε μια δεύτερη κυβέρνηση υπό τον στρατάρχη Χαλίφα Χαφτάρ, έναν πρώην συνταγματάρχη του Καντάφι, που αιχμαλωτίστηκε στο Τσάντ μετά την ήττα της χώρας στον πόλεμο του 1987. Με τη βοήθεια της Ουάσινγκτον, ο Χαφτάρ πέταξε στο Ζαΐρ, όπου με μια ομάδα αξιωματικών εντάχθηκαν στο «Εθνικό Μέτωπο για τη Σωτηρία της Λιβύης» (NFSL), μια ομάδα της αντιπολίτευσης που υποστηρίχθηκε από τις ΗΠΑ, ενώ στη συνέχεια ίδρυσε υπό την ηγεσία του τον «Εθνικό Στρατό της Λιβύης». Όταν απελάθηκαν από το Ζαΐρ στην Κένυα, οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες μεσολάβησαν για να μεταφερθούν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Έκτοτε Χαφτάρ ζούσε στο Λάνγκλεϊ της Βιρτζίνια, κοντά στην έδρα της CIA, με ένα σύντομο διάλειμμα το 1996, όταν συμμετείχε σε μια αποτυχημένη εξέγερση εναντίον του Καντάφι στα βουνά της ανατολικής Λιβύης. Το 2011, επέστρεψε στη Λιβύη κατά την έναρξη της «λιβυκής επανάστασης», ώστε να πολεμήσει κατά του Καντάφι, ηγούμενος του «Εθνικού Στρατού της Λιβύης». Μετά την κατάρρευση της «μεταβατικής διακυβέρνησης» μεταξύ των «αντικαθεστωτικών», το 2014, δημιούργησε τη δική του «Κυβέρνηση Εθνικής Σταθερότητας» (GNS) στην Βεγγάζη, που υποστηρίζεται από το κοινοβούλιο της ανατολικής Λιβύης (House of Representatives, με έδρα το Τομπρούκ). Ο Χαφτάρ έχει λάβει ανοιχτή υποστήριξη από την Αίγυπτο, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία, ενώ η Γαλλία έχει παράσχει συγκαλυμμένη υποστήριξη, συμπεριλαμβανομένων στρατιωτικών συμβούλων. Αν και οι ΗΠΑ αναγνωρίσουν επίσημα την κυβέρνηση με έδρα την Τρίπολη, έχουν υποστηρίξει και τις δύο κυβερνήσεις στον πόλεμο κατά της σαλαφιστικής ομάδας Ansar al-Sharia (παράρτημα της Αλ Κάιντα) – στη Συρία δεν έχουν δείξει την ίδια «ευαισθησία».
Οι συνεχείς εμφύλιοι που έχουν ξεσπάσει μεταξύ των δύο κυβερνήσεων βασίζονται σε φυλετικές διενέξεις, που είχαν περιοστεί κατά την παναραβική διακυβέρνηση του Καντάφι. Ωστόσο, τώρα ο εθνοτικός και θρησκευτικός σεχταρισμός εργαλειοποιείται στον αγώνα για τον έλεγχο των πόρων, κυρίως του πετρελαίου. Η Λιβύη έχει τα μεγαλύτερα αποθέματα πετρελαίου στην Αφρική. Τα έσοδα από το πετρέλαιο ελέγχονται επίσημα από την Εθνική Εταιρεία Πετρελαίου (NOC) με έδρα την Τρίπολη, γεγονός που δίνει στη κυβέρνηση της δυτικής Λιβύης το οικονομικό πλεονέκτημα (και τη διεθνή αναγνώριση), αν και οι φυλές στην ανατολική Λιβύη κατά καιρούς μπλοκάρουν την παραγωγή. Αυτό επηρέασε αρνητικά τις σχέσεις του Χαφτάρ με τις ΗΠΑ, αν και ο ίδιος φέρεται να διατηρεί ακόμα αμερικανική υπηκοότητα. Το ίδιο και η αποφάσισή του να εξαπολύσει το 2019 επίθεση κατά της κυβέρνησης της Τρίπολης. Οι Δυτικοί δεν ήθελαν να επηρεαστεί η εκμετάλλευση των πόρων της δυτικής Λιβύης, στην οποία συμμετέχουν δυτικές πετρελαϊκές εταιρείες, και γι’ αυτό καταδίκασαν τις ενέργειες του Χαφτάρ.

Όμως χωρίς τη δυτική αναγνώριση, ο Χαφτάρ προχώρησε σε μιας μορφής συνεργασία με τη Ρωσία, η οποία επαναλειτούργησε την πρεσβεία της στην Βεγγάζη. Η Μόσχα δεν έχει λόγο να μην επιθυμεί μια τέτοια συνεργασία, αφού της παρέχει κάποια οικονομικά οφέλη, αλλά το κυριότερο δημιουργεί μια «ρωγμή» για πρόσβαση στη Μεσόγειο μέσω Αφρικής, που είχε χάσει μετά την ανατροπή του Καντάφι. Μέχρι στιγμής, η μοναδική δίοδος της Ρωσίας ήταν μέσω του λιμανιού Ταρτούς στη Συρία, όπου υπάρχει η μοναδική εξωεδαφική ρωσική στρατιωτική βάση εκτός της πρώην ΕΣΣΔ, η οποία όπως αμφισβητείται μετά την ανατροπή του Άσαντ από την ΗΤS (πρώην παράρτημα της Αλ Κάιντα) με την υποστήριξη του ΝΑΤΟ.

Μετά την πτώση του Καντάφι, η Λιβύη είχε δύο «προοπτικές»: είτε να κυριαρχήσει το χαός, όπως και έγινε · είτε να φτιάξουν μια κυβέρνηση συνεργατών της Δύσης, όπως είχε γίνει στο Αφγανιστάν. Και τα δύο σενάρια ήταν θετικά βραχυπρόθεσμα για τις Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ, αφού σε κάθε περίπτωση είχαν ανατρέψει μια ανεξάρτητη, παναφρικανική κυβέρνηση. Μετά την εξαγωγή του χάους, η Λιβύη έγινε μια κόλαση, όπου οι άνθρωποι αρπάζονται και πουλούνται για σκλάβοι. Η ΕΕ χρηματοδότησε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Λιβύη καθώς και την «λιβυκη ακτοφυλακή» της κυβέρνησης της Τρίπολης, προκειμένου να εμποδίσει τα θύματα του πολέμου και της φτώχειας να εισέλθουν στα ευρωπαϊκά κράτη – τα κράτη που προηγουμένως είχαν συμμαχήσει στην καταστροφή της χώρας. Ωστόσο, η άνοδος του νέου κύματος του παναφρικανισμού και του αντιαποικιοκρατισμού με επίκεντρο το Σαχέλ, με την παράλληλη αύξηση της επιρροής της Ρωσίας και της Κίνας στην Αφρική, έχουν ανησυχήσει τις δυτικές κυβερνήσεις, που δεν τις εξυπηρετεί πια το χάος.

Το ίδιο ισχύει και για την προσέλευση προσφύγων, που έχουν εξελιχθεί σε εκλογικό πρόβλημα για τις ρατσιστικές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Η Πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, κατηγορεί την κυβέρνηση του στρατάρχη Χαφτάρ ότι δεν συνεργάζεται με την ΕΕ στην «αντιμετώπιση του προσφυγικού» και χρησιμοποιεί τις «ροές» μεταναστών ως γεωπολιτικό μοχλό πίεσης. Στην πραγματικότητα, η ανατολική Λιβύη φιλοξενεί περίπου 280.000 μετανάστες και πρόσφυγες, σύμφωνα με τη Διεθνή Οργάνωση για τη Μετανάστευση (IOM) – το 34% των περίπου 824.000 που καταγράφηκαν στο τέλος του 2024 στη Λιβύη. Από αυτούς μόλις 8.500 άτομα πέρασαν στην Ευρώπη το 2025, κυρίως μέσω ανατολικής Λιβύης. Είναι μια σταγόνα στον ωκεανό, που όμως έχει προκαλέσει τον πανικό των Ευρωπαίων. Η ΕΕ επιδιώκει να έχει με την κυβέρνηση του Χαφτάρ ανάλογη συνεργασία για την καταστολή των προσφύγων με αυτή που έχει με την κυβέρνηση της Τρίπολης. Ο Χαφτάρ για να συνεργαστεί ζητάει ως ανταλλάγματα διεθνή νομιμοποίηση, έγκριση από την ΕΕ των στρατοπέδων συγκέντρωσης μεταναστών της κυβέρνησής του, καθώς και οικονομική και στρατιωτική υποστήριξη για την καταστολή των μεταναστών – δηλαδή παρόμοια ό,τι έχει δοθεί στην κυβέρνηση της Τρίπολης.

Στο σημείο αυτό, έχει αξία να προσθέσουμε πως μετά την υπογραφή του τουρκολιβυκού μνημονίου το 2019, μεταξύ Τρίπολης και Άγκυρας, η ελληνική κυβέρνηση έχει αναβαθμίσει τις σχέσεις της με την κυβέρνηση του Χαφτάρ στη Βεγγάζη, παρότι εξακολουθεί να αναγνωρίζει επίσημα την κυβέρνηση της δυτικής Λιβύης.

Στις 8–9 Ιουλίου 2025, ο Επιτροπεύων Μετανάστευσης της ΕΕ, Μάγκνους Μπρούνερ, συνοδευόμενος από υπουργούς της Ιταλίας, της Ελλάδας και της Μάλτας, μετέβη στην ανατολική Λιβύη με σκοπό τις συνομιλίες για το προσφυγικό. Η κυβέρνηση του Χαφτάρ αρνήθηκε να τους δεχθεί, επικαλούμενη «θέματα πρωτοκόλλου» και την απουσία προκαταρκτικής έγκρισης. Ο Μπρούνερ και οι υπουργοί χαρακτηρίστηκαν “persona non grata” (ανεπιθύμητοι) και απελάθηκαν αμέσως. Ο λόγος της απέλασης ήταν ότι η ευρωπαϊκή αντιπροσωπεία είχε προηγουμένως επισκεφθεί την Τρίπολη, όπου συναντήθηκε με την κυβέρνηση της δυτικής Λιβύης, χωρίς προηγούμενη συνεννόηση με την ανατολική κυβέρνηση στη Βεγγάζη. Η κυβέρνηση του Χαφτάρ θεωρεί ότι, δεδομένου του διχασμού της χώρας, οι διεθνείς αποστολές πρέπει να συντονίζονται και με τις δύο κυβερνήσεις προτού πραγματοποιηθούν επίσημες επισκέψεις και θεώρησε ότι αυτή η σειρά επισκέψεων παραβίασε τη διαδικασία συντονισμού με τις δύο αντιμαχόμενες κυβερνήσεις της Λιβύης.

Έτσι οι Ευρωπαϊκοι υπουργοί, μεταξύ των οποίων ο ακροδεξιός Έλληνας υπουργός Μετανάστευσης βρέθηκαν σε μια δυσάρεστη έκπληξη: ενώ πήγαιναν να μιλήσουν για την καταστολή των προσφύγων και των μεταναστών, απελάθηκαν οι ίδιοι. Και μάλιστα από ένα «failed state», που δημιούργησαν μέσω του ΝΑΤΟ.

Πηγή : thepressproject.gr

Δρόμος ανοιχτός

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου